Η Τζόρτζια Μελόνι συμπλήρωσε 6 μήνες στην πρωθυπουργία [Rp: το άρθρο γράφτηκε στα μέσα Μάη, αντλώντας από κείμενα γραμμένα στις αρχές του] και έχει δώσει πλέον ένα πρώτο σημαντικό δείγμα γραφής.
Εν μέσω μιας (σχετικά πετυχημένης) καμπάνιας «κανονικοποίησης» (με τη γενναία συνδρομή των ιταλικών ΜΜΕ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης), ανακύπτει κατά καιρούς το ζήτημα της σχέσης του κόμματός της με τη φασιστική παράδοση.
Αν και η Μελόνι κάνει περίτεχνους ρητορικούς ελιγμούς ικανοποίησης του «κέντρου» χωρίς να «αδειάζει» τον λαό της απέναντι στον «αντιφασισμό», το υπόλοιπο κόμμα δείχνει μικρότερη αυτοσυγκράτηση. Στις κορυφές, τα μεγαλύτερα επικοινωνιακά προβλήματα δημιουργεί ο Μπενίτο Λαρούσα, Πρόεδρος της Γερουσίας, θεσμικά δεύτερος τη τάξει πολιτειακός παράγοντας μετά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που δεν διστάζει να συμμετέχει σε εκδηλώσεις που λήγουν με συνθήματα υπέρ του «Ντούτσε» και «Ρωμαϊκούς χαιρετισμούς». Στην βάση, είναι πρόσφατη η επίθεση μελών της νεοφασιστικής «Φοιτητικής Δράσης» σε νεαρούς μαθητές και η ανάληψη της υπεράσπισής τους από μια νεοναζί δικηγόρο. Το κυβερνών κόμμα των «Φρατέλι Ντ’ Ιτάλια», παρά τον θόρυβο γύρω από την υπόθεση, συνεχίζει να στεγάζει στα γραφεία του στη Φλωρεντία την «Φοιτητική Δράση».
Η επιλογή της Μελόνι να τηρεί σιωπή σε τέτοια περιστατικά, προκαλεί έναν κάποιο θόρυβο στα ΜΜΕ για την άρνησή της να πάρει αποστάσεις, αλλά θα ήταν αφελές να περιμένει κανείς να «φθαρεί» από αυτά τα περιστατικά. Όπως γράφει ο Φαμπρίτσιο Μπουρατίνι σε ένα εκτεταμένο άρθρο του για το «πρώτο 6μηνο» (του οποίου συνοπτική απόδοση είναι σε μεγάλο βαθμό και αυτό εδώ το κείμενο), οι υποστηρικτές της, «ψηφίζοντάς την το περασμένο φθινόπωρο, διακήρυξαν στην ουσία ότι δεν τους νοιάζει πια η “αντιφασιστική προκατάληψη”, η οποία καθόριζε την ιταλική πολιτική σκηνή για δεκαετίες».
Ρατσισμός
Ο ρατσισμός υπήρξε βασική «συγκολλητική ουσία» για τη διαμόρφωση ενός αντιδραστικού μπλοκ στην Ιταλία από την εποχή της ανόδου του Σαλβίνι. Σε αυτό το ζήτημα, η Μελόνι αντιμετωπίζει μια δοκιμασία: Η ταραχώδης διεθνής κατάσταση έχει τετραπλασιάσει φέτος τον αριθμό των προσφύγων και των μεταναστών που φτάνουν στις ακτές της Ιταλίας, αποστερώντας από την Μελόνι τη δυνατότητα να παρουσιάσει «έργο» με σκληρά αριθμητικά δεδομένα (και υπενθυμίζοντας ότι τίποτε δεν πρόκειται να σταματήσει τους ανθρώπους από το να επιχειρούν να κάνουν το ταξίδι για μια καλύτερη ζωή).
Η κυβέρνηση απάντησε με μια κήρυξη 6μηνης «κατάστασης έκτακτης ανάγκης». Η επιλογή έχει ιδιαίτερη πολιτική-ιδεολογική σημασία. Ενεργοποιώντας μια «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», εξισώνει και επίσημα-θεσμικά την άφιξη προσφύγων-μεταναστών με μια φυσική καταστροφή ή μια πανδημία. Πιο σωστά, αν υπολογίσουμε τις κραυγές των Φρατέλι Ντ’ Ιτάλια ενάντια στον «αυταρχισμό» της κυβέρνησης Κόντε (για την «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» κατά την αρχική-εκρηκτική εξάπλωση του covid στη Λομβαρδία), η κυβερνώσα ακροδεξιά εκπαιδεύει την κοινή γνώμη να θεωρεί τους πρόσφυγες-μετανάστες μεγαλύτερη απειλή από μια επιδημική ασθένεια. Στο ίδιο πεδίο, της πολιτικοϊδεολογικής αντιπαράθεσης, κυβερνητικά στελέχη των Φρατέλι και της Λέγκα, ανέσυραν τις κραυγές τους ενάντια στη «συνωμοσία της εθνικής αντικατάστασης», μια θεωρία (σχέδιο των «παγκοσμιοποιητών» να αντικαταστήσουν τον λευκό/χριστιανικό/ευρωπαϊκό πληθυσμό με μαύρους/μουσουλμάνους) που κάποτε περιοριζόταν στις πιο «παλαβές» γωνιές του ακροδεξιού ίντερνετ.
Στο πεδίο της εφαρμοσμένης πολιτικής, η «κατάσταση έκτακτης ανάγκης» εξειδικεύτηκε σε διατάγματα που ποινικοποιούν τη δράση των 15 περίπου διασωστικών ΜΚΟ που δρουν στη Μεσόγειο, στήνουν άτυπα κλειστά «κέντρα υποδοχής», επιταχύνουν τις διαδικασίες εξέτασης-απόρριψης αιτημάτων ασύλου στα hot-spots. Το γεγονός ότι εμείς εδώ είμαστε απολύτως εξοικειωμένοι με τέτοια μέτρα από το 2016, δεν αποτελεί αιτία εφησυχασμού για το τι είναι η Μελόνι, αλλά υπογράμμιση του ποιου πολιτικού χώρου την ατζέντα υιοθέτησαν οι ελληνικές κυβερνήσεις μετά την υπογραφή (επί ΣΥΡΙΖΑ…) της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας.
Η περιγραφή του Μπουρατίνι για το ιταλικό δόγμα θα μπορούσε να αφορά την πολιτική του ελληνικού κράτους:
«Το μήνυμα είναι εμφανές: Δεν μπορείτε να φτάσετε εδώ. Κι αν φτάσετε, δεν μπορείτε να μείνετε. Κι αν καταφέρετε να μείνετε… θα κρατηθείτε στα hot-spot, ανεπίσημα κέντρα κράτησης όπου θα γίνουν και οι διαδικασίες ταυτοποίησης και η εξέταση των αιτήσεων ασύλου… Δεν θα αποκτήσετε άδεια παραμονής για να μετακινήστε. Κι αν μπορέσετε να μετακινηθείτε, δεν θα βρείτε κέντρο υποδοχής. Ακόμα κι αν πιάσετε δουλειά, η ανθρωπιστική σας άδεια δεν θα γίνει άδεια εργασίας, οπότε θα δουλεύετε παράνομα, κακοπληρωμένα και σε καθεστώς εκβιασμού. Η ενσωμάτωση θα παραμείνει μια απρόσιτη οφθαλμαπάτη και θα ρημάζετε στα περιθώρια της κοινωνίας, υπό εκμετάλλευση, χωρίς εγγυήσεις και χωρίς μέλλον».
Όλα για την τάξη των ιδιοκτητών
Όπως γνωρίζει καλά ο Σαλβίνι, που ανέβηκε κι έπεσε εξίσου ραγδαία, οι αντιδραστικές ιδέες δεν αρκούν για να συγκρατήσουν συμπαγή την συντηρητική κοινωνική-εκλογική βάση μπροστά στη δύναμη της οικονομίας. Σε αυτό το πεδίο, η Μελόνι αποδεικνύεται πολύ πιο ικανή -και επικίνδυνη.
Πρόσφατα το ιταλικό κοινοβούλιο ψήφισε μια «εξουσιοδότηση» της εκτελεστικής εξουσίας να διαχειριστεί την φορολογική πολιτική. Προκάλεσε ανησυχία η μορφή, καθώς πρόκειται για οικειοθελή «αυτό-ακύρωση» του κοινοβουλίου ως προς το να ξανασυζητήσει (αφού δώσει μια αρχική γενική «κατεύθυνση») και να αποφασίσει νόμους σε ένα πεδίο πολιτικής. Αλλά προκάλεσε επιπλέον ανησυχία το περιεχόμενο αυτής της γενικής κατεύθυνσης: «Μείωση των φορολογικών βαρών, ενθάρρυνση των επενδύσεων και δημιουργία θέσεων εργασίας». Αυτόν το στόχο θα επιδιώξουν με διατάγματα στα επόμενα 2 χρόνια, κόμματα (Λέγκα, Φρατέλι) που έχουν κάνει σαφείς τις στρατηγικές στοχεύσεις τους: α) Χαμηλός, ενιαίος φορολογικός συντελεστής για όλα τα εισοδήματα, για φυσικά πρόσωπα και για επιχειρήσεις, καταστρατηγώντας κάθε έννοια «προοδευτικότητας» στη φορολογία. β) Σταδιακή μείωση ως την εξαφάνιση του IRAP (περιφερειακός φόρος στις παραγωγικές δραστηριότητες), ένας ειδικός φόρος που χρηματοδοτεί συγκεκριμένα το δημόσιο σύστημα υγείας και ο οποίος αποτελεί διαχρονικό «κόκκινο πανί» για τους επιχειρηματίες. γ) Χαλάρωση των κυρώσεων για τους «φοροφυγάδες από ανάγκη», δηλαδή όσους επικαλούνται (αφού εντοπιστούν) «δυσκολίες πληρωμής» -μια συνήθης επιχειρηματική πρακτική σε μια χώρα που έχει 27% ανείσπρακτους φόρους.
Η μείωση των φόρων αποτελεί τη «σημαία» της Μελόνι, για να ικανοποιήσει το μεγάλο κεφάλαιο και να διατηρήσει ενοποιημένο το μπλοκ του με τα μεσοστρώματα, που αποτελούν «κορμό» και της δικής της εκλογικής της βάσης και διαθέτουν αυξημένο -οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό- βάρος στην Ιταλία. Το πρώτο φορολογικό μέτρο που εφαρμόστηκε ήδη αφορά τον ενιαίο φορολογικό συντελεστή 15% στους ελεύθερους επαγγελματίες με (οποιοδήποτε) ετήσιο εισόδημα κάτω των 85.000 ευρώ και αυτή η τάση αναμφίβολα θα διευρυνθεί και «προς τα πάνω».
Θα πρόκειται για την ολοκλήρωση μιας «φορολογικής αντεπανάστασης» που εξελίσσεται επί δεκαετίες στην Ιταλία: Η χώρα αυτή διέθετε κάποτε (στη δεκαετία του 1970) ένα προωθημένο παράδειγμα «προοδευτικής φορολόγησης»: Είχε 32 διαφορετικές φορολογικές κλίμακες, με εύρος από 10% ως 72%. Σήμερα έχουν απομείνει 4 κλίμακες, με εύρος από 23% ως 43%. Και η Μελόνι σπρώχνει τα πράγματα προς το «15% για όλους!».
Αυτή η δραστική μείωση των φορολογικών εσόδων, σε μια χώρα με δημόσιο χρέος γύρω στο 145% του ΑΕΠ και ρυθμούς ανάπτυξης (1%) που δεν επιτρέπουν την ανέμελη αυταπάτη «μείωση φόρων = ανάπτυξη = ποσοστιαία μείωση του χρέους», προειδοποιεί για το πιο άγριο «τσεκούρι» στις κοινωνικές δαπάνες.
Ο Φράνκο Τουριλιάτο, σε δικό του κείμενο απολογισμού της θητείας Μελόνι ως τώρα, συνοψίζει το κυβερνητικό πρόγραμμα ως εξής:
«Η κυβέρνηση συρρικνώνει τις δημόσιες δαπάνες προκειμένου να διασφαλίσει ισχυρά πρωτογενή πλεονάσματα και να συρρικνώσει το κρατικό χρέος… μέσω επιθέσεων στις συνθήκες των πιο ευάλωτων τμημάτων της κοινωνίας… Αυτά συνδυάζονται με την αυστηρή προσήλωση της κυβέρνησης Μελόνι στην προστασία των οικονομικών προνομίων της μικρής και μεσαίας αστικής τάξης σε όλο της το φάσμα (βασική κοινωνική και εκλογική της βάση), την ώρα που διαχειρίζεται την οικονομία με βάση τα κέρδη της μεγαλοαστική τάξης. Ξέρει καλά ότι πρέπει να εγγυηθεί τα θεμελιώδη συμφέροντά της».
Στο πεδίο της διαχείρισης των ευρωπαϊκών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης (190 δισ.), το δυσοίωνο οικονομικό περιβάλλον, μαζί με κάποια πιο «ιταλικά» προβλήματα (διάρθρωσης της οικονομίας, λειτουργίας του κράτους) έχουν βάλει ένα μεγάλο ερωτηματικό πλάι στη δυνατότητα της κυβέρνησης να απορροφήσει τους πόρους που αφορούν επενδύσεις σε υποδομές κλπ. Κάποια κυβερνητικά στελέχη της Λέγκα φτάνουν στο σημείο να προτείνουν την… οικειοθελή αποκήρυξη τμήματος των ευρωπαϊκών πόρων! Αλλά ο πρόεδρος της Κονφιντούστρια πρότεινε μια λύση: Από το να κάθονται αχρησιμοποίητα ή να πάνε χαμένα αυτά τα λεφτά, σου λέει, δεν είναι καλύτερα να κατευθυνθούν σε «κίνητρα προς τις εταιρείες»;
Ιμπεριαλισμός
Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, η Μελόνι έχει αποδειχθεί υπερ-δραστήρια προς την Αφρική. Στο φόντο του ουκρανικού πολέμου και της «αποσύνδεσης» από τη Ρωσία, η ιταλική κυβέρνηση εξασφάλισε προνομιακή πρόσβαση στο φυσικό αέριο της Αλγερίας, το οποίο έχει πρακτικά αντικαταστήσει το ρωσικό. Αλλά ο στόχος είναι ευρύτερος: Η μετατροπή της Ιταλίας σε «κόμβο» επεξεργασίας και μεταφοράς των αφρικανικών ενεργειακών προϊόντων στην Ευρώπη. Μετά την Αλγερία, η Μελόνι συνέχισε την περιοδεία της με συναντήσεις με άλλες αφρικανικές ηγεσίες (Αιθιοπία, Σομαλία, Λιβύη κ.ά.). Προτίμησε χώρες με τις οποίες -κατά δήλωσή της- «η Ιταλία έχει σημαντικούς πολιτισμικούς δεσμούς». Είναι ο γνωστός ευφημισμός με τον οποίο όλες οι παλιές αποικιοκρατικές δυνάμεις περιγράφουν τις χώρες που κάποτε κατέλαβαν, κατέσφαξαν και καταλήστευσαν, αφήνοντας πίσω τους κι ένα «πολιτισμικό» χνάρι. Η Ρώμη φιλοδοξεί να ανακτήσει προνομιακή πρόσβαση για δουλειές στην παλιά της «σφαίρα επιρροής». Η Μελόνι κάνει λόγο για ένα «Σχέδιο Ματέι» για την Αφρική. Παραπέμπει στο «Σχέδιο Μάρσαλ», αλλά αναφέρεται στον Ενρίκο Ματέι, τον ιδρυτή του… ιταλικού ενεργειακού κολοσσού ΕΝΙ.
Αντεργατική πολιτική
Η Μελόνι επέλεξε την Πρωτομαγιά για να εγκρίνει το «διάταγμα για την εργασία». Σε αυτό διευρύνει και κλιμακώνει την χρήση συμβάσεων ορισμένου χρόνου και άλλων μορφών «ελαστικής» απασχόλησης, ενώ καταργεί το «διάταγμα της αξιοπρέπειας» της κυβέρνησης Κόντε, που έβαζε ένα κάποιο φρένο στην πρακτική της πλήρους απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων. Ως προς την κρίση του κόστους ζωής, το διάταγμα περιλάμβανε μια μείωση των εισφορών των εργαζομένων στα ασφαλιστικά ταμεία που ωθεί σε μια μικρή ονομαστική αύξηση των μισθών. Η αύξηση είναι ανεπαρκής (μερικές δεκάδες ευρώ το μήνα). Η αύξηση χρηματοδοτείται εμμέσως από τους ίδιους τους εργαζόμενους (που μαζί με τους συνταξιούχους πληρώνουν το 90% των γενικών φορολογικών εσόδων της Ιταλίας, η πορεία των οποίων επέτρεψε στη Μελόνι φέτος να φανεί «γενναιόδωρη»). Αλλά επίσης η αύξηση αυτή έχει πολιτική στόχευση. Όπως παραδέχτηκε ωμά ο υπουργός Οικονομικών, Τζιανκάρλο Τζορτζέτι (διαβόητος «άνθρωπος των επιχειρήσεων» μέσα στη «λαϊκιστική» Λέγκα), η μείωση των εργατικών εισφορών έγινε «για να ενθαρρύνουμε τη μετριοπάθεια σε μισθολογικές απαιτήσεις» και να αποτραπεί «η δημιουργία ενός νέου σπιράλ μισθών-τιμών». Με πιο απλά λόγια, εν μέσω πληθωρισμού, η κυβέρνηση πασχίζει να δείξει ότι «κάνει κάτι» και για τους εργαζόμενους, ενώ επιχειρεί να προστατεύσει τους επιχειρηματίες από τη διεκδίκηση αυξήσεων.
Η πιο εμβληματική πτυχή του «διατάγματος για την εργασία» θεωρείται η κατάργηση κι αναπροσαρμογή του «Εισοδήματος του Πολίτη». Υπήρξε η (σχεδόν μοναδική) φιλολαϊκή «σημαία» της κυβέρνησης Κόντε και προέβλεπε μηνιαίο επίδομα 580 ευρώ σε κάθε οικογένεια που το ετήσιο εισόδημά της δεν ξεπερνούσε τα 9.360 ευρώ (στηρίζοντας έτσι 1,7 εκατομμύρια νοικοκυριά που αντιστοιχούσαν σε 4 εκατομμύρια ανθρώπους). Το διάταγμα εισάγει πλέον τη διάκριση ανάμεσα σε «μη-απασχολήσιμους» (μέλη φτωχών νοικοκυριών με ανήλικα παιδιά, ΑμεΑ ή ηλικιωμένους) και «απασχολήσιμους». Οι δεύτεροι χάνουν το επίδομα αν αρνηθούν έστω και μία οποιαδήποτε θέση εργασίας τους προσφερθεί, σε οποιοδήποτε μέρος της χώρας. Είναι η θεσμική κατοχύρωση της καμπάνιας της Δεξιάς που επί χρόνια κατήγγειλε «τους εξυπνάκηδες που ζουν στις πλάτες αυτών που δουλεύουν», σε πλήρη αρμονία με μια άλλη καμπάνια -των εργοδοτών, που κατήγγειλαν τη δυσκολία τους να βρουν υπαλλήλους σε σκληρές και κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας…
Αντιπολίτευση και συνδικάτα
Το μεγαλύτερο πρόβλημα στην Ιταλία είναι η κατάσταση της πολιτικής και της κοινωνικής αντιπολίτευσης.
Το Δημοκρατικό Κόμμα, (PD) που παραμένει (με 20%) το μεγαλύτερο κόμμα της αντιπολίτευσης, έλαβε ένα ανέλπιστο «μήνυμα» από την εκλογική του βάση. Ο εκλεκτός του μηχανισμού και υποστηρικτής της «συνέχειας» της σοσιαλ-φιλελεύθερης γραμμής, Στέφανο Μπονατσίνι, ηττήθηκε από την Έλι Σλάιν, η οποία διεκδίκησε την ηγεσία με ένα πιο αριστερό πρόγραμμα και με σημαία την υπεράσπιση των δικαιωμάτων και τον προσανατολισμό του PD προς τα προβλήματα του κόσμου της εργασίας.
Ο Φράνκο Τουριλιάτο αναγνωρίζει ότι «Η ψήφος για την Σλάιν, ιδιαίτερα μαζική κυρίως στις μεγάλες πόλεις, εκφράζει την απαίτηση ενός μέρους του εκλογικού σώματος για ένα πιο μαχητικό και αριστερό PD». Αλλά προειδοποιεί ότι «σε ένα κόμμα που δημιουργήθηκε για να διαχειριστεί το καπιταλιστικό σύστημα, ο χώρος που θα έχει η γραμματέας για να κινηθεί, πέρα από το επίπεδο της προπαγάνδας, θα είναι πολύ περιορισμένος».
Αλλά το βαθύτερο πρόβλημα αφορά την κατάσταση στο κοινωνικό πεδίο. Ο Μπυρατίνι σημειώνει ότι «όποια κι αν είναι η ηγεσία του PD, ακόμα και η “ριζοσπάστρια Έλι Σλάιν», αν δεν αλλάξει το κοινωνικό κλίμα παραίτησης και κατακερματισμού που τα συνδικάτα δεν αντιπάλεψαν αλλά μάλλον τροφοδότησαν, τίποτε δεν θα αλλάξει στο θλιβερό ιταλικό τοπίο».
Εκεί, όπως λέει ο Τουριλιάτο: «Επικρατεί μια παράλογη κοινωνική ειρήνη προς το απόλυτο όφελος των αφεντικών, η οποία ρηγματώνεται εδώ κι εκεί μόνο από όλο και πιο δύσκολους απομονωμένους αγώνες… Ούτε καν η άνοδος στην κυβέρνηση του βασικού ιστορικού-πολιτικού εχθρού των εργαζομένων, δηλαδή της ακροδεξιάς, δεν τους συντάραξε και δεν άλλαξε σοβαρά την πολιτική των συνδικαλιστικών γραφειοκρατικών μηχανισμών».
Από την προσπάθεια αντιστροφής αυτής της εικόνας οφείλει να ξεκινήσει και όποιο σχέδιο ανασύνταξης της ριζοσπαστικής Αριστεράς:
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι επικρατεί ανησυχία ως προς την δυνατότητα επιτυχημένων απεργιών, μετά από χρόνια παθητικότητας και υποχωρήσεων, και ότι η οικοδόμησή τους απαιτεί πολύ προσεκτική προετοιμασία… Δεν είναι εύκολο να βγούμε από το αδιέξοδο στο οποίο έχουμε πέσει και το οποίο αποθαρρύνει μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης, αλλά είναι ο μόνος τρόπος να επιχειρήσουμε να βγούμε από αυτό το χάλι…
Αυτή η εναλλακτική κοινωνική και συνδικαλιστική δραστηριότητα… μας φαίνεται ότι δεν έχει την ίδια σημασία για άλλες πολιτικές δυνάμεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Μας φαίνεται ότι υπάρχει μόνο εν μέρει… ενώ η μεγαλύτερη έγνοια αφορά τις εκλογές. Η εκλογική παρέμβαση είναι σημαντική αλλά ασφαλώς δεν είναι το αποφασιστικό έδαφος για την αλλαγή του συσχετισμού δύναμης ανάμεσα στις τάξεις. Από αυτήν τη σκοπιά, υπάρχουν επίσης πράγματα που πρέπει να αλλάξουν».
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά