Η παρέμβαση του Ν. Γουρλά στην εκδήλωση της ΔΕΑ "40 χρόνια από τη Μεταπολίτευση-Η εργατική αντίσταση και η Αριστερά", στην ΕΣΗΕΑ (10/7/14).

Το εργατικό κίνημα στη χώρα μας, ήταν και είναι, ακόμα και τώρα που βρίσκεται σε κρίση και οπισθοχώρηση, καταλύτης των πολιτικών εξελίξεων που σφράγισαν τη σύγχρονη πολιτική ιστορία. Το εργατικό κίνημα και οι εργατικές αντιστάσεις που ξεκίνησαν αμέσως μετά την πτώση της χούντας ήταν στην πραγματικότητα αυτό που ανέβασε και κατέβασε κυβερνήσεις, αυτό που σφράγισε τη συλλογική συνείδηση της εργατικής τάξης. Και όχι μόνο μετά τη χούντα, αλλά ακόμα και την περίοδο της ενσωμάτωσης και της μεγάλης επίδρασης της αστικής πολιτικής στο εργατικό κίνημα, την περίοδο από το «πραξικόπημα» στη ΓΣΕΕ το ’85 τότε που αλλάζει προσανατολισμός το ΠΑΣΟΚ-όπως σωστά είπε και ο σ. Μαστρογιαννόπουλος-και παίρνει μια κατεύθυνση νεοφιλελεύθερη, που εν μια νύκτα καθαιρέθηκαν δεκάδες στελέχη του μαχητικού ρεφορμισμού της ΠΑΣΚΕ, ακόμα και τότε, την εποχή της διακυβέρνησης Μητσοτάκη, με πρωτοπορία τους εργαζόμενους στις μεταφορές, στην ΕΑΣ, ήταν αυτό που καθόρισε την πορεία της πτώσης του, που ολοκληρώθηκε με τις εξελίξεις που όλοι γνωρίζουμε.

Θέλω να πω δηλαδή ότι το εργατικό κίνημα-παρά τις αδυναμίες και τη μεγάλη επίδραση της αστικής πολιτικής-εύρησκε πάντα τους δρόμους για να παίζει ρόλο στις σημαντικές πολιτικές εξελίξεις. Ακόμα και τώρα, παρά την αδυναμία των εργατικών αγώνων να νικήσουν, παρά τη στασιμότητα και την απογοήτευση, που παρουσιάζεται σε πλατιά στρώματα εργαζομένων, μια μικρή ομάδα γυναικών όπως οι καθαρίστριες, δείχνει το δρόμο των ανυποχώρητων εργατικών αγώνων, δημιουργώντας μια νέα ελπίδα, αλλά και ρωγμές στην πολιτική της άθλιας συγκυβέρνησης. Ο αγώνας των εργαζομένων της ΔΕΗ, με τα παλλαϊκά χαρακτηριστικά που πήρε σε Πτολεμαΐδα, Κοζάνη κ.α., δείχνει τις δυνατότητες του λαϊκού μετώπου, του παλλαϊκού ξεσηκωμού από τη μια και από την άλλη την ανεπάρκεια, την ανικανότητα και τα όρια της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που δεν πιστεύει ότι μπορούν να νικήσουν οι αγώνες, που εκχωρεί και αναθέτει αυτή τη δυναμική στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες.

Η παραπάνω παρατήρηση επιβεβαιώνεται από την πρόσφατη ιστορία του εργατικού κινήματος, μετά την πτώση της χούντας. Ακόμα και μετά τη θριαμβευτική νίκη της ΝΔ στις εκλογές του 1974 με 54%, αυτή συνοδεύτηκε αμέσως με το ξεκίνημα ενός πρωτοφανούς ξεσπάσματος του εργατικού κινήματος, που περιέγραψαν και οι προηγούμενοι ομιλητές. Οι εργαζόμενοι, τότε, αμφισβήτησαν από τις πρώτες κιόλας μέρες τον εκλογικό θρίαμβο του «εθνάρχη», έγραψαν στα παλιά τους τα παπούτσια την τρομοκρατία του «Καραμανλής ή τανκς» και ξεκίνησαν μεγάλους εργατικούς αγώνες. Η εργατική τάξη της εποχής, χωρίς στην πραγματικότητα να έχει συνδικαλιστική ηγεσία, ξεκίνησε σκληρούς ανυποχώρητους αγώνες για να αποκατασταθεί το εργατικό εισόδημα, να αποκατασταθούν οι συνδικαλιστικές ελευθερίες και τα δημοκρατικά δικαιώματα, σε όλη την κλίμακα, εκεί που ζούμε και εργαζόταν. Το ταξικό εργατικό κίνημα της εποχής, για να ξεπεράσει την εγκάθετη χουντοδεξιά διοίκηση της ΓΣΕΕ, αλλά και πολλών εργατικών κέντρων και ομοσπονδιών, δημιουργεί σε όλη την Ελλάδα Συντονιστικές Επιτροπές Αγώνα κατά κλάδο, πόλη και περιφέρεια που συνέβαλαν στη συνέχεια στη δημιουργία των Συνεργαζόμενων Αγωνιστικών Εργατοϋπαλληλικών Οργανώσεων, τα γνωστά ΣΑΔΕΟ και στο Δημόσιο τα ΣΑΔΟ, δηλ. συντονισμούς πρωτοβάθμιων σωματείων και ομοσπονδιών στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα που λειτουργούν σε αντιπαράθεση με τη χουντοδεξιά ΓΣΕΕ, προσπαθώντας να συντονίσουν τους αγώνες.

Οι συνθήκες, σύντροφοι και φίλοι, φυσικά δεν είναι ίδιες με τις σημερινές. Σήμερα η εργατική τάξη έχει να αντιμετωπίσει μια σφοδρή επίθεση από το κεφάλαιο και την ΕΕ, που όμοιά της δεν έχει υπάρξει στο παρελθόν. Ποσοστά ανεργίας που προσεγγίζουν τα μεταπολεμικά επίπεδα, αποδιαρθρωμένες εργασιακές σχέσεις, τεράστια ποσοστά φτωχοποίησης. Η κυβέρνηση αξιοποιεί τόσο σε επικοινωνιακό, όσο και σε πολιτικό, οργανωτικό επίπεδο αυτή την κατάσταση για να χτυπήσει τελειωτικά τους εργατικούς αγώνες. Γενικεύει τον πόλεμο και προχωρά σε μια στρατηγικού χαρακτήρα επίθεση, ελπίζοντας ότι θα δώσει το τελειωτικό χτύπημα στο εργατικό κίνημα διαλύοντας τα συνδικάτα. Αυτός είναι ο στόχος συνολικότερα του πολιτικού συστήματος ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Η αναμενόμενη τροποποίηση του Ν. 1264, επιδιώκει ακριβώς να καταφέρει καίριο πλήγμα στις συνδικαλιστικές ελευθερίες και τα δικαιώματα, δημιουργώντας συνθήκες νόμιμης δίωξης, για πράγματα που σήμερα γίνονται ανεπίσημα. Σήμερα απολύονται συνδικαλιστές, πάμε στα δικαστήρια και οι δικαστές αρνούνται να εφαρμόσουν τον 1264 δεχόμενοι τα αιτιολογικά των εργοδοτών. Οπότε και νόμιμα πια θα απαγορεύεται η συνδικαλιστική δράση στους τόπους δουλειάς, ιδιωτικού και δημόσιου τομέα.

Με λίγα λόγια, το μνημονιακό καθεστώς, οργανώνει μια κατάσταση παρανομίας πολιορκίας απέναντι στο συνδικαλιστικό κίνημα και ειδικά απέναντι στα μαχητικά ταξικά συνδικάτα. Τη θέση της παλιάς συναίνεσης την παίρνει ένας ακήρυχτος ταξικός πόλεμος που καθοδηγείται από το κεφάλαιο. Η εργατική τάξη απέναντι σε αυτή την κατάσταση δεν έμεινε αδιάφορη, όπως όλοι γνωρίζουμε. Απάντησε με 30 γενικές απεργίες, έγιναν σοβαροί κλαδικοί αγώνες, όπως αυτός στην Χαλυβουργία, των ναυτεργατών, των εργαζόμενων στα ΜΜΜ, στα ΜΜΕ. Οργάνωσε ογκώδη συλλαλητήρια και καθημερινές διαδηλώσεις. Παρόλα αυτά, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί στα σοβαρά ότι η αντίδραση ήταν αντίστοιχη της επίθεσης που δεχτήκαμε όλο αυτό το διάστημα. Ευθύνη για αυτή την κατάσταση φέρνει φυσικά ο υποταγμένος γραφειοκρατικός συνδικαλισμός της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ, όμως δε φταίνε μόνο οι γραφειοκράτες. Φταίει συνολικά το μοντέλο του συνδικαλισμού που οικοδομήθηκε τα τελευταία χρόνια με τη μορφή που γνωρίζουμε, ένα μοντέλο που φαίνεται ότι πνέει τα λοίσθια. Δηλαδή, ο αστικός και ρεφορμιστικός χαρακτήρας της ταξικής συνδιαλλαγής που σφράγισε τα τελευταία χρόνια το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα μπαίνει σε κρίση πια μη αναστρέψιμη.

Εμείς, σύντροφοι και φίλοι, οι ταξικές δυνάμεις δηλαδή, οφείλουν να προτάξουν την ανάγκη υπέρβασης της σημερινής κατάστασης στο συνδικαλιστικό κίνημα. Να ρίξουμε το βάρος μας στην ανασυγκρότηση των συνδικάτων, στη συμμετοχή των εργαζομένων στις γενικές συνελεύσεις. Να παλέψουμε για την ταξική ενότητα των εργαζομένων. Οι διαφορετικές στρατηγικές και τα διαφορετικά πολιτικά σχέδια, που φυσικά είναι υπαρκτά, δεν θα ξεπεραστούν εύκολα, όμως δεν μπορούν να αποτελούν εμπόδιο στο να χτυπάμε όλοι μαζί. Για τα καθήκοντα αυτά, που είναι βασικές προϋποθέσεις για να υπάρξει συνδικαλιστικό κίνημα, οι ευθύνες της συνδικαλιστικής αριστεράς, όλων των τάσεων και των ρευμάτων, είναι τεράστιες. Αν δεν προχωρήσουμε τώρα σε ενιαία εργατικά-ταξικά μέτωπα για την ανατροπή της επίθεσης, αν δεν σταματήσουν οι ψευδεπίγραφοι για την εποχή διαχωρισμοί, είναι βέβαιο πως τότε οι εργαζόμενοι-και με το δίκιο τους-θα συνεχίσουν να έχουν σαν μοναδική λύση για την επιβίωσή τους τις εκλογές. Χωρίς να έχω κάτι με τις εκλογές, αλλά δεν μπορούν οι εργαζόμενοι να βλέπουν μονοδιάστατα από αυτή τη σκοπιά τη λύση για τα προβλήματά τους. Πέρα όμως από αυτή την αναμονή που θα είναι παρατεταμένη και φθοροποιός για όλο το κίνημα, ακόμα και για τις πρωτοπορίες, θα ενισχυθεί ακόμα περισσότερο η αδράνεια και τελικά η αποστοίχιση από τα συνδικάτα μεγάλων τμημάτων των εργαζομένων.

Για να μπορέσουμε να αποφύγουμε την καταστροφή που μας απειλεί, για να θυμηθούμε και το κείμενο του Λένιν, χρειάζεται να προχωρήσουμε-από χθες θα έλεγα-σε μια πλατιά πρωτοβουλία από πρωτοβάθμια σωματεία και ομοσπονδίες σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα, που θα καλέσουν τους εργαζόμενους να συσπειρωθούν και να ξεκινήσουν αγώνες με σχέδιο, προοπτική και κλιμάκωση, πάνω σε κάποια άμεσα ζητήματα για την επιβίωση της εργατικής τάξης. Αυτή η ανώτερη οργάνωση των «από κάτω» που σαν βασική ιδέα μπορούμε να έχουμε την εμπειρία από τον εργοστασιακό συνδικαλισμό που περιέγραψε ο σ. Κατσορίδας, δεν θα μπορέσει να έχει τα αποτελέσματα που απαιτούν οι καιροί, αν δεν στηριχτεί από την κοινή δράση της πολιτικής συνδικαλιστικής αριστεράς. Η οποία, σεβόμενη την ανεξαρτησία του κινήματος θα δώσει ώθηση στην ενότητα πάνω σε ένα πλαίσιο άμεσων αιτημάτων για την επιβίωση, την ανεργία, το μισθό, τη μείωση του χρόνου εργασίας, τις συμβάσεις, τη φορομπηξία, τα δημοκρατικά δικαιώματα.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να κάνω ορισμένες παρατηρήσεις, γενικού πολιτικού χαρακτήρα. Η πολιτική προοπτική των αγώνων αποκτά κύριο χαρακτήρα για το εργατικό κίνημα. Σε αυτό δεν μπορεί κανένας εργαζόμενος να μείνει αδιάφορος. Όλο και πλατύτερα τμήματα εργαζομένων καταλαβαίνουν ότι για να αλλάξει η ζωή τους δεν αρκούν οι συνδικαλιστικοί και οικονομικοί αγώνες χωρίς αυτοί να δένονται με την προοπτική της ανατροπής της αντεργατικής πολιτικής και των κυβερνήσεών της, χωρίς το διώξιμο της τρόϊκας, χωρίς τη σύγκρουση και την έξοδο από την ευρωζώνη. Τι θα έρθει αλήθεια στη θέση τους; Αυτό το ερώτημα βασανίζει το εργατικό ταξικό κίνημα που δεν πρέπει να μένει αδιάφορο στο λεγόμενο «κυβερνητικό ζήτημα» που ταλανίζει την Αριστερά.

Η δικιά μου γνώμη είναι ότι η ουσιαστική και πραγματική ανατροπή των αντιδραστικών συσχετισμών, της αντεργατικής πολιτικής και των κυβερνήσεών της, δε θα έρθει μόνο με την αλλαγή των κοινοβουλευτικών συσχετισμών. Θα έρθει μέσα από μια γενικευμένη και παλλαϊκή σύγκρουση. Στη νέα ασταθή κατάσταση που θα δημιουργηθεί, το κύριο είναι να έχει οικοδομηθεί ένα νέο, οργανωμένο, ταξικό εργατικό κίνημα και παλλαϊκό μέτωπο. Αυτό το κίνημα και μέτωπο ανατροπής με βάση την ταξική του ανεξαρτησία, θα προωθεί και θα επιβάλλει το πρόγραμμά του στον αστικό συνασπισμό εξουσίας και σε κάθε κυβέρνηση. Θα διεκδικεί την δική του εξουσία και κυβέρνηση. Αυτό που τόνισε σαν προοπτική ο σ. Μαστρογιαννόπουλος και υπογράμμισε και ο σ. Λαφαζάνης. Και παράλληλα θα ανοίγει δρόμους για την κοινωνική αλλαγή που έχει ανάγκη η εποχή μας. Είμαι βέβαιος, πως παρά τις δυσκολίες, η εποχή μας μπορεί να γίνει η εποχή μιας νέας εργατικής και συνδικαλιστικής Μεταπολίτευσης, με τους σημερινούς όρους φυσικά. Μεταπολίτευσης που θα συμβάλει στην υπόθεση της χειραφέτησης της εργατικής τάξης, έτσι που το σύνθημα «εργάτη μπορείς χωρίς αφεντικά», από κούφιος βερμπαλισμός που καμιά φορά καταλήγει, να μετουσιωθεί σε υλική επαναστατική δύναμη που θα αλλάξει την κοινωνία με την εργατική τάξη στο τιμόνι. 

Ετικέτες