Η καπιταλιστική κοσμοοικονομία είναι ένα σύστημα θεμελιωμένο στην αέναη συσσώρευση κεφαλαίου. Ένας από τους κύριους μηχανισμούς που την καθιστούν δυνατή είναι η εμπορευματοποίηση των πάντων. Τα εμπορεύματα διοχετεύονται σε αυτό που ονομάζουμε παγκόσμια αγορά με την μορφή προϊόντων, κεφαλαίων και εργατικής δύναμης. Υποτίθεται ότι όσο περισσότερο ελεύθερη είναι η διακίνηση, τόσο αυξάνεται ο βαθμός εμπορευματοποίησης. Κατά συνέπεια, οτιδήποτε εμποδίζει τη διακίνηση υποθετικά, αντενδείκνυται.

Ό,τι μπορεί να εμποδίσει την μετατροπή των προϊόντων, των κεφαλαίων και της εργατικής δύναμης σε διαπραγματεύσιμα στην αγορά εμπορεύματα αναχαιτίζει αυτή τη διακίνηση. Οτιδήποτε χρησιμοποιεί για την εκτίμηση προϊόντων, κεφαλαίων και εργατικής δύναμης κριτήρια άλλα από την τιμή τους στην αγορά, και δίνει προτεραιότητα σε αυτές τις εκτιμήσεις, καθιστά αυτά τα είδη μη εμπορεύσιμα ή, τουλάχιστον, λιγότερο εμπορεύσιμα. Συνεπώς, ακολουθώντας ένα είδος ακατανίκητης λογικής, η διεκδίκηση της όποιας ιδιαιτερότητας κρίνεται ως ασυμβίβαστη με τη λογική του καπιταλιστικού συστήματος ή τουλάχιστον αποτελεί εμπόδιο στη βελτιστοποίηση της λειτουργίας του. Συνεπάγεται λοιπόν ότι στο πλαίσιο ενός καπιταλιστικού συστήματος καθίσταται επιτακτική η διατύπωση και η πραγμάτωση μιας οικουμενιστικής ιδεολογίας ως θεμελιώδες στοιχείο στην αέναη επιδίωξη της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Για το λόγο αυτό αναφερόμαστε στις καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις ως ένα «οικουμενικό διαλυτικό» που ενεργεί ανάγοντας τα πάντα στην ομοιογενή μορφή του εμπορεύματος, το οποίο εκτιμάται με μόνο μέτρο το χρήμα.

Αυτό υποτίθεται ότι έχει δύο βασικές συνέπειες. Καταρχάς επιτρέπει την μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα στην παραγωγή αγαθών. Ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την εργατική δύναμη, αν εφαρμοζόταν το σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης «μια σταδιοδρομία ανοιχτή στα ταλέντα», τότε θα μπορούσαμε να τοποθετούμε τα ικανότερα άτομα στους επαγγελματικούς ρόλους που θα τους ταίριαζαν καλύτερα, μέσα στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας. Και έχουμε πράγματι αναπτύξει ένα σύνολο θεσμικών μηχανισμών –δημόσια εκπαίδευση, δημόσια διοίκηση, κανόνες ενάντια στον νεποτισμό– που στοχεύουν στην εγκαθίδρυση αυτού που σήμερα αποκαλούμε «αξιοκρατικό σύστημα».

Επιπλέον, υποστηρίζεται ότι η αξιοκρατία δεν είναι μόνον οικονομικά αποτελεσματικότερη αλλά επίσης παράγοντας πολιτικής σταθερότητας. Στο βαθμό που στον ιστορικό καπιταλισμό (όπως και στα προηγούμενα ιστορικά συστήματα) υπάρχουν ανισότητες στην κατανομή των αμοιβών, η μνησικακία που τρέφουν αυτοί που αμείβονται λιγότερο γι’ αυτούς που αμείβονται περισσότερο θα ήταν λιγότερο έντονη, λέγεται, αν αυτή η ανισότητα δικαιολογούνταν από την αξία και όχι από την παράδοση. Με άλλα λόγια, θεωρείται ότι το προνόμιο που κατακτιέται με την αξία είναι κατά κάποιο τρόπο περισσότερο αποδεκτό, για τον πολύ κόσμο, από το προνόμιο που κερδίζεται με κληρονομιά.

Πρόκειται για μια αμφίβολη πολιτική κοινωνιολογία. Νομίζω μάλιστα ότι στην πραγματικότητα αληθεύει το ακριβώς αντίθετο. Για πολύ καιρό τα προνόμια που μεταβιβάζονταν κληρονομικά ήταν λίγο-πολύ αποδεκτά από τους καταπιεζόμενους, στη βάση μιας μυστικιστικής ή μοιρολατρικής πίστης σε μιαν αιώνια τάξη, που τους προσέφερε τουλάχιστον την παρηγοριά της βεβαιότητας. Αντίθετα, τα προνόμια που αποκτά κάποιος γιατί υποτίθεται ότι είναι εξυπνότερος και οπωσδήποτε έχει πάρει καλύτερη εκπαίδευση από κάποιον άλλο πολύ δύσκολα γίνονται αποδεκτά, εκτός βέβαια από εκείνους που ήδη σκαρφαλώνουν στην κλίμακα της επιτυχίας. Μόνον οι γιάπηδες αγαπούν και θαυμάζουν τους γιάπηδες. Οι πρίγκιπες μπορούσαν τουλάχιστον να παρουσιάζονται σαν καλόγνωμος πατέρας. Αλλά ένας γιάπης θα είναι πάντα μόνον ένας υπερπρονομιούχος. Νομίζω ότι το αξιοκρατικό σύστημα είναι στην πραγματικότητα ένα από τα πιο ασταθή συστήματα από πολιτική άποψη. Και ακριβώς εξαιτίας αυτής της πολιτικής αστάθειας κάνουν την είσοδό τους στη σκηνή ο ρατσισμός και ο σεξισμός.

Για πολύ καιρό θεωρούσαν ότι η υποτιθέμενη ανοδική καμπύλη της οικουμενιστικής ιδεολογίας ήταν συνδεδεμένη με μια άλλη σταθερά καθοδική καμπύλη: την καμπύλη των ανισοτήτων που πηγάζουν από την φυλή και το φύλο, έτσι όπως εκδηλώνονται ως ιδεολογία και ως πρακτική. Εμπειρικά είναι βέβαιο ότι κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ. Ίσως μάλιστα να μπορούμε να υποστηρίξουμε το αντίθετο, ότι δηλαδή στον σύγχρονο κόσμο οι καμπύλες των ρατσιστικών και σεξιστικών ανισοτήτων φαίνεται να σημειώνουν άνοδο ή τουλάχιστον δεν σημειώνουν πτώση – σίγουρα στην πράξη και ίσως και ως ιδεολογία. Γιατί;

Ο ρατσισμός δεν περιορίζεται σε μια στάση περιφρόνησης και φόβου απέναντι σ’ αυτούς που ανήκουν σε άλλες ομάδες, καθορισμένες είτε με γενετικά κριτήρια (όπως το χρώμα του δέρματος) είτε με κριτήρια κοινωνικά (θρησκευτική ένταξη, πολιτιστικά πρότυπα, γλωσσικές προτιμήσεις κ.λπ.). Γενικά ο ρατσισμός εμπερικλείει την περιφρόνηση και το φόβο αλλά προχωρά πολύ πιο πέρα από αυτά. Η περιφρόνηση και ο φόβος είναι δευτερεύοντα χαρακτηριστικά της ρατσιστικής πρακτικής μέσα στην καπιταλιστική κοσμοοικονομία. Θα μπορούσαμε μάλιστα να υποστηρίξουμε ότι η περιφρόνηση και ο φόβος του άλλου (η ξενοφοβία) αποτελούν μια όψη του ρατσισμού που εμπεριέχει ήδη μια αντίφαση.

Σε όλα τα προηγούμενα ιστορικά συστήματα, η ξενοφοβία είχε μια πρακτική συνέπεια πρωταρχικής σημασίας: την εκδίωξη του «βάρβαρου» από τον φυσικό χώρο της κοινότητας, της κοινωνίας, της κλειστής ομάδες, όντας ο θάνατος η ακραία εκδοχή αυτής της εκδίωξης. Οποτεδήποτε απωθούμε φυσικά τον άλλο, κερδίζουμε την «καθαρότητα» του περιβάλλοντος που υποτίθεται ότι επιδιώκουμε, αλλά αναπόφευκτα χάνουμε συγχρόνως κάτι. Χάνουμε την εργατική δύναμη του προσώπου που διώξαμε και, κατά συνέπεια, τη συνεισφορά αυτού του προσώπου στη δημιουργία κάποιου πλεονάσματος που θα μπορούσαμε κατ’ επανάληψη να οικειοποιηθούμε. Αυτό αντιπροσωπεύει μια απώλεια, για όλα τα ιστορικά συστήματα. Αλλά αυτή η απώλεια είναι ιδιαίτερα σοβαρή στην περίπτωση ενός συστήματος του οποίου όλη η δομή και η λογική είναι θεμελιωμένες στην αέναη συσσώρευση κεφαλαίου.

Ένα καπιταλιστικό σύστημα που επεκτείνεται (πράγμα που συμβαίνει τον μισό καιρό) χρειάζεται όλη την εργατική δύναμη που μπορεί να βρει, αφού αυτή η δύναμη παράγει τα αγαθά μέσω των οποίων περισσότερο κεφάλαιο παράγεται, πραγματοποιείται και συσσωρεύεται. Η αποβολή, λοιπόν, από το σύστημα είναι άστοχη. Αλλά αν κάποιος θέλει να μεγιστοποιήσει τη συσσώρευση του κεφαλαίου, είναι απαραίτητο συγχρόνως να ελαχιστοποιήσει το κόστος παραγωγής (άρα το κόστος της εργατικής δύναμης) και επίσης να ελαχιστοποιήσει το κόστος των πολιτικών ρήξεων (άρα και να ελαχιστοποιήσει –όχι να εξαλείψει, γιατί αυτό είναι αδύνατο– τις διεκδικήσεις της εργατικής δύναμης). Ο ρατσισμός είναι η μαγική συνταγή που συμβιβάζει την επιδίωξη αυτών των δύο στόχων.

Ας ρίξουμε μια ματιά σε μια από τις πρώτες και διασημότερες συζητήσεις γύρω από τον ρατσισμό ως ιδεολογία. Όταν οι Ευρωπαίοι έφτασαν στον Νέο Κόσμο, συνάντησαν πληθυσμούς που κατά μεγάλο μέρος τους εξολόθρευσαν, είτε άμεσα με το ξίφος, είτε έμμεσα με τις αρρώστιες. Ένας Ισπανός μοναχός, ο Βαρθολομαίος ντε Λας Κάζας, ανέλαβε την υπεράσπιση αυτών των πληθυσμών, υποστηρίζοντας ότι οι Ινδιάνοι διέθεταν και αυτοί ψυχές που έπρεπε να σωθούν. Ας εξετάσουμε τις λογικές συνέπειες αυτής της θέσης του ντε Λας Κάζας, που κέρδισε τη ρητή συγκατάθεση της εκκλησίας, και σε ορισμένες περιπτώσεις και της πολιτείας. Εφόσον οι Ινδιάνοι διέθεταν ψυχή, ήσαν ανθρώπινα όντα και οι αρχές του φυσικού νόμου εφαρμόζονταν και σ’ αυτούς. Κατά συνέπεια, ήταν ηθικά ανεπίτρεπτο να σφαγιάζονται αδιακρίτως (να εκδιώκονται από τον φυσικό χώρο της ανθρωπότητας). Αντίθετα, ήταν ηθική υποχρέωση να επιδιωχθεί η σωτηρία των ψυχών τους (να προσηλυτιστούν στις οικουμενιστικές αξίες του χριστιανισμού). Αφού θα ήταν ζωντανοί και πιθανόν στην οδό της σωτηρίας, θα μπορούσαν να ενταχθούν στην εργατική δύναμη – στο επίπεδο των ικανοτήτων τους, βέβαια, δηλαδή στο χαμηλότερο επίπεδο της ιεραρχίας των επαγγελμάτων και των αμοιβών.

Από επιχειρησιακή άποψη ο ρατσισμός πήρε τη μορφή αυτού που θα μπορούσαμε να αποκαλέσουμε «εθνοποίηση» της εργατικής δύναμης. Εννοώ με αυτό ότι σε όλες τις εποχές υπήρχε μια ιεραρχία επαγγελμάτων και αμοιβών σε συσχετισμό με ορισμένα υποτιθέμενα κοινωνικά κριτήρια. Αλλά ενώ ο τύπος της εθνοποίησης παρέμενε σταθερός, οι λεπτομέρειές του διέφεραν από τόπο σε τόπο και από εποχή σε εποχή, ανάλογα με το ποια θέση καταλάμβαναν ποιες γενετικές και κοινωνικές ομάδες σε έναν συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και με το ποιες ήταν οι ιεραρχικές ανάγκες της οικονομίας σε αυτόν τον τόπο και το χρόνο.

Αυτό σημαίνει ότι ο ρατσισμός συνδύαζε πάντα διεκδικήσεις που βασίζονταν στην αδιάρρηκτη συνέχεια με το παρελθόν (γενετική ή/και κοινωνική) με μια εξαιρετική ευελιξία στον καθορισμό των ορίων αυτών των «πραγματοποιημένων» οντοτήτων που αποκαλούμε φυλές, εθνικές ομάδες, έθνη, θρησκευτικές ομάδες. Η ευελιξία της διεκδίκησης ενός δεσμού με τα όρια του παρελθόντος σε συνδυασμό με τον διαρκή επανακαθορισμό αυτών των ορίων στο παρόν παίρνει την μορφή της δημιουργίας και της διαρκούς αναδημιουργίας των φυλετικών και/ή εθνικών-θρησκευτικών ομάδων ή κοινοτήτων. Βρίσκονται πάντα εκεί, και πάντα ιεραρχικά ταξινομημένες, αλλά δεν είναι πάντα ακριβώς οι ίδιες. Ορισμένες ομάδες αλλάζουν θέση μέσα στο σύστημα ιεραρχικής ταξινόμησης. Μερικές ομάδες μπορεί να εξαφανιστούν ή να συνδυαστούν με άλλες, ενώ κάποιες άλλες αποσπώνται κα νέες ομάδες δημιουργούνται. Αλλά υπάρχουν πάντα κάποιοι «νέγροι». Αν δεν υπάρχουν μαύροι ή είναι πολύ λίγοι για να παίξουν αυτό το ρόλο, τότε μπορεί κανείς να εφεύρει τους «λευκούς νέγρους».

Αυτό το είδος συστήματος –ένας ρατσισμός με σταθερή μορφή και δηλητήριο αλλά σχετικά ευέλικτος στα όριά του– καταφέρνει πολύ καλά τρία πράγματα. Επιτρέπει να αυξηθεί ή να μειωθεί, σε μια ορισμένη χρονική και γεωγραφική ζώνη και ανάλογα με τις τρέχουσες ανάγκες, ο αριθμός εκείνων που προσφέρονται για τους χαμηλότερους μισθούς και για τους χειρότερα αμειβόμενους οικονομικούς ρόλους. Γεννάει και διαρκώς αναδημιουργεί κοινωνικές κοινότητες, οι οποίες, στην πράξη, κοινωνικοποιούν τα παιδιά τους για να παίξουν τους ενδεδειγμένους ρόλους (αν και, βεβαίως, τα κοινωνικοποιούν επίσης και σε κάποιες μορφές αντίστασης). Και, τέλος, προσφέρει μια μη αξιοκρατική βάση δικαίωσης της ανισότητας. Αυτό το τελευταίο αξίζει να υπογραμμιστεί. Ο ρατσισμός βοηθά στη διατήρηση του καπιταλιστικού συστήματος, ακριβώς γιατί είναι θεωρητικά αντιοικουμενιστικός. Επιτρέπει ώστε ένα μείζον τμήμα της εργατικής δύναμης να αμείβεται πολύ χαμηλότερα απ’ όσο θα μπορούσε ποτέ να δικαιολογήσουν τα όποια αξιοκρατικά κριτήρια.

Αλλά αν ο καπιταλισμός ως σύστημα γεννά τον ρατσισμό, είναι ανάγκη επίσης να γεννά και στον σεξισμό; Ναι, γιατί ρατσισμός και σεξισμός είναι στην πραγματικότητα στενά συνδεδεμένοι. Η εθνοποίηση της εργατικής δύναμης επιτρέπει να δίνονται εξαιρετικά χαμηλοί μισθοί σε ολόκληρα τμήματα της εργατικής τάξης. Στην πραγματικότητα, είναι δυνατόν να υπάρχουν τόσο χαμηλοί μισθοί, μόνον επειδή οι μισθωτοί ανήκουν σε δομές νοικοκυριών όπου τα εισοδήματα από μισθούς, υπολογιζόμενα σε χρονική διάρκεια ίση με τον μέσο όρο ζωής, αποτελούν ένα σχετικά μικρό τμήμα του συνολικού εισοδήματος του νοικοκυριού. Αυτά τα νοικοκυριά απαιτούν σημαντική επένδυση εργασίας στις αποκαλούμενες «επιβοηθητικές» δραστηριότητες, που αναφέρονται στην διατροφή και στη συντήρηση του νοικοκυριού και σε πολύ μικρή εμπορευματική παραγωγή. Η εργασία αυτή εξασφαλίζεται εν μέρει από τον ενήλικο άνδρα, αλλά κατά κύριο λόγο από την ενήλικη γυναίκα, καθώς και από τα παιδιά και τους ηλικιωμένους και των δύο φύλων.

Σε ένα τέτοιο σύστημα, αυτή η συνεισφορά σε μη μισθωτή εργασία αντισταθμίζει το χαμηλό επίπεδο των εισοδημάτων από μισθούς και, κατά συνέπεια, αντιπροσωπεύει στην πράξη μια έμμεση επιδότηση των εργοδοτών των μισθωτών εργαζομένων που ανήκουν σε αυτά τα νοικοκυριά. Ο σεξισμός μας επιτρέπει να «αγνοούμε» αυτή την πραγματικότητα. Ο σεξισμός δεν είναι μόνον η επιβολή στις γυναίκες διαφορετικών, ή ακόμα και υποτιμημένων, εργασιακών ρόλων, όπως και ο ρατσισμός δεν είναι μόνον ξενοφοβία. Ο ρατσισμός θέλει να κρατήσει τους ανθρώπους μέσα στο σύστημα εργασίας και όχι να τους διώξει από αυτό· ο σεξισμός έχει τους ίδιους στόχους.

[…] Όλα αυτά συνταιριάζονται σε μια ιδεολογία που είναι εξαιρετικά ισχυρή. Ο συνδυασμός του διδύμου οικουμενισμός-αξιοκρατία, αφενός, που αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία τα στελέχη και τα μεσαία στρώματα οικοδομούν τη νομιμοποίηση του συστήματος, και του διδύμου ρατσισμός-σεξισμός, αφετέρου, που αποτελεί το μηχανισμό μέσω του οποίου δομείται η πλειοψηφία της εργατικής δύναμης, λειτουργεί πολύ αποτελεσματικά. Αλλά μέχρι ένα ορισμένο σημείο, και αυτό για έναν απλό λόγο: τα δύο ιδεολογικά μοντέλα της καπιταλιστικής κοσμοοικονομίας βρίσκονται σε κατάφωρη αντίφαση. Ο εύθραυστος συνδυασμός τους κινδυνεύει πάντα να διαρραγεί, καθώς διάφορες ομάδες τείνουν να σπρώξουν στα άκρα τους τη λογική του οικουμενισμού ή του ρατσισμού αντίστοιχα.

Ξέρουμε τι συμβαίνει όταν ο ρατσισμός-σεξισμός προχωρεί πολύ μακριά. Οι ρατσιστές μπορεί να επιχειρήσουν να εξαλείψουν οριστικά την «εξωτερική ομάδα» - είτε συνοπτικά, όπως στη σφαγή των Εβραίων από τους Ναζί, είτε σταδιακά, όπως στην περίπτωση της επιβολής ενός ολοκληρωτικού απαρτχάιντ. Σπρωγμένες στα άκρα, αυτές οι θεωρίες είναι ανορθολογικές, και επειδή είναι ανορθολογικές συναντούν αντίσταση όχι μόνον από τη μεριά των θυμάτων, αλλά επίσης από τη μεριά ισχυρών οικονομικών δυνάμεων που αντιτίθενται όχι στο ρατσισμό αλλά στο γεγονός ότι ο πρωταρχικός του στόχος –μια εργατική δύναμη εθνοποιημένη αλλά παραγωγική– λησμονήθηκε.

Μπορούμε επίσης να φανταστούμε τι συμβαίνει όταν ο οικουμενισμός προχωράει πολύ μακριά. Κάποιοι μπορεί να θελήσουν να εφαρμόσουν μια αληθινή ισότητα στη διανομή των επαγγελματικών ρόλων και των αμοιβών, μια ισότητα όπου η φυλή (ή το όποιο ισοδύναμό της) και το φύλο δεν θα έπαιζαν πραγματικά κανένα ρόλο. Αλλά, αντίθετα από ό,τι συμβαίνει με τον ρατσισμό, δεν υπάρχει σύντομος δρόμος για να φτάσει ο οικουμενισμός στα άκρα του. Γιατί όχι μόνον πρέπει να εξαλειφθούν τα νομικά και θεσμικά εμπόδια, αλλά επίσης και τα εσωτερικευμένα πρότυπα της εθνοποίησης, και αυτό αναπόφευκτα απαιτεί χρόνο: τουλάχιστον μια γενιά. Είναι λοιπόν πιο εύκολο να εμποδιστεί η προώθηση του οικουμενισμού. Κάθε φορά που κάποιες προσπάθειες απειλούν να αποδιαρθρώσουν τους θεσμοποιημένους μηχανισμούς του ρατσισμού και του σεξισμού, δεν έχει κανείς παρά να καταγγείλει τον επιλεγόμενο «ανάστροφο ρατσισμό», και αυτό στο όνομα του οικουμενισμού.

Αυτό λοιπόν που βλέπουμε είναι ένα σύστημα που λειτουργεί χάρη σε έναν στενό συσχετισμό ανάμεσα στις σωστές δόσεις οικουμενισμού και ρατσισμού-σεξισμού. Πάντα γίνονται προσπάθειες να σπρωχτεί «πολύ μακριά» ο ένας ή ο άλλος όρος της εξίσωσης. Το αποτέλεσμα είναι ένα είδος διαγράμματος με τη μορφή ζικ-ζακ. Αυτό θα μπορούσε να συνεχίζεται επ’ άπειρον, αν δεν υπήρχε ένα βασικό πρόβλημα.

Με την πάροδο του χρόνου, τα ζικ και τα ζακ γίνονται μεγαλύτερα. Η ώθηση προς τον οικουμενισμό γίνεται όλο και δυνατότερη. Το ίδιο και η ώθηση προς τον ρατσισμό και το σεξισμό. Τα στοιχήματα όλο ανεβαίνουν, κι αυτό για δύο λόγους. Υπάρχει, αφενός, ο αντίκτυπος πάνω σε όλους τους συμμετέχοντες της γνώσης που προέρχεται από τη συσσωρευμένη ιστορική εμπειρία. Αφετέρου, υπάρχουν οι συγκυριακές τάσεις του ίδιου του συστήματος. Γιατί το ζικ ζακ του οικουμενισμού και του ρατσισμού-σεξισμού δεν είναι το μοναδικό ζικ ζακ του συστήματος. Υπάρχει επίσης το ζικ ζακ της ύφεσης και της αναθέρμανσης της οικονομίας, για παράδειγμα, με το οποίο εν μέρει σχετίζεται το ζικ ζακ του οικουμενισμού και του ρατσισμού-σεξισμού. Το οικονομικό ζικ ζακ γίνεται και αυτό όλο και οξύτερο. Το γιατί είναι μια άλλη ιστορία. Ωστόσο, καθώς οι γενικές αντιφάσεις του σύγχρονου κοσμοσυστήματος ωθούν το σύστημα σε μια μακροχρόνια δομική κρίση, το κρισιμότερο ιδεολογικό-θεσμικό σημείο της αναζήτησης ενός διάδοχου συστήματος τοποθετείται, πράγματι, στην όξυνση της έντασης, στα μεγεθυνόμενα ζικ και ζακ ανάμεσα στον οικουμενισμό και στον ρατσισμό-σεξισμό. Το ερώτημα δεν είναι ποιος από τους δύο όρους της αντινομίας θα επικρατήσει τελικά, αφού είναι στενά συνδεδεμένοι μεταξύ τους στην ίδια τους τη σύλληψη. Το ερώτημα είναι εάν και πώς θα εφεύρουμε νέα συστήματα που δεν θα χρησιμοποιούν ούτε την ιδεολογία του οικουμενισμού ούτε την ιδεολογία του ρατσισμού-σεξισμού. Αυτό είναι το καθήκον μας, και δεν είναι εύκολο.

Το κείμενο είναι απόσπασμα από το ομώνυμο κεφάλαιο στο βιβλίο των Ετιέν Μπαλιμπάρ και Ιμμάνουελ Βαλερστάιν Φυλή, έθνος, τάξη. Οι διφορούμενες ταυτότητες, που κυκλοφόρησε στα ελληνικά το 1991 από τις εκδόσεις Ο Πολίτης, σε μετάφραση του Άγγελου Ελεφάντη και της Ελένης Καλαφάτη.

Ετικέτες