Όπως όλα τα «μεγάλα» κινήματα, αυτά που αποκτούν καθολική εμβέλεια, το αντιμνημονιακό κίνημα στην Ελλάδα είχε σχεδόν από την αρχή έντονες και «ταυτοτικές» διεθνείς αναφορές, από την Ταχρίρ της νικηφόρας εξέγερσης και την Αργεντινή του «ελικόπτερου» μέχρι τις πλατείες που πρωτογέμισαν οι Ισπανοί Ιντιγνάδος.

Μια από τις καινοτομίες, όχι η πιο δυσάρεστη, που έφερε η ελληνική κρίση της τελευταίας διετίας είναι ότι η χώρα μας βρίσκεται σχεδόν διαρκώς στο επίκεντρο της διεθνούς προσοχής, ειδικότερα δε της ευρωπαϊκής. Ανησυχητικά νέα για την εξέλιξη της αποπληρωμής του χρέους, φήμες για επικείμενη έξοδο από το ευρώ, πολιτική αστάθεια, συγκρούσεις στο κέντρο της Αθήνας - θεωρείται πλέον φυσιολογικό αυτές οι ειδήσεις να προκαλούν αναταραχές στα χρηματιστήρια, απανωτές δηλώσεις αρχηγών κρατών, πρωτοσέλιδα εφημερίδων και ανοίγματα δελτίων ειδήσεων ανά τον κόσμο. Δεν είναι ίσως υπερβολή αν λέγαμε ότι για πρώτη ίσως φορά στην ιστορία της, και σίγουρα πάντως για πρώτη φορά από την εποχή της δικτατορίας ή του εμφυλίου, διεθνοποιείται σε τέτοιο βαθμό, και για τόσο παρατεταμένο χρονικό διάστημα, το πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι της χώρας σε μη-εμπόλεμη περίοδο.

«Είμαστε όλοι Ελληνες»

Η λέξη «Ελλάδα» έχει γίνει πλέον συνώνυμη με τον οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό αναβρασμό που δημιούργησε η εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου «δόγματος του σοκ» σε δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες που θεωρούσαν τον εαυτό τους προστατευμένο από ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Τέτοια πράγματα δεν μπορούσαν να συμβούν, μας έλεγαν, σε μια δυτικοευρωπαϊκή χώρα, αποτελούσαν θλιβερό προνόμιο των «τριτοκοσμικών» ή των ανατολικοευρωπαίων που έπρεπε να πληρώσουν τα σπασμένα του «κομμουνισμού». Στην καθ’ ημάς Δύση, υπήρχε, υποτίθεται, συναίνεση στη διατήρηση ενός «ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου», διακριτού από το αγγλοσαξωνικό. Οι περισσότεροι θεωρούσαν εξάλλου ότι μόνο η εμβάθυνση της «ευρωπαϊκής ενοποίησης» μπορούσε να εγγυηθεί έναν τέτοιο στόχο. Παρ’ όλες αυτές τις εύηχες δοξασίες, σήμερα, σε όλη την Ευρώπη, η έκφραση «να μη γίνουμε Ελλάδα» έχει γίνει μόνιμη επωδός, από τις απλές καθημερινές κουβέντες μέχρι το δημόσιο λόγο.
Από αυτή την άποψη, τουλάχιστον, η κινηματική και ριζοσπαστική Αριστερά στην Ευρώπη παρουσιάζει μια ιδιαιτερότητα. Σ’ αυτόν το χώρο, η Ελλάδα δεν κίνησε το ενδιαφέρον μόνο ως εργαστήριο εφαρμογής μιας πρωτοφανούς (για τα δεδομένα της ευρύτερης περιοχής) βιαιότητας νεοφιλελεύθερης επίθεσης αλλά και ως περίπτωση μιας εξίσου εντυπωσιακής κοινωνικής αντίστασης, με χαρακτηριστικά λαϊκού ξεσηκωμού, τέτοια που καμιά ευρωπαϊκή κοινωνία δεν έχει ζήσει από τη δεκαετία του 1970. Αν και αντιλαμβάνεται το τρομακτικό κόστος μιας τέτοιας εξέλιξης, αυτή η Αριστερά θέλει, με μια συγκεκριμένη έννοια, να «γίνει Ελλάδα» η υπόλοιπη Ευρώπη. Για να το πούμε με κάπως πιο αφηρημένους όρους, η οξύτητα της ελληνικής κρίσης, για την ακρίβεια: ο γενικευμένος χαρακτήρας που απέκτησε όταν η οικονομική κρίση πυροδότησε την κοινωνική και την πολιτική, έγινε ένδειξη της καθολικότητας της σημασίας της. Ετσι το «είμαστε όλοι Ελληνες» έγινε σύνθημα των διαδηλώσεων στις 18 Φλεβάρη 2012 σε πολλές πόλεις της Ευρώπης, και πέραν αυτής της κινητοποίησης, ο άξονας μιας πολύμορφης δραστηριότητας αλληλεγγύης με την Ελλάδα έχει πλέον αποκτήσει αξιοσημείωτη διάσταση σε χώρες όπως η Γαλλία, η Βρετανία και η Γερμανία.
 Αυτή η καμπάνια σε καμιά περίπτωση δεν περιορίζεται σε μια ανθρωπιστικού τύπου αλληλεγγύη ή στη ρηχή συγκίνηση που προκαλεί το θέαμα της μαζικής φτώχειας. Αντίθετα, θέτει καίρια πολιτικά ζητήματα για τη διεθνή και ευρωπαϊκή Αριστερά, που μπορούν να συνοψιστούν στα εξής τέσσερα σημεία:
Τη συνειδητοποίηση ότι αν υποκύψει η Ελλάδα στο νεοφιλελεύθερο μνημονιακό σοκ, σειρά έχουν και οι άλλες χώρες, της νότιας περιφέρειας καταρχήν αλλά, σε μια ηπιότερη έστω εκδοχή, και οι υπόλοιπες.
Την αντίδραση στη διάλυση κάθε έννοιας δημοκρατίας που έχει επιφέρει η υπαγωγή της χώρας στο Μνημόνιο και η επακόλουθη κατάλυση της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας.
Την απόκρουση της ρατσιστικής ιδεολογίας που νομιμοποιεί την εξαθλίωση του ελληνικού λαού από τις πολιτικές που επιβάλλει η Τρόϊκα (οι «τεμπέληδες και διεφθαρμένοι Νότιοι», με το «υπερτροφικό και σπάταλο κράτος τους» κ.λπ.), μιας ιδεολογίας που παίζει καθοριστικό ρόλο στην παγίωση μιας ολόενα και εμφανέστερα άνισης και πολωμένης ευρωπαϊκής πραγματικότητας.
Τέλος, η συμβολική ταύτιση με τον αγώνα του ελληνικού λαού ενάντια στην καταπίεση και τη βαρβαρότητα που υφίσταται, που εγγράφεται στις διεθνιστικές παραδόσεις του εργατικού κινήματος και της Αριστεράς. Και αυτό είναι απόλυτα καθοριστικό στο βαθμό που υποδηλώνει ότι ευρύτερα τμήματα της προοδευτικής κοινής γνώμης στην Ευρώπη βλέπουν στην Ελλάδα μια υποκειμενική δυνατότητα ικανή να δώσει μάχες και όχι (στην καλύτερη περίπτωση) ένα άξιο συμπόνιας θύμα, καταδικαστέων έστω πολιτικών.
Δεν αποτελεί λοιπόν υπερβολή αν λέγαμε ότι οι δραστηριότητες αλληλεγγύης με την Ελλάδα, με την ευρεία έννοια του όρου, αποτελούν αξιόλογο εργαλείο για το προχώρημα σε διεθνές επίπεδο της πολιτικής συζήτησης εντός της κινηματικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς πάνω στα στρατηγικής σημασίας ζητήματα που θέτει η παρούσα κρίση. Εξ ου και η διαρκώς αυξανόμενη «ζήτηση» που έχουν οι Ελληνες αριστεροί ανά τον κόσμο, ως αποδέκτες προσκλήσεων συμμετοχής σε κάθε είδους εκδηλώσεις και κινητοποιήσεις από τους αντίστοιχους πολιτικούς και κοινωνικούς φορείς των χωρών όπου ζουν και δραστηριοποιούνται. Ειδικότερα οι οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ στο εξωτερικό, που δημιουργούνται ή επαναδραστηριοποιούνται με ταχείς ρυθμούς και αξιόλογη μαζικότητα, με δυσκολία καταφέρνουν να ανταποκριθούν στο διογκούμενο φόρτο δουλειάς που δημιουργεί η αναπτυσσόμενη καμπάνια για την Ελλάδα.

Το «φάντασμα» του ΣΥΡΙΖΑ πλανιέται πάνω από την ευρωπαϊκή Αριστερά

Στην εποχή της διαδικτυακής ενημέρωσης και των κοινωνικών μίντια, ο απόηχος αυτής της πραγματικότητας φθάνει ως την Ελλάδα παρά το μπαράζ των συστημικών ΜΜΕ που αρκούνται στο να αναμεταδίδουν -και βεβαίως να αναπαράγουν- τον κυρίαρχο λόγο περί Ελλάδας που κυκλοφορεί διεθνώς. Συνοδεύεται εξάλλου από τις εικόνες των κινητοποιήσεων σε άλλες χώρες της Ευρώπης, πρωτα απ’ όλα της Νότιας (Πορτογαλία, Ισπανία), που ολόενα και περισσότερο θυμίζουν εικόνες από Ελλάδα όπως επισημαίνουν τα διεθνή ΜΜΕ και όπου βλέπουμε εξάλλου με αυξανόμενη συχνότητα να κυματίζουν ελληνικές σημαίες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επίγνωση αυτής της διεθνούς διάστασης παίζει θετικό ρόλο, εμψυχώνει τον αγώνα του ελληνικού λαού και βοηθάει στο να σπάσει η δεσπόζουσα εικόνα διεθνούς απομόνωσης, απαξίωσης και εχθρότητας που βαραίνει στην ανάπτυξη των αγώνων. Αξίζει εδώ να τονιστεί ότι, όπως όλα τα «μεγάλα» κινήματα, αυτά που αποκτούν καθολική εμβέλεια, το αντιμνημονιακό κίνημα στην Ελλάδα είχε σχεδόν από την αρχή έντονες και «ταυτοτικές» διεθνείς αναφορές, από την Ταχρίρ της νικηφόρας εξέγερσης και την Αργεντινή του «ελικόπτερου» μέχρι τις πλατείες που πρωτογέμισαν οι Ισπανοί Ιντιγνάδος. Οι σημαίες όλων αυτών των χωρών, και άλλων ακόμη, απετέλεσαν από τις πιο χαρακτηριστικές εικόνες του κινήματος των πλατειών, διαψεύδοντας όσους νομίζουν ότι οι εθνικές αναφορές είναι κατ’ ανάγκη αντιθετικές με τις διεθνιστικές. Στην πραγματικότητα συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: οι ελληνικές σημαίες που βλέπουμε να κυματίζουν, μαζί με άλλες, στους δρόμους της Ισπανίας, της Πορτογαλίας ή, τις στιγμές που γράφονται αυτές οι γραμμές, και του Καράκας που γιορτάζει τη νέα λαϊκή νίκη στις εκλογές, σηματοδοτούν μια κινηματική όσμωση, ένα αίσθημα του συνανήκειν, που αύριο μπορεί να μετατραπεί σε ντόμινο αλληλοτροφοδοτούμενων και νικηφόρων αγώνων σε αυτές τις χώρες.
Αυτή η αμφίδρομη διαδικασία αποκτά αναμφισβήτητα μια νέα ποιότητα με την έκβαση της εκλογικής αναμέτρησης του Μάη-Ιούνη και την εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ σε δύναμη που διεκδικεί την κυβερνητική εξουσία. Εκπληκτο το ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα, διαπιστώνει ότι ανατροπές που ως τότε αφορούσαν μόνο  χώρες της Λατινικής Αμερικής συμβαίνουν και στη γειτονιά μας, ως αποτέλεσμα μιας συγκρίσιμης πλέον οικονομικής και κοινωνικής εξέλιξης. Η ευρωπαϊκή Αριστερά διαπιστώνει, από την πλευρά της, ότι είναι πλέον πραγματοποιήσιμος ένας στόχος που ακόμη και οι πιο αισιόδοξοι τοποθετούσαν σε ένα απώτερο μέλλον: μια δύναμη της ριζοσπαστικής Αριστεράς μπορεί να συντρίψει εκλογικά μια εντελώς αλωμένη από το νεοφιλελευθερισμό σοσιαλδημοκρατία και να διεκδικήσει εξουσία, όχι ως συμπληρωματική δύναμη, αλλά ως κομιστής μιας πρότασης διακυβέρνησης βασισμένης σε ένα πρόγραμμα ρήξης με τη λιτότητα και τη μνημονιακή κηδεμονία. Η Αριστερά μπορεί να έρθει σε ρήξη με την εσωτερικευμένη λογική της ήττας και της ανημπόριας, αυτό ήταν το μήνυμα της «ελληνική άνοιξης» και έγινε αμέσως αντιληπτό ως στροφή μεγάλης εμβέλειας.
Είναι πράγματι δύσκολο να υπερτιμηθεί η σημασία αυτής της απόδειξης διά της πράξης για την ευρωπαϊκή Αριστερά. Τα ονόματα «Ελλάδα» και «ΣΥΡΙΖΑ», καθώς και το πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα, γίνονται πλέον συνώνυμα ελπίδας και πυροδοτούν προβληματισμούς και διαδικασίες στο εσωτερικό των σχηματισμών που εκφράζουν αυτόν το χώρο. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, ο Μελανσόν αναφέρεται διαρκώς στο «ελληνικό υπόδειγμα» για να αποκρούσει κάθε ιδέα συμμετοχής σε κυβέρνηση με τους σοσιαλιστές και να βάλει το Αριστερό Μέτωπο σε τροχιά αντιπαράθεσης με τον Ολάντ. Δεδηλωμένος στόχος του είναι να ξεπεράσει τις ταλαντεύσεις και τις αμφισημίες του Κ.Κ. Γαλλίας, που, αν και αρνήθηκε τελικά την κυβερνητική συμμετοχή, παραμένει εν πολλοίς εγκλωβισμένο σε μια προσέγγιση τύπου «άσκησης πίεσης από τα αριστερά» στη σημερινή κυβέρνηση. Οριοθετούμενος από αντιλήψεις που οδήγησαν το Κ.Κ. Γαλλίας στα πρόθυρα της εξαφάνισης, ο Μελανσόν, στηριζόμενος και στις υπόλοιπες συνιστώσες του Αριστερού Μετώπου (που προέρχονται οι περισσότερες από την εξωκοινοβουλευτική Αιστερά), θέλει να αναδείξει το Αριστερό Μέτωπο σε κεντρική δύναμη μιας εναλλακτικής αριστερής πλειοψηφίας. Πιστεύει δε ότι αυτή η πρόταση θα τεθεί επί τάπητος ενόψει της θύελλας που έρχεται με την ένταση της κρίσης και τη βύθιση της Γαλλίας στα βαθιά νερά της λιτότητας που ανήγγειλε και τυπικά πλέον ο δίκαια επονομασθείς (από τον ίδιο τον Μελανσόν και κατόπιν από τον Τσίπρα) «Ολαντρέου». Αυτό το σκεπτικό προϋπήρχε βέβαια των εξελίξεων στην Ελλάδα, αλλά έχει πλέον αποκτήσει άλλη βαρύτητα και δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί τόσο εύκολα με τους γνώριμους καγχασμούς των γαλλικών ΜΜΕ και των συνηγόρων του συστήματος.
Με μια έννοια το «φάντασμα» που πλανιέται αυτή τη στιγμή πάνω στη χειμαζόμενη από την κρίση και κλυδωνιζόμενη από μια ογούμενη κοινωνική αναταραχή Ευρώπη δεν είναι άλλο από το «φάντασμα» του ΣΥΡΙΖΑ. Χαρακτηριστικό δείγμα ήταν η αντίδραση που προκάλεσε το ενδεχόμενο εκλογικής εκτίναξης του κόμματος της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ολλανδία (που ονομάζεται «Σοσιαλιστικό Κόμμα», έχει μαοϊκές καταβολές και χαρακτηρίζεται από έντονο ευρωσκεπτικισμό) στις εκλογές της 12ης του Σεπτέμβρη. Πληθώρα δημοσιευμάτων διαπίστωσαν το ενδεχόμενο ανατροπής «αλά ελληνικά» σε μια ευημερούσα χώρα του «σκληρού πυρήνα» του ευρωπαϊκού «κέντρου», όπου όμως η πραγματικότητα της Ε.Ε. και των πολιτικών της γίνεται όλο και πιο αντιδημοφιλής. Τελικά, με ένα τρόπο που θυμίζει τον εκφοβισμό και τη χειραγώγηση που υπέστη η ελληνική κοινή γνώμη μεταξύ Μάη και Ιούνη (αν και χωρίς τις έξωθεν παρεμβάσεις), χάρη σε ένα πρωτοφανές για τα ολλανδικά δεδομένα κλίμα έντασης  που δημιούργησαν ΜΜΕ και συστημικές δυνάμεις, καθώς φυσικά και στην σαφώς μικρότερης έντασης κρίση των σχέσεων εκπροσώπησης, ο κίνδυνος απεσοβήθη και το Σοσιαλιστικό Κόμμα βρέθηκε με τα ίδια ποσοστά που είχε και στο προηγούμενο Κοινοβούλιο.

Προς την ανασύνθεση της ευρωπαϊκής Ριζοσπαστικής Αριστεράς

Το ρήγμα όμως κάθε άλλο παρά έχει κλείσει. Τα ενισχυμένα ποσοστά σε πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις (Γαλλία στις προεδρικές, Ισπανία, Δανία) ή σε επίπεδο δημοσκοπικών τάσεων (Ολλανδία για ένα διάστημα, Πορτογαλία όπου Μπλόκο και ΚΚΠ κινούνται γύρω στο 9% το καθένα) των σχηματισμών της Ριζοσπαστικής Αριστεράς αποτελούν τις πρώτες σαφείς ενδείξες μιας ευρύτερης ανοδικής τάσης. Μιας τάσης που απέχει όμως αρκετά από το να είναι γενικευμένη (βλέπε κρίση του Die Linke στη Γερμανία ή τη συνεχιζόμενη καθίζηση της πολυδιασπασμένης κομμουνιστικής Αριστεράς στην Ιταλία) ή χωρίς αντιφάσεις, όπως έδειξαν π.χ. μια σειρά συντηρητικών τοποθετήσεων του ολλανδικού Σοσιαλιστικού Κόμματος σε θέματα μετανάστευσης ή αντιμετώπισης της κρίσης του ευρωπαϊκού Νότου.
Ένα πράγμα γίνεται όμως όλο και σαφέστερο: το μέλλον της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ευρώπη βρίσκεται στα ανασυνθετικά εγχειρήματα, όπου συναντώνται ρεύματα και παραδόσεις από ένα ευρύ φάσμα που καλύπτει από την αριστερή σοσιαλδημοκρατία έως την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, με το βασικό κορμό των δυνάμεων να προέρχεται συχνά από την κομμουνιστική μήτρα. Δεν είναι βέβαια τυχαίο ότι, με πιο πετυχημένο παράδειγμα τον ΣΥΡΙΖΑ, όλοι αυτοί οι σχηματισμοί (ενδεικτικά αναφέρουμε το πορτογαλικό Μπλόκο, την ισπανική Ενωμένη Αριστερά, τη δανέζικη Κοκκινοπράσινη Συμμαχία, το γαλλικό Αριστερό Μέτωπο και το γερμανικό Die Linke) έχουν μια μετωπική μορφή, ή πάντως ξεκίνησαν από αυτήν προτού προχωρήσουν σε μια κατεύθυνση πιο οργανικής ενοποίησης (1).
Η τελευταία αυτή διαδικασία, η πιο σύνθετη και επώδυνη στην πορεία για μια καινούργια και πιο σταθεροποιημένη κομματική μορφή, βρίσκεται στις περισσότερες περιπτώσεις σε μια ενδιάμεση φάση. Στη Γαλλία π.χ. μόλις τώρα τίθεται θέμα απευθείας εγγραφής μελών σε τοπικό επίπεδο στο Αριστερό Μέτωπο, χωρίς να έχει λυθεί το θέμα της εκπροσώπησής τους στα κεντρικά όργανα, και χωρίς να τίθεται ζήτημα αυτοδιάλυσης οποιασδήποτε από τις βασικές συνιστώσες του Μετώπου, και κυρίως του Κ.Κ. Γαλλίας. Η μορφή του κόμματος μελών είναι κατακτημένη εδώ και καιρό στο πορτογαλικό Μπλόκο όπως και στην ισπανική Ενωμένη Αριστερά (όπου όμως οι σχέσεις με το Κ.Κ. Ισπανίας παραμένουν ένα ακανθώδες πρόβλημα), καθώς και πιο πρόσφατα στη δανέζικη Κοκκινοπράσινη Συμμαχία. Πάντως, ακόμη και όταν έχει επέλθει η συγχώνευση των συνιστωσών σε έναν τύποις ενιαίο σχηματισμό, τα πισωγυρίσματα δεν πρέπει να αποκλείονται, όπως δείχνει η παρούσα κρίση στο Die Linke, που αναζωπυρώνει φυγόκεντρες μεταξύ της ανατολικογερμανικής πτέρυγας του κόμματος (το πρώην PDS με καταγωγή το πρώην κυβερνών κόμμα SED της ΛΔ Γερμανίας) και τους «δυτικούς» του πρώην WAASG, που προέρχονται από την αριστερή σοσιαλδημοκρατία και την κινηματική Αριστερά. Η ρίζα εδώ της διαφωνίας δεν βρίσκεται τόσο σε διαφορές σχετικά με την κομματική μορφή αλλά κυρίως σε θέματα στρατηγικής, με τους «Ανατολικούς», που αποτελούν και την πλειοψηφία των μελών, να επιθυμούν μια προσέγγιση με τη σοσιαλδημοκρατία, κάτι στο οποίο αντιτίθενται οι περισσότεροι «Δυτικοί». Αν και μειοψηφία, γνωρίζουν ότι χωρίς αυτούς το κόμμα είναι καταδικασμένο να χάσει την εθνική του εμβέλεια και να γίνει συμπληρωματική δύναμη τοπικού χαρακτήρα, με αποκλειστική βάση τα ανατολικά κρατίδια που αντιστοιχούν στην επικράτεια της πρώην ΛΔ Γερμανίας.

Ζητήματα στρατηγικής

Η περίπτωση του Die Linke αποτελεί χρήσιμη υπενθύμιση ότι τα θέματα που αφορούν την μορφή του κόμματος, αν και έχουν την ιδιαιτερότητά τους, δεν μπορούν να εξετάζονται, και πολύ περισσότερο να επιλύονται προωθητικά, ξεκομμένα από τα θέματα στρατηγικής και προγραμματικής βάσης. Και εδώ το παράδειγμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι πλούσιο σε διδάγματα. Το μετωπικό σχήμα δεν κατάφερε ουσιαστικά να προχωρήσει, και να βρει το βηματισμό του, παρά μόνο όταν κρίθηκε το καίριας σημασίας θέμα της αποδοχής ή μη της «κεντροαριστερής» κυβερνητικής προοπτικής, που ανέλαβε εν τέλει να υλοποιήσει όψιμα, και με το γνωστό αποτέλεσμα, η πρώην υπερδεξιά πτέρυγα που αποχώρησε από το χώρο το 2009 και συγκρότησε τη ΔΗΜΑΡ. Χωρίς βέβαια να σημαίνει ότι έχουν λυθεί μ’ αυτό άλλα θέματα, τόσο στρατηγικά όσο και οργανωτικά, που θέτει η νέα συγκυρία της παροξυστικής και γενικευμένης κρίσης: στάση απέναντι στους πυλώνες της «ευρωπαϊκής ενοποίησης», και ειδικότερα της ΟΝΕ, δυνατότητα μονομερών ρήξεων με το πλαίσιο της λιτότητας, των μνημονίων και γενικότερα των ευρωπαϊκών συνθηκών, αμφισβήτηση της ίδιας της νομιμότητας του δημόσιου χρέους ή αναζήτηση πιο υποφερτών τρόπων αποπληρωμής του, συγκεκριμένοι τρόποι πάταξης της ισχύος του τραπεζικού και χρηματιστικού κεφαλαίου, για να αναφέρουμε μόνο ορισμένα από τα πιο σημαντικά.
Δεν έχουμε το χώρο σ’ αυτό το σημείωμα να καλύψουμε διεξοδικά τις πρόσφατες εξελίξεις αυτής της συζήτησης. Θα αναφερθούμε μόνο εν συντομία στον τρόπο που τίθεται εντός του γαλλικού Αριστερού Μετώπου. Σε θέματα οικονομικής πολιτικής, οι θέσεις του Μετώπου κινούνται στις συντεταγμένες των λοιπών κομμάτων του ΚΕΑ (Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς), σ’ αυτό που θα ονομάζαμε «αριστερός ευρωπαϊσμός». Ειδικότερα, μεγάλη βαρύτητα δίνεται στην ικανότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να τροφοδοτεί με ρευστότητα αλλά και με απευθείας δανεισμό τα χρεωμένα κράτη ή και τις τράπεζες. Ειρήσθω εν παρόδω, αυτές οι προτάσεις ξεχνούν ότι ο λόγος που δεν προβαίνει σε τέτοιες ενέργειες η ΕΚΤ, παρά μόνο εντός περιορισμένων πλαισίων και υπό αυστηρούς όρους, δεν απορρέει από κάποια ιδεοληψία, αλλά από κάτι πολύ πιο δομικό: η ΕΚΤ δεν είναι τράπεζα ενός ενιαίου κράτους, με τις αντίστοιχες «πλάτες» αλλά και υποχρεώσεις στήριξης της α’ ή της β’ χώρας σαν να ήταν περιφέρειες ενός ενιαίου κρατικού οργανισμού, με ενιαία φορολόγηση και δημοσιονομική στήριξη.
Σε κάθε περίπτωση, ο λόγος του ίδιου του Μελανσόν σε θέματα Ε.Ε. σηματοδοτεί μια σαφή απόσταση από τη λογική των «αριστερών ευρωπαϊστικών» προτάσεων. Κατά παράδοση ευρωπαϊστής, αν και αντιτάχτηκε σθεναρά το 2005 στο ευρωσύνταγμα όταν ήταν ακόμη μέλος του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο Μελανσόν εγκατέλειψε δημόσια τις προηγούμενες θέσεις του υπέρ μιας ομοσπονδιακής Ευρώπης και θέτει υπό αμφισβήτηση το σύνολο του σημερινού οικοδομήματος. Καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας, αλλά και στο βιβλίο του που έγινε μπεστ-σέλερ με το χαρακτηριστικό τίτλο «Να φύγουν όλοι» (2), ο υποψήφιος του Αριστερού Μετώπου στις προεδρικές εκλογές υποστήριξε την κατηγορηματική άρνηση εκχώρησης οποιασδήποτε επιπλέον εθνικής κυριαρχίας καθώς και το δικαίωμα opting out (μονομερούς αποδέσμευσης) της Γαλλίας από οποιαδήποτε αντικοινωνική ρύθμιση αποφασίζεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ένα δικαίωμα αντίστοιχο με αυτό που αναγνωρίζεται στη Βρετανία - για τους διαμετρικά αντίθετους λόγους βέβαια. Γενικότερα, ο Μελανσόν υπερασπίστηκε με πάθος, και σκορπώντας ενθουσιασμό σε ογκώδη ακροατήρια, το δικαίωμα μιας πραγματικά αριστερής κυβέρνησης να ακολουθήσει μονομερώς μια διαφορετικά πορεία, ερχόμενη σε σύγκρουση με τη συντηρητική Γερμανία αλλά και τους θεσμούς της Ε.Ε. Στις ασυνήθιστα πυκνές δε για Γάλλο ηγέτη τοποθετήσεις του για τα διεθνή θέματα, αμφισβήτησε κατηγορηματικά την ιδέα ότι η Γαλλία «ανήκει στη Δύση» και προέβαλε την προοπτική μιας «εναλλακτικά παγκοσμιοποιημένης» (altermondialiste) εξωτερικής πολιτικής, με προνομιακά στηρίγματα τις χώρες του Νότου, τη Λατινική Αμερική, τις χώρες των δύο όχθεων της Μεσογείου και με θαρραλέα ανοίγματα σε Ρωσία και Κίνα. Πέρα από το ΣΥΡΙΖΑ, τα παραδείγματα στα οποία αναφέρεται εξάλλου ο Μελανσόν είναι σχεδόν αποκλειστικά αυτά των αριστερών κυβερνήσεων της Λατινικής Αμερικής, με τις οποίες διατηρεί προνομιακούς και προσωπικούς δεσμούς.
Βεβαίως, αυτές οι θέσεις του Μελανσόν κάθε άλλο παρά είναι ομόφωνα αποδεκτές στο εσωτερικό του Αριστερού Μετώπου. Κατάφεραν όμως να κεντρίσουν το ενδιαφέρον και ανοίξουν, για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, θέματα που ήταν κλειστά για την Αριστερά, αρθρώνοντας ένα λόγο σε ρήξη με την πεπατημένη του ευρωκεντρισμού και του εγκλωβισμού στον ορίζοντα του σημερινού ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, η συζήτηση, ή μάλλον η διαπάλη απόψεων, γύρω από αυτά τα ζητήματα αποτελεί οργανικό τμήμα της ατζέντας της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στην Ευρώπη. Αυτός είναι και ο μόνος δρόμος για τη διαμόρφωση ενός κρίσιμου κρίκου που παραμένει σήμερα αιτούμενο: η διαμόρφωση μιας κοινής προγραμματικής βάσης, συγκεκριμένης, υλοποιήσιμης και σε ανατρεπτική κατεύθυνση. Για να το πούμε διαφορετικά, στόχος μιας Ριζοσπαστικής Αριστεράς στο ύψος των περιστάσεων είναι ένα σύγχρονο μεταβατικό πρόγραμμα ικανό να εκφράσει σε ευρωπαϊκό επίπεδο τον υπό εξέλιξη αγώνα των λαών ενάντια στο εφιαλτικό μέλλον που του επιφυλάσσουν τα σχέδια των κυρίαρχων τάξεων της ηπείρου. Ένας αγώνας που στο Νότο έχει πάρει πλέον διαστάσεις ξεσηκωμού. Και με αυτήν την έννοια, λοιπόν, η Ελλάδα και οι διεργασίες που εκτυλίσσονται στη Ριζοσπαστική Αριστερά αυτής της μικρής κατά τα άλλα χώρας στέλνουν εικόνες από το μέλλον.

1.Αντίθετα, όσες δυνάμεις στάθηκαν αρνητικές σ’ αυτήν την προοπτική και επέμειναν σε μια γενικότερη σεκταριστική προσέγγιση του ζητήματος της ενιαίας μετωπικής συγκρότησης της Αριστεράς πλήρωσαν βαρύ τίμημα για τη στάση τους, με πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα το γαλλικό Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα (μετεξέλιξη της τροτσκιστικής LCR) ή τα καθ’ ημάς ΚΚΕ και Ανταρσύα.
2.Κατά λέξη μετάφραση του συνθήματος της αργεντίνικης εξέγερσης του 2001 Que se vayan todos !

*Ο Στάθης Κουβελάκης είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο King's College του Λονδίνου και υποψήφιος βουλευτής Επικρατείας με τον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2012.

Ετικέτες