Λίγο προτού ξεψυχήσει στο αεροδρόμιο της Μπανγκόκ, το 2003, ο Μανουέλ Βάθκεθ Μονταλμπάν προφήτεψε ότι το ποδόσφαιρο θα γίνει το σκληρότερο ναρκωτικό των μεταμοντέρνων δημοκρατιών, το οποίο θα πατά σε δύο βάρκες ταυτόχρονα, ισορροπώντας ανάμεσα στη δημοφιλία και τις ψυχώσεις των λαϊκών μαζών από τη μια και στα ποικιλώνυμα συμφέροντα των συμμοριών που θα αποκομίζουν μυθώδη κέρδη από τη διάδοσή του, όντας στην κεφαλή των διοικήσεών του, στις επιμέρους ομάδες και στις διάφορες ομοσπονδίες τοπικής και διεθνούς κλίμακας, από την άλλη.

Λίγο νωρίτερα, ο κατ’ αρχάς ποδοσφαιριστής και μετέπειτα παράγοντας του χώρου, Χόρχε Βαλντάνο, υποστήριξε με θέρμη ότι, ναι, υπάρχει ποδόσφαιρο της Αριστεράς και ποδόσφαιρο της Δεξιάς -το πρώτο, είναι το ποδόσφαιρο της δημιουργίας και του θεάματος και το δεύτερο, της σκοπιμότητας, της πονηριάς και της ύπουλης στραβοκλωτσιάς στο πόδι του αντιπάλου.

Σε λίγες μέρες, ξεκινά το Παγκόσμιο Κύπελλο Εθνικών Ομάδων της FIFA, πιο απλά, Μουντιάλ. Ποιες ομάδες θα παίξουν «αριστερό» και ποιες, «δεξιό» ποδόσφαιρο, θα φανεί στο χορτάρι. Τα προγνωστικά για την επικράτηση δεν πρωτοτυπούν -Γερμανία, Βραζιλία, Αργεντινή -ελέω Μέσι κυρίως που κινδυνεύει να παραμείνει στη λίστα των Μεγάλων Ποδοσφαιριστών άνευ Μουντιάλ- Ισπανία, Γαλλία, Αγγλία, «σφήνα» το Βέλγιο, ενώ η Ρωσία θα φτάσει τόσο μακριά, όσο την σπρώξει η διαιτησία. Ένα καθιερωμένο «δώρο» προς την εκάστοτε διοργανώτρια, ήδη από το 1978, όταν έγιναν σημεία και τέρατα, για να καταλήξει το τρόπαιο στην Αργεντινή και στο καθεστώς της βιντελικής χούντας. 

Αλλά πόση σημασία έχει πια το ίδιο το Μουντιάλ, αυστηρά ποδοσφαιρικά; Τα τελευταία χρόνια, δεν υπήρξε μέρα που να μην παίζεται και κυρίως να μην μεταδίδεται ποδόσφαιρο από την τηλεόραση και το ίντερνετ, κάπου, σε όλες τις ηπείρους, και πρωτίστως, στις μεγάλες διαφημιστικές αγορές της Ευρώπης και της Ασίας και δη της Κίνας. Και όταν γράφει κανείς «παίζεται ποδόσφαιρο», όχι μόνο εντός γραμμών, αλλά και εκτός, με τον παραδοσιακό και διαδικτυακό στοιχηματισμό, σχετικά καινούριο «φρούτο» στην παγκόσμια επιχείρηση ποδόσφαιρο, να έχει εκτοξευθεί σε δυσθεώρητα ύψη, αδειάζοντας τα άδεια πορτοφόλια των αφισιονάδος του τζόγου. Για να έχουμε μια τάξη μεγέθους, μόνο στη Ελλάδα, ο στοιχηματισμός που σχετίζεται με το ποδόσφαιρο, παράνομος και νόμιμος, υπολογίζεται στα 4-5 δισεκατομμύρια ευρώ τον χρόνο, το ένα τρίτο της όλης στοιχηματικής πίτας, που ανέρχεται στα 15 δισ. ευρώ.

Το Μουντιάλ μοιάζει παράταιρο, έπειτα από ένα διαρκές όβερντουοζ ποδοσφαίρου, της «υπερδοσολογίας» που έχουν συνταγογραφήσει ομοσπονδίες, τηλεοπτικά κανάλια και διαδίκτυο και εταιρείες στοιχηματισμού σε αρμονική συνύπαρξη και συνεργασία.

Το ίδιο το Μουντιάλ ανήκει σταθερά ως διοργάνωση και ως τρόπαιο στην Coca Cola, που ουσιαστικά συνδιοικεί τη FIFA, μετά το 1982, και σε δεύτερο πλάνο, την Adidas, την εταιρεία με την μεγαλύτερη «γκάμα» εθνικών ομάδων στο πελατολόγιό της. Ήταν η πρώτη μεγάλη και καθοριστική απόφαση του Βραζιλιάνου μεγαλοεργολάβου κατασκευών, Ζοάο Χαβελάνζε, ο οποίος ανήλθε στο ύπατο αξίωμα του προέδρου της FIFA, το 1974. Ο Χαβελάνζε, που έγινε πρόεδρος και με τις πλάτες της τότε βραζιλιάνικης χούντας, ομολογούσε κυνικά ότι ανήλθε στη διοίκηση της διεθνούς ομοσπονδίας για να πουλήσει πρώτα στις εταιρείες και μετά στους θεατές το προϊόν με το όνομα ποδόσφαιρο.

Φέτος, τον γεωγραφικό «μεσάζοντα» στο εμπόριο, κάνει η Ρωσία, που απέκτησε την... τιμή να γίνει η διοργανώτρια χώρα του Παγκοσμίου Κυπέλλου, ως επιβράβευση για το επιχειρηματικό θράσος των ολιγαρχών της και τον «δημοκρατορικό» προσανατολισμό του πουτινικού Κρεμλίνου, που ευελπιστεί σε μια ψιμυθιοποίηση του πολιτικού του προφίλ. Όπως νωρίτερα είχε συμβεί η ανάλογη επιβράβευση, με πολιτικές προεκτάσεις και οικονομικές διαστάσεις, για τη Νότια Αφρική και τη Βραζιλία και επίκειται η εν μέσω σαράντα κυμάτων δωροδοκιών διοργάνωση στο Κατάρ, γεγονός, που, ας το θυμηθούμε, στοίχισε μεταξύ άλλων την προεδρία του Ζεπ Μπλάτερ, ο οποίος αποπέμφθηκε ως ενορχηστρωτής της διαφθοράς, αν και η FIFA συνέχισε το business as usual.

Το Μουντιάλ πάει εκεί όπου βρέχει προς ώρας λεφτά, για να βγάλει περισσότερα (λεφτά), συνθέτοντας -μαζί με την γνωστή ΔΟΕ των Ολυμπιακών Αγώνων- ίσως τον πλέον «ύπουλο» θεσμό του παγκόσμιου «ηλεκτρονικού κοπαδιού» -τα βουβάλια των χρηματαγορών και των πολυεθνικών μπουκάρουν στο λιβάδι-διοργανώτρια χώρα και βοσκάνε λαίμαργα για όσο διάστημα προηγείται και όσο διάστημα τελείται η εκάστοτε διοργάνωση, μέχρι την συντεταγμένη αναχώρησή τους για άλλα λιβάδια-διοργανώτριες χώρες και την εκεί βόσκηση.

Η ρωσική κυβέρνηση, έπειτα από πολλές παλινωδίες ως προς τα οικονομικά στοιχεία, έχει ανακοινώσει ότι μόνο για τα 12 γήπεδα και τα πολυτελή ξενοδοχεία -πολλά εκ των οποίων κατασκευάστηκαν εξολοκλήρου- δαπανήθηκαν περίπου 11 δισεκατομμύρια ευρώ. Αυτός είναι ο πρώτος, επίσημος απολογισμός που ως γνωστόν, θα έχει εμφανή απόσταση από τον τελικό απολογισμό. Παράλληλα η κεντρική τράπεζα της χώρας έχει παραδεχθεί πως αναμένει αύξηση του πληθωρισμού, σε υπηρεσίες και καθημερινά αγαθά, κοντά στο 4%-5% τις ημέρες του Μουντιάλ, ακριβώς λόγω της προκληθείσας, καταναλωτικής ζήτησης - μια επιπλέον πίεση για τα φτωχά πορτοφόλια. Και πάνω από τη διοργάνωση, επικρεμάται ο φόβος του ρατσισμού. Μόλις τον περασμένο Μάρτιο, οι μαύροι παίκτες της Γαλλίας υπέστησαν ρατσιστική επίθεση από Ρώσους ακροδεξιούς, στο φιλικό ματς των δύο χωρών. Η FIFA καθησύχασε ενόψει Μουντιάλ και επέβαλε πρόστιμο στη ρωσική ομοσπονδία, 29.000 ευρώ - για να δούμε αν το πρόστιμο έπιασε τόπο.

Κατά βάση όμως το Μουντιάλ, όπως και οι Ολίμπικ Γκέιμς είναι αθλητικός και εμπορικός ιμπεριαλισμός, με απτές, οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες.

Στη Νότια Αφρική, το Μουντιάλ κληροδότησε στη χώρα τη γιγάντωση της διαφθοράς των κρατικών αξιωματούχων και την κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος που με σημαντική καθυστέρηση οδήγησε μεταξύ άλλων σκανδάλων στην (με το μέτρο...) εσωτερική εκκαθάριση του κόμματος του Εθνικού Κογκρέσου και την εκπαραθύρωση του Ζούμα από την προεδρία της χώρας, μόλις πριν από μερικούς μήνες.

Στη Βραζιλία, το Εργατικό Κόμμα και η κυβέρνηση της προέδρου Ρούσεφ βρέθηκαν, τότε, το 2013-14, αντιμέτωπα με ογκώδεις διαδηλώσεις καθώς οι Βραζιλιάνοι δεν μπορούσαν να χωνέψουν τη δαπανηρότατη ανακατασκευή γηπέδων «με προδιαγραφές FIFA», την ίδια στιγμή που υπερδιπλασιάζονταν οι τιμές εισιτηρίων στα (ιδιωτικοποιημένα) λεωφορεία των εργατικών συνοικιών και ανακοινώνονταν περικοπές στο σύστημα δημόσιας ασφάλισης και παιδείας – όπως εύστοχα περιέγραφε το βασικό σύνθημα των διαδηλωτών της εποχής «θέλουμε νοσοκομεία και σχολεία με προδιαγραφές FIFA».

Η κυβέρνηση της Μπραζίλια ξόδεψε επίσημα 14 δισεκατομμύρια δολάρια για τη διοργάνωση, την εξωφρενικά δαπανηρότερη της ιστορίας, που κατά άλλες πηγές, σκαρφάλωσε ακόμη ψηλότερα, στα 18-20 δισ. δολάρια. Μόνο για τα 18 γήπεδα, ο προϋπολογισμός τινάχτηκε στον αέρα, καθώς από το 1,1 δισ. δολάρια, που οι Βραζιλιάνοι ιθύνοντες προϋπολόγιζαν το 2009, σπαταλήθηκαν πάνω από 4 δισ., κυρίως για ανακατασκευές. Ένα επιπλέον δισ. (πάντα σε δολάρια) δαπανήθηκε για τα επιπρόσθετα μέτρα ασφαλείας στο (αντι)τρομοκρατικό κλίμα μόνιμης έκτακτης ανάγκης που επικρατεί στις μέρες μας. Ένα αντίστοιχο ποσό θα αδειάσει τελικά από τα ταμεία και η Ρωσία.

Από την άλλη πλευρά, το 2014, οι αξιωματούχοι της FIFA, άνοιγαν σαμπάνιες και έτρωγαν μπριζόλες τσουράσκο, ένα εκλεκτό βραζιλιάνικο πιάτο (ρωσικό χαβιάρι θα φάνε φέτος...), καθώς η κερδοφορία της ομοσπονδίας έσπαγε το φράγμα των 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, μια εξίσου πρωτοφανής επίδοση για τους εν λόγω παράγοντες του παγκοσμιοποιημένου, ποδοσφαιρικού θεάματος που συνήθως ελάχιστη προτεραία σχέση με το σπορ έχουν. Τα παραπάνω κέρδη καταγράφηκαν μόλις τις 30 μέρες που κράτησε η διοργάνωση, με άλλα λόγια, η FIFA έβγαζε στη Βραζιλία περίπου 166 εκατομμύρια την ημέρα, από πωλήσεις τηλεοπτικών δικαιωμάτων και αναμνηστικών, από τα εισιτήρια και τις παράλληλες εκδηλώσεις, την εμπορική ενοικίαση των σημάτων της και τη διαφήμιση.

Σκοτώνουν τους ποδοσφαιριστές, προτού γεράσουν

Πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το Μουντιάλ, το ποδόσφαιρο είναι μια βιομηχανία (και) με θύματα.

Στον τελικό του Μουντιάλ της Νότιας Αφρικής, το 2010, ο σκόρερ της τροπαιούχου Ισπανίας και εμβληματικός αρχηγός της Μπαρτσελόνα, Αντρές Ινιέστα, πέτυχε το νικητήριο γκολ και πανηγύρισε σηκώνοντας την φανέλα του. Από μέσα, φανερώθηκε ένα λευκό μπλουζάκι με μεγάλα, μαύρα γράμματα, «Ντάνι Χάρκε, είσαι στη μνήμη μου», έγραφε και ολόκληρη η Ισπανία ανατρίχιασε. Ο Ντάνι Χάρκε ήταν ο 26χρονος αρχηγός της μισητής αντιπάλου της Μπάρτσα, Εσπανιόλ, που είχε πεθάνει έναν χρόνο νωρίτερα, από οξύ καρδιακό επεισόδιο.

Φανατικοί οπαδοί της Εσπανιόλ, που μισούν θανάσιμα καθετί που σημαίνει μπλαουγκράνα, παραδέχονται ακόμη και σήμερα ότι εκείνη την στιγμή, ξέσπασαν σε κλάματα και λάτρεψαν τον Ινιέστα, σαν να ήταν ένας δικός τους άνθρωπος. Ο Χάρκε είχε πεθάνει στη διάρκεια περιοδείας της ομάδας του στην Ιταλία, ενόψει της έναρξης του ισπανικού πρωταθλήματος και η κηδεία του είχε μετατραπεί σε λαϊκή διαδήλωση της κυανόλευκης πλευράς της Καταλονίας.

Νωρίτερα, φέτος, από την ίδια αιτία (καρδιακή προσβολή) και στον ύπνο του, πέθανε ο ιταλός αρχηγός της Φιορεντίνα, Νταβίντε Αστόρι, τριανταενός ετών, παραμονές του αγώνα της ομάδας του με την Ουντινέζε. Πέντε μέρες μετά τον Αστόρι, έχασε τη ζωή του, από καρδιακή προσβολή στον ύπνο του, ο 18χρονος Τομάς Ροντρίγκεζ της γαλλικής Τουρ. Τον περασμένο Νοέμβριο, ξανά από καρδιά, πέθανε ο αμυντικός της Σέριφ, Ντιόταναν Τεϊσέιρα, 25 ετών, Βραζιλιάνος με σλοβακικό διαβατήριο. Πέρυσι, τέτοια εποχή, πέθαινε από καρδιακή προσβολή ο Ιβοριανός αμυντικός, Σεΐκ Τιοτέ, κατά τη διάρκεια προπόνησης, με την (κινεζική) ομάδα της Πεϊτζίνγκ Εντερπράιζις. Ήταν 30 ετών. Πριν από 15 χρόνια, ήταν ο Φοέ, στον ημιτελικό του Κυπέλλου Συνομοσπονδιών της Γαλλίας, αργότερα, ο Ματσούντα, ο Ο’ Ντόνελ, ο Σερζίνιο και ο Φέχερ, ο Πουέρτα και ο Μοροζίνι, ο Μπρούνο Μπόμπαν ή ο Πατρίκ Εκένγκ.

Από το 2007 έως σήμερα, μόνο στα ευρωπαϊκά γήπεδα, τους χώρους προπόνησης και τα ξενοδοχεία όπου καταλύουν οι αποστολές, έχουν πεθάνει πάνω από 70 ποδοσφαιριστές, σχεδόν όλοι τους, κάτω από 30 ετών και σχεδόν όλοι τους από καρδιακή προσβολή. Μια μακάβρια λίστα χωρίς τέλος.

Γιατί συμβαίνει αυτό; Τα τελευταία δέκα χρόνια, δεν υπάρχει έτος κατά το οποίο δεν ανακοινώνεται ο θάνατος κάποιου ποδοσφαιριστή και από άποψη στατιστικής, πεθαίνουν επτά-οκτώ κάθε χρόνο, πάντα μιλάμε για θανάτους που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, καθώς ο αριθμός είναι σίγουρα μεγαλύτερος, ειδικά στα περιφερειακά πρωταθλήματα των άλλων ηπείρων. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό στην ποδοσφαιρική Ευρώπη;

Η πιο προφανής αιτία, είναι η κατακόρυφη αύξηση των αγωνιστικών υποχρεώσεων του μέσου ποδοσφαιριστή τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Μέσα στην ίδια αγωνιστική χρονιά, δηλαδή από τα τέλη περίπου του Αυγούστου έως τον επόμενο Μάιο, ένας μέτριας κλάσης ποδοσφαιριστής σε ένα μέτριας δυναμικότητας ευρωπαϊκό πρωτάθλημα θα κληθεί να παίξει σε τουλάχιστον 50 παιχνίδια, τα μισά για το πρωτάθλημα και τα άλλα μισά είτε για το πλαίσιο προετοιμασίας είτε για το Κύπελλο, χώρια η πιθανότητα κλήσης σε ματς της εθνικής του ομάδας. Στα γήπεδα της Αγγλίας, της Ισπανίας ή της Ιταλίας, ο ίδιος ποδοσφαιριστής θα κληθεί να αγωνιστεί τουλάχιστον 60-80 φορές σε τρεις διαφορετικές διοργανώσεις (Πρωτάθλημα, Κύπελλο, Λιγκ Καπ). Αν μάλιστα ανήκει σε ομάδα που παίζει και Ευρώπη και δεν έχει δύο «ισάξιες» ενδεκάδες για να διαμορφωθεί το λεγόμενο ροτέισιον τότε τα (επίσημα) ματς του κάθε συλλόγου ξεπερνούν τα 100 ανάλογα με το σημείο αφετηρίας και το σημείο τερματισμού της αγωνιστικής χρονιάς, π.χ. πάλαι ποτέ Ιντερτότο, καλοκαιρινά προκριματικά και τελικοί Τσάμπιονς και Γιουρόπα Λιγκ. Με άλλα λόγια, θα αγωνίζεται τουλάχιστον δυο φορές την εβδομάδα χωρίς να υπολογίζονται οι προπονήσεις ή τα ταξίδια, εντός και εκτός χώρας.

Η αύξηση των αγωνιστικών σχετίζεται με την εντατικοποίηση των πρωταθλημάτων με άξονα την παραγωγή τηλεοπτικού θεάματος και τη συνακόλουθη εισροή χρήματος στα ταμεία των εθνικών και διεθνών ποδοσφαιρικών ομοσπονδιών από τις πωλήσεις διαφημιστικών και εμπορικών δικαιωμάτων και τον στοιχηματισμό, που σε παγκόσμια κλίμακα ο τζίρος του αγγίζει το 1 τρισ. ευρώ τον χρόνο. Με άλλα λόγια, οι παράγοντες του ποδοσφαίρου, σαν άλλοι πρόεδροι και διευθύνοντες σύμβουλοι επιχείρησης ξεζουμίζουν τους εργαζόμενους-ποδοσφαιριστές μέχρι, στην κυριολεξία, τελικής πτώσεως. Είναι χαρακτηριστικό της κατάστασης, για να αλλάξουμε και ήπειρο αναφοράς, το γεγονός ότι το 2014, η πανίσχυρη βραζιλιανική ποδοσφαιρική ομοσπονδία, η CBF, ένα οιονεί κράτος εν κράτει στη χώρα της σάμπας, όπου το ποδόσφαιρο ισοδυναμεί με κάτι περισσότερο από θρησκεία, αρνήθηκε να αναβάλει τα τοπικά, τα πολιτειακά και το εθνικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου της χώρας στη διάρκεια του Μουντιάλ, επικαλούμενη απώλεια εσόδων! Έτσι, τα πρωταθλήματα διεξάγονταν παράλληλα με το Μουντιάλ ακόμη και σε μερικά από τα γήπεδα της διοργάνωσης, ενώ οι δεύτερης κλάσης βραζιλιάνοι ποδοσφαιριστές αδυνατούσαν να ξεκλέψουν χρόνο για να δουν τους διάσημους, διεθνείς συναδέλφους τους. Το ίδιο συνέβη και στη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του Ρίο, το 2016.

Το δεύτερο επιβαρυντικό στοιχείο για τους ποδοσφαιριστές έγκειται ακριβώς σε αυτό το σημείο, που οι περισσότεροι οπαδοί και τηλεθεατές ξεχνούν, τυφλωμένοι από την λάμψη των μεγάλων αστέρων της μπάλας.

Δεν είναι όλοι οι ποδοσφαιριστές Κριστιάνο Ρονάλντο, Λιονέλ Μέσι ή Νεϊμάρ.

Σίγουρα δεν έχουν τις ποδοσφαιρικές τους ικανότητες και κατά συνέπεια τα εξωφρενικά και μυθώδη συμβόλαιά τους, δεν έχουν τους απειράριθμους χορηγούς, δεν γίνονται κατασκευασμένα είδωλα εκατομμυρίων οπαδών-πελατών. Δεν τους ντύνει η Νάικ ή η Άντιντας, δεν τους ταΐζουν τα Λέης, δεν τους ξυρίζει η Ζιλέτ, δεν τους λούζει η Ούλτρεξ, δεν τους χαρίζει αυτοκίνητο η Άουντι και βίλα με πισίνα ο Φλορεντίνο Πέρεθ. Οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές ανά την υφήλιο επίσης δεν έχουν την πολυτέλεια να φοροδιαφύγουν, αν και εφόσον πληρώνονται.

Οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές αγωνίζονται για το μεροκάματο, που ενίοτε είναι ψίχουλα, μερικά δολάρια και ένα συμβόλαιο συνδεδεμένο με την επίτευξη στόχων ή την αγωνιστική παρουσία ανά αγώνα. Από τα λασπωμένα γήπεδα της Βραζιλίας έως τους πάγους της Ισλανδίας και από την β’ κατηγορία της Τουρκίας έως το πρωτάθλημα σόκερ των ΗΠΑ. Οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές δεν έχουν την φροντίδα ειδικών διατροφολόγων και δεν πληρώνει η ομάδα τους ένα επιτελείο ειδικών γυμναστών για να τους κρατά μονίμως σε φόρμα και σε αυστηρή δίαιτα. Επίσης, και πιο σημαντικό, οι περισσότεροι ποδοσφαιριστές προέρχονται από πάμφτωχες χώρες της περιφέρειας (Λατινική Αμερική, Αφρική, Ανατολική Ευρώπη) και ακόμη και αν αγωνίζονται από πολύ μικρή ηλικία, σπάνια έχουν τη δυνατότητα να απευθυνθούν σε γιατρό και συνήθως το όποιο καρδιοαναπνευστικό πρόβλημα τους ακολουθεί από γεννησιμιού ή έχει προκύψει στην πορεία, διαπιστώνεται με μεγάλη καθυστέρηση.

Όπως συνέβη με τον Μεξικανό επιθετικό, Αντόνιο ντε Νίγκρις, ο οποίος έμαθε ότι πάσχει από καρδιακή δυσπλασία το καλοκαίρι του 2009, στα 31 του χρόνια, από το ιατρικό επιτελείο της τουρκικής Ανκαραγκιουτσού, η οποία αρνήθηκε με τη σειρά της να του ανανεώσει το συμβόλαιο, φοβούμενη ότι ο παίκτης δεν ήταν ικανός για να βγάλει ενενήντα λεπτά αγώνα. Ο ντε Νίγκρις όμως ήθελε ένα τελευταίο, καλό συμβόλαιο για να εξασφαλίσει την οικογένειά του και μια τελευταία ευκαιρία για να παίξει με την εθνική ομάδα της χώρας του στο Μουντιάλ της Νότιας Αφρικής. Η Λάρισα τού έδωσε και τα δύο, πιστεύοντας στις δυνατότητές του. Όμως, εκείνο το πρωί του Νοέμβρη του 2009, η καρδιά του τον πρόδωσε και ο Ντε Νίγκρις πέθανε από έμφραγμα προτού ξεκινήσει το Μουντιάλ.

Γιατί, δυστυχώς, κάποιοι ποδοσφαιριστές, πεθαίνουν, προτού γεράσουν, σαν μερικά κουρασμένα και εξαντλημένα άλογα των ιπποδρόμων.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες