Η καπιταλιστική κοσμοοικονομία είναι ένα σύστημα θεμελιωμένο στην αέναη συσσώρευση κεφαλαίου. Ένας από τους κύριους μηχανισμούς που την καθιστούν δυνατή είναι η εμπορευματοποίηση των πάντων. Τα εμπορεύματα διοχετεύονται σε αυτό που ονομάζουμε παγκόσμια αγορά με την μορφή προϊόντων, κεφαλαίων και εργατικής δύναμης. Υποτίθεται ότι όσο περισσότερο ελεύθερη είναι η διακίνηση, τόσο αυξάνεται ο βαθμός εμπορευματοποίησης. Κατά συνέπεια, οτιδήποτε εμποδίζει τη διακίνηση υποθετικά, αντενδείκνυται.

Ό,τι μπο­ρεί να εμπο­δί­σει την με­τα­τρο­πή των προ­ϊ­ό­ντων, των κε­φα­λαί­ων και της ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης σε δια­πραγ­μα­τεύ­σι­μα στην αγορά εμπο­ρεύ­μα­τα ανα­χαι­τί­ζει αυτή τη δια­κί­νη­ση. Οτι­δή­πο­τε χρη­σι­μο­ποιεί για την εκτί­μη­ση προ­ϊ­ό­ντων, κε­φα­λαί­ων και ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης κρι­τή­ρια άλλα από την τιμή τους στην αγορά, και δίνει προ­τε­ραιό­τη­τα σε αυτές τις εκτι­μή­σεις, κα­θι­στά αυτά τα είδη μη εμπο­ρεύ­σι­μα ή, του­λά­χι­στον, λι­γό­τε­ρο εμπο­ρεύ­σι­μα. Συ­νε­πώς, ακο­λου­θώ­ντας ένα είδος ακα­τα­νί­κη­της λο­γι­κής, η διεκ­δί­κη­ση της όποιας ιδιαι­τε­ρό­τη­τας κρί­νε­ται ως ασυμ­βί­βα­στη με τη λο­γι­κή του κα­πι­τα­λι­στι­κού συ­στή­μα­τος ή του­λά­χι­στον απο­τε­λεί εμπό­διο στη βελ­τι­στο­ποί­η­ση της λει­τουρ­γί­ας του. Συ­νε­πά­γε­ται λοι­πόν ότι στο πλαί­σιο ενός κα­πι­τα­λι­στι­κού συ­στή­μα­τος κα­θί­στα­ται επι­τα­κτι­κή η δια­τύ­πω­ση και η πραγ­μά­τω­ση μιας οι­κου­με­νι­στι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας ως θε­με­λιώ­δες στοι­χείο στην αέναη επι­δί­ω­ξη της συσ­σώ­ρευ­σης του κε­φα­λαί­ου. Για το λόγο αυτό ανα­φε­ρό­μα­στε στις κα­πι­τα­λι­στι­κές κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις ως ένα «οι­κου­με­νι­κό δια­λυ­τι­κό» που ενερ­γεί ανά­γο­ντας τα πάντα στην ομοιο­γε­νή μορφή του εμπο­ρεύ­μα­τος, το οποίο εκτι­μά­ται με μόνο μέτρο το χρήμα.

Αυτό υπο­τί­θε­ται ότι έχει δύο βα­σι­κές συ­νέ­πειες. Κα­ταρ­χάς επι­τρέ­πει την με­γα­λύ­τε­ρη δυ­να­τή απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα στην πα­ρα­γω­γή αγα­θών. Ιδιαί­τε­ρα σε ό,τι αφορά την ερ­γα­τι­κή δύ­να­μη, αν εφαρ­μο­ζό­ταν το σύν­θη­μα της Γαλ­λι­κής Επα­νά­στα­σης «μια στα­διο­δρο­μία ανοι­χτή στα τα­λέ­ντα», τότε θα μπο­ρού­σα­με να το­πο­θε­τού­με τα ικα­νό­τε­ρα άτομα στους επαγ­γελ­μα­τι­κούς ρό­λους που θα τους ταί­ρια­ζαν κα­λύ­τε­ρα, μέσα στον πα­γκό­σμιο κα­τα­με­ρι­σμό ερ­γα­σί­ας. Και έχου­με πράγ­μα­τι ανα­πτύ­ξει ένα σύ­νο­λο θε­σμι­κών μη­χα­νι­σμών –δη­μό­σια εκ­παί­δευ­ση, δη­μό­σια διοί­κη­ση, κα­νό­νες ενά­ντια στον νε­πο­τι­σμό– που στο­χεύ­ουν στην εγκα­θί­δρυ­ση αυτού που σή­με­ρα απο­κα­λού­με «αξιο­κρα­τι­κό σύ­στη­μα».

Επι­πλέ­ον, υπο­στη­ρί­ζε­ται ότι η αξιο­κρα­τία δεν είναι μόνον οι­κο­νο­μι­κά απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τε­ρη αλλά επί­σης πα­ρά­γο­ντας πο­λι­τι­κής στα­θε­ρό­τη­τας. Στο βαθμό που στον ιστο­ρι­κό κα­πι­τα­λι­σμό (όπως και στα προη­γού­με­να ιστο­ρι­κά συ­στή­μα­τα) υπάρ­χουν ανι­σό­τη­τες στην κα­τα­νο­μή των αμοι­βών, η μνη­σι­κα­κία που τρέ­φουν αυτοί που αμεί­βο­νται λι­γό­τε­ρο γι’ αυ­τούς που αμεί­βο­νται πε­ρισ­σό­τε­ρο θα ήταν λι­γό­τε­ρο έντο­νη, λέ­γε­ται, αν αυτή η ανι­σό­τη­τα δι­καιο­λο­γού­νταν από την αξία και όχι από την πα­ρά­δο­ση. Με άλλα λόγια, θε­ω­ρεί­ται ότι το προ­νό­μιο που κα­τα­κτιέ­ται με την αξία είναι κατά κά­ποιο τρόπο πε­ρισ­σό­τε­ρο απο­δε­κτό, για τον πολύ κόσμο, από το προ­νό­μιο που κερ­δί­ζε­ται με κλη­ρο­νο­μιά.

Πρό­κει­ται για μια αμ­φί­βο­λη πο­λι­τι­κή κοι­νω­νιο­λο­γία. Νο­μί­ζω μά­λι­στα ότι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αλη­θεύ­ει το ακρι­βώς αντί­θε­το. Για πολύ καιρό τα προ­νό­μια που με­τα­βι­βά­ζο­νταν κλη­ρο­νο­μι­κά ήταν λί­γο-πο­λύ απο­δε­κτά από τους κα­τα­πιε­ζό­με­νους, στη βάση μιας μυ­στι­κι­στι­κής ή μοι­ρο­λα­τρι­κής πί­στης σε μιαν αιώ­νια τάξη, που τους προ­σέ­φε­ρε του­λά­χι­στον την πα­ρη­γο­ριά της βε­βαιό­τη­τας. Αντί­θε­τα, τα προ­νό­μια που απο­κτά κά­ποιος γιατί υπο­τί­θε­ται ότι είναι εξυ­πνό­τε­ρος και οπωσ­δή­πο­τε έχει πάρει κα­λύ­τε­ρη εκ­παί­δευ­ση από κά­ποιον άλλο πολύ δύ­σκο­λα γί­νο­νται απο­δε­κτά, εκτός βέ­βαια από εκεί­νους που ήδη σκαρ­φα­λώ­νουν στην κλί­μα­κα της επι­τυ­χί­ας. Μόνον οι γιά­πη­δες αγα­πούν και θαυ­μά­ζουν τους γιά­πη­δες. Οι πρί­γκι­πες μπο­ρού­σαν του­λά­χι­στον να πα­ρου­σιά­ζο­νται σαν κα­λό­γνω­μος πα­τέ­ρας. Αλλά ένας γιά­πης θα είναι πάντα μόνον ένας υπερ­προ­νο­μιού­χος. Νο­μί­ζω ότι το αξιο­κρα­τι­κό σύ­στη­μα είναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ένα από τα πιο αστα­θή συ­στή­μα­τα από πο­λι­τι­κή άποψη. Και ακρι­βώς εξαι­τί­ας αυτής της πο­λι­τι­κής αστά­θειας κά­νουν την εί­σο­δό τους στη σκηνή ο ρα­τσι­σμός και ο σε­ξι­σμός.

Για πολύ καιρό θε­ω­ρού­σαν ότι η υπο­τι­θέ­με­νη ανο­δι­κή κα­μπύ­λη της οι­κου­με­νι­στι­κής ιδε­ο­λο­γί­ας ήταν συν­δε­δε­μέ­νη με μια άλλη στα­θε­ρά κα­θο­δι­κή κα­μπύ­λη: την κα­μπύ­λη των ανι­σο­τή­των που πη­γά­ζουν από την φυλή και το φύλο, έτσι όπως εκ­δη­λώ­νο­νται ως ιδε­ο­λο­γία και ως πρα­κτι­κή. Εμπει­ρι­κά είναι βέ­βαιο ότι κάτι τέ­τοιο δεν συ­νέ­βη ποτέ. Ίσως μά­λι­στα να μπο­ρού­με να υπο­στη­ρί­ξου­με το αντί­θε­το, ότι δη­λα­δή στον σύγ­χρο­νο κόσμο οι κα­μπύ­λες των ρα­τσι­στι­κών και σε­ξι­στι­κών ανι­σο­τή­των φαί­νε­ται να ση­μειώ­νουν άνοδο ή του­λά­χι­στον δεν ση­μειώ­νουν πτώση – σί­γου­ρα στην πράξη και ίσως και ως ιδε­ο­λο­γία. Γιατί;

Ο ρα­τσι­σμός δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται σε μια στάση πε­ρι­φρό­νη­σης και φόβου απέ­να­ντι σ’ αυ­τούς που ανή­κουν σε άλλες ομά­δες, κα­θο­ρι­σμέ­νες είτε με γε­νε­τι­κά κρι­τή­ρια (όπως το χρώμα του δέρ­μα­τος) είτε με κρι­τή­ρια κοι­νω­νι­κά (θρη­σκευ­τι­κή έντα­ξη, πο­λι­τι­στι­κά πρό­τυ­πα, γλωσ­σι­κές προ­τι­μή­σεις κ.λπ.). Γε­νι­κά ο ρα­τσι­σμός εμπε­ρι­κλεί­ει την πε­ρι­φρό­νη­ση και το φόβο αλλά προ­χω­ρά πολύ πιο πέρα από αυτά. Η πε­ρι­φρό­νη­ση και ο φόβος είναι δευ­τε­ρεύ­ο­ντα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της ρα­τσι­στι­κής πρα­κτι­κής μέσα στην κα­πι­τα­λι­στι­κή κο­σμο­οι­κο­νο­μία. Θα μπο­ρού­σα­με μά­λι­στα να υπο­στη­ρί­ξου­με ότι η πε­ρι­φρό­νη­ση και ο φόβος του άλλου (η ξε­νο­φο­βία) απο­τε­λούν μια όψη του ρα­τσι­σμού που εμπε­ριέ­χει ήδη μια αντί­φα­ση.

Σε όλα τα προη­γού­με­να ιστο­ρι­κά συ­στή­μα­τα, η ξε­νο­φο­βία είχε μια πρα­κτι­κή συ­νέ­πεια πρω­ταρ­χι­κής ση­μα­σί­ας: την εκ­δί­ω­ξη του «βάρ­βα­ρου» από τον φυ­σι­κό χώρο της κοι­νό­τη­τας, της κοι­νω­νί­ας, της κλει­στής ομά­δες, όντας ο θά­να­τος η ακραία εκ­δο­χή αυτής της εκ­δί­ω­ξης. Οπο­τε­δή­πο­τε απω­θού­με φυ­σι­κά τον άλλο, κερ­δί­ζου­με την «κα­θα­ρό­τη­τα» του πε­ρι­βάλ­λο­ντος που υπο­τί­θε­ται ότι επι­διώ­κου­με, αλλά ανα­πό­φευ­κτα χά­νου­με συγ­χρό­νως κάτι. Χά­νου­με την ερ­γα­τι­κή δύ­να­μη του προ­σώ­που που διώ­ξα­με και, κατά συ­νέ­πεια, τη συ­νει­σφο­ρά αυτού του προ­σώ­που στη δη­μιουρ­γία κά­ποιου πλε­ο­νά­σμα­τος που θα μπο­ρού­σα­με κατ’ επα­νά­λη­ψη να οι­κειο­ποι­η­θού­με. Αυτό αντι­προ­σω­πεύ­ει μια απώ­λεια, για όλα τα ιστο­ρι­κά συ­στή­μα­τα. Αλλά αυτή η απώ­λεια είναι ιδιαί­τε­ρα σο­βα­ρή στην πε­ρί­πτω­ση ενός συ­στή­μα­τος του οποί­ου όλη η δομή και η λο­γι­κή είναι θε­με­λιω­μέ­νες στην αέναη συσ­σώ­ρευ­ση κε­φα­λαί­ου.

Ένα κα­πι­τα­λι­στι­κό σύ­στη­μα που επε­κτεί­νε­ται (πράγ­μα που συμ­βαί­νει τον μισό καιρό) χρειά­ζε­ται όλη την ερ­γα­τι­κή δύ­να­μη που μπο­ρεί να βρει, αφού αυτή η δύ­να­μη πα­ρά­γει τα αγαθά μέσω των οποί­ων πε­ρισ­σό­τε­ρο κε­φά­λαιο πα­ρά­γε­ται, πραγ­μα­το­ποιεί­ται και συσ­σω­ρεύ­ε­ται. Η απο­βο­λή, λοι­πόν, από το σύ­στη­μα είναι άστο­χη. Αλλά αν κά­ποιος θέλει να με­γι­στο­ποι­ή­σει τη συσ­σώ­ρευ­ση του κε­φα­λαί­ου, είναι απα­ραί­τη­το συγ­χρό­νως να ελα­χι­στο­ποι­ή­σει το κό­στος πα­ρα­γω­γής (άρα το κό­στος της ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης) και επί­σης να ελα­χι­στο­ποι­ή­σει το κό­στος των πο­λι­τι­κών ρή­ξε­ων (άρα και να ελα­χι­στο­ποι­ή­σει –όχι να εξα­λεί­ψει, γιατί αυτό είναι αδύ­να­το– τις διεκ­δι­κή­σεις της ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης). Ο ρα­τσι­σμός είναι η μα­γι­κή συ­ντα­γή που συμ­βι­βά­ζει την επι­δί­ω­ξη αυτών των δύο στό­χων.

Ας ρί­ξου­με μια ματιά σε μια από τις πρώ­τες και δια­ση­μό­τε­ρες συ­ζη­τή­σεις γύρω από τον ρα­τσι­σμό ως ιδε­ο­λο­γία. Όταν οι Ευ­ρω­παί­οι έφτα­σαν στον Νέο Κόσμο, συ­νά­ντη­σαν πλη­θυ­σμούς που κατά με­γά­λο μέρος τους εξο­λό­θρευ­σαν, είτε άμεσα με το ξίφος, είτε έμ­με­σα με τις αρ­ρώ­στιες. Ένας Ισπα­νός μο­να­χός, ο Βαρ­θο­λο­μαί­ος ντε Λας Κάζας, ανέ­λα­βε την υπε­ρά­σπι­ση αυτών των πλη­θυ­σμών, υπο­στη­ρί­ζο­ντας ότι οι Ιν­διά­νοι διέ­θε­ταν και αυτοί ψυχές που έπρε­πε να σω­θούν. Ας εξε­τά­σου­με τις λο­γι­κές συ­νέ­πειες αυτής της θέσης του ντε Λας Κάζας, που κέρ­δι­σε τη ρητή συ­γκα­τά­θε­ση της εκ­κλη­σί­ας, και σε ορι­σμέ­νες πε­ρι­πτώ­σεις και της πο­λι­τεί­ας. Εφό­σον οι Ιν­διά­νοι διέ­θε­ταν ψυχή, ήσαν αν­θρώ­πι­να όντα και οι αρχές του φυ­σι­κού νόμου εφαρ­μό­ζο­νταν και σ’ αυ­τούς. Κατά συ­νέ­πεια, ήταν ηθικά ανε­πί­τρε­πτο να σφα­γιά­ζο­νται αδια­κρί­τως (να εκ­διώ­κο­νται από τον φυ­σι­κό χώρο της αν­θρω­πό­τη­τας). Αντί­θε­τα, ήταν ηθική υπο­χρέ­ω­ση να επι­διω­χθεί η σω­τη­ρία των ψυχών τους (να προ­ση­λυ­τι­στούν στις οι­κου­με­νι­στι­κές αξίες του χρι­στια­νι­σμού). Αφού θα ήταν ζω­ντα­νοί και πι­θα­νόν στην οδό της σω­τη­ρί­ας, θα μπο­ρού­σαν να εντα­χθούν στην ερ­γα­τι­κή δύ­να­μη – στο επί­πε­δο των ικα­νο­τή­των τους, βέ­βαια, δη­λα­δή στο χα­μη­λό­τε­ρο επί­πε­δο της ιε­ραρ­χί­ας των επαγ­γελ­μά­των και των αμοι­βών.

Από επι­χει­ρη­σια­κή άποψη ο ρα­τσι­σμός πήρε τη μορφή αυτού που θα μπο­ρού­σα­με να απο­κα­λέ­σου­με «εθνο­ποί­η­ση» της ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης. Εννοώ με αυτό ότι σε όλες τις επο­χές υπήρ­χε μια ιε­ραρ­χία επαγ­γελ­μά­των και αμοι­βών σε συ­σχε­τι­σμό με ορι­σμέ­να υπο­τι­θέ­με­να κοι­νω­νι­κά κρι­τή­ρια. Αλλά ενώ ο τύπος της εθνο­ποί­η­σης πα­ρέ­με­νε στα­θε­ρός, οι λε­πτο­μέ­ρειές του διέ­φε­ραν από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή, ανά­λο­γα με το ποια θέση κα­τα­λάμ­βα­ναν ποιες γε­νε­τι­κές και κοι­νω­νι­κές ομά­δες σε έναν συ­γκε­κρι­μέ­νο τόπο και χρόνο και με το ποιες ήταν οι ιε­ραρ­χι­κές ανά­γκες της οι­κο­νο­μί­ας σε αυτόν τον τόπο και το χρόνο.

Αυτό ση­μαί­νει ότι ο ρα­τσι­σμός συν­δύ­α­ζε πάντα διεκ­δι­κή­σεις που βα­σί­ζο­νταν στην αδιάρ­ρη­κτη συ­νέ­χεια με το πα­ρελ­θόν (γε­νε­τι­κή ή/και κοι­νω­νι­κή) με μια εξαι­ρε­τι­κή ευ­ε­λι­ξία στον κα­θο­ρι­σμό των ορίων αυτών των «πραγ­μα­το­ποι­η­μέ­νων» οντο­τή­των που απο­κα­λού­με φυλές, εθνι­κές ομά­δες, έθνη, θρη­σκευ­τι­κές ομά­δες. Η ευ­ε­λι­ξία της διεκ­δί­κη­σης ενός δε­σμού με τα όρια του πα­ρελ­θό­ντος σε συν­δυα­σμό με τον διαρ­κή επα­να­κα­θο­ρι­σμό αυτών των ορίων στο παρόν παίρ­νει την μορφή της δη­μιουρ­γί­ας και της διαρ­κούς ανα­δη­μιουρ­γί­ας των φυ­λε­τι­κών και/ή εθνι­κών-θρη­σκευ­τι­κών ομά­δων ή κοι­νο­τή­των. Βρί­σκο­νται πάντα εκεί, και πάντα ιε­ραρ­χι­κά τα­ξι­νο­μη­μέ­νες, αλλά δεν είναι πάντα ακρι­βώς οι ίδιες. Ορι­σμέ­νες ομά­δες αλ­λά­ζουν θέση μέσα στο σύ­στη­μα ιε­ραρ­χι­κής τα­ξι­νό­μη­σης. Με­ρι­κές ομά­δες μπο­ρεί να εξα­φα­νι­στούν ή να συν­δυα­στούν με άλλες, ενώ κά­ποιες άλλες απο­σπώ­νται κα νέες ομά­δες δη­μιουρ­γού­νται. Αλλά υπάρ­χουν πάντα κά­ποιοι «νέ­γροι». Αν δεν υπάρ­χουν μαύ­ροι ή είναι πολύ λίγοι για να παί­ξουν αυτό το ρόλο, τότε μπο­ρεί κα­νείς να εφεύ­ρει τους «λευ­κούς νέ­γρους».

Αυτό το είδος συ­στή­μα­τος –ένας ρα­τσι­σμός με στα­θε­ρή μορφή και δη­λη­τή­ριο αλλά σχε­τι­κά ευ­έ­λι­κτος στα όριά του– κα­τα­φέρ­νει πολύ καλά τρία πράγ­μα­τα. Επι­τρέ­πει να αυ­ξη­θεί ή να μειω­θεί, σε μια ορι­σμέ­νη χρο­νι­κή και γε­ω­γρα­φι­κή ζώνη και ανά­λο­γα με τις τρέ­χου­σες ανά­γκες, ο αριθ­μός εκεί­νων που προ­σφέ­ρο­νται για τους χα­μη­λό­τε­ρους μι­σθούς και για τους χει­ρό­τε­ρα αμει­βό­με­νους οι­κο­νο­μι­κούς ρό­λους. Γεν­νά­ει και διαρ­κώς ανα­δη­μιουρ­γεί κοι­νω­νι­κές κοι­νό­τη­τες, οι οποί­ες, στην πράξη, κοι­νω­νι­κο­ποιούν τα παι­διά τους για να παί­ξουν τους εν­δε­δειγ­μέ­νους ρό­λους (αν και, βε­βαί­ως, τα κοι­νω­νι­κο­ποιούν επί­σης και σε κά­ποιες μορ­φές αντί­στα­σης). Και, τέλος, προ­σφέ­ρει μια μη αξιο­κρα­τι­κή βάση δι­καί­ω­σης της ανι­σό­τη­τας. Αυτό το τε­λευ­ταίο αξί­ζει να υπο­γραμ­μι­στεί. Ο ρα­τσι­σμός βοηθά στη δια­τή­ρη­ση του κα­πι­τα­λι­στι­κού συ­στή­μα­τος, ακρι­βώς γιατί είναι θε­ω­ρη­τι­κά αντιοι­κου­με­νι­στι­κός. Επι­τρέ­πει ώστε ένα μεί­ζον τμήμα της ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης να αμεί­βε­ται πολύ χα­μη­λό­τε­ρα απ’ όσο θα μπο­ρού­σε ποτέ να δι­καιο­λο­γή­σουν τα όποια αξιο­κρα­τι­κά κρι­τή­ρια.

Αλλά αν ο κα­πι­τα­λι­σμός ως σύ­στη­μα γεννά τον ρα­τσι­σμό, είναι ανά­γκη επί­σης να γεννά και στον σε­ξι­σμό; Ναι, γιατί ρα­τσι­σμός και σε­ξι­σμός είναι στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στενά συν­δε­δε­μέ­νοι. Η εθνο­ποί­η­ση της ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης επι­τρέ­πει να δί­νο­νται εξαι­ρε­τι­κά χα­μη­λοί μι­σθοί σε ολό­κλη­ρα τμή­μα­τα της ερ­γα­τι­κής τάξης. Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, είναι δυ­να­τόν να υπάρ­χουν τόσο χα­μη­λοί μι­σθοί, μόνον επει­δή οι μι­σθω­τοί ανή­κουν σε δομές νοι­κο­κυ­ριών όπου τα ει­σο­δή­μα­τα από μι­σθούς, υπο­λο­γι­ζό­με­να σε χρο­νι­κή διάρ­κεια ίση με τον μέσο όρο ζωής, απο­τε­λούν ένα σχε­τι­κά μικρό τμήμα του συ­νο­λι­κού ει­σο­δή­μα­τος του νοι­κο­κυ­ριού. Αυτά τα νοι­κο­κυ­ριά απαι­τούν ση­μα­ντι­κή επέν­δυ­ση ερ­γα­σί­ας στις απο­κα­λού­με­νες «επι­βοη­θη­τι­κές» δρα­στη­ριό­τη­τες, που ανα­φέ­ρο­νται στην δια­τρο­φή και στη συ­ντή­ρη­ση του νοι­κο­κυ­ριού και σε πολύ μικρή εμπο­ρευ­μα­τι­κή πα­ρα­γω­γή. Η ερ­γα­σία αυτή εξα­σφα­λί­ζε­ται εν μέρει από τον ενή­λι­κο άνδρα, αλλά κατά κύριο λόγο από την ενή­λι­κη γυ­ναί­κα, καθώς και από τα παι­διά και τους ηλι­κιω­μέ­νους και των δύο φύλων.

Σε ένα τέ­τοιο σύ­στη­μα, αυτή η συ­νει­σφο­ρά σε μη μι­σθω­τή ερ­γα­σία αντι­σταθ­μί­ζει το χα­μη­λό επί­πε­δο των ει­σο­δη­μά­των από μι­σθούς και, κατά συ­νέ­πεια, αντι­προ­σω­πεύ­ει στην πράξη μια έμ­με­ση επι­δό­τη­ση των ερ­γο­δο­τών των μι­σθω­τών ερ­γα­ζο­μέ­νων που ανή­κουν σε αυτά τα νοι­κο­κυ­ριά. Ο σε­ξι­σμός μας επι­τρέ­πει να «αγνο­ού­με» αυτή την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Ο σε­ξι­σμός δεν είναι μόνον η επι­βο­λή στις γυ­ναί­κες δια­φο­ρε­τι­κών, ή ακόμα και υπο­τι­μη­μέ­νων, ερ­γα­σια­κών ρόλων, όπως και ο ρα­τσι­σμός δεν είναι μόνον ξε­νο­φο­βία. Ο ρα­τσι­σμός θέλει να κρα­τή­σει τους αν­θρώ­πους μέσα στο σύ­στη­μα ερ­γα­σί­ας και όχι να τους διώ­ξει από αυτό· ο σε­ξι­σμός έχει τους ίδιους στό­χους.

[…] Όλα αυτά συ­νται­ριά­ζο­νται σε μια ιδε­ο­λο­γία που είναι εξαι­ρε­τι­κά ισχυ­ρή. Ο συν­δυα­σμός του δι­δύ­μου οι­κου­με­νι­σμός-αξιο­κρα­τία, αφε­νός, που απο­τε­λεί τη βάση πάνω στην οποία τα στε­λέ­χη και τα με­σαία στρώ­μα­τα οι­κο­δο­μούν τη νο­μι­μο­ποί­η­ση του συ­στή­μα­τος, και του δι­δύ­μου ρα­τσι­σμός-σε­ξι­σμός, αφε­τέ­ρου, που απο­τε­λεί το μη­χα­νι­σμό μέσω του οποί­ου δο­μεί­ται η πλειο­ψη­φία της ερ­γα­τι­κής δύ­να­μης, λει­τουρ­γεί πολύ απο­τε­λε­σμα­τι­κά. Αλλά μέχρι ένα ορι­σμέ­νο ση­μείο, και αυτό για έναν απλό λόγο: τα δύο ιδε­ο­λο­γι­κά μο­ντέ­λα της κα­πι­τα­λι­στι­κής κο­σμο­οι­κο­νο­μί­ας βρί­σκο­νται σε κα­τά­φω­ρη αντί­φα­ση. Ο εύ­θραυ­στος συν­δυα­σμός τους κιν­δυ­νεύ­ει πάντα να διαρ­ρα­γεί, καθώς διά­φο­ρες ομά­δες τεί­νουν να σπρώ­ξουν στα άκρα τους τη λο­γι­κή του οι­κου­με­νι­σμού ή του ρα­τσι­σμού αντί­στοι­χα.

Ξέ­ρου­με τι συμ­βαί­νει όταν ο ρα­τσι­σμός-σε­ξι­σμός προ­χω­ρεί πολύ μα­κριά. Οι ρα­τσι­στές μπο­ρεί να επι­χει­ρή­σουν να εξα­λεί­ψουν ορι­στι­κά την «εξω­τε­ρι­κή ομάδα» - είτε συ­νο­πτι­κά, όπως στη σφαγή των Εβραί­ων από τους Ναζί, είτε στα­δια­κά, όπως στην πε­ρί­πτω­ση της επι­βο­λής ενός ολο­κλη­ρω­τι­κού απαρτ­χάιντ. Σπρωγ­μέ­νες στα άκρα, αυτές οι θε­ω­ρί­ες είναι ανορ­θο­λο­γι­κές, και επει­δή είναι ανορ­θο­λο­γι­κές συ­να­ντούν αντί­στα­ση όχι μόνον από τη μεριά των θυ­μά­των, αλλά επί­σης από τη μεριά ισχυ­ρών οι­κο­νο­μι­κών δυ­νά­με­ων που αντι­τί­θε­νται όχι στο ρα­τσι­σμό αλλά στο γε­γο­νός ότι ο πρω­ταρ­χι­κός του στό­χος –μια ερ­γα­τι­κή δύ­να­μη εθνο­ποι­η­μέ­νη αλλά πα­ρα­γω­γι­κή– λη­σμο­νή­θη­κε.

Μπο­ρού­με επί­σης να φα­ντα­στού­με τι συμ­βαί­νει όταν ο οι­κου­με­νι­σμός προ­χω­ρά­ει πολύ μα­κριά. Κά­ποιοι μπο­ρεί να θε­λή­σουν να εφαρ­μό­σουν μια αλη­θι­νή ισό­τη­τα στη δια­νο­μή των επαγ­γελ­μα­τι­κών ρόλων και των αμοι­βών, μια ισό­τη­τα όπου η φυλή (ή το όποιο ισο­δύ­να­μό της) και το φύλο δεν θα έπαι­ζαν πραγ­μα­τι­κά κα­νέ­να ρόλο. Αλλά, αντί­θε­τα από ό,τι συμ­βαί­νει με τον ρα­τσι­σμό, δεν υπάρ­χει σύ­ντο­μος δρό­μος για να φτά­σει ο οι­κου­με­νι­σμός στα άκρα του. Γιατί όχι μόνον πρέ­πει να εξα­λει­φθούν τα νο­μι­κά και θε­σμι­κά εμπό­δια, αλλά επί­σης και τα εσω­τε­ρι­κευ­μέ­να πρό­τυ­πα της εθνο­ποί­η­σης, και αυτό ανα­πό­φευ­κτα απαι­τεί χρόνο: του­λά­χι­στον μια γενιά. Είναι λοι­πόν πιο εύ­κο­λο να εμπο­δι­στεί η προ­ώ­θη­ση του οι­κου­με­νι­σμού. Κάθε φορά που κά­ποιες προ­σπά­θειες απει­λούν να απο­διαρ­θρώ­σουν τους θε­σμο­ποι­η­μέ­νους μη­χα­νι­σμούς του ρα­τσι­σμού και του σε­ξι­σμού, δεν έχει κα­νείς παρά να κα­ταγ­γεί­λει τον επι­λε­γό­με­νο «ανά­στρο­φο ρα­τσι­σμό», και αυτό στο όνομα του οι­κου­με­νι­σμού.

Αυτό λοι­πόν που βλέ­που­με είναι ένα σύ­στη­μα που λει­τουρ­γεί χάρη σε έναν στενό συ­σχε­τι­σμό ανά­με­σα στις σω­στές δό­σεις οι­κου­με­νι­σμού και ρα­τσι­σμού-σε­ξι­σμού. Πάντα γί­νο­νται προ­σπά­θειες να σπρω­χτεί «πολύ μα­κριά» ο ένας ή ο άλλος όρος της εξί­σω­σης. Το απο­τέ­λε­σμα είναι ένα είδος δια­γράμ­μα­τος με τη μορφή ζικ-ζακ. Αυτό θα μπο­ρού­σε να συ­νε­χί­ζε­ται επ’ άπει­ρον, αν δεν υπήρ­χε ένα βα­σι­κό πρό­βλη­μα.

Με την πά­ρο­δο του χρό­νου, τα ζικ και τα ζακ γί­νο­νται με­γα­λύ­τε­ρα. Η ώθηση προς τον οι­κου­με­νι­σμό γί­νε­ται όλο και δυ­να­τό­τε­ρη. Το ίδιο και η ώθηση προς τον ρα­τσι­σμό και το σε­ξι­σμό. Τα στοι­χή­μα­τα όλο ανε­βαί­νουν, κι αυτό για δύο λό­γους. Υπάρ­χει, αφε­νός, ο αντί­κτυ­πος πάνω σε όλους τους συμ­με­τέ­χο­ντες της γνώ­σης που προ­έρ­χε­ται από τη συσ­σω­ρευ­μέ­νη ιστο­ρι­κή εμπει­ρία. Αφε­τέ­ρου, υπάρ­χουν οι συ­γκυ­ρια­κές τά­σεις του ίδιου του συ­στή­μα­τος. Γιατί το ζικ ζακ του οι­κου­με­νι­σμού και του ρα­τσι­σμού-σε­ξι­σμού δεν είναι το μο­να­δι­κό ζικ ζακ του συ­στή­μα­τος. Υπάρ­χει επί­σης το ζικ ζακ της ύφε­σης και της ανα­θέρ­μαν­σης της οι­κο­νο­μί­ας, για πα­ρά­δειγ­μα, με το οποίο εν μέρει σχε­τί­ζε­ται το ζικ ζακ του οι­κου­με­νι­σμού και του ρα­τσι­σμού-σε­ξι­σμού. Το οι­κο­νο­μι­κό ζικ ζακ γί­νε­ται και αυτό όλο και οξύ­τε­ρο. Το γιατί είναι μια άλλη ιστο­ρία. Ωστό­σο, καθώς οι γε­νι­κές αντι­φά­σεις του σύγ­χρο­νου κο­σμο­συ­στή­μα­τος ωθούν το σύ­στη­μα σε μια μα­κρο­χρό­νια δο­μι­κή κρίση, το κρι­σι­μό­τε­ρο ιδε­ο­λο­γι­κό-θε­σμι­κό ση­μείο της ανα­ζή­τη­σης ενός διά­δο­χου συ­στή­μα­τος το­πο­θε­τεί­ται, πράγ­μα­τι, στην όξυν­ση της έντα­σης, στα με­γε­θυ­νό­με­να ζικ και ζακ ανά­με­σα στον οι­κου­με­νι­σμό και στον ρα­τσι­σμό-σε­ξι­σμό. Το ερώ­τη­μα δεν είναι ποιος από τους δύο όρους της αντι­νο­μί­ας θα επι­κρα­τή­σει τε­λι­κά, αφού είναι στενά συν­δε­δε­μέ­νοι με­τα­ξύ τους στην ίδια τους τη σύλ­λη­ψη. Το ερώ­τη­μα είναι εάν και πώς θα εφεύ­ρου­με νέα συ­στή­μα­τα που δεν θα χρη­σι­μο­ποιούν ούτε την ιδε­ο­λο­γία του οι­κου­με­νι­σμού ούτε την ιδε­ο­λο­γία του ρα­τσι­σμού-σε­ξι­σμού. Αυτό είναι το κα­θή­κον μας, και δεν είναι εύ­κο­λο.

Το κεί­με­νο είναι από­σπα­σμα από το ομώ­νυ­μο κε­φά­λαιο στο βι­βλίο των Ετιέν Μπα­λι­μπάρ και Ιμ­μά­νου­ελ Βα­λερ­στάιν Φυλή, έθνος, τάξη. Οι δι­φο­ρού­με­νες ταυ­τό­τη­τες, που κυ­κλο­φό­ρη­σε στα ελ­λη­νι­κά το 1991 από τις εκ­δό­σεις Ο Πο­λί­της, σε με­τά­φρα­ση του Άγ­γε­λου Ελε­φά­ντη και της Ελέ­νης Κα­λα­φά­τη.

Ετικέτες