Σ’ ολόκληρη την τελευταία εξαετία τα τρία αλλεπάλληλα μνημόνια αποτέλεσαν κύριο εργαλείο της αστικής πολιτικής και τέθηκαν στο επίκεντρο της αντιπαλότητας του εργατικού και αριστερού κινήματος. Επρόκειτο για ρυθμίσεις που αφορούν κυρίαρχα:
α) Τη μείωση της αμοιβής της μισθωτής εργασίας και την αποψίλωση των εργατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών (κατώτατου μισθού, αποζημίωσης απόλυσης, κατάργησης του 8ωρου, ακύρωσης των συλλογικών συμβάσεων κλπ.).
β) Την κατακόρυφη μείωση των συντάξεων, κύριων και επικουρικών, του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, μέσα από συνεχείς διαδοχικές ρυθμίσεις, που επέφεραν την αποψίλωσή τους κατά 40% μέσο όρο.
γ) Την περικοπή των δημόσιων κοινωνικών δαπανών στους τομείς της νοσηλευτικής και υγειονομικής περίθαλψης, της εκπαίδευσης, της πρόνοιας κάθε είδους, των δαπανών του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων, δηλαδή του έμμεσου κοινωνικού μισθού κ.ά.
δ) Την ιδιωτικοποίηση των επιχειρήσεων δημόσιας ιδιοκτησίας και συμφέροντος, και μάλιστα των πλέον κερδοφόρων τους τομέων, πράγμα που βαδίζει προς την ολοκλήρωσή του με την σημερινή κυβερνητική διαχείριση του μεταλλαγμένου ΣΥΡΙΖΑ.
ε) Τη συστηματική προσαύξηση της φορολογικής επιβάρυνσης των λαϊκών τάξεων, τόσο με την άμεση όσο και κυρίως με την έμμεση φορολογία, μέσα από τις συνεχείς προς τα πάνω αναπροσαρμογές του φόρου προστιθέμενης αξίας.
Που εντοπίζεται η πηγή του μνημονιακού ολέθρου ;
Όπως φαίνεται δια γυμνού οφθαλμού, αυτή η μνημονιακή πολιτική υπήρξε το μέσον, το εργαλείο μιας ακραία νεοφιλελεύθερης πολιτικής : Άρα ποια ταξικά συμφέροντα εξυπηρετεί η πολιτική των μνημονίων, ποιών κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων, ποιών οικονομικών δυνάμεων της χώρας και της υπερεθνικής ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ολοκλήρωσης ; Επειδή τα διαδοχικά μνημόνια εμφανίζονται να επιβάλλονται με δρακόντειους όρους από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς (Κομισιόν, ΕΚΤ, Ευρωζώνη), και κατά έναν τρόπο εντελώς πολιτικά εμπειρικό, αυτοί οι θεσμοί θεωρούνται ως η πηγή, η γενεσιουργός αιτία, προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα τοκογλυφικά συμφέροντα των κρατών – τραπεζών δανειστών. Κατά συνέπεια συμπεραίνεται ότι απαιτείται πρωτίστως η διάρρηξη των οικονομικών σχέσεων μεαυτούς τους υπερεθνικούς οργανισμούς, η δρομολόγηση μιας πολιτικής εθνικής ανεξαρτησίας, και η τροφοδότηση μιας αυτοδύναμης οικονομικής ανάπτυξης, εντός των πλαισίων προφανώς της λειτουργίας των ισχυουσών καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων.
Κι’ αυτά θεωρούνται έκφραση μιας ρηξικέλευθης αριστερής πολιτικής, η οποία δηλαδή θέτει στο επίκεντρό της πρωτίστως την απαλλαγή από την «ξένη κατοχή», από την «εξάρτηση» από το διεθνές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο, θέτοντας ωστόσο εν πολλοίς στο απυρόβλητο την κυριαρχία της ελληνικής αστικής τάξης και των ανώτερων μικροαστικών στρωμάτων. Μ’ αυτή την έννοια επιστρατεύονται ιστορικές αντιστοιχήσεις με εγχειρήματα και διαδικασίες «εθνικής απελευθέρωσης». Ωστόσο σ’ αυτή την περίπτωση η ριζοσπαστική πολιτική επικεντρώνεται πρωταρχικά στην αντιπαλότητα σε μία μόνον από τις δύο όψεις της σύγχρονης νεοφιλελεύθερης στρατηγικής: Απαλλαγή από τα δεσμά του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος και των συνακόλουθων υπαγορεύσεων, αλλά και αποχή από οποιαδήποτε ουσιαστικά μέτρα που θίγουν καίρια την αστική κυριαρχία στο εσωτερικό της χώρας.
Εντούτοις, αν εξετάσει κανείς λεπτομερειακά τα μέτρα υλοποίησης των τριών μέχρι σήμερα μνημονίων, θα διαπιστώσει ότι αφορούν μεν στην εξυπηρέτηση της αποπληρωμής του δημόσιου χρέους, αλλά στην μεγαλύτερη πλειονότητά τους έχουν να κάνουν με την βίαιη αναδιανομή εισοδήματος από την μισθωτή εργασία προς όφελος της επιχειρηματικής κερδοφορίας, καθιστώντας την εργατική δύναμη «φθηνή, πειθήνια, απορρυθμισμένη, απροστάτευτη». Στην πρώτη κατηγορία των μέτρων λιτότητας ανήκουν οι αποκρατικοποιήσεις και οι φορολογικές επιβαρύνσεις (δ + ε), ενώ στην δεύτερη κατηγορία περιλαμβάνεται η μείωση του άμεσου εισοδήματος μισθωτών, ανέργων και συνταξιούχων, καθώς και του έμμεσου κοινωνικού μισθού (α + β + γ). Μάλιστα επιπρόσθετα η υπερδιογκωμένη ανεργία δεν προκύπτει ευθέως και μόνον από την επενέργεια των ρυθμίσεων της Ζώνης του Ευρώ, αλλά απορρέει ευθέως από την οξεία κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και την συνεπαγόμενη εκκαθάριση εκατοντάδων εργοστασίων με αρνητική αποδοτικότητα κεφαλαίων.
Κατά συνέπεια οι μνημονιακές πολιτικές υπηρετούν πρωταρχικά και κύρια τις ανάγκες της ελληνικής αστικής τάξης, η οποία είδε την ισχύ της να κλονίζεται με την έναρξη και ανάπτυξη της κρίσης του 2008, να υπερβεί την κρίση αναπαραγωγής της και την επάνοδό της στην κερδοφορία (ήδη από το 2014 – 15), ριζικά σε βάρος των λαϊκών τάξεων (ισχυρή εισοδηματική λιτότητα + σταθερά υψηλή ανεργία). Άρα το κεντρικό περιεχόμενο των μνημονιακών πολιτικών έχει να κάνει κυρίως με την εφαρμογή ενός καπιταλιστικού μοντέλου εξαγωγής μορφών απόλυτης υπεραξίας (κι’ αυτό προφανώς όχι μόνον στην ελληνική κοινωνία αλλά και στην γαλλική, ιταλική, ισπανική κλπ.), και παράλληλα σε ένα δεύτερο επίπεδο με τον μηχανισμό τοκογλυφικής απομύζησης του εργαζόμενου λαού για την αποπληρωμή δανείων που συνήψαν η αστική τάξη και το κυβερνητικό πολιτικό της προσωπικό.
Έτσι η σχεδόν δήμευση των εργατικών εισοδημάτων, η μαζική καταστροφή της υπερμεγέθους ανεργίας, η άνευ προηγουμένου περικοπή των συντάξεων δεν κατευθύνονται μόνον στα ταμεία των ευρωπαϊκών τραπεζικών ιδρυμάτων, αλλά ταυτόχρονα αποσκοπούν στην ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας και συσσώρευσης της κυρίαρχης ελληνικής αστικής τάξης. Άλλωστε η όποια «ξενική κυριαρχία» δεν έχει επιβληθεί στην ελληνική οικονομία κατά έναν τρόπο βίαιης «εξωτερικής επιβολής», παρά την θέληση των ελληνικών κυβερνήσεων, που εξυπηρετούν τα αστικά συμφέροντα (ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ). Το αντίστροφο συνέβη : Η ελληνική αστική τάξη και οι πολιτικοί της σχηματισμοί, είναι αυτοί που δημιούργησαν αυτή την υπερδιόγκωση του δημόσιου χρέους, για την κάλυψη των ιδίων τους των δημοσιονομικών αναγκών, του δικού τους αστικού κράτους, χωρίς καμία συμμετοχή και ωφέλεια των εργαζομένων τάξεων.
Κι’ αυτή η καταχρηστική και αδιάλειπτη δανειοδότηση, με την συνεχή αποπληρωμή των δόσεων των τοκοχρεολυσίων, έγινε και συνεχίζει να γίνεται με αντίτιμο αυτή την ευρεία προσφυγή στην εξαγωγή μορφών απόλυτης υπεραξίας, προκειμένου να ενισχυθεί η παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα του ελληνικού καπιταλισμού. Η ελληνική αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό (του ΣΥΡΙΖΑ συμπεριλαμβανομένου σήμερα) δεν είναι «εθελόδουλη», «συμμορία δωσιλόγων», «υποτελής», «στρεβλή» και «ανάπηρη» : Πρόκειται απεναντίας για μια ταξικά ισχυρή αστική τάξη, μαζί με τα δορυφορικά της ανώτερα μικροαστικά στρώματα, ενσωματωμένη ολοκληρωτικά στην υπερεθνική ένωση των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων, και η οποία χρησιμοποιεί (και χρησιμοποιείται) την ισχύ των υπερεθνικών καπιταλιστικών μηχανισμών (οικονομικών, νομισματικών, τραπεζικών) προκειμένου να επιβληθεί στο εσωτερικό της χώρας αυτή η ιστορική μετάλλαξη του μοντέλου καπιταλιστικής συσσώρευσης, γιατί διαφορετικά ο κλονισμός του 2008 θα την οδηγούσε στην κατάρρευση.
Η προτεραιότητα της αντιπαλότητας στην καπιταλιστική διαχείριση
Το ζήτημα είναι ότι οι δυνάμεις της αστικής κυριαρχίας στην Ελλάδα, πέραν της δημιουργίας του δημόσιου υπερδανεισμού, εκείνο που επιδιώκουν δια μέσου των μνημονίων, πέραν των άλλων, είναι και η μετάθεση του βάρους αποπληρωμής του δημόσιου χρέους στους ώμους των λαϊκών τάξεων, τόσο με τις περικοπές των δημόσιων κοινωνικών δαπανών, όσο και με τις εξοντωτικές φορολογικές επιβαρύνσεις. Γι’ αυτό και η κατάσταση που προκύπτει αθροιστικά (μέτρα εργασιακής απορρύθμισης + μέτρα φορολογικής απομύζησης), προσλαμβάνει πραγματικά χαρακτηριστικά «πολεμικής καταστροφής», εφόσον τα λαϊκά εισοδήματα αφαιμάζονται διπλά : Από τη μια πλευρά για να τροφοδοτήσουν την αναδιανομή προς όφελος του επιχειρηματικού κεφαλαίου και σε βάρος των λαϊκών τάξεων, και από την άλλη πλευρά για την εξυπηρέτηση ενός δημόσιου χρέους ολοκληρωτικά «ξένου» με τη μισθωτή εργασία.
Προκύπτει έτσι ότι ο πρωταρχικός αντίπαλος του ελληνικού αριστερού και εργατικού κινήματος είναι η καπιταλιστική οικονομική διαχείριση της κρίσης υπερσυσσώρευσης, η κερδοφόρος ανασύνταξη του επιχειρηματικού κεφαλαίου. Ακριβώς όπως στη σημερινή γαλλική κοινωνία ο αντίπαλος του νεολαιίστικου και συνδικαλιστικού κινήματος είναι η γαλλική εργοδοσία και η σύμφωνη με αυτήν νεοφιλελεύθερη διαχείριση του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Από εκεί και πέρα, και επειδή ο ελληνικός καπιταλισμός και το αστικό κράτος, είναι ενταγμένοι οργανικά στο πλαίσιο της υπερεθνικής καπιταλιστικής ενοποίησης (που προωθεί τις κάθε είδους αντιλαϊκές ρυθμίσεις και μεταλλάξεις), και επειδή οι δυνάμεις της αστικής κυριαρχίας προσέφυγαν στον υπερδανεισμό για να αντιμετωπίσουν τις δικές τους «μαύρες δημοσιονομικές τρύπες», η αντιπαλότητα αυτή εκ των πραγμάτων στρέφεται ταυτόχρονα και προς την κατεύθυνση της ευρωπαϊκής οικονομικής και νομισματικής ολοκλήρωσης. Πολύ περισσότερο σήμερα που η ελληνική αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό έχουν αναγάγει σε κυρίαρχο άξονα της πολιτικής τους τον συνεχή δημόσιο δανεισμό από τα ευρωπαϊκά χρηματοπιστωτικά κέντρα, τα οποία και εξ αυτού του λόγου επιβάλλουν την δρακόντεια δημοσιονομική πολιτική λιτότητας, προκειμένου να εξασφαλίσουν την εξυπηρέτηση των χορηγούμενων δανείων.
Απεναντίας η υιοθέτηση της πολιτικής λογικής ότι για την σημερινή οικονομική καταστροφή και κοινωνική εξαθλίωση, η γενεσιουργός αιτία είναι μονοδιάστατα και πρωταρχικά η λειτουργία της Ευρωζώνης και οι νομισματικοί κανόνες που την συνοδεύουν, με την παράλληλη θέση στο απυρόβλητο των ταξικών συμφερόντων της εθνικής αστικής τάξης, δεν υπηρετεί ευθέως τα ταξικά εργατικά συμφέροντα των ελλήνων εργαζομένων, ανέργων, συνταξιούχων κλπ. Μάλιστα η συνοδευτική αυτής της αντίληψης άποψη ότι οι κυρίαρχες κοινωνικές τάξεις, με την συνέργεια ενός «ανεξάρτητου και κυρίαρχου» κράτους, θα προωθήσουν την ανάπτυξη και την επούλωση των μνημονιακών πληγών, είναι εξολοκλήρου έωλη, γιατί δεν είναι παρά αυτές οι τάξεις που: Μέσα από την οικονομική τους κρίση προκάλεσαν την παραγωγική καταστροφή και την μαζική ανεργία, δεν είναι παρά αυτές που επέβαλαν τα συνεχή μνημόνια, δεν είναι παρά αυτές που έχουν αντικειμενικά ταξικά συμφέροντα με την ενιαία νομισματική ευρωπαϊκή αγορά. Μια οικονομία απαλλαγμένη από τις δουλείες και τους καταναγκασμούς της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά με άθικτο ουσιαστικά τον χαρακτήρα του σύγχρονου ελληνικού καπιταλιστικού επιχειρηματικού τομέα, θα οδηγεί εκ του ασφαλούς και στα σίγουρα στην μόνιμη αναπαραγωγή της μνημονιακής πολιτικής, δηλαδή στην επιβολή του μοντέλου εξαγωγής μορφών απόλυτης υπεραξίας.
Κατά συνέπεια, το μέτωπο ταξικής αντιπαλότητας του ελληνικού ριζοσπαστικού αριστερού κινήματος, περιλαμβάνει πρωτίστως την αντιπαλότητα στις αστικές μορφές διαχείρισης της κρίσης υπερσυσσώρευσης, που εκφράζονται με τα μνημόνια, και εξ αυτού του λόγου διευρύνεται ταυτόχρονα και παράλληλα στην αντιπαράθεση με τους θεσμούς και κανόνες της ευρωπαϊκής πολιτικής και νομισματικής ολοκλήρωσης. Αν συνέβαινε το μονοδιάστατα αντίστροφο (έξοδος από το ευρώ, για την επίτευξη της εθνικής οικονομικής ανάπτυξης, με θέση στο απυρόβλητο του επιχειρηματικού κεφαλαίου) δεν θα είχε γόνιμα για τις λαϊκές τάξεις αποτελέσματα και δεν θα υπηρετούσε ευθέως τα ταξικά λαϊκά συμφέροντα. Η οποιαδήποτε μορφή αφετηριακής απαγκίστρωσης από τις ρυθμίσεις του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος δεν μπορεί παρά να είναι μια διάσταση της κύριας και πρωταρχικής κοινωνικής αντικαπιταλιστικής αλλαγής στην Ελλάδα, διαφορετικά σηματοδοτεί μια διαδικασία που δεν μπορεί να έχει κανένα αποτέλεσμα για το λαϊκό εργατικό κίνημα. Η αντιπαλότητα στην αστική διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης και στα μνημονιακά εργαλεία για την εξυπηρέτησή της, είναι αυτή που επιφέρει και την αναγκαστική αντιπαλότητα προς την ευρωπαϊκή νομισματική ενοποίηση, ενώ το αντίστροφο δεν ισχύει (η έξοδος από την Ευρωζώνη από μόνη της δεν επιφέρει ριζοσπαστικές τομές στην καπιταλιστική οικονομική λειτουργία). Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν «υποτάχθηκε» αφετηριακά στα κελεύσματα των ευρωπαϊκών θεσμών τον Ιούλιο του 2015, και ως εκ τούτου εγκατέλειψε το ριζοσπαστικό κοινωνικό του πρόγραμμα. Απεναντίας, από τον Ιούνιο 2012 μέχρι και το καλοκαίρι του 2015 (επί μια ολόκληρη τριετία) έκανε πολλές διαδοχικές υποκλίσεις στην ελληνική αστική τάξη (εγκατάλειψη της πολιτικής του «να πληρώσουν οι πλούσιοι», ξεκάθαρες τοποθετήσεις στα συνέδρια του ΣΕΒ και του ελληνοαμερικανικού επιμελητηρίου κλπ.), και γι’ αυτό στη συνέχεια οδηγήθηκε και στην υπόκλιση στις ευρωπαϊκές οικονομικές υπαγορεύσεις.