Σ’ ολόκληρη την τελευταία εξαετία τα τρία αλλεπάλληλα μνημόνια αποτέλεσαν κύριο εργαλείο της αστικής πολιτικής και τέθηκαν στο επίκεντρο της αντιπαλότητας του εργατικού και αριστερού κινήματος. Επρόκειτο για ρυθμίσεις που αφορούν κυρίαρχα:

α) Τη μεί­ω­ση της αμοι­βής της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας και την απο­ψί­λω­ση των ερ­γα­τι­κών δι­καιω­μά­των και ελευ­θε­ριών (κα­τώ­τα­του μι­σθού, απο­ζη­μί­ω­σης από­λυ­σης, κα­τάρ­γη­σης του 8ωρου, ακύ­ρω­σης των συλ­λο­γι­κών συμ­βά­σε­ων κλπ.).

          β) Την κα­τα­κό­ρυ­φη μεί­ω­ση των συ­ντά­ξε­ων, κύ­ριων και επι­κου­ρι­κών, του δη­μό­σιου και του ιδιω­τι­κού τομέα της οι­κο­νο­μί­ας, μέσα από συ­νε­χείς δια­δο­χι­κές ρυθ­μί­σεις, που επέ­φε­ραν την απο­ψί­λω­σή τους κατά 40% μέσο όρο.

          γ) Την πε­ρι­κο­πή των δη­μό­σιων κοι­νω­νι­κών δα­πα­νών στους το­μείς της νο­ση­λευ­τι­κής και υγειο­νο­μι­κής πε­ρί­θαλ­ψης, της εκ­παί­δευ­σης, της πρό­νοιας κάθε εί­δους, των δα­πα­νών του προ­γράμ­μα­τος δη­μο­σί­ων επεν­δύ­σε­ων, δη­λα­δή του έμ­με­σου κοι­νω­νι­κού μι­σθού κ.ά.

          δ) Την ιδιω­τι­κο­ποί­η­ση των επι­χει­ρή­σε­ων δη­μό­σιας ιδιο­κτη­σί­ας και συμ­φέ­ρο­ντος, και μά­λι­στα των πλέον κερ­δο­φό­ρων τους το­μέ­ων, πράγ­μα που βα­δί­ζει προς την ολο­κλή­ρω­σή του με την ση­με­ρι­νή κυ­βερ­νη­τι­κή δια­χεί­ρι­ση του με­ταλ­λαγ­μέ­νου ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ.

          ε) Τη συ­στη­μα­τι­κή προ­σαύ­ξη­ση της φο­ρο­λο­γι­κής επι­βά­ρυν­σης των λαϊ­κών τά­ξε­ων, τόσο με την άμεση όσο και κυ­ρί­ως με την έμ­με­ση φο­ρο­λο­γία, μέσα από τις συ­νε­χείς προς τα πάνω ανα­προ­σαρ­μο­γές του φόρου προ­στι­θέ­με­νης αξίας.

Που εντο­πί­ζε­ται η πηγή του μνη­μο­νια­κού ολέ­θρου ;

          Όπως φαί­νε­ται δια γυ­μνού οφθαλ­μού, αυτή η μνη­μο­νια­κή πο­λι­τι­κή υπήρ­ξε το μέσον, το ερ­γα­λείο μιας ακραία νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης πο­λι­τι­κής : Άρα ποια τα­ξι­κά συμ­φέ­ρο­ντα εξυ­πη­ρε­τεί η πο­λι­τι­κή των μνη­μο­νί­ων, ποιών κοι­νω­νι­κών τά­ξε­ων και στρω­μά­των, ποιών οι­κο­νο­μι­κών δυ­νά­με­ων της χώρας και της υπε­ρε­θνι­κής ευ­ρω­παϊ­κής κα­πι­τα­λι­στι­κής ολο­κλή­ρω­σης ;     Επει­δή τα δια­δο­χι­κά μνη­μό­νια εμ­φα­νί­ζο­νται να επι­βάλ­λο­νται με δρα­κό­ντειους όρους από τους ευ­ρω­παϊ­κούς θε­σμούς (Κο­μι­σιόν, ΕΚΤ, Ευ­ρω­ζώ­νη), και κατά έναν τρόπο εντε­λώς πο­λι­τι­κά εμπει­ρι­κό, αυτοί οι θε­σμοί θε­ω­ρού­νται ως η πηγή, η γε­νε­σιουρ­γός αιτία, προ­κει­μέ­νου να εξυ­πη­ρε­τη­θούν τα το­κο­γλυ­φι­κά συμ­φέ­ρο­ντα των κρα­τών – τρα­πε­ζών δα­νει­στών. Κατά συ­νέ­πεια συ­μπε­ραί­νε­ται ότι απαι­τεί­ται πρω­τί­στως η διάρ­ρη­ξη των οι­κο­νο­μι­κών σχέ­σε­ων με­αυ­τούς τους υπε­ρε­θνι­κούς ορ­γα­νι­σμούς, η δρο­μο­λό­γη­ση μιας πο­λι­τι­κής εθνι­κής ανε­ξαρ­τη­σί­ας, και η τρο­φο­δό­τη­ση μιας αυ­το­δύ­να­μης οι­κο­νο­μι­κής ανά­πτυ­ξης, εντός των πλαι­σί­ων προ­φα­νώς της λει­τουρ­γί­ας των ισχυου­σών κα­πι­τα­λι­στι­κών πα­ρα­γω­γι­κών σχέ­σε­ων.

          Κι’ αυτά θε­ω­ρού­νται έκ­φρα­ση μιας ρη­ξι­κέ­λευ­θης αρι­στε­ρής πο­λι­τι­κής, η οποία δη­λα­δή θέτει στο επί­κε­ντρό της πρω­τί­στως την απαλ­λα­γή από την «ξένη κα­το­χή», από την «εξάρ­τη­ση» από το διε­θνές χρη­μα­το­πι­στω­τι­κό κε­φά­λαιο, θέ­το­ντας ωστό­σο εν πολ­λοίς στο απυ­ρό­βλη­το την κυ­ριαρ­χία της ελ­λη­νι­κής αστι­κής τάξης και των ανώ­τε­ρων μι­κρο­α­στι­κών στρω­μά­των. Μ’ αυτή την έν­νοια επι­στρα­τεύ­ο­νται ιστο­ρι­κές αντι­στοι­χή­σεις με εγ­χει­ρή­μα­τα και δια­δι­κα­σί­ες «εθνι­κής απε­λευ­θέ­ρω­σης». Ωστό­σο σ’ αυτή την πε­ρί­πτω­ση η ρι­ζο­σπα­στι­κή πο­λι­τι­κή επι­κε­ντρώ­νε­ται πρω­ταρ­χι­κά στην αντι­πα­λό­τη­τα σε μία μόνον από τις δύο όψεις της σύγ­χρο­νης νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης στρα­τη­γι­κής: Απαλ­λα­γή από τα δεσμά του κοι­νού ευ­ρω­παϊ­κού νο­μί­σμα­τος και των συ­να­κό­λου­θων υπα­γο­ρεύ­σε­ων, αλλά και αποχή από οποια­δή­πο­τε ου­σια­στι­κά μέτρα που θί­γουν καί­ρια την αστι­κή κυ­ριαρ­χία στο εσω­τε­ρι­κό της χώρας.

          Εντού­τοις, αν εξε­τά­σει κα­νείς λε­πτο­με­ρεια­κά τα μέτρα υλο­ποί­η­σης των τριών μέχρι σή­με­ρα μνη­μο­νί­ων, θα δια­πι­στώ­σει ότι αφο­ρούν μεν στην εξυ­πη­ρέ­τη­ση της απο­πλη­ρω­μής του δη­μό­σιου χρέ­ους, αλλά στην με­γα­λύ­τε­ρη πλειο­νό­τη­τά τους έχουν να κά­νουν με την βίαιη ανα­δια­νο­μή ει­σο­δή­μα­τος από την μι­σθω­τή ερ­γα­σία προς όφε­λος της επι­χει­ρη­μα­τι­κής κερ­δο­φο­ρί­ας, κα­θι­στώ­ντας την ερ­γα­τι­κή δύ­να­μη «φθηνή, πει­θή­νια, απορ­ρυθ­μι­σμέ­νη, απρο­στά­τευ­τη». Στην πρώτη κα­τη­γο­ρία των μέ­τρων λι­τό­τη­τας ανή­κουν οι απο­κρα­τι­κο­ποι­ή­σεις και οι φο­ρο­λο­γι­κές επι­βα­ρύν­σεις (δ + ε), ενώ στην δεύ­τε­ρη κα­τη­γο­ρία πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται η μεί­ω­ση του άμε­σου ει­σο­δή­μα­τος μι­σθω­τών, ανέρ­γων και συ­ντα­ξιού­χων, καθώς και του έμ­με­σου κοι­νω­νι­κού μι­σθού (α + β + γ). Μά­λι­στα επι­πρό­σθε­τα η υπερ­διο­γκω­μέ­νη ανερ­γία δεν προ­κύ­πτει ευ­θέ­ως και μόνον από την επε­νέρ­γεια των ρυθ­μί­σε­ων της Ζώνης του Ευρώ, αλλά απορ­ρέ­ει ευ­θέ­ως από την οξεία κρίση υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης του κε­φα­λαί­ου και την συ­νε­πα­γό­με­νη εκ­κα­θά­ρι­ση εκα­το­ντά­δων ερ­γο­στα­σί­ων με αρ­νη­τι­κή απο­δο­τι­κό­τη­τα κε­φα­λαί­ων.

          Κατά συ­νέ­πεια οι μνη­μο­νια­κές πο­λι­τι­κές υπη­ρε­τούν πρω­ταρ­χι­κά και κύρια τις ανά­γκες της ελ­λη­νι­κής αστι­κής τάξης, η οποία είδε την ισχύ της να κλο­νί­ζε­ται με την έναρ­ξη και ανά­πτυ­ξη της κρί­σης του 2008, να υπερ­βεί την κρίση ανα­πα­ρα­γω­γής της και την επά­νο­δό της στην κερ­δο­φο­ρία (ήδη από το 2014 – 15), ρι­ζι­κά σε βάρος των λαϊ­κών τά­ξε­ων (ισχυ­ρή ει­σο­δη­μα­τι­κή λι­τό­τη­τα + στα­θε­ρά υψηλή ανερ­γία). Άρα το κε­ντρι­κό πε­ριε­χό­με­νο των μνη­μο­νια­κών πο­λι­τι­κών έχει να κάνει κυ­ρί­ως με την εφαρ­μο­γή ενός κα­πι­τα­λι­στι­κού μο­ντέ­λου εξα­γω­γής μορ­φών από­λυ­της υπε­ρα­ξί­ας (κι’ αυτό προ­φα­νώς όχι μόνον στην ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία αλλά και στην γαλ­λι­κή, ιτα­λι­κή, ισπα­νι­κή κλπ.), και πα­ράλ­λη­λα σε ένα δεύ­τε­ρο επί­πε­δο με τον μη­χα­νι­σμό το­κο­γλυ­φι­κής απο­μύ­ζη­σης του ερ­γα­ζό­με­νου λαού για την απο­πλη­ρω­μή δα­νεί­ων που συ­νή­ψαν η αστι­κή τάξη και το κυ­βερ­νη­τι­κό πο­λι­τι­κό της προ­σω­πι­κό.

          Έτσι η σχε­δόν δή­μευ­ση των ερ­γα­τι­κών ει­σο­δη­μά­των, η μα­ζι­κή κα­τα­στρο­φή της υπερ­με­γέ­θους ανερ­γί­ας, η άνευ προη­γου­μέ­νου πε­ρι­κο­πή των συ­ντά­ξε­ων δεν κα­τευ­θύ­νο­νται μόνον στα τα­μεία των ευ­ρω­παϊ­κών τρα­πε­ζι­κών ιδρυ­μά­των, αλλά ταυ­τό­χρο­να απο­σκο­πούν στην ανά­καμ­ψη της κα­πι­τα­λι­στι­κής κερ­δο­φο­ρί­ας και συσ­σώ­ρευ­σης της κυ­ρί­αρ­χης ελ­λη­νι­κής αστι­κής τάξης. Άλ­λω­στε η όποια «ξε­νι­κή κυ­ριαρ­χία» δεν έχει επι­βλη­θεί στην ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία κατά έναν τρόπο βί­αι­ης «εξω­τε­ρι­κής επι­βο­λής», παρά την θέ­λη­ση των ελ­λη­νι­κών κυ­βερ­νή­σε­ων, που εξυ­πη­ρε­τούν τα αστι­κά συμ­φέ­ρο­ντα (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ). Το αντί­στρο­φο συ­νέ­βη : Η ελ­λη­νι­κή αστι­κή τάξη και οι πο­λι­τι­κοί της σχη­μα­τι­σμοί, είναι αυτοί που δη­μιούρ­γη­σαν αυτή την υπερ­διό­γκω­ση του δη­μό­σιου χρέ­ους, για την κά­λυ­ψη των ιδίων τους των δη­μο­σιο­νο­μι­κών ανα­γκών, του δικού τους αστι­κού κρά­τους, χωρίς καμία συμ­με­το­χή και ωφέ­λεια των ερ­γα­ζο­μέ­νων τά­ξε­ων.

          Κι’ αυτή η κα­τα­χρη­στι­κή και αδιά­λει­πτη δα­νειο­δό­τη­ση, με την συ­νε­χή απο­πλη­ρω­μή των δό­σε­ων των το­κο­χρε­ο­λυ­σί­ων, έγινε και συ­νε­χί­ζει να γί­νε­ται με αντί­τι­μο αυτή την ευ­ρεία προ­σφυ­γή στην εξα­γω­γή μορ­φών από­λυ­της υπε­ρα­ξί­ας, προ­κει­μέ­νου να ενι­σχυ­θεί η πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τα και αντα­γω­νι­στι­κό­τη­τα του ελ­λη­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού. Η ελ­λη­νι­κή αστι­κή τάξη και το πο­λι­τι­κό της προ­σω­πι­κό (του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου σή­με­ρα) δεν είναι «εθε­λό­δου­λη», «συμ­μο­ρία δω­σι­λό­γων», «υπο­τε­λής», «στρε­βλή» και «ανά­πη­ρη» :  Πρό­κει­ται απε­να­ντί­ας για μια τα­ξι­κά ισχυ­ρή αστι­κή τάξη, μαζί με τα δο­ρυ­φο­ρι­κά της ανώ­τε­ρα μι­κρο­α­στι­κά στρώ­μα­τα, εν­σω­μα­τω­μέ­νη ολο­κλη­ρω­τι­κά στην υπε­ρε­θνι­κή ένωση των ευ­ρω­παϊ­κών αστι­κών τά­ξε­ων, και η οποία χρη­σι­μο­ποιεί (και χρη­σι­μο­ποιεί­ται) την ισχύ των υπε­ρε­θνι­κών κα­πι­τα­λι­στι­κών μη­χα­νι­σμών (οι­κο­νο­μι­κών, νο­μι­σμα­τι­κών, τρα­πε­ζι­κών) προ­κει­μέ­νου να επι­βλη­θεί στο εσω­τε­ρι­κό της χώρας αυτή η ιστο­ρι­κή με­τάλ­λα­ξη του μο­ντέ­λου κα­πι­τα­λι­στι­κής συσ­σώ­ρευ­σης, γιατί δια­φο­ρε­τι­κά ο κλο­νι­σμός του 2008 θα την οδη­γού­σε στην κα­τάρ­ρευ­ση.

Η προ­τε­ραιό­τη­τα της αντι­πα­λό­τη­τας στην κα­πι­τα­λι­στι­κή δια­χεί­ρι­ση

          Το ζή­τη­μα είναι ότι οι δυ­νά­μεις της αστι­κής κυ­ριαρ­χί­ας στην Ελ­λά­δα, πέραν της δη­μιουρ­γί­ας του δη­μό­σιου υπερ­δα­νει­σμού, εκεί­νο που επι­διώ­κουν δια μέσου των μνη­μο­νί­ων, πέραν των άλλων, είναι και η με­τά­θε­ση του βά­ρους απο­πλη­ρω­μής του δη­μό­σιου χρέ­ους στους ώμους των λαϊ­κών τά­ξε­ων, τόσο με τις πε­ρι­κο­πές των δη­μό­σιων κοι­νω­νι­κών δα­πα­νών, όσο και με τις εξο­ντω­τι­κές φο­ρο­λο­γι­κές επι­βα­ρύν­σεις. Γι’ αυτό και η κα­τά­στα­ση που προ­κύ­πτει αθροι­στι­κά (μέτρα ερ­γα­σια­κής απορ­ρύθ­μι­σης + μέτρα φο­ρο­λο­γι­κής απο­μύ­ζη­σης), προ­σλαμ­βά­νει πραγ­μα­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά «πο­λε­μι­κής κα­τα­στρο­φής», εφό­σον τα λαϊκά ει­σο­δή­μα­τα αφαι­μά­ζο­νται διπλά : Από τη μια πλευ­ρά για να τρο­φο­δο­τή­σουν την ανα­δια­νο­μή προς όφε­λος του επι­χει­ρη­μα­τι­κού κε­φα­λαί­ου και σε βάρος των λαϊ­κών τά­ξε­ων, και από την άλλη πλευ­ρά για την εξυ­πη­ρέ­τη­ση ενός δη­μό­σιου χρέ­ους ολο­κλη­ρω­τι­κά «ξένου» με τη μι­σθω­τή ερ­γα­σία.

          Προ­κύ­πτει έτσι ότι ο πρω­ταρ­χι­κός αντί­πα­λος του ελ­λη­νι­κού αρι­στε­ρού και ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος είναι η κα­πι­τα­λι­στι­κή οι­κο­νο­μι­κή δια­χεί­ρι­ση της κρί­σης υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης, η κερ­δο­φό­ρος ανα­σύ­ντα­ξη του επι­χει­ρη­μα­τι­κού κε­φα­λαί­ου. Ακρι­βώς όπως στη ση­με­ρι­νή γαλ­λι­κή κοι­νω­νία ο αντί­πα­λος του νε­ο­λαι­ί­στι­κου και συν­δι­κα­λι­στι­κού κι­νή­μα­τος είναι η γαλ­λι­κή ερ­γο­δο­σία και η σύμ­φω­νη με αυτήν νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη δια­χεί­ρι­ση του Σο­σια­λι­στι­κού Κόμ­μα­τος. Από εκεί και πέρα, και επει­δή ο ελ­λη­νι­κός κα­πι­τα­λι­σμός και το αστι­κό κρά­τος, είναι ενταγ­μέ­νοι ορ­γα­νι­κά στο πλαί­σιο της υπε­ρε­θνι­κής κα­πι­τα­λι­στι­κής ενο­ποί­η­σης (που προ­ω­θεί τις κάθε εί­δους αντι­λαϊ­κές ρυθ­μί­σεις και με­ταλ­λά­ξεις), και επει­δή οι δυ­νά­μεις της αστι­κής κυ­ριαρ­χί­ας προ­σέ­φυ­γαν στον υπερ­δα­νει­σμό για να αντι­με­τω­πί­σουν τις δικές τους «μαύ­ρες δη­μο­σιο­νο­μι­κές τρύ­πες», η αντι­πα­λό­τη­τα αυτή εκ των πραγ­μά­των στρέ­φε­ται ταυ­τό­χρο­να και προς την κα­τεύ­θυν­ση της ευ­ρω­παϊ­κής οι­κο­νο­μι­κής και νο­μι­σμα­τι­κής ολο­κλή­ρω­σης. Πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο σή­με­ρα που η ελ­λη­νι­κή αστι­κή τάξη και το πο­λι­τι­κό της προ­σω­πι­κό έχουν ανα­γά­γει σε κυ­ρί­αρ­χο άξονα της πο­λι­τι­κής τους τον συ­νε­χή δη­μό­σιο δα­νει­σμό από τα ευ­ρω­παϊ­κά χρη­μα­το­πι­στω­τι­κά κέ­ντρα, τα οποία και εξ αυτού του λόγου επι­βάλ­λουν την δρα­κό­ντεια δη­μο­σιο­νο­μι­κή πο­λι­τι­κή λι­τό­τη­τας, προ­κει­μέ­νου να εξα­σφα­λί­σουν την εξυ­πη­ρέ­τη­ση των χο­ρη­γού­με­νων δα­νεί­ων.

          Απε­να­ντί­ας η υιο­θέ­τη­ση της πο­λι­τι­κής λο­γι­κής ότι για την ση­με­ρι­νή οι­κο­νο­μι­κή κα­τα­στρο­φή και κοι­νω­νι­κή εξα­θλί­ω­ση, η γε­νε­σιουρ­γός αιτία είναι μο­νο­διά­στα­τα και πρω­ταρ­χι­κά η λει­τουρ­γία της Ευ­ρω­ζώ­νης και οι νο­μι­σμα­τι­κοί κα­νό­νες που την συ­νο­δεύ­ουν, με την πα­ράλ­λη­λη θέση στο απυ­ρό­βλη­το των τα­ξι­κών συμ­φε­ρό­ντων της εθνι­κής αστι­κής τάξης, δεν υπη­ρε­τεί ευ­θέ­ως τα τα­ξι­κά ερ­γα­τι­κά συμ­φέ­ρο­ντα των ελ­λή­νων ερ­γα­ζο­μέ­νων, ανέρ­γων, συ­ντα­ξιού­χων κλπ. Μά­λι­στα η συ­νο­δευ­τι­κή αυτής της αντί­λη­ψης άποψη ότι οι κυ­ρί­αρ­χες κοι­νω­νι­κές τά­ξεις, με την συ­νέρ­γεια ενός «ανε­ξάρ­τη­του και κυ­ρί­αρ­χου» κρά­τους, θα προ­ω­θή­σουν την ανά­πτυ­ξη και την επού­λω­ση των μνη­μο­νια­κών πλη­γών, είναι εξο­λο­κλή­ρου έωλη, γιατί δεν είναι παρά αυτές οι τά­ξεις που: Μέσα από την οι­κο­νο­μι­κή τους κρίση προ­κά­λε­σαν την πα­ρα­γω­γι­κή κα­τα­στρο­φή και την μα­ζι­κή ανερ­γία, δεν είναι παρά αυτές που επέ­βα­λαν τα συ­νε­χή μνη­μό­νια, δεν είναι παρά αυτές που έχουν αντι­κει­με­νι­κά τα­ξι­κά συμ­φέ­ρο­ντα με την ενιαία νο­μι­σμα­τι­κή ευ­ρω­παϊ­κή αγορά. Μια οι­κο­νο­μία απαλ­λαγ­μέ­νη από τις δου­λεί­ες και τους κα­τα­να­γκα­σμούς της Ευ­ρω­ζώ­νης και της Ευ­ρω­παϊ­κής Ένω­σης, αλλά με άθι­κτο ου­σια­στι­κά τον χα­ρα­κτή­ρα του σύγ­χρο­νου ελ­λη­νι­κού κα­πι­τα­λι­στι­κού επι­χει­ρη­μα­τι­κού τομέα, θα οδη­γεί εκ του ασφα­λούς και στα σί­γου­ρα στην μό­νι­μη ανα­πα­ρα­γω­γή της μνη­μο­νια­κής πο­λι­τι­κής, δη­λα­δή στην επι­βο­λή του μο­ντέ­λου εξα­γω­γής μορ­φών από­λυ­της υπε­ρα­ξί­ας.

          Κατά συ­νέ­πεια, το μέ­τω­πο τα­ξι­κής αντι­πα­λό­τη­τας του ελ­λη­νι­κού ρι­ζο­σπα­στι­κού αρι­στε­ρού κι­νή­μα­τος, πε­ρι­λαμ­βά­νει πρω­τί­στως την αντι­πα­λό­τη­τα στις αστι­κές μορ­φές δια­χεί­ρι­σης της κρί­σης υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης, που εκ­φρά­ζο­νται με τα μνη­μό­νια, και εξ αυτού του λόγου διευ­ρύ­νε­ται ταυ­τό­χρο­να και πα­ράλ­λη­λα στην αντι­πα­ρά­θε­ση με τους θε­σμούς και κα­νό­νες της ευ­ρω­παϊ­κής πο­λι­τι­κής και νο­μι­σμα­τι­κής ολο­κλή­ρω­σης. Αν συ­νέ­βαι­νε το μο­νο­διά­στα­τα αντί­στρο­φο (έξο­δος από το ευρώ, για την επί­τευ­ξη της εθνι­κής οι­κο­νο­μι­κής ανά­πτυ­ξης, με θέση στο απυ­ρό­βλη­το του επι­χει­ρη­μα­τι­κού κε­φα­λαί­ου) δεν θα είχε γό­νι­μα για τις λαϊ­κές τά­ξεις απο­τε­λέ­σμα­τα και δεν θα υπη­ρε­τού­σε ευ­θέ­ως τα τα­ξι­κά λαϊκά συμ­φέ­ρο­ντα. Η οποια­δή­πο­τε μορφή αφε­τη­ρια­κής απα­γκί­στρω­σης από τις ρυθ­μί­σεις του κοι­νού ευ­ρω­παϊ­κού νο­μί­σμα­τος δεν μπο­ρεί παρά να είναι μια διά­στα­ση της κύ­ριας και πρω­ταρ­χι­κής κοι­νω­νι­κής αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κής αλ­λα­γής στην Ελ­λά­δα, δια­φο­ρε­τι­κά ση­μα­το­δο­τεί μια δια­δι­κα­σία που δεν μπο­ρεί να έχει κα­νέ­να απο­τέ­λε­σμα για το λαϊκό ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα. Η αντι­πα­λό­τη­τα στην αστι­κή δια­χεί­ρι­ση της κα­πι­τα­λι­στι­κής κρί­σης και στα μνη­μο­νια­κά ερ­γα­λεία για την εξυ­πη­ρέ­τη­σή της, είναι αυτή που επι­φέ­ρει και την ανα­γκα­στι­κή αντι­πα­λό­τη­τα προς την ευ­ρω­παϊ­κή νο­μι­σμα­τι­κή ενο­ποί­η­ση, ενώ το αντί­στρο­φο δεν ισχύ­ει (η έξο­δος από την Ευ­ρω­ζώ­νη από μόνη της δεν επι­φέ­ρει ρι­ζο­σπα­στι­κές τομές στην κα­πι­τα­λι­στι­κή οι­κο­νο­μι­κή λει­τουρ­γία). Ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ δεν «υπο­τά­χθη­κε» αφε­τη­ρια­κά στα κε­λεύ­σμα­τα των ευ­ρω­παϊ­κών θε­σμών τον Ιού­λιο του 2015, και ως εκ τού­του εγκα­τέ­λει­ψε το ρι­ζο­σπα­στι­κό κοι­νω­νι­κό του πρό­γραμ­μα. Απε­να­ντί­ας, από τον Ιού­νιο 2012 μέχρι και το κα­λο­καί­ρι του 2015 (επί μια ολό­κλη­ρη τριε­τία) έκανε πολ­λές δια­δο­χι­κές υπο­κλί­σεις στην ελ­λη­νι­κή αστι­κή τάξη (εγκα­τά­λει­ψη της πο­λι­τι­κής του «να πλη­ρώ­σουν οι πλού­σιοι», ξε­κά­θα­ρες το­πο­θε­τή­σεις στα συ­νέ­δρια του ΣΕΒ και του ελ­λη­νο­α­με­ρι­κα­νι­κού επι­με­λη­τη­ρί­ου κλπ.), και γι’ αυτό στη συ­νέ­χεια οδη­γή­θη­κε και στην υπό­κλι­ση στις ευ­ρω­παϊ­κές οι­κο­νο­μι­κές υπα­γο­ρεύ­σεις.

Ετικέτες