Η δυναμική διαμαρτυρία των εργαζομένων στα ναυπηγεία Σκαραμαγκά, η αστυνομική βία και οι διώξεις που ακολούθησαν, επιβεβαιώνουν τη –φανερή εδώ και καιρό– επιλογή της συγκυβέρνησης για στροφή στον αυταρχισμό. Όλοι όσοι αντιστέκονται απέναντι στη μνημονιακή λαίλαπα θα υποστούν αργά ή γρήγορα το «ταξικό μίσος» των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους. Πέρα από το προφανές όμως της αντίδρασης του αστικού μπλοκ απέναντι στον κόσμο που το αμφισβητεί, τα πρόσφατα γεγονότα επανέφεραν στο προσκήνιο το ζήτημα των ναυπηγείων Σκαραμαγκά.
Οι εργαζόμενοι, που οι απολογητές του συστήματος και ο Δένδιας βάφτισαν «άκρα», είναι υποχρεωμένοι να κάνουν μόνο ένα μεροκάματο την εβδομάδα, το οποίο μάλιστα δεν τους έχει καταβληθεί το τελευταίο εξάμηνο. Θύματα μιας μακροχρόνιας κερδοσκοπίας ντόπιων και ξένων καπιταλιστών και απανωτών κυβερνητικών αποφάσεων, που απαξίωσαν τη δουλειά τους και τα ίδια τα ναυπηγεία, στήνονται στον τοίχο, επειδή τόλμησαν να εκφράσουν μαχητικά τα δίκαια αιτήματά τους.
Η άρχουσα τάξη και το πολιτικό της προσωπικό, από τη δεκαετία του ’50 έως σήμερα, είναι οι μόνοι που ευθύνονται για την τραγική κατάσταση στην οποία έχουν περιέλθει οι εργαζόμενοι και οι οικογένειές τους. Από ιδιοκτησία του Νιάρχου, που για τρεις δεκαετίες έκανε χρυσές δουλειές ως κατασκευαστής πολεμικών και άλλων πλοίων, το 1985 τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά κρατικοποιήθηκαν. Ήδη, από το 1983 το σωματείο βρέθηκε σε ευθεία αντιπαράθεση με την εργοδοσία για τη συλλογική σύμβαση, που έληξε με μια εξάμηνη απεργία δύο χρόνια αργότερα.
Παρά τις προσπάθειες του Μητσοτάκη για πλήρη ιδιωτικοποίηση, οι οποίες οδήγησαν σε σύγκρουση με τους εργαζόμενους, τελικά ήταν ο Σημίτης το 1996 που άνοιξε την πόρτα στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Η τότε κυβέρνηση προχώρησε σε διεθνή διαγωνισμό και το μάνατζμεντ ανατέθηκε στην αμερικανική Brown & Root, με αμοιβή 550 εκατ. δρχ. συν 5% επί των κερδών του ναυπηγείου. Η Brown & Root εγκατέλειψε το ναυπηγείο το 1998, ενώ στις διάφορες συμβάσεις παραγγελιών του ΟΣΕ και του ΗΣΑΠ αρχίζει να εμφανίζεται η Siemens. To 2001 η HDW/Ferrostaal (τρία χρόνια αργότερα θα συγχωνευτεί με την Thyssen Krupp) αγόρασε τα ναυπηγεία για 1 δισ. δραχμές, ενώ οι συμβάσεις παραγγελιών ήταν πολλαπλάσιας αξίας. Μόνο ο ΟΣΕ είχε προκαταβάλει 4,5 δισ. δραχμές.
Κάπου εκεί άρχισαν τα διαβόητα σκάνδαλα των εξοπλιστικών προγραμμάτων, οι μίζες εκατομμυρίων του Άκη και άλλων, τα πρόστιμα της Κομισιόν για τις παράνομες κρατικές επιδοτήσεις σε κάθε λογής «επενδυτές», τα υποβρύχια που γέρνουν, αλλά έχουν εξοφληθεί ήδη, και τελικά το πάγωμα στις πληρωμές και τις αναθέσεις από το υπουργείο «Εθνικής Άμυνας» τα δύο τελευταία χρόνια.
Το 2010 το 75% των ναυπηγείων πουλήθηκε στην Abu Dhabi Mar, με τις υπογραφές των Παπακωνσταντίνου-Βενιζέλου. Οι Σαουδάραβες δεν αναγνώρισαν κανένα πρόστιμο και υποχρέωση της εταιρίας. Αντίθετα τους αναγνωρίστηκε οφειλή 1,3 δισ. του δημοσίου προς τα ναυπηγεία, λίγο πριν το Μνημόνιο 1. Συγχρόνως, η Κομισιόν αρνείται μέχρι και σήμερα να άρει την απαγόρευση ναυπήγησης εμπορικών πλοίων που έχει επιβάλλει από τον Απρίλιο του 2010 στα Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει δουλειά για τους εργάτες των ναυπηγείων.
Όλη η ιστορία των ναυπηγείων Σκαραμαγκά είναι χαρακτηριστική του τρόπου που λειτουργεί και των αδιεξόδων της νεοφιλελεύθερης οικονομίας. Οι ζηλωτές της «ελεύθερης αγοράς» απομυζούν δισεκατομμύρια από το κράτος (άρα από τις τσέπες των φορολογούμενων) για να κάνουν τις δουλειές τους και να βγάλουν υπερκέρδη. Ο προσανατολισμός των ναυπηγείων στην πολεμική βιομηχανία, ώστε να κερδίζουν οι έμποροι όπλων και όλοι οι ενδιάμεσοι «μιζαδόροι», εξηγεί σε ένα βαθμό πώς έφτασε το δημόσιο χρέος στα ύψη. Οι απλήρωτοι εργαζόμενοι και οι εξευτελιστικές εργασιακές σχέσεις, που έχουν προωθηθεί στα ναυπηγεία, αποτελούν το όνειρο κάθε αφεντικού.
Το παράδειγμα των ναυπηγείων είναι η ακραία εκδοχή ενός συστήματος που σαπίζει, που μέσα στη βαθιά κρίση του ισοπεδώνει κλάδους και ανθρώπινες ζωές. Μοναδική λύση είναι η εθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση των ναυπηγείων από μια κυβέρνηση της Αριστεράς, που θα συγκρουστεί με τις ευρωηγεσίες και θα κατευθύνει την παραγωγή σε εμπορικά πλοία και άλλες κοινωνικές ανάγκες, κάτω από δημόσιο-εργατικό έλεγχο. Για παράδειγμα, οι πανάκριβες και ανεπαρκέστατες συγκοινωνίες και η μεταφορά αγαθών στα νησιά θα μπορούσαν να στηριχτούν αποφασιστικά από μια τέτοια πολιτική. Αυτό όμως προϋποθέτει τη ριζική αλλαγή των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών και είναι χρέος του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς να παλέψει για μια τέτοια προοπτική άμεσα.