Το ζήτημα δεν είναι να δικαιώσουμε ή να καταδικάσουμε τον Όργουελ σαν πολιτικό, αλλά να κατανοήσουμε ότι τα έργα του αντικατοπτρίζουν την πορεία του κινήματος τότε, τις εξάρσεις του, αλλά και τις ήττες του.
Ζούμε σε μια εποχή όπου ο καπιταλισμός με την κρίση του ισοπεδώνει τις ζωές μας με κάθε τρόπο: φτώχεια, ανεργία, κατάργηση βασικών εργασιακών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, μαζί με την τρομοκρατία και τις επιθέσεις ενάντια σε οποιονδήποτε προσπαθεί να αντισταθεί. Η συζήτηση και ο φόβος για νέα ολοκληρωτικά καθεστώτα ακόμα και στη «δημοκρατική» Δύση έχει ανοίξει μαζί με τους προβληματισμούς για το εφικτό μιας εναλλακτικής λύσης σ’ αυτή τη βαρβαρότητα.Ο αντίπαλος έχει επίσης μπει σε αυτήν τη συζήτηση, με κυρίαρχο τον ισχυρισμό ότι η επανάσταση, η προσπάθεια οικοδόμησης μιας άλλης κοινωνίας, καταλήγει αναπόφευκτα στον ολοκληρωτισμό, (στην Ελλάδα το «θέλετε να γίνουμε Αλβανία του Χότζα» ή «να πάτε στη Βόρεια Κορέα» είναι η διαρκής κραυγή των νεοφιλελεύθερων απέναντι σε κάθε ιδέα που ξεπερνά τα όρια της διαχείρισης του καπιταλισμού).
Τα έργα του Τζορτζ Όργουελ σχετίζονται με αυτούς τους προβληματισμούς και δεν είναι τυχαίο ότι στην Αγγλία τα ΜΜΕ και οι εκδοτικοί οίκοι ετοιμάζουν αφιερώματα, με αφορμή την επέτειο του θανάτου του (21/1/1950). Στην Ελλάδα, ένα από τα έργα του που καταπιάνεται με αυτά τα ζητήματα, η «Φάρμα των Ζώων» ανεβαίνει σε θεατρική παράσταση.
Είναι γνωστό ότι οι απόψεις για τον Όργουελ και το έργο του είναι αντικρουόμενες. Έχει χαρακτηριστεί κατά καιρούς «αναρχικός», «σοσιαλιστής», «πρώιμος αντισταλινικός», «πατριώτης», «φιλελεύθερος μικροαστός», μέχρι και χαφιές.
Ωστόσο, έχει ενδιαφέρον ο Όργουελ να μελετηθεί όχι μόνο σαν ο συγγραφέας του «1984» (που είναι το πιο γνωστό του έργο), αλλά σαν η περίπτωση ενός ευαίσθητου και απομονωμένου λογοτέχνη που η πορεία του και τα έργα του καταγράφουν τα σκαμπανεβάσματα μιας πολιτικοποιημένης διανόησης, η οποία έζησε με την ελπίδα της επανάστασης (της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων), μέχρι που η ήττα αυτής της επανάστασης από το φασισμό, το σταλινισμό και τον πόλεμο την απογοήτευσε.
Επειδή η πολιτική σκέψη του Όργουελ πέρασε από διάφορες μεταπτώσεις, η κατανόησή της γίνεται πιο εύκολη, αν δούμε τη ζωή του σε σχέση με την εποχή που αυτός διαμορφωνόταν (1920-1950).
Ο Τζορτζ Όργουελ (Έρικ Άρθουρ Μπλερ) γεννήθηκε το 1903 στο Μοντιχάρι των Ινδιών (αποικία τότε της Μ. Βρετανίας), όπου ο πατέρας του ήταν διοικητικός υπάλληλος της αυτοκρατορίας. Το 1917-1921 φοίτησε στο Ήτον, το καλύτερο κολλέγιο της Αγγλίας, σε μια εποχή που έπνεε σ’ αυτό ένας αέρας ριζοσπαστισμού. Οι συμμαθητές του κορόιδευαν τη θρησκεία, θαύμαζαν το Λένιν, ήταν ενάντια στην πειθαρχία στο σχολείο.
Παρ’ όλα αυτά τελειώνοντας το κολέγιο, κατατάχτηκε στην ινδική αυτοκρατορική αστυνομία και πήγε στη Μπούρμα (1922-1927). Τα χρόνια που έζησε εκεί του δημιούργησαν τα πρώτα έντονα αντιιμπεριαλιστικά συναισθήματα. Ο ίδιος λέει: «μίσησα τον ιμπεριαλισμό, που υπηρετούσα, με μια πίκρα που είναι δύσκολο να εξηγήσω» («TheroadtoWiganPier»).
Στο βιβλίο του «Μέρες της Μπούρμα» (1934) επιτίθεται στο ρατσισμό και την καταπίεση που ασκούσε η αγγλική αποικιοκρατία, όπως ο ίδιος τα είχε γνωρίσει.
Γυρίζοντας από την Ινδία, έζησε δυο χρόνια στο Παρίσι ανάμεσα στους λούμπεν προλετάριους και τους επαναστάτες, απαρνούμενος τα προνόμια της τάξης του και κάνοντας διάφορες δουλειές για να ζήσει, ενώ προσπαθούσε και να γράψει. Οι εμπειρίες του από το Παρίσι και μετά από το Λονδίνο, όπου συνέχισε να αλητεύει στις φτωχογειτονιές, καταγράφονται στο πρώτο βιβλίο του «Οι αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου» (1933).
Το 1936 εκδίδει το βιβλίο «Κρατήστε σφιχτά τον μικροαστισμό σας». Στο μεταξύ έχει προσχωρήσει στο Ανεξάρτητο Εργατικό Κόμμα (αριστερή παραφυάδα του Εργατικού) και κινείται σε αριστερούς κύκλους.
Όταν ο Gollanez, εκδότης της «Λέσχης αριστερού βιβλίου», τον στέλνει να κάνει ρεπορτάζ στους ανθρακωρύχους, ο Όργουελ έρχεται για πρώτη φορά σε επαφή με την οργανωμένη εργατική τάξη. Για ένα διάστημα μάλιστα έμεινε και δούλεψε στα ανθρακωρυχεία.
Στο «TheroadtoWiganPier» (1937), που έγραψε από τις εμπειρίες του εκεί, δίνει έμφαση στη μιζέρια και την εξαθλίωση της εργατικής τάξης και όχι στους αγώνες της. Δεν αναφέρεται καν στο κίνημα ενάντια στην ανεργία, που τότε (δεκαετία του 1930) ήταν τεράστιο στην Αγγλία, ούτε στις μεγάλες απεργίες των ανθρακωρύχων, που είχαν γίνει πριν από αυτή την εμπειρία του Όργουελ. Γράφει όμως: «ένιωσα ότι έπρεπε να ξεφύγω όχι μόνο από τον ιμπεριαλισμό, αλλά από κάθε είδους κυριαρχία ανθρώπου από άνθρωπο. Θέλησα να καταδυθώ, να βρεθώ τελείως χαμηλά ανάμεσα στους καταπιεσμένους, να είμαι ένας από αυτούς και στο πλευρό τους ενάντια στους τυράννους…».
«Φόρος τιμής στην Καταλονία»
Η ένταξη του Όργουελ στην πλευρά του σοσιαλισμού και της επανάστασης έγινε μέσα στον Ισπανικό Εμφύλιο, το 1936. Πήγε για να γράψει και κατατάχτηκε αμέσως για να πολεμήσει, συμφωνώντας πολιτικά με την επιλογή του Κομουνιστικού Κόμματος Ισπανίας ότι «πρώτα ο πόλεμος εναντίον του φρανκισμού και μετά η επανάσταση».
Πολύ σύντομα διαφώνησε με την πολιτική του ΚΚ και μπήκε στο φιλοτροτσκιστικό POUM(Εργατικό Κόμμα Μαρξιστικής Ενότητας), αλλά λίγο αργότερα διαπιστώνει ότι συμφωνεί σε πολλά και με τις θέσεις της FAI(Αναρχική Ιβηρική Ομοσπονδία). Ενθουσιάζεται από τον εργατικό έλεγχο στη Βαρκελόνη και σύντομα μετακινείται σε μια επαναστατική αντίληψη για τον εμφύλιο πόλεμο, βλέποντας τα εργατικά συμβούλια σαν κάτι πολύ περισσότερο από ένα αντιφασιστικό μέτωπο. Η εργατική εξουσία ήταν ο δρόμος για να νικηθεί ο Φράνκο και να εδραιωθεί ο σοσιαλισμός.
Το βιβλίο του για την περίοδο αυτή (Φόρος τιμής στην Καταλονία) είναι μια περιγραφή για το πώς άνθισε η εργατική εξουσία.
«…Για μένα ήταν η πρώτη φορά που βρισκόμουν σε μια πόλη, όπου τα χαλινάρια τα κρατούσε η εργατική τάξη. Πρακτικά μιλώντας, όλα τα κτίρια, οποιουδήποτε μεγέθους, είχαν καταληφθεί από τους εργάτες, που είχαν βέβαια «φορέσει» τις κόκκινες σημαίες, ή και τις μαυρο-κόκκινες των Αναρχικών…».
«Δεν υπήρχαν καθόλου ιδιωτικά αυτοκίνητα πλέον και τα τραμ, τα ταξί και τα άλλα μέσα μεταφοράς είχαν όλα βαφτεί κόκκινα και μαύρα. Παντού έβλεπες επαναστατικές αφίσες, που έλαμπαν με τα καθαρά κόκκινα και μπλε τους χρώματα, κάνοντας τις λίγες διαφημίσεις, που είχαν απομείνει, να φαίνονται σαν λασπωμένες μουτζούρες».
«Όλα αυτά πάντως ήταν αλλόκοτα, αλλά και συγκινητικά. Υπήρχαν φυσικά πολλά απ’ αυτά που δεν τα καταλάβαινα. Ακόμα και πολλά που, μπορείς να πεις, δεν μου άρεσαν καν. Αλλά σίγουρα ήταν πράγματα για τα οποία δεν μπορούσες παρά να αναγνωρίσεις πως άξιζε κάποιος να παλέψει γι’ αυτά».
Όμως τον ενθουσιασμό του από τη συμμετοχή στο επαναστατικό κίνημα τον διαδέχεται η απογοήτευση. Η επανάσταση χάνεται και το ΠΟΥΜ και οι αναρχικές οργανώσεις κηρύσσονται εκτός νόμου, επειδή δεν συμφωνούν με το ΚΚ Ισπανίας και την πολιτική του Στάλιν. Στήνονται δίκες, με μοντέλο τις «δίκες της Μόσχας», ενάντια στους επαναστάτες και ο Όργουελ φυγαδεύεται τραυματισμένος, για να μην πέσει στα χέρια των σταλινικών.
Η περίοδος μετά την ήττα του Ισπανικού Εμφύλιου είναι μια περίοδος «μαύρη». Ο φασισμός επικρατούσε σε μια Ευρώπη όπου τα κινήματα της εργατικής τάξης είχαν ηττηθεί, ενώ ο Στάλιν σταθεροποιούσε την κυριαρχία του. Ήταν μια απελπιστικά μοναχική περίοδος για τους επαναστάτες/τριες.
Η απουσία εναλλακτικής επαναστατικής προοπτικής απέναντι στα σταλινικά ΚΚ άφησε τον Οργουελ και πολλούς άλλους να ταλαντεύονται πολιτικά στη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
«Η Φάρμα των ζώων» (1944)
Είναι το πρώτο βιβλίο του που διαβάστηκε πλατιά, ακόμα και όταν ζούσε. Μέχρι τότε το κοινό του Όργουελ περιοριζόταν στην Αριστερά. Κι αυτό το βιβλίο του προοριζόταν για την Αριστερά. Αναφέρεται μεταφορικά στη ρώσικη επανάσταση και στην προδοσία της και είναι μια επίθεση στο σταλινισμό. Ο συγγραφέας είναι με την επανάσταση.
Παρ’ όλα αυτά η Δεξιά εκμεταλλεύτηκε αυτό το έργο (όπως και το «1984») μετά το θάνατό του, για να δυσφημίσει το σοσιαλισμό και όχι το σταλινισμό. Σ’ αυτή την ενέργεια είχε συμπαραστάτες της τους απανταχού σταλινικούς που κυριαρχούσαν στην Αριστερά εκείνη την περίοδο. Οι απολογητές του Στάλιν, σοκαρισμένοι από την άμεση αντίληψη που έβγαινε από το βιβλίο ενάντια στο σταλινισμό και το θάψιμο της επανάστασης, με μεγάλη ανακούφιση ταύτιζαν κάθε κριτική για τη Ρωσία με τη Δεξιά.
Ενδεικτικό του κλίματος «ορθοδοξίας», που επικρατούσε στους διανοούμενους της Αριστεράς, είναι το γεγονός ότι αυτό το βιβλίο αρνήθηκαν να το εκδώσουν τότε οι αριστεροί εκδότες.
«1984»
Το τελευταίο βιβλίο του Όργουελ «1984» (1949) είναι το πιο πολυδιαβασμένο. Είναι ένα πολιτικό βιβλίο και αντικατοπτρίζει την απελπισία από τις ήττες, τις χαμένες ευκαιρίες και τα χαμένα οράματα για το κίνημα και την αριστερή διανόηση εκείνης της περιόδου. Η εξέγερση του μοναχικού ήρωά του, Σμιθ, είναι καταδικασμένη να αποτύχει. Και σ’ αυτό το βιβλίο όμως ο συγγραφέας ταυτίζεται με τους «από κάτω».
Οι δεξιοί εκδότες σε Ευρώπη και ΗΠΑ διακίνησαν αυτό το βιβλίο κατά κόρον, συμβάλλοντας στην ψυχροπολεμική υστερία που κατέλαβε τη Δύση ενάντια στο «Ανατολικό μπλοκ» μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Για το βιβλίο αυτό άλλοι θεώρησαν τον Όργουελ προφήτη και άλλοι τον καταδίκασαν, ανάλογα με την πολιτική αντίληψη ή τα συμφέροντά τους.
Το ζήτημα δεν είναι να δικαιώσουμε ή να καταδικάσουμε τον Όργουελ σαν πολιτικό, αλλά να κατανοήσουμε ότι τα έργα του αντικατοπτρίζουν την πορεία του κινήματος τότε, τις εξάρσεις του, αλλά και τις ήττες του. Στη «Φάρμα των Ζώων» και στο «1984», μπορεί να βρει κανείς πολιτικές αδυναμίες, οι οποίες έκαναν πιο εύκολο το προπαγανδιστικό έργο της Δεξιάς. Όμως ο Όργουελ και το έργο του ανήκει στην Αριστερά, και ο ίδιος επέμενε πως σκοπός των ύστερων έργων του ήταν να διασώσει την σοσιαλιστική ιδέα από την δυσφήμιση της ταύτισής της με τη σοβιετική Ρωσία.
Δεν υπάρχουν λοιπόν αναλλοίωτες αλήθειες και υποχρεωτικές επιλογές. Στη συζήτηση που γίνεται σήμερα, αυτό σημαίνει ότι δεν είναι υποχρεωτική η επανάληψη του σταλινικού ή του καπιταλιστικού τρόμου («1984»). Μπορεί αντίθετα να επαναληφθεί η εξέγερση και η εργατική δημοκρατία, που συγκλόνισαν τον Όργουελ και όλη την Αριστερά το 1936.