Ο Εβραίος αντισιωνιστής ιστορικός Ίλαν Πάπε σε εκδήλωση του BDS Greece
Στις 8 Γενάρη, το BDS Greece, το ελληνικό τμήμα του διεθνούς κινήματος για Μποϊκοτάζ-Αποεπένδυση-Κυρώσεις ενάντια στο Ισραήλ, γιόρτασε τον ένα χρόνο λειτουργίας του με μια ενδιαφέρουσα εκδήλωση και ομιλητή τον Ίλαν Πάπε. Η Ραφίφ Ζιαντάχ, Παλαιστίνια ποιήτρια, ακαδημαϊκός και ακτιβίστρια, δεν μπόρεσε να παραβρεθεί λόγω προσωπικού προβλήματος. Αλλά η ομιλία του Ισραηλινού Εβραίου αντισιωνιστή ιστορικού αποζημίωσε όσους-ες κατέκλυσαν το αμφιθέατρο Παπαρρηγόπουλου στη Νομική Σχολή Αθηνών.
Το ασφυκτικά γεμάτο αμφιθέατρο από ένα κοινό ευρέως ηλικιακού και πολιτικού φάσματος ήταν μια πιο ελπιδοφόρα ένδειξη για το ενδιαφέρον που εξακολουθεί να προκαλεί σε κόσμο του κινήματος η παλαιστινιακή υπόθεση. Ο Ίλαν Πάπε, με πρόσβαση στα αρχεία, έχει γράψει βιβλία διεθνούς αναφοράς όσον αφορά την αποδόμηση της σιωνιστικής εθνικής αφήγησης. Είναι υποστηρικτής της καμπάνιας για μποϊκοτάζ του Κράτους του Ισραήλ και γι’ αυτό το λόγο αυτοεξόριστος εδώ και πολλά χρόνια, αφότου εκπρόσωπος της ισραηλινής κυβέρνησης του είπε ότι «το καλύτερο που έχεις να κάνεις για τον εαυτό σου είναι να ακολουθήσεις τη συμβουλή που δίνεις και στους άλλους και να φύγεις από το Ισραήλ».
Ακολουθεί μια απόδοση των βασικών σημείων της ομιλίας του. Πέρα από διαφοροποιήσεις που μπορεί να έχει σε σχέση με τις αναλύσεις της μαρξιστικής Αριστεράς (η υποβάθμιση ζητημάτων όπως ο ιμπεριαλισμός ή η ταξική πάλη στον αραβικό κόσμο), όσα είχε να πει για τη φύση του Κράτους του Ισραήλ και τη σημασία της «έξωθεν πίεσης», αλλά και η προσήλωσή του στη λύση ενός κοσμικού, δημοκρατικού κράτους στην ιστορική Παλαιστίνη με ίσα δικαιώματα για όλους, είναι πολύτιμα και αποκτούν άλλο ειδικό βάρος, όταν προέρχονται από έναν Ισραηλινό Εβραίο.
Ο Ίλαν Πάπε ξεκίνησε με την ανάγκη να εξηγούμε διαρκώς την ιστορία του παλαιστινιακού, γιατί έχει αποκοπεί η προϊστορία από τη σημερινή κατάσταση, ενώ στην πραγματικότητα «ζούμε ακόμα στο ίδιο ιστορικό κεφάλαιο που ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα», το οποίο εξελίσσεται μέχρι σήμερα.
Εξήγησε ότι στην περίπτωση του Ισραήλ δεν κάνουμε λόγο για απλή «αποικιοκρατία», αλλά για «εποικιστική αποικιοκρατία». Είναι μια εκδοχή που δεν περιορίζεται στο Ισραήλ, αλλά έχει ξαναϋπάρξει ιστορικά στις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Νότια Αφρική, την Αλγερία. Όπως είπε, οι Ευρωπαίοι Εβραίοι, που επεδίωξαν να ξεκινήσουν μια νέα ζωή σε γη που κατοικούνταν ήδη από άλλους, δεν διαφέρουν από τους Ευρωπαίους Χριστιανούς που έκαναν το ίδιο κατά τον εποικισμό της Αμερικής, Αυστραλίας κ.ο.κ. Οι έποικοι είχαν να λύσουν δύο προβλήματα σ’ αυτή την επιδίωξη: Χρειάζονταν τις πλάτες μιας Αυτοκρατορίας για να στηριχτεί ο στόχος τους (οι Χριστιανοί έποικοι είχαν, οι Εβραίοι τη βρήκαν στη Βρετανία) και υπήρχαν ήδη οι ιθαγενείς στα εδάφη τα οποία διεκδικούσαν. Σε αυτή τη «στιγμή» της συνάντησης των εποίκων με τους ιθαγενείς, εμφανίζεται, όπως είπε, η λογική του διωγμού ή της εξολόθρευσης των ντόπιων.
Στις ΗΠΑ προέκυψε η γενοκτονία των Ινδιάνων, στη Νότια Αφρική προέκυψε το Απαρτχάιντ κατά των Μαύρων, στο Ισραήλ προέκυψε η εκστρατεία εθνοκάθαρσης κατά των Παλαιστινίων. Όπως ανέφερε, από τη στιγμή ακόμα της Διακήρυξης Μπάλφουρ (που ευνοούσε την εγκατάσταση Εβραίων στην Παλαιστίνη), οι σιωνιστές ηγέτες μιλούσαν ανοιχτά για την προοπτική εκδίωξης των Παλαιστινίων, άσχετα αν δεν μπορούσαν ακόμα να την υλοποιήσουν. Ήταν ωστόσο σαφές εξαρχής ότι για την ηγεσία του σιωνιστικού κινήματος ο ξεριζωμός των Παλαιστινίων ήταν μονόδρομος. Πριν καν λήξει η «Βρετανική Εντολή» (την περίοδο Φλεβάρη-Μάη του 1948), οι έποικοι άρχισαν τους διωγμούς, με το δόγμα να αποσπάσουν «την περισσότερη δυνατή γη με τους λιγότερους δυνατόν Παλαιστίνιους». Αυτή η ιστορική πραγματικότητα απαντάει σύμφωνα με τον Πάπε σε έναν διαδεδομένο μύθο: ότι για την Νάκμπα του 1948, την παλαιστινιακή καταστροφή, «φταίνε οι αραβικοί στρατοί που εισέβαλαν και προκάλεσαν τον πόλεμο». Επεσήμανε ότι συνέβη το ακριβώς ανάποδο: 300.000 Παλαιστίνιοι είχαν ήδη μετατραπεί σε πρόσφυγες, όταν η κοινή αραβική γνώμη συγκλονισμένη από την τραγωδία πίεσε τα αραβικά καθεστώτα να στείλουν στρατό για να σταματήσουν την καταστροφή –και αυτά έστειλαν λίγο.
Για την καταστροφή που ακολούθησε, προτίμησε να παρουσιάσει με σχετικούς και όχι με απόλυτους αριθμούς το μέγεθός της, για να το κατανοήσουμε καλύτερα: Σε 9 μήνες εκκενώθηκαν όλες οι μεγάλες πόλεις, καταστράφηκαν τα μισά χωριά και ο μισός πληθυσμός μετατράπηκε σε πρόσφυγες. Και αυτά δεν συνέβησαν σε ένα συγκεκριμένο τμήμα των εδαφών της χώρας, αλλά σε ολόκληρη τη χώρα. Μας κάλεσε να φανταστούμε τι σημαίνει για μια χώρα κι έναν λαό να εξελίσσεται μια τέτοιας έκτασης καταστροφή, όλος ο πλανήτης να το ξέρει, αλλά να επιλέγει να σιωπά. Απέδωσε αυτή τη σιωπή σε μια αντίληψη σύμφωνα με την οποία οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις «προτίμησαν να αφήσουν τους σιωνιστές να κάνουν ό,τι θέλουν στην Παλαιστίνη, παρά να αντιμετωπίσει η ίδια η Ευρώπη το εβραϊκό ζήτημα». Αυτό, είπε, είναι το άτυπο deal της Ευρώπης με τους σιωνιστές: Με τη στήριξή τους στο σχέδιο-Ισραήλ, οι ευρωπαϊκές ελίτ «απαλλάσσονταν» από το να λογοδοτήσουν και να διορθώσουν όλα όσα έκαναν σε βάρος των Εβραίων –όχι μόνο το Ολοκαύτωμα του Χίτλερ, αλλά τα αποτελέσματα αιώνων αντισημιτισμού. Κάπως έτσι, το 1948 ξεκίνησε ένα έγκλημα κατά της ανθρωπότητας, το οποίο όμως η Διεθνής Κοινότητα αρνείται να αντιμετωπίσει ως τέτοιο, όπως και αρνείται να αντιμετωπίσει τους Παλαιστίνιους ως θύματά του, μέχρι και σήμερα.
Έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο «μέχρι και σήμερα» και στην επιμονή ότι ζούμε ακόμα το ίδιο ιστορικό κεφάλαιο. Όπως είπε, χαρακτηριστικό της εποικιστικής αποικιοκρατίας είναι ότι παραμένει «ενεργή» και συνεχίζει τις πρακτικές της, για όσο δεν έχει «ολοκληρωθεί η δουλειά». Το 1948 δεν ολοκλήρωσε το σκοπό της, γιατί ο μισός παλαιστινιακός πληθυσμός παρέμεινε στις εστίες του, ενώ η Παλαιστίνη «αναγεννήθηκε» και μέσα στην ίδια την προσφυγιά. Συνεπώς, ανέλυσε, η μη-ολοκλήρωση του σιωνιστικού σχεδίου εθνοκάθαρσης εξηγεί όλες τις πολιτικές του Ισραήλ από τότε μέχρι σήμερα. Η επιβολή στρατιωτικού νόμου για τους Παλαιστίνιους που έμειναν στις εστίες τους ως το 1966, η επέκτασή του στη Γάζα και στη Δυτική Όχθη μετά τον πόλεμο του 1967, η συστηματική εθνοκάθαρση στη Χεβρώνα, τη Γαλιλαία και αλλού, η σημερινή πολιορκία της Γάζας, όλα όσα έγιναν από το 1948 ως το 2020 είναι ένα ενιαίο σχέδιο μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας και όχι πολιτικές επιλογές της μίας ή της άλλης κυβέρνησης. Λειτουργεί μια ιδεολογία που αντιμετωπίζει τους Παλαιστίνιους όχι ως ανθρώπους, αλλά «ως εμπόδιο» και πιστεύει ότι το ισραηλινό κράτος έχει δικαίωμα να κάνει τα πάντα για να «απαλλαγεί από το εμπόδιο αυτό».
Ο Εβραίος ιστορικός έκανε μια αναλογία με το Απαρτχάιντ –«Δεν του ασκούσαμε κριτική για τη μία ή την άλλη συγκεκριμένη πολιτική, αλλά για τη συνολική κρατική ιδεολογία του» και μας κάλεσε να πράξουμε αντίστοιχα για το Ισραήλ και τη σιωνιστική ιδεολογία, την οποία θεωρεί αρνητική και για τους Εβραίους: «Σε ό,τι με αφορά, δεν δέχομαι να ζω σε ένα κράτος που θεωρεί κάποιους ανθρώπους κατώτερους από άλλους».
Στη συνέχεια είπε πως γνωρίζει ότι όποιος κάνει μια τέτοια κριτική κινδυνεύει να δεχτεί την κατηγορία «είσαι αντισημίτης!» ή αν είναι Εβραίος, όπως ο ίδιος, την κατηγορία ότι… «μισεί τον εαυτό του». Η απάντηση σε αυτή την κριτική είναι ότι «δεν είμαι αντισημίτης, είμαι ενάντια στο ρατσισμό, ενάντια στην αποικιοκρατία, ενάντια στο γκρέμισμα σπιτιών, υπέρ των δικαιωμάτων των προσφύγων, κατά των διακρίσεων, κατά των πρακτικών γενοκτονίας».
Στη συνέχεια πέρασε στην κατάσταση που έχει διαμορφωθεί σήμερα. «Στην περιοχή ανάμεσα στον Ιορδάνη Ποταμό και τη Μεσόγειο Θάλασσα ζουν 12 εκατομμύρια άνθρωποι. Περίπου οι μισοί έχουν όλα τα προνόμια και όλα τα δικαιώματα, ενώ οι υπόλοιποι στερούνται τα περισσότερα βασικά δικαιώματα. Και αυτό κάποιοι το αποκαλούν “τη μοναδική δημοκρατία στη Μέση Ανατολή”. Αν κάποιος διδάσκει σε πανεπιστήμιο και ισχυρίζεται αυτό το πράγμα, καλό θα ήταν να αλλάξει επάγγελμα».
Σήμερα ωριμάζει στην Ουάσινγκτον, στο Ισραήλ και σε κάποιες αραβικές πρωτεύουσες η ιδέα ότι μπορεί να υπάρξει οικονομική λύση που θα υποκαταστήσει την πολιτική. Αυτός είναι ο πυρήνας της «Συμφωνίας του Αιώνα» που διαφημίζει ο Τραμπ. Μια «ανθρωπιστική» αντιμετώπιση που θα δίνει κάποια χρήματα, ενώ θα από-πολιτικοποιεί το ζήτημα, εξαπολύοντας μια πλήρη επίθεση στα δικαιώματα των Παλαιστινίων. Αυτή η πρόθεση, υπογράμμισε ο Πάπε, ερμηνεύει όλες τις ενέργειες του Τραμπ (αναγνώριση Ιερουσαλήμ κλπ) ή πράξεις του Ισραήλ όπως το «σφράγισμα» των αρχείων του 1948 –είναι μια προσπάθεια να μπει ταφόπλακα στο παλαιστινιακό ζήτημα και να πάψει να υπάρχει ως τέτοιο.
Το θετικό είναι πως ό,τι κι αν κάνουν, οι Παλαιστίνιοι θα συνεχίσουν να υπάρχουν και συνεπώς θα συνεχιστεί και ο αγώνας τους. Το αρνητικό είναι ότι θα συνεχιστεί το αίμα και οι νεκροί. Γι’ αυτό υπογράμμισε την αναγκαιότητα να υποστηρίξουμε όλοι τη στοιχειώδη δημοκρατική-ανθρώπινη θέση ότι όποιος ζει στα εδάφη της ιστορικής Παλαιστίνης και οι πρόσφυγες που κατάγονται από αυτήν έχουν το δικαίωμα να ζουν εκεί με πλήρη δικαιώματα. Αρκετά «διαβασμένος» ως προς τη χώρα στην οποία κλήθηκε να μιλήσει, συμπλήρωσε ότι «αν πιστεύεις σε αυτές τις βασικές δημοκρατικές και ανθρώπινες αξίες κι έχεις αξιοπρέπεια, αυτό δεν μπορεί να το αλλάξει κανένας αγωγός που θα σου φέρει χρήμα, μεταφέροντας ισραηλινό φυσικό αέριο στην Ευρώπη».
Σε μια άλλη αναφορά στο ελληνικό κοινό, μας κάλεσε να αναλογιστούμε ότι «ζήσατε σε στρατιωτικό νόμο χωρίς δικαιώματα για μια 7ετία, οι Παλαιστίνιοι ζουν έτσι επί 70 χρόνια». Καθώς οι ελίτ δεν αναγνωρίζουν καν το πρόβλημα του σιωνισμού, υποστήριξε ότι σ’ αυτό τον αγώνα χρειαζόμαστε όλοι και όλες, η παγκόσμια κοινή γνώμη. Το κάλεσμα πρέπει να είναι «μην παραδίνεστε, μπείτε στο BDS, στο κίνημα αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη» και «στείλτε μήνυμα στο Ισραήλ ότι δεν δεχόμαστε όλα όσα κάνει στη Γάζα, στην Ιερουσαλήμ κ.α.».
Έχουμε διεθνώς το καθήκον «να τερματίσουμε τη μεγαλύτερη αδικία στην ιστορία», για να μπορέσουμε μετά «να ασχοληθούμε με τις άλλες υπαρκτές αδικίες στον αραβικό κόσμο, αλλά και σε κάθε χώρα». Έχουμε το καθήκον για έναν επιπλέον ρόλο, γιατί «ανταλλάξαμε την ευρωπαϊκή βαρβαρότητα (σσ: ενάντια στους Εβραίους) με τη σιωνιστική βαρβαρότητα» (σσ: ενάντια στους Παλαιστίνιους) και άρα είναι υπόθεση όλων μας.
Το κίνημα BDS, σύμφωνα με τον Ίλαν Πάπε, έχει αποφέρει ήδη σημαντικά αποτελέσματα. Όχι γιατί αλλάζουν γνώμη οι κυβερνήσεις, από αυτόν το στόχο απέχουμε ακόμα. Αλλά γιατί διευρύνει πλατιά την αίσθηση ότι είναι «νομιμοποιημένο» να συζητάμε ότι «το Ισραήλ δεν είναι ευπρόσδεκτο, όσο συνεχίζει αυτές τις πολιτικές». Υπενθύμισε ότι και στην περίπτωση του αφρικανικού Απαρτχάιντ, το «κοινωνικό» (πολιτισμικό κλπ) μποϊκοτάζ χρειάστηκε αρκετά χρόνια δράσης για να φτάσει να μεταφραστεί και σε κρατικές κυρώσεις. Η Μάργκαρετ Θάτσερ αποκαλούσε τον Μαντέλα «αρχι-τρομοκράτη» λίγα χρόνια προτού η Βρετανία υποχρεωθεί από το κίνημα να επιβάλει κυρώσεις στο ρατσιστικό καθεστώς της Ν. Αφρικής. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με το Ισραήλ. Μας κάλεσε να μην εγκαταλείψουμε την προσπάθεια στο μεταξύ, επειδή οι κυβερνήσεις δεν πράττουν αυτό που πρέπει. Όπως είπε, στα περισσότερα ζητήματα (οικονομία, κλιματική αλλαγή), οι κυβερνήσεις δεν κάνουν αυτό που πρέπει. Γι’ αυτό, κατέληξε, χρειαζόμαστε μια αραβική άνοιξη, αλλά και μια ελληνική άνοιξη, μια ευρωπαϊκή άνοιξη, μια αμερικανική άνοιξη –και η Παλαιστίνη είναι ένα παγκόσμιο πεδίο μάχης.
Στη διαδικασία των ερωτήσεων και απαντήσεων, ανοίχτηκαν πολλές ενδιαφέρουσες πτυχές. Εδώ σταχυολογούμε κάποια ενδιαφέροντα σημεία από τις απαντήσεις του Ίλαν Πάπε, γιατί αφορούν τη μεγάλη συζήτηση για τη δίκαιη λύση του παλαιστινιακού.
Παραδέχτηκε ότι η «δημογραφική αλλαγή» στην ισραηλινή κοινωνία, με τη μετανάστευση συντηρητικών Εβραίων από το πρώην ανατολικό μπλοκ, συνέβαλε στη δεξιά μετατόπιση του εκλογικού σκηνικού. Ωστόσο, ισχυρίστηκε ότι θα ήταν λάθος να εστιάσουμε εκεί, υπενθυμίζοντας ότι το πρόβλημα με το Ισραήλ είναι η συνολική κρατική ιδεολογία του. Οι Εβραίοι του Ισραήλ εκπαιδεύονται από ένα ολόκληρο σύστημα να πιστεύουν βαθιά μέσα τους ότι οι Παλαιστίνιοι είναι οι «ξένοι» σε αυτή τη γη. («Το ξέρω καλά αυτό το σύστημα, είμαι κι εγώ παράγωγό του. Όχι πολύ καλό, όπως αποδείχτηκε», συμπλήρωσε καταχειροκροτούμενος). Εξηγώντας το συνολικότερο ζήτημα που ξεπερνά κόμματα, δήλωσε ότι το να μιλάει κανείς για «αριστερό σιωνισμό» είναι σαν να αναφέρεται σε «προοδευτική εθνοκάθαρση» ή «φιλελεύθερη αποικιοκρατία». Γι’ αυτό το λόγο, ισχυρίστηκε, για να υπάρξει προοπτική ειρηνικής συνύπαρξης, είναι προαπαιτούμενη η αυτογνωσία στην ισραηλινή κοινωνία: «Να παραδεχτούμε ποιος είναι ο έποικος και ποιος το θύμα».
Θεωρεί ότι μια στρατιωτική λύση (μέσω Ιράν και συμμάχων του) δεν θα είναι η καλύτερη και κυρίως είναι ανέφικτη, υπενθυμίζοντας τις 250 πυρηνικές κεφαλές του Ισραήλ, το μέγεθος και τη δύναμη της πολεμικής του μηχανής, αλλά και τη διεθνή διπλωματική στήριξη από όλες τις μεγάλες δυνάμεις (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία κλπ). «Οικονομικά και στρατιωτικά το Ισραήλ δεν έχει καμιά αδυναμία. Αλλά όλες του οι δυνάμεις δεν μπορούν να ανατρέψουν το πιο αδύναμό του σημείο –την ηθική αδικία». Για να εξηγήσει αυτή τη στρατηγική «αδυναμία» του Ισραήλ, το έθεσε ως εξής: Ο μόνος τρόπος να ζήσουν μια φυσιολογική ζωή οι Ισραηλινοί Εβραίοι είναι να αποδεχτούν την παρουσία τους οι Παλαιστίνιοι. Και ο μόνος τρόπος για να αποδεχτούν αυτή την παρουσία οι Παλαιστίνιοι, είναι να τους επιτραπεί να ζήσουν κι αυτοί μια φυσιολογική ζωή, ως ίσοι. Χρησιμοποίησε ένα ενδιαφέρον μεταφορικό σχήμα: «Το Ισραήλ είναι μια φυλακή. Σε αυτήν οι κρατούμενοι –που είναι οι Παλαιστίνιοι– ζουν μια άθλια ζωή. Αλλά ούτε η ζωή των φυλάκων είναι αρκετά καλή, γιατί η φυλακή παραμένει ένα άσχημο μέρος να ζεις. Αυτό που πρέπει να κάνουμε, είναι να γκρεμίσουμε τη φυλακή –να απελευθερώσουμε τους κρατούμενους και να αλλάξουμε επάγγελμα στους φύλακες».
Ήταν πολύ σαφής για το οριστικό τέλος της λύσης των δύο κρατών. Ισχυρίστηκε ότι πριν κάποια χρόνια αυτή ίσως ήταν μια συζήτηση που είχε νόημα να γίνεται, αλλά πλέον έχει καταστεί «άσχετη», «αδιάφορη» (irrelevant) από την ίδια την πραγματικότητα. Πλέον υπάρχει ένα κράτος: Το Ισραήλ έμμεσα ή άμεσα ελέγχει όλη την ιστορική Παλαιστίνη από τον Ιορδάνη ως τη Μεσόγειο. Αρά οφείλουμε να θέσουμε το ερώτημα «σε τι καθεστώς και με τι δικαιώματα θα ζουν οι Παλαιστίνιοι σε όλη αυτή την περιοχή», προκρίνοντας τη λύση του ενός, δημοκρατικού, κοσμικού κράτους. Όπως είπε, το σχήμα «εβραϊκό, δημοκρατικό κράτος» έχει καταρρεύσει και οι φιλελεύθεροι Εβραίοι του Ισραήλ πρέπει να αποφασίσουν αν θέλουν να ζουν σε ένα «εβραϊκό» ή ένα «δημοκρατικό» κράτος. Προς το παρόν, προτιμούν το «εβραϊκό». Το BDS, με την πίεση που ασκεί, επιχειρεί να τους αλλάξει γνώμη.
Παραδέχτηκε ότι το ένα κράτος αυτή τη στιγμή παραμένει ένα μακρινό «όραμα» και ότι η διαδικασία «από-αποικιοποίησης» αυτού του κράτους (αποκατάσταση των αδικιών από τους «προνομιούχους» κ.ο.κ.) δεν είναι εύκολη ή προδιαγεγραμμένη. Ενώ ακόμα και η παλαιστινιακή εθνική ηγεσία δεν τον έχει υιοθετήσει αυτό τον στόχο. Αλλά επέμεινε ότι ο αγώνας προς αυτό το «όραμα» (με την υιοθέτησή του από την παλαιστινιακή ηγεσία να μπορεί να λειτουργήσει προωθητικά) αποτελεί μονόδρομο για μια πραγματικά δίκαιη και εφικτή λύση.