Αν είναι έτσι σκληρή η κατάσταση –και έτσι είναι–, δεν υπάρχει ο δρόμος της «ευέλικτης ανυπακοής». Ένας δρόμος υπάρχει: μέτρα για την αναδιανομή υπέρ των φτωχότερων στρωμάτων και των εργαζομένων.
Στη συνεδρίαση της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ διεξήχθη μια σοβαρή, ουσιαστική πολιτική συζήτηση και αντιπαράθεση. Έχει σημασία να πούμε ότι μέρες πριν καταλαγιάσουν οι φωνές θριάμβου –τις οποίες «προσγείωσε» με την εισηγητική του ομιλία ο Α. Τσίπρας– πολλοί είχαν βιαστεί να γίνουν «βασιλικότεροι του βασιλέως», εξαπολύοντας μύδρους ενάντια σε όσους τόλμησαν να δημοσιοποιήσουν τη διαφωνία τους.
Από αυτή την άποψη, αξίζει συγχαρητηρίων η εφημερίδα «Αυγή», για την πρωτοβουλία της να κυκλοφορήσει με γελοιογραφία υπέρ του Μ. Γλέζου. Κάτι που κατά τη γνώμη μου έχει μεγάλη σημασία για δύο λόγους: α) Γιατί, ενώ λέγεται εύκολα το «je suis Charlie», δύσκολα γίνεται στην πράξη. β) Γιατί επανέφερε στην εσωκομματική μας συζήτηση του πολιτικούς και ηθικούς κανόνες που πρέπει να διαπερνούν την όποια αντιπαράθεση, όσο οξεία και αν είναι.
Όσοι είπαν –εννοώντας για όσους-ες από εμάς διαφώνησαν με την πρόσφατη συμφωνία στο Eurogroup ή και τη «λίστα Βαρουφάκη»– «περίμεναν την υποχώρηση της κυβέρνησης για να επιβεβαιωθούν», αδικούν και εμάς και τους εαυτούς τους. Και αυτό γιατί, μετά από τόσες πολιτικές και κινηματικές μάχες για την ανατροπή των μνημονίων της άγριας λιτότητας, μετά από τόσες πολιτικές και κινηματικές μάχες για τη συγκρότηση κυβέρνηση της Αριστεράς, με τα αντίστοιχα πειστήρια για το τι είπε και τι έκανε ο καθένας και η καθεμία για αυτά τα προτάγματα, είναι τουλάχιστον άδικο και λανθασμένο να ακούγονται κατηγορίες που αντιστοιχούν μόνο σε αντιπάλους του ΣΥΡΙΖΑ.
Αρκετοί σύντροφοι υποστηρίζουν ότι με τη συγκεκριμένη συμφωνία, αφήσαμε πίσω το μέιλ Χαρδούβελη, ότι η τωρινή κυβέρνηση είναι η πρώτη που έκανε διαπραγμάτευση. Όμως, αυτός είναι πολύ χαμηλός, έως ανύπαρκτος πήχης για τον «όλο ΣΥΡΙΖΑ».
Γιατί, τα όσα αναφέρει η λίστα Βρουφάκη δεν είναι «δημιουργική ασάφεια». Στα εργασιακά και στις ιδιωτικοποιήσεις τα όρια είναι ασφυκτικά. Και αποδεικνύουν ότι η εγχώρια και διεθνής κυρίαρχη τάξη, δεν κάνει «ούτε βήμα πίσω» από το στόχο της «εσωτερικής υποτίμησης». Για αυτές, η αποπληρωμή του χρέους είναι ταυτόσημη με τα μνημόνια και την εξοντωτική λιτότητα.
Επιπλέον, ό,τι συμφωνήθηκε για τις τράπεζες δεν είναι απλώς υποχώρηση από τη συνεδριακή απόφαση για δημόσια ιδιοκτησία και έλεγχο των τραπεζών, αλλά δυστυχώς προχωρά παραπέρα. Παραδίδει τα 11 δισ. ευρώ του ΤΧΣ στον έλεγχο των ευρωπαϊκών θεσμών και αφαιρεί 3 δισ. ευρώ, τα οποία, σύμφωνα με τις εξαγγελίες της ΔΕΘ, θα πήγαιναν για την υλοποίηση μέτρων που τότε εξαγγέλθηκαν.
Το πραγματικό ζήτημα ήταν και παραμένει για ποια πράγματα προετοιμαζόμασταν. Θέλω να θυμίσω ότι όλες μας οι επεξεργασίες στηρίζονταν στην αποδοχή της προοπτικής ότι οι εκβιασμοί θα ήταν μεγάλοι και σε αυτούς απαντούσαμε με διαφορετικό τρόπο. Όλες οι αποφάσεις μας, οι συνεδριακές και οι μετέπειτα στις ΚΕ, κατέληγαν σε ένα δικό μας εσωτερικό συμβιβασμό, όπου υπήρχε κοινή παραδοχή ότι οι δυσκολίες και οι πιέσεις θα ήταν ασφυκτικές. Η διαφοροποίηση κυμαινόταν στο «πόσο» και στο «πώς» θα το «τραβήξουμε». Πάντα όμως στο πλαίσιο της –«δημιουργικής» έστω– ρήξης.
Κάποιοι σύντροφοι είπαν ότι η συμφωνία είναι αντίστοιχη με αυτήν του «Μπρεστ-Λιτόφσκ». Παραποιούν την ιστορία. Δείχνουν ότι αγνοούν την ιστορία των μπολσεβίκων και της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ξεχνούν τις τότε συνθήκες, τις τομές που χάραξαν οι τότε αποφάσεις και «πράξεις» και κυρίως το «πλαίσιο» στο οποίο έγιναν. Και κάποιοι το επεκτείνουν και παραπέρα. Πηγαίνει πολύ να μας λένε ορισμένοι ότι η τοποθέτηση ως διευθυντικών στελεχών στις τράπεζες «προσωπικοτήτων» όπως των κ.κ. Καραμούζη, Ταμβακάκη, Χριστοδουλάκη, Κατσέλη κ.λπ., έχει αναλογίες με την περίοδο της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΕΠ).
Επειδή πολλοί σύντροφοι αναφέρθηκαν στους ασφυκτικούς εκβιασμούς, πρέπει να διαλέξουν. Αν είναι έτσι σκληρή η κατάσταση –και έτσι είναι–, δεν υπάρχει ο δρόμος της «ευέλικτης ανυπακοής». Ένας δρόμος υπάρχει: μέτρα για την αναδιανομή υπέρ των φτωχότερων στρωμάτων και των εργαζομένων. Σε αυτή την κατεύθυνση τα πρώτα κυβερνητικά νομοσχέδια και αποφάσεις (ανθρωπιστική κρίση, «κόκκινα δάνεια», ΕΡΤ, Σκουριές κ.ά.) είναι σημαντικά. Αλλά για τον κόσμο μας, για τα λαϊκά στρώματα που έχουν υποστεί τεράστιες απώλειες, χωρίς όμως να έχουν εξαθλιωθεί, θα χρειαστούν και άλλες επιλογές που τουλάχιστον θα αντιστοιχούν στο «πρόγραμμα της ΔΕΘ».
Εξίσου σημαντικές είναι και οι προθέσεις της κυβέρνησης για την πάταξη της φοροδιαφυγής, για δημιουργία μηχανισμών ελέγχου των διάφορων λιστών, για τη σύγκρουση με τη «μαύρη» επιχειρηματικότητα. Χρειάζεται όμως πολύ σύντομα να έρθει στη Βουλή και ένα νομοσχέδιο που θα φορολογεί και τη «λευκή» επιχειρηματικότητα, ώστε επιτέλους να πληρώσει το κεφάλαιο, αυτά που του αντιστοιχούν. Όχι σε επαναστατικές συνθήκες, αλλά στο έδαφος του καπιταλισμού.
Τέλος, αλλά πρώτο στη σειρά. Οφείλουμε να λέμε την αλήθεια για τα περιθώρια άσκησης φιλολαϊκής πολιτικής που μας αφήνουν οι «θεσμοί» και να λέμε αυτή την αλήθεια απλά και ειλικρινά. Ότι αγωνιζόμαστε για τη ζωή μας. Ότι διεξάγεται ένας αδυσώπητος ταξικός πόλεμος γύρω από το δίλημμα «ή εμείς ή αυτοί», που μπορεί να καταλήξει στο δίλημμα «εντός ή εκτός ευρωζώνης». Να εξηγήσουμε λοιπόν πώς μπορεί να αξιοποιήσει τη δύναμή του ο κόσμος της εργασίας: στα εργοστάσια, στις ΔΕΚΟ, στις τράπεζες, στα νοσοκομεία κλπ.
Αυτές τις μέρες πολλοί, για να ερμηνεύσουν όσα έγιναν, κατέφυγαν στη χρήση τίτλων από τραγούδια ή κινηματογραφικές ταινίες. Θα επιλέξω και εγώ να μιλήσω με τους τίτλους της τριλογίας της Μάρως Δούκα: «Αθώοι και φταίχτες», «Το δίκιο είναι ζόρικο πολύ», «Έλα να πούμε ψέματα».
Και κλείνω συντρόφισσες και σύντροφοι, λέγοντας ότι φταίχτες δεν μπορούμε να γίνουμε. Ότι πρέπει να παραδεχτούμε ότι το δίκιο είναι ζόρικο και έχει δύσκολες απαιτήσεις. Ότι δεν μας επιτρέπεται, δεν μας αντιστοιχεί, δεν πρέπει να πούμε ψέματα. Ούτε στους εαυτούς μας, ούτε στο κόμμα μας, ούτε στον κόσμο μας.
* Τοποθέτηση στη σύνοδο της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ (28/2-1/3).