Τσίπρας και Μητσοτάκης για την ελληνοαμερικανική συμφωνία για τις βάσεις

Η σύγκρουση μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ στη Βουλή σχετικά με την υπογραφή της κατάπτυστης και εξαιρετικά επικίνδυνης ελληνοαμερικανικής συμφωνίας για τις βάσεις του ΝΑΤΟ στο ελληνικό έδαφος, δεν είχε ως επίδικο την ίδια τη συμφωνία, αλλά τα «ανταλλάγματα» που θα έπρεπε να διασφαλιστούν ταυτόχρονα με την υπογραφή της.

Ο Τσίπρας υπογράμμισε πολλές φορές στην ομιλία του ότι η κριτική του και η άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ να την υπερψηφίσει, δεν αφορούσε κυρίως στην ουσία της συμφωνίας (για την όποια, άλλωστε, θύμισε ότι εργάστηκαν συστηματικά οι κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ μεταξύ 2015-19), αλλά την «ψοφοδεή» διαπραγματευτική τακτική του Μητσοτάκη, που απέτυχε να διασφαλίσει ικανοποιητικές αμερικανικές «εγγυήσεις» και εξοπλιστικά ανταλλάγματα που θα βελτίωναν τη θέση του ελληνικού κράτους στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό.

Αυτή η κριτική άφηνε εύκολες διεξόδους στον Μητσοτάκη. Που δεν είχε μόνο να θυμίσει την αθλιότητα της «εποχής Παγιάτ» (όπως εύστοχα είχε χαρακτηρίσει ο Ν. Φίλης την ασύστολη «θέρμη» των ελληνοαμερικανικών σχέσεων στις μέρες που στο Υπ.Εξ. βρίσκονταν ο Ν. Κοτζιάς και στο Υπ. Εθνικής Άμυνας ο Πάνος Καμμένος). Αλλά, κυρίως, να υπογραμμίσει ότι στις σχέσεις με την παγκόσμια υπερδύναμη τω «ανταλλάγματα» δεν διεκδικούνται αυθημερόν αλλά σε μακρό πολιτικό χρόνο: Παίζοντας πιστά το παιχνίδι του ΝΑΤΟ, το ελληνικό κράτος ευελπιστεί ότι θα συνεχίζει να παίρνει «ανταλλάγματα» από τους ευρωατλαντιστές και να επωφελείται από τα όποια προβλήματα και ρωγμές στις σχέσεις μεταξύ του ευρωατλαντισμού και της Τουρκίας του Ερντογάν. Έτσι έπραξαν άλλωστε όλες οι καθεστωτικές πολιτικές δυνάμεις όταν βρίσκονταν στη θέση της κυβερνητικής εξουσίας.

Μια κοκορομαχία, όσο έντονη κι αν γίνει φραστικά, παραμένει κοκορομαχία. Αντανακλά το καθεστωτικό παιχνίδι της τάχα σύγκρουσης μεταξύ «υπεύθυνης» κυβέρνησης και (συστημικής) αντιπολίτευσης, αποφεύγοντας με προσοχή να φανερωθεί το κρίσιμο επίδικο: Η ουσία της συμφωνίας για τις βάσεις, που προετοιμάστηκε με πολλά σταδιακά βήματα («εποχή Παγιάτ»), έγινε υλική πραγματικότητα και τώρα επισημοποιείται με τις κυβερνητικές «υπογραφές». Έτσι γινόταν επί δεκαετίες. Ο Α. Παπανδρέου εκλέχτηκε το 1981 για να «ξηλώσει τις βάσεις του θανάτου» και μονιμοποίησε τις βάσεις, φτάνοντας να επαναφέρει επισήμως την Ελλάδα στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ (επικαλούμενος, βεβαίως, τις σκοπιμότητες στα «εθνικά θέματα»). Ο Αλ. Τσίπρας, εκλέχτηκε το 2015 υποσχόμενος «ρήξη με τον ιμπεριαλισμό» και μετέτρεψε τη χώρα σε απέραντο αμερικανονατοϊκό εργοτάξιο. Ο Κυρ. Μητσοτάκης καβάλησε για να εκλεγεί το λιγούρικο κύμα του «Μένουμε Ευρώπη», για να ανακαλύψει στη συνέχεια τη γοητεία της προτεραιότητας των ΗΠΑ στις αποφάσεις μεγάλης γεωπολιτικής σημασίας.

Ας δούμε λίγο τις πραγματικότητες πίσω από τις δημαγωγίες της κοκορομαχίας.

Η Σούδα έχει μετατραπεί στην καθοριστική βάση του ΝΑΤΟ στην ανατολική Μεσόγειο, «κληρονομώντας» πολλές από τις αρμοδιότητες και τις ευθύνες της βάσης στο Ιντσιρλίκ, που έχει αισθητά υποβαθμιστεί. Η Αλεξανδρούπολη έχει γίνει (κατά την Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε Τσάιτουνγκ) «για το ΝΑΤΟ, ο πολυτιμότερος τόπος στη Νότια Ευρώπη», γιατί αποτελεί πλέον την «πύλη» του χερσαίου νατοϊκού διαδρόμου προς τη Μαύρη Θάλασσα. Η Λάρισα και το Στεφανοβίκι έχουν αναβαθμιστεί. Μικρότερες βάσεις στη Δυτική Ελλάδα, παρότι «προστατεύονται» από τη δημοσιότητα, έχουν κρίσιμους και ιδιαίτερα επικίνδυνους ρόλους, ως ορμητήρια των κατασκοπευτικών AWACS αλλά και ως σημεία αποθήκευσης στην περιοχή των λεγόμενων «υπο-στρατηγικών» νατοϊκών όπλων. Η χώρα έχει πράγματι γίνει προκεχωρημένο φυλάκιο του ΝΑΤΟ.

Αυτή η επιλογή πάει χέρι-χέρι με τα μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα του ελληνικού κράτους: η αναβάθμιση των F-16 σε επίπεδο Viper, η ένταξη στο πρόγραμμα των F-35, η προμήθεια των Ραφάλ και των Μπελχάρα, οι αγορές των πιο σύγχρονων και πιο καταστρεπτικών πυραυλικών συστημάτων που έχουν εγκατασταθεί στα νησιά, εξυπηρετούν και εξυπηρετούνται από το αναβαθμισμένο καθεστώς των ευρωατλαντικών βάσεων.

Αυτή είναι η πραγματικότητα για τις τρέχουσες πολιτικές επιλογές που έχουν μετατρέψει το ελληνικό κράτος σε προκεχωρημένο φυλάκιο του ΝΑΤΟ. Και όμως αυτή την πραγματικότητα ο Τσίπρας χαρακτήρισε «αφύλακτο φυλάκιο»…

Ας δούμε λίγο τι αφήνει στο σκοτάδι η κριτική αυτού του τύπου. Στα τέλη Απρίλη, στο πλαίσιο του γνωστού παιχνιδιού με τις υπερπτήσεις-αναχαιτίσεις στο Αιγαίο, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προχώρησε σε μια επικίνδυνη κλιμάκωση, δίνοντας εντολή για την «ενεργοποίηση των αντιαεροπορικών συστημάτων της Πολεμικής Αεροπορίας και του Ελληνικού Στρατού στην περιοχή ευθύνης της ΑΣΔΕΝ». Επειδή όλοι έκαναν ότι δεν κατάλαβαν τη σοβαρότητα αυτής της απόφασης, ας δώσουμε το λόγο σε ένα από τα «υπεύθυνα» (αλλά ακραία φιλομιλιταριστικά) εξειδικευμένα sites. Στις 30/4, το defencepoint.gr έγραψε: «Τι σημαίνει ενεργοποίηση; Αποφεύγοντας, για ευνόητους λόγους, να υπεισέλθουμε σε λεπτομέρειες… η σύνδεση των ομφαλικών (συνδέουν τα βλήματα με τους εκτοξευτές) προφανώς περιλαμβάνεται στα υψηλότερα επίπεδα ετοιμότητας… Δεν βγάζεις το πιστόλι από τη θήκη αν δεν πρέπει (ή δεν είσαι διατεθειμένος) να το χρησιμοποιήσεις… Ο εγκλωβισμός αεροσκάφους από επίγειο σύστημα αεράμυνας θεωρείται ΕΘΧΡΙΚΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ και δικαιολογεί αμυντική αντίδραση (συμπεριλαμβανομένης… της άφεσης βλημάτων αντι-ραντάρ HARM). Οπότε, αν ισχύει η ελληνική υποψία ότι η Τουρκία «ψάχνεται» για επεισόδιο, η απόφαση δεν την έλαβε υπόψη…» (υπογραμμίσεις και κεφαλαία του DefencePoint).

Τι μας λέει, σε απλά ελληνικά, αυτή η περιγραφή; Ότι εγκλωβίζοντας τα τουρκικά αεροσκάφη μέσα «στο χώρο ευθύνης του ΑΣΔΕΝ» (που είναι κατά πολύ μεγαλύτερες του διεθνώς αναγνωρισμένους εθνικού εναέριου χώρου…), το ελληνικό κράτος προέβη σε «εχθρική ενέργεια» που νομιμοποιούσε πιθανή «αμυντική αντίδραση» (δηλαδή ένοπλη απάντηση) και το γεγονός ότι αποφεύχθηκε ένα τέτοιο επεισόδιο στο Αιγαίο οφείλεται στις τουρκικές επιλογές. Χαρακτηριστικό της σοβαρότητας της κλιμάκωσης είναι ότι οι «αναλυτές» τύπου DP αισθάνονται την υποχρέωση να υπενθυμίσουν τις πολιτικές προϋποθέσεις μιας τέτοιας απόφασης: «Μετέβη ο πρωθυπουργός στο Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων (ΕΘΚΕΠΙΧ), έγινε σύγκληση του ΚΥΣΕΑ, έγινε συμβούλιο αρχηγών κομμάτων, εκδόθηκε ομόφωνο ανακοινωθέν προς ενημέρωση όλων;».

Αυτή τα ζητήματα θα έπρεπε να «σηκώσει» μέσα στη Βουλή η αντιπολίτευση και ειδικότερα η Αριστερά, που αντί για τις ψηφοθηρικές δημαγωγίες περί «αφύλακτων φυλακίων» θα όφειλε να αναδείξει τη βαθιά σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στην ελληνοαμερικανική συμφωνία και τους κινδύνους μιας ακόμα μεγαλύτερης και πιο επικίνδυνης όξυνσης των σχέσεων στην περιοχή.

Γιατί η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου αλλάζει με ταχύτητα.

Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η κατάληψη μεγάλου μέρους των ουκρανικών ακτών στη Μαύρη Θάλασσα, πιέζουν τις δυτικές δυνάμεις για επείγουσα ανασυγκρότηση της ΝΑ Πτέρυγας του ΝΑΤΟ. Όπως τα λιμάνια της Αλεξανδρούπολης, της Καβάλας και της Θεσσαλονίκης αναβαθμίζουν το ρόλο του ελληνικού κράτους για τους ευρωατλαντιστές, έτσι και ο έλεγχος των στενών και της νότιας ακτής της Μαύρης Θάλασσας αναβαθμίζουν το ρόλο του τουρκικού κράτους. Η γεωγραφία και τα πληθυσμιακά δεδομένα είναι για τα γεράκια του Πενταγώνου πολύ πιο βαριά επιχειρήματα από τις πολιτικές απόψεις ή τους διπλωματικούς ελιγμούς τόσο του Ερντογάν όσο και του Μητσοτάκη. Η Αριστερά στην Ελλάδα, αλλά και στην Τουρκία, οφείλει να προετοιμάσει τις απαντήσεις στα σχέδια που θα μετατρέπουν και τις δύο χώρες σε «στρατηγικά στηρίγματα» του ευρωατλαντικού «τόξου ανάσχεσης» της Ρωσίας. Και αυτό το καθήκον είναι ποιοτικά διαφορετικό από τις μέχρι σήμερα συνήθειες του εγκλωβισμού στη θεματολογία του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού, που έσπρωχνε πολιτικές δυνάμεις και στις δύο χώρες να διαγκωνίζονται για το ποιος θα αναδειχθεί σε πιο αξιόπιστο «φίλο των Αμερικάνων» προσδοκώντας ανταλλάγματα και ωφελήματα σε βάρος του γείτονα.

Όμως αλλάζει και μια άλλη πτυχή της συγκυρίας, η πτυχή που συνδέεται με τη διαβόητη «στρατηγική των υδρογονανθράκων» και των εξορύξεων/αγωγών στην Ανατολική Μεσόγειο. Οι διεθνείς αγορές και οι πολυεθνικές εξορύξεις είχαν κηρύξει ως νεκρό το σχέδιο East Med, πολύ πριν ο Δένδιας το παραδεχθεί δημόσια (με τις δηλώσεις του στη Σαουδική Αραβία) και πριν το Foreign Office ανακοινώσει την απόσυρση του αμερικανικού ενδιαφέροντος. Οι εξελίξεις στην Ουκρανία και τα νέα γεωπολιτικά και οικονομικά δεδομένα στις αγορές φυσικού αερίου/πετρελαίου, αναβιώνουν αυτή τη συζήτηση. Είτε με τη μορφή προτάσεων για εναλλακτική όδευση του East Med, είτε με τη μορφή ενός ακόμα πιο ευέλικτου «δικτύου» μεταφοράς, που θα συνδυάζει μικρότερους αγωγούς με ναυτικές γραμμές, λιμάνια και σημεία μεταφόρτωσης LNG. Σε κάθε τους εκδοχή, αυτά τα σενάρια προϋποθέτουν ένα ελάχιστο επίπεδο «συνεννόησης» μεταξύ του παραδοσιακού «άξονα» East Med (Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ, Αίγυπτος) με την Τουρκία. Γιατί και σε αυτό το οικονομικό/εμπορικό επίπεδο, τα προβλήματα που θέτουν τα γεωγραφικά δεδομένα είναι εξίσου (αν όχι περισσότερο) δύσκολο να αγνοηθούν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Τσαβούσογλου δηλώνει ότι «το πιο ρεαλιστικό, φτηνό και ασφαλές» σχέδιο αγωγού που θα μεταφέρει φυσικό αέριο από τη Μέση Ανατολή και τα κοιτάσματα του Ισραήλ και της Αιγύπτου προς τις ευρωπαϊκές αγορές «είναι αυτό που θα περνά μέσα από το τουρκικό και το ελληνικό έδαφος». Η προοπτική του κέρδους εμφανίζεται εδώ ως κινητήρας για «συνεννόηση».

Όμως αυτό ισχύει μόνο σε τελευταία ανάλυση. Δεν υπάρχουν περιθώρια για αυταπάτες. Η ιστορία του καπιταλισμού, αλλά και η ιστορία της περιοχής, δείχνουν ότι συνήθως πριν από τις τελικές «συνεννοήσεις» προηγούνται συγκρούσεις που κάποτε αποδείχθηκαν ανεξέλεγκτες και οδυνηρές για τους λαούς. Γι’ αυτό, άλλωστε, τα αστικά κράτη εξοπλίζονται συστηματικά και δεν διστάζουν να δοκιμάζουν την ισχύ των ένοπλων μπράτσων τους, με διάφορες αφορμές. Αυτός ο κίνδυνος ενισχύεται και από τον ακραία καιροσκοπικό χαρακτήρα των πολιτικών ηγεσιών.

Είναι πιθανό ότι ο Μητσοτάκης αποφάσισε την πρόσφατη ανεύθυνη κι επικίνδυνη κλιμάκωση στο Αιγαίο, με κριτήριο τις ισορροπίες στο εσωτερικό του κόμματός του, επιδιώκοντας να εξουδετερώσει εκ προοιμίου την εθνικιστική κριτική του Αντ. Σαμαρά και τμήματος της καραμανλικής πτέρυγας. Είναι επίσης πιθανό ότι η τουρκική ηγεσία αδιαφόρησε για την πρόκληση (και την ευκαιρία που της προσφέρθηκε) γνωρίζοντας αυτόν τον «τζούφιο» χαρακτήρα της πολεμικής ενεργοποίησης των συστημάτων ελληνικής αεράμυνας. Όμως δεν μπορεί να υπάρχει καμιά εγγύηση ότι θα συμβαίνει πάντα το ίδιο.

Σήμερα είναι σε αναδιάταξη ο στρατιωτικοπολιτικός (αλλά και ο εμπορικός-οικονομικός) συσχετισμός δύναμης μεταξύ των τοπικών δυνάμεων που ιστορικά εκπροσώπησαν την ευρωατλαντική αλυσίδα στην περιοχή. Για τις ΗΠΑ και την ΕΕ είναι καθαρή η επιδίωξη να ενισχυθεί συνολικά το ΝΑΤΟ και οι βάσεις του στο γεωγραφικό χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων. Αυτό είναι το διακύβευμα για την Αριστερά, που οφείλει να συγκεκριμενοποιήσει και να ξεδιπλώσει ένα σχέδιο συνολικής ρήξης με τον ιμπεριαλισμό, με την απόρριψη του ΝΑΤΟ και των στρατιωτικών βάσεων και των εξοπλισμών, δηλαδή με τη μοναδική πολιτική που μπορεί πραγματικά και μακροπρόθεσμα να διασφαλίσει την ειρήνη στην πολύπαθη περιοχή. Όσοι εξακολουθούν να έχουν το μάτι στα «ανταλλάγματα», όσοι νομίζουν ότι μπορούν να αναπαράγουν τους λεονταρισμούς του Α. Παπανδρέου στα ελληνοτουρκικά για να ενισχύσουν τις εκλογικές τους προοπτικές, είναι εκτεθειμένοι στον κίνδυνο ακραίου πολιτικού εκφυλισμού.

ΥΓ: Το άρθρο αυτό γράφτηκε πριν την επίσκεψη Μητσοτάκη στην Ουάσινγκτον και τις συναντήσεις με την αμερικανική ηγεσία. Που, όπως συνήθως, είναι πιθανό να βγάλουν «ειδήσεις» και νέα ζητήματα.

Ετικέτες