Είναι αναγκαία μια πολιτική πρωτοβουλία της ριζοσπαστικής Αριστεράς ενάντια στους εξοπλισμούς, που θα συνδέει την απόρριψή τους με όλες τις κοινωνικές διεκδικήσεις, τη γενικότερη αντίθεση στον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο, τη συνειδητή υποστήριξη της φιλίας, της συνεννόησης και της αλληλεγγύης μεταξύ των λαών της περιοχής. Ελπίζουμε ότι το κείμενο που ακολουθεί θα είναι ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Υπογράφεται ενδεικτικά από ένα κύκλο αγωνιστριών και αγωνιστών της Αριστεράς, ενώ θα ακολουθήσει ένας ευρύτερος κύκλος έχοντας πια τη χρονική άνεση των καλύτερων συνεννοήσεων. -Rp
Οχι στους εξοπλισμούς και στα πολεμικά σύμφωνα
Το εξοπλιστικό πρόγραμμα της κυβέρνησης Μητσοτάκη συνιστά κοινωνική πρόκληση. Μια χώρα που, όπως αποδείχτηκε, δεν διαθέτει επαρκή μέσα πυρόσβεσης και έχει αφήσει τα δημόσια νοσοκομεία και σχολεία να φτάσουν στα όρια της κατάρρευσης, αγοράζει Ραφάλ και Μπελχάρα ενώ διαπραγματεύεται την αγορά F-35. Το συνολικό κόστος των εξοπλισμών, που θα ξεπεράσει κατά πολύ τα 10 δισ. ευρώ, είναι συγκρίσιμο με το κόστος ακόμα ενός μνημονίου. Δεν θα πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το κόστος αυτό θα πληρωθεί τελικά από το εργατικό εισόδημα, τις συντάξεις και νέες περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες.
Το κόστος των εξοπλισμών δεν περιορίζεται στο οικονομικό πεδίο. Τα «αμυντικά» σύμφωνα με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία, που συνοδεύουν τις αγορές όπλων, αναδεικνύουν τη βαθύτερη πρόσδεση στην ουρά μεγάλων και επικίνδυνων ιμπεριαλιστικών δυνάμενων. Τα πεπραγμένα των ΗΠΑ στην περιοχή και στον κόσμο είναι γνωστά. Δεν θα πρέπει όμως να υπάρχει καμιά αυταπάτη για το ελληνογαλλικό σύμφωνο: ο γαλλικός μιλιταρισμός έχει αποδείξει στην Ινδοκίνα, την Πολυνησία και κυρίως στην Αφρική ότι είναι μια κτηνώδης δύναμη.
Η Γαλλία τού Μακρόν είναι σήμερα η κατεξοχήν χώρα-μέλος της Ε.Ε. που έχει ανακηρύξει επισήμως το Ισλάμ εχθρό του γαλλικού κράτους, πυροδοτώντας ένα κύμα ρατσιστικής πολιτικής που στρέφεται όχι μόνο ενάντια στους πρόσφυγες και τους μετανάστες, αλλά και ενάντια σε όλες τις μορφές κοινωνικής αντίστασης των εργαζομένων και της νεολαίας. Οι κατηγορίες για «ισλαμοφασισμό» και «ισλαμοαριστερισμό» έχουν μπει στο νομικό οπλοστάσιο που στρέφεται απειλητικά κατά των εργατικών προαστίων και των σχολείων και πανεπιστημίων, στην καρδιά της Ευρώπης στον 21ο αιώνα.
Η αναβάθμιση των σχέσεων με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αλλά και η ενίσχυση των μιλιταριστικών κύκλων στο εσωτερικό της χώρας αφορά –και σε σημαντικό βαθμό– τις εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις, με στόχο να περιοριστούν οι επιλογές των λαϊκών δυνάμεων για μακρό διάστημα. Δημιουργείται ένα επικίνδυνο συντηρητικό πλαίσιο που θα πρέπει να ανατραπεί εκ βάθρων. Η πολιτική αυτή δημιουργεί προφανείς κινδύνους για την ειρήνη στην περιοχή. Ο ισχυρισμός ότι όποιος επιθυμεί την ειρήνη οφείλει να προετοιμάζεται για πόλεμο, είναι ένα αντιδραστικό και παραπειστικό ιδεολόγημα. Στην πραγματικότητα, η έμφαση στους εξοπλισμούς ενισχύει τον «πειρασμό» αυτοί να χρησιμοποιηθούν. Η συγκυρία στην περιοχή έχει γίνει πραγματικά επικίνδυνη: η επιλογή της μιας «όχθης» να ενισχύσει το πολεμικό οπλοστάσιό της, θα απαντηθεί με ανάλογες επιλογές και της άλλης πλευράς.
Και δεν θα πρέπει να υποτιμηθούν οι φιλοπόλεμες πατριδοκάπηλες φωνές που –τόσο εδώ όσο και στην Τουρκία– ζητούν να «τεσταριστεί» εδώ και τώρα ο νέος συσχετισμός δύναμης που δημιουργείται στην περιοχή. Η Αριστερά και όλες οι δυνάμεις των κοινωνικών κινημάτων οφείλουν να ανασύρουν τις καλύτερες παραδόσεις του εργατικού-σοσιαλιστικού ρεύματος, που απέναντι σε ανάλογους κινδύνους έθετε πάντα τα καθήκοντα της πάλης ενάντια στον πόλεμο, σε ρήξη με τις πολιτικές που αποσκοπούν στις προετοιμασίες για να νικήσει η «δική μας» πλευρά.
Η προσπάθεια των κυρίαρχων τάξεων να μεταμφιέσουν τις επιδιώξεις τους για πρωτοκαθεδρία στην περιοχή –πάντα σε συνεργασία και μέσα στο πλαίσιο ανοχής των Μεγάλων Δυνάμεων– σε πολιτική υπεράσπισης «κυριαρχικών δικαιωμάτων» που προκύπτουν, τάχα, από μονομερείς κι αυθαίρετες αναγνώσεις ενός κάποιου «Διεθνούς Δικαίου», πρέπει να απαντηθεί από τους εργαζόμενους και τις λαϊκές τάξεις με μια συνειδητή επιλογή ειρήνης, συμφιλίωσης και αλληλεγγύης μεταξύ όλων των λαών της περιοχής. Αυτή η επιλογή αποτελεί προϋπόθεση για να απαντηθεί ουσιαστικά το ζήτημα των κρατικών ανταγωνισμών, το ζήτημα της ενισχυμένης παρουσίας των ιμπεριαλιστικών Μεγάλων Δυνάμεων, αλλά και το κοινωνικό ζήτημα στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο. Γι’ αυτό θεωρούμε ότι κάθε υποτίμηση της σημασίας των εξοπλισμών, των πολεμικών συμφώνων, των «αξονικών» συμμαχιών με το Ισραήλ και την Αίγυπτο είναι σοβαρό πολιτικό λάθος. Πολύ περισσότερο είναι λάθος η έγκριση πλευρών της πολιτικής του Μητσοτάκη, όπως η υπερψήφιση από τον ΣΥΡΙΖΑ στη Βουλή της σύμβασης για την αγορά των Ραφάλ.
Στους αγώνες που έρχονται, κάθε συγκεκριμένο αίτημα θα πρέπει να συνδέεται με την απόρριψη των εξοπλισμών. Η πολιτική πάλη ήταν και είναι πάντα πάλη για τις προτεραιότητες στη διάθεση των δημόσιων πόρων. Ζητάμε την επείγουσα κάλυψη των κοινωνικών αναγκών και όχι τις αγορές πανάκριβων καταστρεπτικών όπλων. Υποστηρίζουμε την πολιτική ειρήνης και όχι της προετοιμασίας για πόλεμο. Προτείνουμε την ανεξάρτητη στάση της Αριστεράς σε αυτά τα κρίσιμα ζητήματα, σε ρήξη με την πολιτική των κυρίαρχων τάξεων που παρουσιάζεται ως «εθνική πολιτική».
Αναστασιάδης Νίκος
Βαλλιάνος Χρήστος
Βαλσαμής Σταύρος
Γαϊτάνη Ιωάννα
Γιαννούλια Κατερίνα
Δημακόπουλος Σεραφείμ
Διονέλλης Μάριος
Κατσορίδας Δημήτρης
Κεφαλής Χρήστος
Κουβελάκης Στάθης
Λαβατσής Δημήτρης
Λαπατσιώρας Σπύρος
Λάσκος Χρήστος
Μηλιός Γιάννης
Μπένος Αλέξης
Μπόλαρη Μαρία
Νταβανέλος Αντώνης
Παπαγεωργίου Ράνια
Παπαδάτος Δημοσθένης
Ποταμίτης Νίκος
Σαμανίδης Νίκος
Σαπουνάς Γιώργος