Πρώτο Μέρος : Κομβικές εξάρσεις του εργατικού κινήματος - Δεύτερο Μέρος : Οι σύγχρονοι όροι της εργατικής εξουσίας

Διε­ρεύ­νη­ση των όρων ανά­τα­ξης του κοι­νω­νι­κού κι­νή­μα­τος

          Τρία χρό­νια μετά την άνοδο του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στην δια­κυ­βέρ­νη­ση της χώρας και την ολο­σχε­ρή μνη­μο­νια­κή του με­τα­στρο­φή, την με­τα­τό­πι­σή του δη­λα­δή στο αντί­πα­λο στρα­τό­πε­δο της αστι­κής πο­λι­τι­κής, δια­πι­στώ­νε­ται η αδρα­νο­ποί­η­ση του ερ­γα­τι­κού και λαϊ­κού κι­νή­μα­τος στην αντι­με­τώ­πι­ση των κα­τα­στρε­πτι­κών απο­τε­λε­σμά­των της κα­πι­τα­λι­στι­κής κρί­σης και των μνη­μο­νια­κών πο­λι­τι­κών της τε­λευ­ταί­ας οκτα­ε­τί­ας. Πα­ράλ­λη­λα είναι πε­ρισ­σό­τε­ρο από προ­φα­νές ότι η ανα­τρο­πή και ακύ­ρω­ση των θε­με­λιω­δών συ­νε­πειών τους (υψηλή ανερ­γία, κα­τε­δά­φι­ση ερ­γα­σια­κών σχέ­σε­ων, μειώ­σεις μι­σθών και απο­ψί­λω­ση συ­ντά­ξε­ων, ιδιω­τι­κο­ποι­ή­σεις δη­μό­σιων επι­χει­ρή­σε­ων κλπ.), πα­ρό­λες τις το­πο­θε­τή­σεις των σχη­μα­τι­σμών του αρι­στε­ρού κι­νή­μα­τος και των τα­ξι­κών ερ­γα­τι­κών πα­ρα­τά­ξε­ων, δεν μπο­ρεί να ανα­δει­χθεί παρά με αφε­τη­ρία και στην βάση της κί­νη­σης του λαϊ­κού πα­ρά­γο­ντα, η οποία προς ώρας δεν εμ­φα­νί­ζε­ται στο κε­ντρι­κό πο­λι­τι­κό προ­σκή­νιο.

          Η αι­τιο­λο­γία αυτής της λαϊ­κής κι­νη­μα­τι­κής πα­ρά­λυ­σης, που έχει ήδη ανα­λυ­θεί, συ­νο­πτι­κά εντο­πί­ζε­ται : Στο μεί­ζον πο­λι­τι­κό πλήγ­μα που έχει επι­φέ­ρει το ιστο­ρι­κά πρω­το­φα­νές γε­γο­νός της ανά­δει­ξης ενός αρι­στε­ρού κόμ­μα­τος στην κυ­βερ­νη­τι­κή εξου­σία και της ευθύς εξ αρχής υιο­θέ­τη­σης της πο­λι­τι­κής γραμ­μής των αντί­πα­λων νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρων κομ­μά­των (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ), της ελ­λη­νι­κής αστι­κής τάξης και των υπα­γο­ρεύ­σε­ων των ευ­ρω­παϊ­κών οι­κο­νο­μι­κών κέ­ντρων. – Στη νίκη που έχει πραγ­μα­το­ποι­ή­σει το κε­φά­λαιο επί της ερ­γα­σί­ας, με την έκλυ­ση της μα­ζι­κής ανερ­γί­ας που έχει προ­έλ­θει από τις εκ­κα­θα­ρι­στι­κές λει­τουρ­γί­ες της κρί­σης υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης και τις δρα­κό­ντειες δη­μο­σιο­νο­μι­κές πο­λι­τι­κές. – Την στα­δια­κή πα­ρα­φθο­ρά μέ­χρις εσχά­των του ερ­γα­τι­κού συν­δι­κα­λι­σμού στην  κα­πι­τα­λι­στι­κή πα­ρα­γω­γή, αλλά και την άπνοια που δια­κρί­νει το ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα στον δη­μό­σιο τομέα, πα­ρό­λη την στοι­χειώ­δη του φορ­μα­λι­στι­κή υπό­στα­ση σ’ αυτόν. – Τον κα­τα­κερ­μα­τι­σμό των ερ­γα­τι­κών ταυ­το­τή­των που απορ­ρέ­ει από την ου­σια­στι­κή παν­σπερ­μία πλέον των μορ­φών απα­σχό­λη­σης (προ­σω­ρι­νή και με­ρι­κή απα­σχό­λη­ση, μαύρη ερ­γα­σία κ.ά.) που εμπο­δί­ζουν την ενιαία αντι­με­τώ­πι­ση των κοι­νω­νι­κών ζη­τη­μά­των. – Την δίχως ιστο­ρι­κό προη­γού­με­νο αφε­ρεγ­γυό­τη­τα και ανα­ξιο­πι­στία, την «εξα­φά­νι­ση» από το προ­σκή­νιο των μη­χα­νι­σμών του θε­σμι­κού ερ­γο­δο­τι­κού και μνη­μο­νια­κού συν­δι­κα­λι­σμού όπως δια­μορ­φώ­νο­νται σε τρι­το­βάθ­μιο επί­πε­δο (ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ), και της πλή­ρους απρο­θυ­μί­ας και αδυ­να­μί­ας να τρο­φο­δο­τή­σουν τη οποια­δή­πο­τε μορφή αντί­στα­σης της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας. – Τον δια­χω­ρι­σμό και τις ασύμ­πτω­τες πο­ρεί­ες που ακο­λου­θού­νται στο επί­πε­δο των τα­ξι­κών ερ­γα­τι­κών πα­ρεμ­βά­σε­ων και κι­νή­σε­ων από τις δυ­νά­μεις των αγω­νι­στι­κών κοι­νω­νι­κών πα­ρα­τά­ξε­ων.

          Όλη αυτή η ανα­φο­ρά δεν γί­νε­ται για να κα­τα­λή­ξου­με στο συ­μπέ­ρα­σμα ότι έχει κλεί­σει ο κύ­κλος του κι­νη­μα­τι­κού ερ­γα­τι­κού συν­δι­κα­λι­σμού, όπως είχε ανα­δει­χθεί στην πρώτη πε­ρί­ο­δο των μνη­μο­νί­ων. Ούτε εξί­σου γί­νε­ται για να κα­τα­λή­ξου­με στο συ­μπέ­ρα­σμα ότι εφό­σον το λαϊκό κί­νη­μα έχει πα­ρο­πλι­σθεί, θα πρέ­πει να στρα­φού­με ολο­σχε­ρώς προς πο­λι­τι­κές αρι­στε­ρές δια­δι­κα­σί­ες ανά­τα­ξης των πραγ­μά­των, γιατί αυτές δεν μπο­ρούν να γί­νουν χωρίς μια ενερ­γό κοι­νω­νι­κή έδρα­ση. Και κατά μεί­ζο­να λόγο δεν μπο­ρεί κα­νείς, κατά τρόπο ανεκ­δι­ή­γη­το, και εν πολ­λοίς πέραν της φυ­σιο­γνω­μί­ας της Αρι­στε­ράς και της ερ­γα­τι­κής τάξης, να ανα­ζη­τή­σει διε­ξό­δους στα συλ­λα­λη­τή­ρια του εθνι­κι­σμού και νε­ο­να­ζι­σμού, της ακρο­δε­ξιάς, του εκ­κλη­σια­στι­κού σκο­τα­δι­σμού, των στρα­το­κρα­τι­κών αντι­λή­ψε­ων κ.ά. που είναι προ­ϊ­όν της ήττας του αντι­μνη­μο­νια­κού λαϊ­κού κι­νή­μα­τος, και σε καμία πε­ρί­πτω­ση «στρε­βλής» ανά­δει­ξης των επι­διώ­ξε­ων του λαϊ­κού πα­ρά­γο­ντα. Θε­με­λια­κή επι­δί­ω­ξη είναι η διε­ρεύ­νη­ση των ση­με­ρι­νών υλι­κών όρων, κοι­νω­νι­κών, πο­λι­τι­κών και ιδε­ο­λο­γι­κών για την επα­νεμ­φά­νι­ση της ερ­γα­τι­κής λαϊ­κής δυ­να­μι­κής, κι­νη­τή­ριας δύ­να­μης για οποια­δή­πο­τε εναλ­λα­κτι­κή αντι­μνη­μο­νια­κή, ρι­ζο­σπα­στι­κή, σο­σια­λι­στι­κή πο­ρεία χει­ρα­φέ­τη­σης του ερ­γα­ζό­με­νου λαού. Μ’ αυτή την έν­νοια, σ’ αυτή την ση­με­ρι­νή δυ­σχε­ρέ­στα­τη, από την άποψη των τα­ξι­κών συ­σχε­τι­σμών, συ­γκυ­ρία, είναι ανα­γκαίο να ανα­τρέ­ξου­με στην 45χρο­νη πο­ρεία της με­τα­πο­λι­τευ­τι­κής ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας, και να προ­σεγ­γί­σου­με αυ­τούς τους όρους ιστο­ρι­κής κί­νη­σης της ερ­γα­τι­κής τάξης, ως οδηγό για την ση­με­ρι­νή ανά­τα­ξη.

Ερ­γα­τι­κός ρι­ζο­σπα­στι­σμός σε σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κή διέ­ξο­δο

          Α) Η πρώτη με­τα­πο­λι­τευ­τι­κή μα­ζι­κή ανά­δει­ξη του κι­νή­μα­τος της ερ­γα­τι­κής τάξης, και μά­λι­στα με μορ­φές εξαι­ρε­τι­κά πρω­το­πο­ρια­κές σε ευ­ρω­παϊ­κό επί­πε­δο, ανα­δεί­χθη­κε στην δε­κα­ε­τία 1975 – 85, με την φα­ντα­σμα­γο­ρι­κή εξά­πλω­ση των ερ­γο­στα­σια­κών σω­μα­τεί­ων καθώς και εκεί­νων των δη­μό­σιων κοι­νω­φε­λών επι­χει­ρή­σε­ων, που συν­δέ­θη­καν ορ­γα­νι­κά με την ανερ­χό­με­νη σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία. Το κί­νη­μα αυτό κα­τόρ­θω­σε κυ­ρί­αρ­χα να «νο­μι­μο­ποι­ή­σει» την συλ­λο­γι­κή υπό­στα­ση της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας , κατά έναν τρόπο αντί-συ­ντε­χνια­κό, δη­λα­δή διε­παγ­γελ­μα­τι­κό (από την κα­θα­ρί­στρια μέχρι τον μη­χα­νι­κό), μέσα στην ίδια την καρ­διά της ερ­γο­στα­σια­κής πα­ρα­γω­γής. Με την με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κή πο­λι­τι­κή «αλ­λα­γή» του 1981 κα­τόρ­θω­σε και επέ­βα­λε μια ισχυ­ρή βελ­τί­ω­ση των ερ­γα­τι­κών απο­δο­χών, την πεν­θή­με­ρη εβδο­μά­δα ερ­γα­σί­ας των 40 ωρών και τον δη­μο­κρα­τι­κό συν­δι­κα­λι­στι­κό νόμο (1264 / 1982) που ήρθε να αντι­κα­τα­στή­σει την προη­γού­με­νη αντερ­γα­τι­κή νο­μο­θε­σία (330 / 1976), και την εκ­κα­θά­ρι­ση του θε­σμι­κού συν­δι­κα­λι­σμού από τον χου­ντι­κό μα­κρη-θε­ο­δω­ρι­σμό.

          Οι πα­ρά­γο­ντες που οδή­γη­σαν σ’ αυτή την γό­νι­μη εξέ­λι­ξη ήταν με­τα­ξύ των άλλων : Το γε­γο­νός ότι σ’ αυτή την πε­ρί­ο­δο η ερ­γα­τι­κή ανερ­γία βρί­σκο­νταν σε εντε­λώς χα­μη­λά επί­πε­δα (ανερ­γία τρι­βής του 3%), πράγ­μα που βοη­θού­σε στο ξε­δί­πλω­μα της ερ­γα­τι­κής συν­δι­κα­λι­στι­κής συ­γκρό­τη­σης. – Η βιο­μη­χα­νι­κή ανά­πτυ­ξη του ελ­λη­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού που είχε προη­γη­θεί θέ­το­ντας τέρμα στην θε­ω­ρία της «ψω­ρο­κώ­σται­νας» και στην εν­δη­μι­κή μι­ζέ­ρια ορι­σμέ­νων αρι­στε­ρών θε­ω­ριών της «υπα­νά­πτυ­ξης» και «εξάρ­τη­σης» της ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας. – Στην απε­λευ­θέ­ρω­ση ενός πολ­λα­πλά κα­τα­πιε­σμέ­νου ερ­γα­τι­κού δυ­να­μι­κού από την επι­βο­λή της στρα­τιω­τι­κής δι­κτα­το­ρί­ας (1967 – 74), με απο­τέ­λε­σμα η ερ­γα­τι­κή τάξη με­τα­πο­λι­τευ­τι­κά να ανα­δεί­ξει πο­λυά­ριθ­μα ερ­γο­στα­σια­κά «πο­λυ­τε­χνεία» του λαϊ­κού ρι­ζο­σπα­στι­σμού. – Η σύν­δε­ση αυτής της κοι­νω­νι­κής κί­νη­σης με ένα αντι-δε­ξιό με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κό πο­λι­τι­κό κί­νη­μα, που λει­τούρ­γη­σε κάτω και από την ισχυ­ρή πίεση της ενερ­γο­ποι­η­μέ­νης κι­νη­μα­τι­κά ερ­γα­τι­κής τάξης (άλλο αν η κομ­μου­νι­στι­κή Αρι­στε­ρά εκεί­νης της πε­ριό­δου αδυ­να­τού­σε να τεθεί επι­κε­φα­λής αυτής της κί­νη­σης). – Τέλος, η προ­βο­λή στο προ­σκή­νιο μιας εκρη­κτι­κής ιδε­ο­λο­γι­κής ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­σης, από­το­κος των Ιου­λια­νών και της εξέ­γερ­σης του Πο­λυ­τε­χνεί­ου, που έδινε τα­ξι­κή αυ­το­πε­ποί­θη­ση στις ερ­γα­ζό­με­νες τά­ξεις, και το κυ­ριό­τε­ρο ανί­χνευε δρό­μους στρα­τη­γι­κής απε­λευ­θέ­ρω­σης της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας, δη­λα­δή σο­σια­λι­στι­κού με­τα­σχη­μα­τι­σμού.

          Συ­νέ­τρε­ξαν άρα σ’ αυτή την πε­ρί­πτω­ση ένα σύ­νο­λο «ευ­νοϊ­κών» πα­ρα­γό­ντων που αξιο­ποί­η­σε ο ερ­γα­ζό­με­νος κό­σμος για να αλ­λά­ξει τους τα­ξι­κούς συ­σχε­τι­σμούς προς όφε­λός του : Κα­πι­τα­λι­στι­κή ανά­πτυ­ξη, χα­μη­λή ανερ­γία, πο­λι­τι­κή εκ­προ­σώ­πη­ση του νέου ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος, αν­θο­φο­ρία των αρι­στε­ρών ιδε­ο­λο­γιών δια­φό­ρων απο­χρώ­σε­ων. Το μόνο που απου­σί­α­σε και στά­θη­κε κα­θο­ρι­στι­κό για τις πα­ρα­πέ­ρα εξε­λί­ξεις των πραγ­μά­των ήταν η ανε­πάρ­κεια δια­δρα­μά­τι­σης κα­θο­ρι­στι­κού και απο­φα­σι­στι­κού ρόλου αυτών των ερ­γα­τι­κών συλ­λο­γι­κο­τή­των μέσα στο ίδιο το θε­σμι­κό πλαί­σιο των πο­λι­τι­κών μη­χα­νι­σμών της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας του ΠΑΣΟΚ, η λει­τουρ­γία τους ως αντί­βα­ρο στην με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κή και εκ­συγ­χρο­νι­στι­κή του πο­λι­τι­κή, ως ανά­χω­μα στον βα­θύ­τε­ρο πο­λι­τι­κό του ρόλο για την επι­δί­ω­ξη της «μα­κρο­πρό­θε­σμης στα­θε­ρο­ποί­η­σης των κα­πι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων πα­ρα­γω­γής». Ο πρω­το­γε­νής και νευ­ραλ­γι­κός πα­ρά­γων ( = κι­νη­το­ποι­η­μέ­νη ερ­γα­τι­κή τάξη) με­τα­τρά­πη­κε σε δευ­τε­ρο­γε­νή υπο­τε­λή «συγ­γε­νή» της πο­λι­τι­κής, διοι­κη­τι­κής και κοι­νο­βου­λευ­τι­κής μορ­φής της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας, η οποία δεν άρ­γη­σε να εγκα­τα­λεί­ψει ατά­κτως τον με­ταρ­ρυθ­μι­σμό της και να προ­σχω­ρή­σει στην πο­ρεία προς τον μο­νε­τα­ρι­σμό και το νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό.

Τα­ξι­κή αντι­πα­ρά­θε­ση με την οι­κου­με­νι­κή δια­κυ­βέρ­νη­ση ;

          Β) Η δεύ­τε­ρη έξαρ­ση του ερ­γα­τι­κού συν­δι­κα­λι­στι­κού κι­νή­μα­τος κα­τα­γρά­φε­ται στο δεύ­τε­ρο μισό της δε­κα­ε­τί­ας του 1980, όπου άρ­χι­σε να υλο­ποιεί­ται η μο­νε­τα­ρι­στι­κή με­τα­στρο­φή της κυ­βέρ­νη­σης του ΠΑΣΟΚ, ως πρώτη μορφή προ­σχώ­ρη­σης της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας στον αρ­χό­με­νο σε πα­γκό­σμια κλί­μα­κα νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό, συ­νέ­χεια των πο­λι­τι­κών Μ. Θά­τσερ και Ρ. Ρή­γκαν. Αυτή η με­τα­στρο­φή, σε συν­δυα­σμό με την ανά­δει­ξη του κρί­σι­μου πα­ρα­γω­γι­κού ζη­τή­μα­τος των «προ­βλη­μα­τι­κών» επι­χει­ρή­σε­ων (πτώση της κα­πι­τα­λι­στι­κής απο­δο­τι­κό­τη­τας εξ αι­τί­ας της πρώ­της με­τα­πο­λε­μι­κά κρί­σης υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης του κε­φα­λαί­ου), οδη­γεί την με­γά­λη πλειο­ψη­φία της συν­δι­κα­λι­στι­κής βάσης της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας (σω­μα­τεία  βιο­μη­χα­νί­ας και δη­μό­σιων επι­χει­ρή­σε­ων) σε ανοι­χτή ρήξη με την κυ­βέρ­νη­ση του ΠΑΣΟΚ και κα­τα­λή­γει στη δη­μιουρ­γία της ΣΣΕΚ (Σο­σια­λι­στι­κή Συν­δι­κα­λι­στι­κή Ερ­γα­το­ϋ­παλ­λη­λι­κή Κί­νη­ση). Αυτή συ­γκρο­τεί συμ­μα­χία με τις συν­δι­κα­λι­στι­κές δυ­νά­μεις της Αρι­στε­ράς (ΕΣΑΚ με πα­ρου­σία στα κλα­δι­κά συν­δι­κά­τα και ΑΕΜ κυ­ρί­ως στο δη­μό­σιο τομέα), και έτσι προ­κύ­πτει τα­ξι­κή πλειο­ψη­φία στο με­γα­λύ­τε­ρο μέρος των συν­δι­κα­λι­στι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων της χώρας σε όλα τα επί­πε­δα εκ­προ­σώ­πη­σης. Οι πο­λυ­σή­μα­ντες πα­νερ­γα­τι­κές κι­νη­το­ποι­ή­σεις που ξε­κί­νη­σαν δια­σφά­λι­σαν μια δίχως προη­γού­με­νο ερ­γα­τι­κή συμ­με­το­χή και η δυ­να­μι­κή τους μπο­ρού­σε να αντι­με­τω­πί­σει ευ­θέ­ως τον αρ­χό­με­νο νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό του ΠΑΣΟΚ και το νε­ο­συ­ντη­ρη­τι­σμό της ΝΔ.

          Ενώ λοι­πόν τα πράγ­μα­τα μετά το 1986 κι­νού­νταν σε μία κα­τεύ­θυν­ση ισχυ­ρής ανά­πτυ­ξης μιας ενω­τι­κής τα­ξι­κής ερ­γα­τι­κής δυ­να­μι­κής, το κί­νη­μα αυτό εξα­ντλή­θη­κε γιατί αντι­με­τώ­πι­σε την ολό­πλευ­ρη με­τα­στρο­φή της ενιαί­ας τότε Αρι­στε­ράς (ΚΚΕ + ΕΑΡ), προς τον κυ­βερ­νη­τι­σμό, τον εκ­συγ­χρο­νι­σμό και την ανα­πτυ­ξιο­λο­γία. Αντί η Αρι­στε­ρά να ανα­λά­βει την πο­λι­τι­κή εκ­προ­σώ­πη­ση και την μα­ζι­κή υπο­στή­ρι­ξη αυτού του αντί – μο­νε­τα­ρι­στι­κού κι­νή­μα­τος, με­τα­τρά­πη­κε σε «αρ­χάγ­γε­λο της κά­θαρ­σης» και μά­λι­στα συμ­μά­χη­σε στο κυ­βερ­νη­τι­κό επί­πε­δο αρ­χι­κά με την αντι­δρα­στι­κή ΝΔ (κυ­βέρ­νη­ση Τ. Τζα­νε­τά­κη) και στη συ­νέ­χεια και με το ΠΑΣΟΚ (οι­κου­με­νι­κή κυ­βέρ­νη­ση Ξ. Ζο­λώ­τα). Αντί δη­λα­δή να απο­στα­θε­ρο­ποι­ή­σει την κλο­νι­ζό­με­νη τότε αστι­κή δι­κομ­μα­τι­κή κυ­ριαρ­χία, ήρθε να γίνει αρω­γός της «εξυ­γί­αν­σης» και απο­κα­τά­στα­σης της στα­θε­ρό­τη­τας του αστι­κού πο­λι­τι­κού συ­στή­μα­τος, συμ­βάλ­λο­ντας στην διά­νοι­ξη του δρό­μου για την αναρ­ρί­χη­ση της με­τω­πι­κής συ­ντη­ρη­τι­κής πα­ρά­τα­ξης στην εξου­σία το 1990, κό­βο­ντας ταυ­τό­χρο­να τους δε­σμούς με την ερ­γα­τι­κή βάση της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας που και τότε στρέ­φο­νταν προς τα «αρι­στε­ρά».

          Το συ­μπέ­ρα­σμα από αυτή την δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση έξαρ­σης του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος, και στη συ­νέ­χεια εκ­φυ­λι­σμού του, είναι ότι η τα­ξι­κή ερ­γα­τι­κή κι­νη­το­ποί­η­ση δεν μπο­ρεί να ανοί­ξει ευ­ρύ­τε­ρους ορί­ζο­ντες εφό­σον στε­ρεί­ται πο­λι­τι­κής διε­ξό­δου, την οποία το μεν ΠΑΣΟΚ εγκα­τέ­λει­ψε με την υιο­θέ­τη­ση του μο­νε­τα­ρι­σμού, η δε «ενω­μέ­νη» Αρι­στε­ρά της γύ­ρι­σε την πλάτη μια και ήθελε να δο­κι­μά­σει την τύχη της στις συ­γκυ­βερ­νή­σεις με τις δυ­νά­μεις του αστι­κού δι­κομ­μα­τι­σμού. Βέ­βαια σε τέ­τοιες συν­θή­κες μπο­ρεί να τεθεί το ζή­τη­μα της ευ­θεί­ας πο­λι­τι­κής αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κής υπο­κει­με­νο­ποί­η­σης του ίδιου του εν κι­νή­σει ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος. Ωστό­σο δεν υπήρ­χαν πλέον τέ­τοιοι υπο­κει­με­νι­κοί όροι για ένα τέ­τοιου εί­δους εγ­χεί­ρη­μα, εφό­σον οι αρι­στε­ρές συν­δι­κα­λι­στι­κές πα­ρα­τά­ξεις «απο­σύρ­θη­καν» χάριν του Κοι­νού Πο­ρί­σμα­τος ΚΚΕ και ΕΑΡ, οι δε δυ­νά­μεις που μα­ζι­κά είχαν απο­χω­ρή­σει από την ΠΑΣΚΕ ξα­να­πή­ραν τον δρόμο της επι­στρο­φής στην «πα­τρώα γη», παίρ­νο­ντας ως ανταλ­λάγ­μα­τα βου­λευ­τι­κές έδρες, υπουρ­γι­κές θέ­σεις και διοι­κη­τι­κά πόστα στον αστε­ρι­σμό της κυ­ριαρ­χί­ας του ΠΑΣΟΚ.

Το κύ­κνειο άσμα του με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κού ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος

          Γ) Η τρίτη πε­ρί­πτω­ση που το κί­νη­μα της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας ήρθε εκ των πραγ­μά­των στο προ­σκή­νιο με εξαι­ρε­τι­κά μα­ζι­κούς όρους, πραγ­μα­το­ποιώ­ντας την με­γα­λύ­τε­ρη απερ­για­κή κι­νη­το­ποί­η­ση στα σα­ρά­ντα πέντε χρό­νια της με­τα­πο­λι­τευ­τι­κής δια­δρο­μής της χώρας, ήταν η συ­γκυ­ρία του Απρι­λί­ου 2001 με την πα­νερ­γα­τι­κή κι­νη­το­ποί­η­ση όλων των συν­δι­κα­λι­στι­κών φο­ρέ­ων απέ­να­ντι στην επι­χει­ρού­με­νη βα­θειά με­τάλ­λα­ξη του κοι­νω­νι­κού ασφα­λι­στι­κού συ­στή­μα­τος (σχέ­διο νόμου Τ. Γιαν­νί­τση). Ήταν από τις ελά­χι­στες ιστο­ρι­κές φορές που μια τόσο με­γά­λων δια­στά­σε­ων πα­νελ­λα­δι­κή απερ­γία υπο­χρέ­ω­σε εντός της ημέ­ρας την εκ­συγ­χρο­νι­στι­κή και  νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη κυ­βέρ­νη­ση του Κ. Ση­μί­τη να ανα­κρού­σει πρύ­μναν και να απο­σύ­ρει αυτή την αντί – ασφα­λι­στι­κή με­ταρ­ρύθ­μι­ση (συ­νέ­χεια των προη­γού­με­νων του 1990 – 93 του Δ. Σιού­φα).

          Ωστό­σο όμως από ό,τι απο­δεί­χθη­κε στην συ­νέ­χεια επρό­κει­το για το «κύ­κνειο άσμα» του ερ­γα­τι­κού συν­δι­κα­λι­σμού της επο­χής, στο μέτρο που οι δυ­νά­μεις της με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κής ερ­γα­τι­κής σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας είχαν ήδη μπει στην τρο­χιά του με­τα­σχη­μα­τι­σμού τους στον με­τέ­πει­τα ανοι­χτό ερ­γο­δο­τι­κό και συ­ναι­νε­τι­κό συν­δι­κα­λι­σμό, η δε Αρι­στε­ρά, πο­λι­τι­κά και συν­δι­κα­λι­στι­κά, δεν είχε πλέον την δυ­να­μι­κή να δια­μορ­φώ­σει μια προ­ο­πτι­κή διε­ξό­δου απέ­να­ντι στον κυ­βερ­νη­τι­κό νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό. Άλ­λω­στε, όπως απο­δεί­χθη­κε στη συ­νέ­χεια, μέσα στην επό­με­νη διε­τία, η κυ­βέρ­νη­ση του εκ­συγ­χρο­νι­σμού και της εν­σω­μά­τω­σης του ελ­λη­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού στην ΟΝΕ (με­ταίχ­μιο του 2000), δεν άρ­γη­σε να ει­σά­γει εκ νέου το νο­μο­σχέ­διο Δ. Ρέππα για το σύ­στη­μα κοι­νω­νι­κής ασφά­λι­σης που και υπερ­ψη­φί­στη­κε, ση­μα­το­δο­τώ­ντας την απαρ­χή όλων των με­τέ­πει­τα αλ­λα­γών απο­ψί­λω­σης των ερ­γα­τι­κών ασφα­λι­στι­κών δι­καιω­μά­των. Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση ήταν πλέον η εποχή μιας έντο­να κερ­δο­φό­ρας ανά­καμ­ψης του ελ­λη­νι­κού κε­φα­λαί­ου από τα μέσα της δε­κα­ε­τί­ας του 1990 και μέχρι την έναρ­ξη της σύγ­χρο­νης κα­πι­τα­λι­στι­κής κρί­σης (2008), υλο­ποί­η­σης των με­γά­λων τε­χνι­κών έργων υπο­δο­μών, και του μπλο­κα­ρί­σμα­τος των ερ­γα­τι­κών συν­δι­κα­λι­στι­κών διεκ­δι­κή­σε­ων. Πλέον η μι­σθω­τή ερ­γα­σία στρέ­φο­νταν στην δε­κά­ω­ρη κα­θη­με­ρι­νή και εξα­ή­με­ρη εβδο­μα­διαία ερ­γα­σία, προ­κει­μέ­νου να βελ­τιώ­σει τους όρους ζωής της μέσα από την υπε­ρερ­γα­σία, και όχι δια μέσου των τα­ξι­κών ερ­γα­τι­κών κι­νη­το­ποι­ή­σε­ων, πράγ­μα που συ­νέ­βα­λε σε μια ισχυ­ρή απο­νεύ­ρω­ση του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος. Ο νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμός είχε ήδη αρ­χί­σει να αλώ­νει ερ­γα­τι­κές συ­νει­δή­σεις και πρα­κτι­κές…

Ερ­γα­τι­κή προ­ο­πτι­κή που με­τα­κό­μι­σε στο νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό

          Δ) Η τε­λευ­ταία πε­ρί­πτω­ση σπου­δαί­ας έξαρ­σης των ερ­γα­τι­κών κι­νη­το­ποι­ή­σε­ων στά­θη­καν οι συ­νε­χό­με­νες πα­νελ­λα­δι­κές απερ­γί­ες της πε­ριό­δου Άνοι­ξη 2010 – Άνοι­ξη 2012, απέ­να­ντι στα μέτρα του πρώ­του και δεύ­τε­ρου μνη­μο­νί­ου του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Πα­ρό­λη την μα­ζι­κό­τη­τα και τον επί­μο­νο χα­ρα­κτή­ρα τους δεν κα­τόρ­θω­σαν ευ­θέ­ως να ακυ­ρώ­σουν την ψή­φι­ση των εφαρ­μο­στι­κών νόμων των δύο μνη­μο­νί­ων, ωστό­σο προ­κά­λε­σαν την ολο­σχε­ρή απο­νο­μι­μο­ποί­η­ση της νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας, την εκλο­γι­κή της κα­τα­βα­ρά­θρω­ση και την ανα­ζή­τη­ση πο­λι­τι­κής διε­ξό­δου από τον ερ­γα­ζό­με­νο λαϊκό κόσμο «προς τα αρι­στε­ρά» και εν προ­κει­μέ­νω στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, με απο­τέ­λε­σμα αυτός να εκτο­ξευ­θεί εκλο­γι­κά και να κα­τα­λά­βει την  θέση της αξιω­μα­τι­κής αντι­πο­λί­τευ­σης (27% του Ιου­νί­ου 2012).

          Ωστό­σο από εκεί και πέρα και μέχρι σή­με­ρα, τα πράγ­μα­τα ακο­λού­θη­σαν δια­φο­ρε­τι­κή τρο­χιά, εφό­σον αυτή η αρι­στε­ρή στρο­φή νο­ή­θη­κε από τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ μο­νο­διά­στα­τα ως «εκλο­γι­κή» έκ­φρα­ση και επι­λο­γή, μια και ο ίδιος προ­σα­να­το­λί­στη­κε στον εκλο­γι­κι­σμό, τον κυ­βερ­νη­τι­σμό και τον κοι­νο­βου­λευ­τι­κό δρόμο (Ιού­νιος 2012 – Ια­νουά­ριος 2015). Αυτή η πο­λι­τι­κή στάση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, αντί να επα­να­τρο­φο­δο­τή­σει την στή­ρι­ξη και ενί­σχυ­ση του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος που είχε υπο­στεί μια «αγω­νι­στι­κή κό­πω­ση», αντί να δια­μορ­φώ­σει ορ­γα­νι­κές (και όχι μόνον εκλο­γι­κές) σχέ­σεις εκ­προ­σώ­πη­σης με την ερ­γα­τι­κή τάξη, χρη­σι­μο­ποί­η­σε την πλειο­ψη­φι­κή ερ­γα­τι­κή ψήφο για την υπη­ρέ­τη­ση των δικών του υπο­κει­με­νι­κών σκο­πών, των σχε­δια­σμών της ηγε­μο­νι­κής μι­κρο­α­στι­κής εκ­συγ­χρο­νι­στι­κής τε­χνο­κρα­τί­ας : Η ερ­γα­τι­κή τάξη ήταν ευ­πρόσ­δε­κτη για τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ μόνον ως «εκλο­γι­κή πε­λα­τεία» και όχι ως η πρω­ταρ­χι­κή κοι­νω­νι­κή δύ­να­μη ρι­ζο­σπα­στι­κών λαϊ­κών με­τα­σχη­μα­τι­σμών. Η πα­ρου­σία της μι­σθω­τής εκτε­λε­στι­κής ερ­γα­σί­ας εντός της πο­λι­τι­κής υπο­κει­με­νι­κό­τη­τας της Ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς ήταν το λι­γό­τε­ρο πε­ρι­θω­ρια­κή, ένα­ντι των κυ­ρί­αρ­χων στρω­μά­των της μι­κρο­α­στι­κής δια­νοη­τι­κής ερ­γα­σί­ας, που ως εκ της τα­ξι­κής τους φύσης διέ­πο­νταν από κα­τευ­θύν­σεις αστι­κού εκ­συγ­χρο­νι­σμού, ευ­ρω­παϊ­κής κα­πι­τα­λι­στι­κής εν­σω­μά­τω­σης, τε­χνο­κρα­τι­κού εξορ­θο­λο­γι­σμού, εν ολί­γοις ό,τι συ­γκρο­τεί μια αστι­κή πο­λι­τι­κή.

          Έτσι στο διά­στη­μα αυτό επήλ­θε ένας «πα­ρο­πλι­σμός» του τα­ξι­κού συν­δι­κα­λι­στι­κού κι­νή­μα­τος, η συ­στη­μα­τι­κή καλ­λιέρ­γεια μιας στά­σης κοι­νο­βου­λευ­τι­κής «ανα­μο­νής» (από την αξιω­μα­τι­κή αντι­πο­λί­τευ­ση στην κοι­νο­βου­λευ­τι­κή δια­κυ­βέρ­νη­ση), εξα­φα­νί­ζο­ντας από το προ­σκή­νιο τον θε­με­λιώ­δη πα­ρά­γο­ντα (=κί­νη­ση ερ­γα­τι­κής τάξης) ακόμη και στην οπτι­κή μιας υπο­τι­θέ­με­νης «αρι­στε­ρής εκ­δο­χής» του ούτως ή άλλως ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κού ευ­ρω­κομ­μου­νι­σμού. Κι’ ακόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο στην επό­με­νη κυ­βερ­νη­τι­κή πε­ρί­ο­δο του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ (Ια­νουά­ριος 2015 – Ια­νουά­ριος 2018), η κα­θο­λι­κή μνη­μο­νια­κή με­τα­στρο­φή του (σπά­νια πε­ρί­πτω­ση κόμ­μα­τος που εκλέ­γε­ται στη δια­κυ­βέρ­νη­ση μιας χώρας και ανα­λαμ­βά­νει να εφαρ­μό­σει επα­κρι­βώς την πο­λι­τι­κή των αντι­πά­λων του), επέ­φε­ρε το χει­ρό­τε­ρο πλήγ­μα που θα μπο­ρού­σε να δε­χθεί ο ερ­γα­ζό­με­νος και άνερ­γος κό­σμος, από τον ίδιο τον πο­λι­τι­κό σχη­μα­τι­σμό που είχε πλειο­ψη­φι­κά ψη­φί­σει. Αυτή είναι η κύρια πο­λι­τι­κή αιτία που επέ­φε­ρε όπως ήταν φυ­σι­κό την αδρά­νεια και πα­ρά­λυ­ση του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος στα τρία τε­λευ­ταία χρό­νια που ση­μα­δεύ­τη­καν από την εφαρ­μο­γή του τρί­του υπέρ – μνη­μο­νί­ου.

          Το συ­μπέ­ρα­σμα που προ­κύ­πτει είναι ότι δεν μπο­ρεί να ανα­δει­χθεί μια λαϊκή ρι­ζο­σπα­στι­κή εναλ­λα­κτι­κή λύση από πο­λι­τι­κές δυ­νά­μεις που διέ­πο­νται από την μι­κρο­α­στι­κή εκ­συγ­χρο­νι­στι­κή και τε­χνο­κρα­τι­κή ηγε­μο­νία, που εκ της τα­ξι­κής τους φύ­σε­ως είναι η «εμπρο­σθο­φυ­λα­κή» της αστι­κής στρα­τη­γι­κής, είναι οι «δια­με­σο­λα­βη­τές» της αστι­κής κοι­νω­νι­κής εξου­σί­ας, ακόμη και αν εκ­προ­σω­πούν «εκλο­γι­κά» τα λαϊκά ερ­γα­ζό­με­να στρώ­μα­τα. Δεν πρό­κει­ται για θέμα βού­λη­σης ή προ­θέ­σε­ων, ούτε για «προ­δο­σί­ες» και «κω­λο­τού­μπες», αλλά για την ανα­πό­τρε­πτη πο­λι­τι­κή συ­νέ­πεια των τα­ξι­κών δυ­νά­με­ων που κυ­ριαρ­χούν στο εσω­τε­ρι­κό τους. Αντι­μνη­μο­νια­κές αλ­λα­γές τε­λι­κά ή ακόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κοί με­τα­σχη­μα­τι­σμοί δεν μπο­ρούν να προ­ω­θη­θούν, με βάση την υπαρ­κτή πλέον τρα­γι­κή εμπει­ρία, παρά από πο­λι­τι­κούς σχη­μα­τι­σμούς που έχουν ορ­γα­νι­κές σχέ­σεις με την ερ­γα­τι­κή τάξη, βα­σί­ζουν την τα­κτι­κή τους στο έδα­φος κι­νη­μα­τι­κών λαϊ­κών δια­δι­κα­σιών, έχουν κα­το­χυ­ρω­μέ­νο στο εσω­τε­ρι­κό τους τον πρω­τεύ­ο­ντα ρόλο τα­ξι­κών δυ­νά­με­ων των «από κάτω» και όχι μι­κρο­α­στών τε­χνο­κρα­τών και εκ­συγ­χρο­νι­στών, και δεν εξα­ντλούν τη στρα­τη­γι­κή τους στο αστι­κό πο­λι­τι­κό παι­χνί­δι, αλλά ει­σά­γουν πα­ράλ­λη­λα τη διά­στα­ση του ερ­γα­τι­κού ελέγ­χου και εξου­σί­ας ως θε­με­λια­κή πα­ρά­με­τρο και δι­κλεί­δα ασφα­λεί­ας της όποιας αρι­στε­ρής δια­δι­κα­σί­ας με­τά­βα­σης.

ΜΕΡΟΣ Β

Ερ­γα­ζό­με­νοι – Αρι­στε­ρά : Ιστο­ρία προσ­δο­κιών - δια­ψεύ­σε­ων

          Από ολό­κλη­ρη αυτή την συ­νο­πτι­κή ιστο­ρι­κή κρι­τι­κή ανα­φο­ρά προ­κύ­πτει ότι η ανα­γκαία κί­νη­ση της ερ­γα­τι­κής τάξης δεν είναι ένα μο­νο­διά­στα­το «συν­δι­κα­λι­στι­κό» φαι­νό­με­νο, όπως αρέ­σκο­νται να το εμ­φα­νί­ζουν ορι­σμέ­νοι φο­ρείς του αρι­στε­ρού κι­νή­μα­τος, αλλά απε­να­ντί­ας ένα πο­λυ­σύν­θε­το φαι­νό­με­νο, όπου δια­πλέ­κο­νται οι πα­ρά­με­τροι της πο­λι­τι­κής, της ιδε­ο­λο­γί­ας και του κοι­νω­νι­κού κι­νή­μα­τος. Κα­θο­ρι­στι­κό ζή­τη­μα για μια τέ­τοια κί­νη­ση είναι το επί­πε­δο ανερ­γί­ας της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας, που από ό,τι προ­κύ­πτει όταν είναι χα­μη­λό και συ­νο­δεύ­ε­ται από μια ορι­σμέ­νη κα­πι­τα­λι­στι­κή ανά­πτυ­ξη κα­θι­στά ευ­χε­ρέ­στε­ρη αυτή την κί­νη­ση, ενώ όταν σκαρ­φα­λώ­νει σε δι­ψή­φια νού­με­ρα, οδη­γεί σε πα­ρα­λυ­τι­κή επί­δρα­ση του εφε­δρι­κού στρα­τού των ανέρ­γων επί της ενερ­γού ερ­γα­σί­ας. Πα­ράλ­λη­λα οι μορ­φές συλ­λο­γι­κής υπό­στα­σης των ερ­γα­ζο­μέ­νων δια­δρα­μα­τί­ζουν εξί­σου κα­θο­ρι­στι­κό ρόλο : Εκεί­νες που δια­σφα­λί­ζουν την ενιαία ορ­γά­νω­ση του συλ­λο­γι­κού ερ­γά­τη μιας επι­χεί­ρη­σης ή ενός κλά­δου (ερ­γο­στα­σια­κά σω­μα­τεία και κλα­δι­κά διε­παγ­γελ­μα­τι­κά συν­δι­κά­τα) έχουν με­γα­λύ­τε­ρη μα­ζι­κό­τη­τα και απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα, ενώ εκεί­νες που βα­σί­ζο­νται στην ομοιο­ε­παγ­γελ­μα­τι­κή ορ­γά­νω­ση (χει­ρι­στών, μη­χα­νι­κών, οδη­γών, για­τρών, λο­γι­στών κλπ.), διέ­πο­νται από συ­ντε­χνια­κά και άρα ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κά, ως επί το πλεί­στον χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Τέλος η ίδια η έντα­ση των ακο­λου­θού­με­νων αστι­κών πο­λι­τι­κών, ιδιαί­τε­ρα σε πε­ριό­δους κρί­σε­ων και γε­νι­κευ­μέ­νης εφαρ­μο­γής νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρων πο­λι­τι­κών, που απει­λούν την ίδια την συλ­λο­γι­κή ορ­γά­νω­ση των ερ­γα­ζο­μέ­νων και τις πλέον βα­σι­κές ελευ­θε­ρί­ες και δι­καιώ­μα­τά τους.

          Εντού­τοις, πέραν αυτών των πα­ρα­γό­ντων που επι­δρούν ση­μα­ντι­κά στην κί­νη­ση της ερ­γα­τι­κής τάξης, κα­θο­ρι­στι­κοί είναι οι  επό­με­νοι πα­ρά­γο­ντες : Οι σχέ­σεις εκ­προ­σώ­πη­σης των τμη­μά­των της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας με τα αρι­στε­ρά και σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κά πο­λι­τι­κά κόμ­μα­τα, καθώς και οι όροι ιδε­ο­λο­γι­κής ηγε­μο­νί­ας που κυ­ριαρ­χούν σε μια ορι­σμέ­νη πε­ρί­ο­δο και συ­γκυ­ρία. Αυτοί κα­θο­ρί­ζουν και τις μορ­φές πο­λι­τι­κής ολο­κλή­ρω­σης των ερ­γα­τι­κών τα­ξι­κών συμ­φε­ρό­ντων ή απε­να­ντί­ας πο­δη­γέ­τη­σής τους σε δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­νες κα­τευ­θύν­σεις. Κύριο δε­δο­μέ­νο στην μέχρι σή­με­ρα 45χρο­νη με­τα­πο­λι­τευ­τι­κή πο­ρεία του ελ­λη­νι­κού ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος, είναι ότι οι ερ­γα­τι­κές εκ­προ­σω­πή­σεις «χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν» από τα κόμ­μα­τα που επαγ­γέλ­θη­καν τη λαϊκή πο­λι­τι­κή, τις κοι­νω­νι­κές με­ταρ­ρυθ­μί­σεις και ακόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο την οι­κο­νο­μι­κή απε­λευ­θέ­ρω­ση, ως ερ­γα­λεία άσκη­σης αστι­κών πο­λι­τι­κών, ή σε κάθε πε­ρί­πτω­ση απο­χής υλο­ποί­η­σης ενός τέ­τοιου ρόλου.

          Κα­νέ­νας πο­λι­τι­κός σχη­μα­τι­σμός λαϊ­κής ερ­γα­τι­κής ανα­φο­ράς δεν έχει ξε­φύ­γει από αυτή την εξέ­λι­ξη. Η ελ­λη­νι­κή σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία του ΠΑΣΟΚ σε δύο του­λά­χι­στον ιστο­ρι­κές συ­γκυ­ρί­ες, και πα­ρό­λο που είχε κα­τα­κτή­σει την πλειο­νό­τη­τα των ερ­γα­τι­κών εκ­προ­σω­πή­σε­ων, τους γύ­ρι­σε την πλάτη και προ­σχώ­ρη­σε σε ηπιό­τε­ρες ή σκλη­ρό­τε­ρες εκ­δο­χές του σύγ­χρο­νου νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού. Η μία πε­ρί­πτω­ση ήταν εκεί­νη των μέσων της δε­κα­ε­τί­ας του 1980, όπου επήλ­θε η «διάρ­ρη­ξη του συμ­βο­λαί­ου με το λαό», και η με­τα­στρο­φή στο μο­νε­τα­ρι­σμό που τον ακο­λού­θη­σε τε­λι­κά ο νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρος εκ­συγ­χρο­νι­σμός. Η δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση ήταν η εκλο­γι­κή ανα­μέ­τρη­ση του Οκτω­βρί­ου 2009 όπου το ΠΑΣΟΚ είχε κα­τορ­θώ­σει εκ νέου να εξα­σφα­λί­σει την ψήφο της ερ­γα­τι­κής πλειο­ψη­φί­ας (44%), και την «χρη­σι­μο­ποί­η­σε» προ­κει­μέ­νου να υπη­ρε­τή­σει τις ανά­γκες του κε­φα­λαί­ου μέσα στην εξε­λισ­σό­με­νη κρίση υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης και τις εξο­ντω­τι­κές μνη­μο­νια­κές πο­λι­τι­κές.

          Αλλά και οι σχη­μα­τι­σμοί της Αρι­στε­ράς (ΚΚΕ και ΕΑΡ – ΣΥΝ – ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ) δεν έμει­ναν πίσω : Σε μια πρώτη πε­ρί­πτω­ση, στο δεύ­τε­ρο μισό της δε­κα­ε­τί­ας του 1980, ενώ το ενω­τι­κό τα­ξι­κό ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα ΕΣΑΚ – ΣΣΕΚ – ΑΕΜ πραγ­μα­το­ποιού­σε πο­λυ­σή­μα­ντες απερ­για­κές κι­νη­το­ποι­ή­σεις απέ­να­ντι στον μο­νε­τα­ρι­σμό, οι πο­λι­τι­κές εκ­προ­σω­πή­σεις της «ενω­μέ­νης» Αρι­στε­ράς άνοι­γαν πανιά για την συ­γκυ­βέρ­νη­ση με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, και έτσι στη μεν ΝΔ άνοι­γαν τον δρόμο στην κυ­βέρ­νη­ση, το δε ΠΑΣΟΚ το οδή­γη­σαν στον «εξα­γνι­σμό» και στη νε­κρα­νά­στα­σή του. Στη δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση (Ιού­νιος 2012), όταν ολό­κλη­ρη η λαϊκή βάση της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας κα­τευ­θύν­θη­κε «προς τα αρι­στε­ρά», το ΚΚΕ όρ­θω­σε τοίχο απρο­σπέ­λα­στο για να δια­τη­ρή­σει το «ερ­μη­τι­κά κλει­στό του φρού­ριο», ενώ ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ει­σέ­πρα­ξε όλη αυτή την εκλο­γι­κή με­τα­τό­πι­ση, θέ­το­ντάς την όμως στη συ­νέ­χεια στην ανοι­χτή υπη­ρε­σία της αστι­κής μνη­μο­νια­κής πο­λι­τι­κής. Τέλος σε μια τρίτη πε­ρί­πτω­ση (Ιού­λιος 2015), όταν η ερ­γα­τι­κή τάξη με όλα τα λαϊκά κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα βρο­ντο­φώ­να­ξε το «όχι» στο τρίτο μνη­μό­νιο, με τα δύο-τρί­τα της εκλο­γι­κής ετυ­μη­γο­ρί­ας, το μεν ΚΚΕ προ­πα­γάν­δι­ζε την «αποχή – άκυρο – λευκό» ( = πο­λι­τι­κή αυ­το­κτο­νί­ας των κομ­μου­νι­στών), ο δε ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ με­τέ­τρε­πε το με­γα­λειώ­δες «όχι» στο τα­πει­νω­τι­κό «ναι» του τρί­του μνη­μο­νί­ου (Αύ­γου­στος 2015).

Αρι­στε­ρά στην υπη­ρε­σία της ερ­γα­τι­κής ανα­σύ­ντα­ξης

1)Άρα κα­θο­ρι­στι­κής και κυ­ρί­αρ­χης ση­μα­σί­ας ζή­τη­μα για την προ­α­γω­γή των τα­κτι­κών αντι­μνη­μο­νια­κών και στρα­τη­γι­κών σο­σια­λι­στι­κών στό­χων της ερ­γα­τι­κής τάξης είναι οι σχέ­σεις της αντι­προ­σώ­πευ­σης με τα κόμ­μα­τα της Αρι­στε­ράς και της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας, που και τα τρία κα­τέ­δει­ξαν την ιστο­ρι­κή τους αχρη­στία, από τη σκο­πιά βέ­βαια των λαϊ­κών συμ­φε­ρό­ντων, για να χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με τον ηπιό­τε­ρο δυ­να­τό χα­ρα­κτη­ρι­σμό. Πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο σή­με­ρα όπου η κοι­νω­νι­κή κα­τά­στα­ση που έχει δια­μορ­φω­θεί δυ­σχε­ραί­νει τα μέ­γι­στα την κί­νη­ση της ερ­γα­τι­κής τάξης : Πο­λι­τι­κή με­τάλ­λα­ξη του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και ολο­σχε­ρής αθέ­τη­ση των λαϊ­κών του δε­σμεύ­σε­ων. – Μα­ζι­κή ανερ­γία με πα­ρα­λυ­τι­κή επί­δρα­ση στους ενερ­γούς ερ­γα­ζό­με­νους. – Ισχυ­ρή νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη ηγε­μο­νία σε ένα μέρος των ερ­γα­τι­κών συ­νει­δή­σε­ων. – Πο­λυ­μορ­φία των ερ­γα­τι­κών ταυ­το­τή­των στους επι­μέ­ρους το­μείς απα­σχό­λη­σης. – Απα­ξί­ω­ση και ανα­ξιο­πι­στία των θε­σμών του ερ­γα­τι­κού συν­δι­κα­λι­στι­κού κι­νή­μα­τος. – Ει­σο­δη­μα­τι­κές μειώ­σεις μι­σθών και συ­ντά­ξε­ων που κα­θι­στούν το «κό­στος κι­νη­το­ποί­η­σης» εξαι­ρε­τι­κά υψηλό κλπ. Έτσι, ενώ στις προη­γού­με­νες πε­ρι­πτώ­σεις η κί­νη­ση της ερ­γα­τι­κής τάξης προ­έ­κυ­πτε εγ­γε­νώς από τις ίδιες τις συν­θή­κες του τα­ξι­κού αντα­γω­νι­σμού, στη ση­με­ρι­νή συ­γκυ­ρία οι εγ­γε­νείς ροπές προς την ερ­γα­τι­κή υπο­κει­με­νο­ποί­η­ση τεί­νουν να ακυ­ρώ­νο­νται στην γέν­νη­σή τους, εξ αι­τί­ας της επί­δρα­σης όλων των πα­ρα­γό­ντων που έχουν κα­τα­γρα­φεί.

Γι’ αυτό πρό­κει­ται για μία πε­ρί­ο­δο όπου η Αρι­στε­ρά, εάν επι­θυ­μεί να συμ­βά­λει στη διά­νοι­ξη οδών για την ικα­νο­ποί­η­ση των λαϊ­κών ανα­γκών, χρειά­ζε­ται, πε­ρισ­σό­τε­ρο από οποια­δή­πο­τε άλλη φορά να κι­νη­θεί πρω­τί­στως στην κα­τεύ­θυν­ση υπο­στή­ρι­ξης αυτής της ερ­γα­τι­κής ανά­τα­ξης, αν θέλει βέ­βαια να έχει ένα πρό­σφο­ρο έδα­φος για την δια­σφά­λι­ση ου­σια­στι­κών πο­λι­τι­κών εκ­προ­σω­πή­σε­ων, δια­φο­ρε­τι­κά ο πο­λι­τι­κός της λόγος (αντι­μνη­μο­νια­κός, ρι­ζο­σπα­στι­κός, αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κός) θα πέ­φτει στο «κενό». Κατά συ­νέ­πεια, ένα πρώτο συ­μπέ­ρα­σμα είναι ότι σή­με­ρα, σε αντί­θε­ση με τις προη­γού­με­νες πε­ριό­δους της με­τα­πο­λί­τευ­σης, που οι ερ­γα­τι­κές κι­νη­το­ποι­ή­σεις έρ­χο­νταν από μόνες τους στο προ­σκή­νιο, και η Αρι­στε­ρά επι­χει­ρού­σε να τις «εκ­προ­σω­πή­σει» με τους όρους που η κάθε της έκ­φρα­ση θε­ω­ρού­σε προ­σφο­ρό­τε­ρους, η Αρι­στε­ρά οφεί­λει να αντα­πο­κρι­θεί σε ένα πολύ δυ­σκο­λό­τε­ρο έργο, να δια­μορ­φώ­σει δη­λα­δή το κοι­νω­νι­κό έδα­φος στο οποίο να μπο­ρούν να βλα­στή­σουν αυτές οι πο­λι­τι­κές «εκ­προ­σω­πή­σεις».

Με­τα­βα­τι­κή μορφή υπο­κει­με­νο­ποί­η­σης της ερ­γα­τι­κής τάξης

2)Το δεύ­τε­ρο μεί­ζον ζή­τη­μα που προ­κύ­πτει από όλη την προη­γού­με­νη ιστο­ρι­κή ανα­δρο­μή είναι οι όροι δια­μόρ­φω­σης των σχέ­σε­ων κοι­νω­νι­κού κι­νή­μα­τος και αστι­κών κοι­νο­βου­λευ­τι­κών δια­δι­κα­σιών, που σε όλες τις πε­ρι­πτώ­σεις λει­τούρ­γη­σαν σε βάρος της πραγ­μά­τω­σης των ερ­γα­τι­κών τα­ξι­κών συμ­φε­ρό­ντων. Είναι δη­λα­δή κα­θο­ρι­στι­κής ση­μα­σί­ας το γε­γο­νός ότι σε κάθε πε­ρί­πτω­ση ανά­δει­ξης στο πο­λι­τι­κό επί­κε­ντρο του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος, αυτό, μετά από τις κι­νη­το­ποι­ή­σεις του, εξα­ντλού­σε την δυ­να­μι­κή του στις κοι­νο­βου­λευ­τι­κές εκ­προ­σω­πή­σεις της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας και της Αρι­στε­ράς, στις οποί­ες και ενα­πό­θε­τε τον ρόλο του κυ­βερ­νη­τι­κού φορέα πραγ­μά­τω­σης των επι­διώ­ξε­ών του. Εντού­τοις σε όλες τις πε­ρι­πτώ­σεις, αυτοί οι φο­ρείς λει­τούρ­γη­σαν ως ερ­γα­λεία ου­σια­στι­κά αστι­κής εν­σω­μά­τω­σης και σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση μα­ταί­ω­σης των ερ­γα­τι­κών προσ­δο­κιών. Βέ­βαια, η ασφα­λέ­στε­ρη πε­ρί­πτω­ση για την υλο­ποί­η­ση των λαϊ­κών κοι­νω­νι­κών ανα­γκών σε μια φάση έξαρ­σης του κοι­νω­νι­κού κι­νή­μα­τος, θα μπο­ρού­σε να υπη­ρε­τη­θεί από μορ­φές πο­λι­τι­κής υπο­κει­με­νο­ποί­η­σης της ίδιας της ερ­γα­τι­κής τάξης, στη λο­γι­κή ότι η χει­ρα­φέ­τη­σή της είναι έργο της ίδιας.

Πα­ρό­λα αυτά δεν κα­τα­γρά­φη­καν τέ­τοιας μορ­φής δια­δι­κα­σί­ες στα 45 χρό­νια της με­τα­πο­λι­τευ­τι­κής πε­ριό­δου, με εξαί­ρε­ση εκεί­νην των μέσων της δε­κα­ε­τί­ας του 1980 με την πε­ρί­πτω­ση της ΣΣΕΚ, που επι­χεί­ρη­σε να συ­γκρο­τή­σει ευ­ρύ­τε­ρο Μέ­τω­πο Ερ­γα­ζο­μέ­νων και Κόμμα Ερ­γα­ζο­μέ­νων, πράγ­μα όμως που δεν ευ­δο­κί­μη­σε, αν και κα­τα­τέ­θη­κε ως μια πο­λι­τι­κή υπο­θή­κη. Οι αι­τί­ες για την αδυ­να­μία μέχρι σή­με­ρα του κό­σμου της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας να ανα­δει­χθεί αυτή φο­ρέ­ας υλο­ποί­η­σης των επι­διώ­ξε­ών της, αντί της επέν­δυ­σης των ερ­γα­τι­κών κι­νη­το­ποι­ή­σε­ων σε σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κούς ή αρι­στε­ρούς σχη­μα­τι­σμούς είναι πολ­λα­πλές, με­τα­ξύ των οποί­ων μπο­ρεί να δια­κρί­νει κα­νείς : Το γε­γο­νός ότι η ερ­γα­τι­κή τάξη εξ ορι­σμού και από την ίδια της την τα­ξι­κή φύση συ­γκρο­τεί­ται πλειο­ψη­φι­κά από τα στρώ­μα­τα της εκτε­λε­στι­κής / χει­ρω­να­κτι­κής ερ­γα­σί­ας, τα οποία στε­ρού­νται του γνω­στι­κού επι­στη­μο­νι­κού εκεί­νου μορ­φω­τι­κού κε­φα­λαί­ου, που είναι ανα­γκαίο για την τα­ξι­κή αυ­το­πε­ποί­θη­ση και την δια­χει­ρι­στι­κή πο­λι­τι­κή ικα­νό­τη­τα. Αυτό με δε­δο­μέ­νο ότι οι δυ­νά­μεις της νέας μι­σθω­τής μι­κρο­α­στι­κής τάξης της δια­νοη­τι­κής ερ­γα­σί­ας το­πο­θε­τού­νται ως επί το πλεί­στον στον πόλο της διευ­θυ­ντι­κής εξου­σί­ας του κε­φα­λαί­ου, και εκ των πραγ­μά­των λει­τουρ­γούν στην κα­τεύ­θυν­ση υπη­ρέ­τη­σης της κα­πι­τα­λι­στι­κής στρα­τη­γι­κής, ανε­ξαρ­τή­τως εν­δε­χό­με­νων  υπο­κει­με­νι­κών προ­θέ­σε­ων.

Από την άλλη πλευ­ρά η ερ­γα­τι­κή τάξη είναι εκ των πραγ­μά­των υπο­ταγ­μέ­νη στην ερ­γο­δο­τι­κή εξου­σία και δε­σμευ­μέ­νη στην κε­φα­λαιο­κρα­τι­κή πα­ρα­γω­γή, δη­λα­δή είναι θε­σμι­κά απο­κομ­μέ­νη από οποια­δή­πο­τε δια­δι­κα­σία πο­λι­τι­κής και κοι­νω­νι­κής διεύ­θυν­σης. Μέσα στα πλαί­σια της αστι­κής κοι­νο­βου­λευ­τι­κής δη­μο­κρα­τί­ας αυτός ο ρόλος απο­νέ­με­ται στα πο­λι­τι­κά κόμ­μα­τα εκ­προ­σώ­πη­σης των κοι­νω­νι­κών τά­ξε­ων, τα οποία, ακόμη και στην με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κή, λαϊκή, ρι­ζο­σπα­στι­κή τους εκ­δο­χή κα­τα­λή­γουν στην υπη­ρέ­τη­ση των πο­λι­τι­κών του αστι­κού κρά­τους, χωρίς σπου­δαί­ες δυ­να­τό­τη­τες δια­φυ­γής από αυτό τον ρόλο. Τέ­τοιες υπήρ­ξαν οι πε­ρι­πτώ­σεις της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας του ΠΑΣΟΚ από τα μέσα της δε­κα­ε­τί­ας του 1980 και μετά, καθώς και από τις εκλο­γές του Οκτω­βρί­ου 2009 και στη συ­νέ­χεια, τέ­τοια υπήρ­ξε και η πε­ρί­πτω­ση του κυ­βερ­νη­τι­κού ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στην τε­λευ­ταία τριε­τία 2015 – 18.

Πρώτα από όλα ερ­γα­τι­κή εξου­σία εντός της Αρι­στε­ράς

3)Επι­πρό­σθε­τα δεν μπο­ρεί να μην επι­ση­μά­νει κα­νείς το υπαρ­κτό γε­γο­νός ότι εξ αυτών των λόγων, οι πο­λι­τι­κοί μη­χα­νι­σμοί των κομ­μά­των της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας και της Αρι­στε­ράς (κοι­νο­βου­λευ­τι­κοί, διοι­κη­τι­κοί, κυ­βερ­νη­τι­κοί), συ­γκρο­τού­νται σχε­δόν απο­κλει­στι­κά από εκ­προ­σώ­πους των μι­κρο­α­στι­κών τά­ξε­ων της δια­νοη­τι­κής ερ­γα­σί­ας (μη­χα­νι­κούς, δι­κη­γό­ρους, οι­κο­νο­μο­λό­γους, πα­νε­πι­στη­μια­κούς, για­τρούς κλπ.), που ανα­λαμ­βά­νουν τον ρόλο της «δια­με­σο­λά­βη­σης» των λαϊ­κών συμ­φε­ρό­ντων στο πεδίο της αστι­κής κρα­τι­κής δια­χεί­ρι­σης. Φυ­σι­κά η ίδια σύν­θε­ση και ρόλος ανα­δει­κνύ­ο­νται και στις πε­ρι­πτώ­σεις αρι­στε­ρών κομ­μά­των του πα­ρα­δο­σια­κού κομ­μου­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος, των οποί­ων οι μη­χα­νι­σμοί απαρ­τί­ζο­νται από πο­λι­τι­κές γρα­φειο­κρα­τί­ες μα­κρο­χρό­νιου χα­ρα­κτή­ρα, οι οποί­ες εκ των πραγ­μά­των λει­τουρ­γούν κατά έναν αντί­στοι­χο τρόπο με τα προη­γού­με­να στρώ­μα­τα της μι­κρο­α­στι­κής δια­νοη­τι­κής ερ­γα­σί­ας.

Οι πο­λι­τι­κοί αυτοί μη­χα­νι­σμοί είναι «απο­ξε­νω­μέ­νοι» από την ερ­γα­τι­κή τάξη, ενώ ταυ­τό­χρο­να ανή­κουν στην κο­ρυ­φή της πυ­ρα­μί­δας του αστι­κού ιε­ραρ­χι­κού κα­τα­με­ρι­σμού της ερ­γα­σί­ας, κα­τέ­χο­ντας ακρι­βώς τη δεύ­τε­ρη θέση αμέ­σως μετά την τάξη των κα­πι­τα­λι­στών. Φυ­σιο­λο­γι­κό επα­κό­λου­θο είναι ότι όταν αυτοί οι μη­χα­νι­σμοί αυτών των στρω­μά­των ει­σέλ­θουν στο πεδίο της δια­χεί­ρι­σης του αστι­κού κρά­τους, να κά­νουν εγ­γε­νώς αυτό που γνω­ρί­ζουν από την ίδια τους την τα­ξι­κή φύση, δη­λα­δή να επι­τε­λούν λει­τουρ­γί­ες διεύ­θυν­σης, δια­χεί­ρι­σης, ιε­ραρ­χι­κής ορ­γά­νω­σης, εξορ­θο­λο­γι­σμού, ανά­πτυ­ξης κλπ. Ακόμη και αν είναι φο­ρείς μιας ορι­σμέ­νης ακα­δη­μαϊ­κής ανά­γνω­σης ενός ορι­σμέ­νου μαρ­ξι­σμού, τον χρη­σι­μο­ποιούν για την «νο­μι­μο­ποί­η­ση» των αστι­κών κρα­τι­κών πρα­κτι­κών τους : Ο αστε­ρι­σμός του ση­με­ρι­νού κυ­βερ­νη­τι­κού ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ είναι το πλέον εύ­γλω­το πα­ρά­δειγ­μα όπου οι μαρ­ξί­ζο­ντες αρι­στε­ροί χρη­σι­μο­ποιούν την αρι­στε­ρο­σύ­νη τους για να «νο­μι­μο­ποι­ή­σουν» την μνη­μο­νια­κή και νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη πο­λι­τι­κή τους δια­χεί­ρι­ση.

Συ­μπε­ρα­σμα­τι­κά, ένας πο­λι­τι­κός σχη­μα­τι­σμός λαϊ­κής ανα­φο­ράς, πέραν των αυ­τό­κλη­των προσ­διο­ρι­σμών του (κομ­μου­νι­στι­κός, αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κός, αρι­στε­ρός, ρι­ζο­σπα­στι­κός), δεν μπο­ρεί να συ­ντί­θε­ται παρά από τμή­μα­τα του κό­σμου της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας, των ανέρ­γων, της νε­ο­λαί­ας, των αυ­το­α­πα­σχο­λου­μέ­νων, των συ­ντα­ξιού­χων κλπ., ωστό­σο δεν μπο­ρεί να έχει στο επί­κε­ντρό του τις μι­κρο­α­στι­κές τά­ξεις και τα μι­κρο­με­σαία στρώ­μα­τα. Αυτά τα τε­λευ­ταία δια­θέ­τουν επαρ­κέ­στα­τες εκ­προ­σω­πή­σεις στο πο­λι­τι­κό φάσμα των αστι­κών κομ­μά­των (ΝΔ, ΔΗΣΥ, Πο­τά­μι, ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ), και δεν χρειά­ζε­ται η Αρι­στε­ρά να απο­τε­λεί γι’ αυτά μια νέα μορφή πο­λι­τι­κής εκ­προ­σώ­πη­σης. Άλ­λω­στε τα λαϊκά στρώ­μα­τα αυτής της ανα­φο­ράς είναι ήδη επαρ­κέ­στα­τα στην τα­ξι­κή δομή της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας, και στο πο­λι­τι­κό επί­πε­δο κα­θα­ρά απο­τυ­πώ­θη­καν στην με­γά­λη πλειο­ψη­φία του 62% του αντι­μνη­μο­νια­κού δη­μο­ψη­φί­σμα­τος του Ιου­λί­ου 2015.

Η Αρι­στε­ρά δεν μπο­ρεί να «κα­θο­δη­γεί», να «εκ­προ­σω­πεί», να «ανα­φέ­ρε­ται» σ’ αυτά τα υπο­τε­λή κοι­νω­νι­κά στρώ­μα­τα, αλλά να απο­τε­λεί «σάρκα από τη σάρκα» τους, να συ­ντί­θε­ται και να επι­κα­θο­ρί­ζε­ται από αυτά. Προ­φα­νέ­στα­τα συ­νε­κτι­κός ιστός αυτών των λαϊ­κών κα­τη­γο­ριών δεν μπο­ρεί παρά να είναι αφε­νός οι πρα­κτι­κές της τα­ξι­κής δια­πά­λης σε όλα τα επί­πε­δα, καθώς και οι ορ­γα­νι­κές σχέ­σεις με τα ρεύ­μα­τα της προ­λε­τα­ρια­κής μαρ­ξι­στι­κής δια­νό­η­σης, εντού­τοις μα­κράν των εκ­προ­σώ­πων ενός ορι­σμέ­νου ακα­δη­μαϊ­κού μαρ­ξι­σμού, που έχει χρη­σι­μεύ­σει κατά κόρον στις τε­λευ­ταί­ες δε­κα­ε­τί­ες ως σκα­λο­πά­τι για την πα­νε­πι­στη­μια­κή και κοι­νω­νι­κή ανέ­λι­ξη των φο­ρέ­ων του. Η προ­λε­τα­ρια­κή μαρ­ξι­στι­κή δια­νό­η­ση δεν είναι μια επι­στή­μη όπως η αστι­κή ιστο­ρία, η φι­λο­λο­γία ή φι­λο­σο­φία, η οι­κο­νο­μία και κοι­νω­νιο­λο­γία, των οποί­ων η γνώση πα­ρέ­χει στους φο­ρείς τους πλε­ο­νε­κτι­κές θέ­σεις στον αστι­κό κα­τα­με­ρι­σμό ερ­γα­σί­ας. Αντί­θε­τα είναι η θε­ρα­παι­νί­δα του ερ­γα­τι­κού εκ­παι­δευ­τι­κού και πο­λι­τι­στι­κού δια­φω­τι­σμού, ο υπη­ρέ­της της γε­νι­κευ­μέ­νης ερ­γα­τι­κής χει­ρα­φέ­τη­σης, πά­ντο­τε στο κα­μί­νι των ίδιων των τα­ξι­κών αντα­γω­νι­σμών.

Ο ερ­γα­ζό­με­νος κό­σμος δεν μπο­ρεί να κα­τέ­χει παρά πρω­ταρ­χι­κή θέση εντός των αρι­στε­ρών πο­λι­τι­κών δομών με απο­φα­σι­στι­κή γνώμη και αρ­μο­διό­τη­τες, πράγ­μα που δεν μπο­ρεί να εκ­χω­ρεί­ται τόσο σε γρα­φειο­κρα­τι­κούς φο­ρείς που συ­νή­θως προ­σλαμ­βά­νουν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά μο­νι­μό­τη­τας, όσο και σε μι­κρο­α­στούς τε­χνο­κρά­τες οι οποί­οι ανα­πα­ρά­γουν τον αστι­σμό εντός της Αρι­στε­ράς. Είναι τέ­τοιου εί­δους χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά που προσ­διο­ρί­ζουν έναν πο­λι­τι­κό σχη­μα­τι­σμό ως αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κό ή ρι­ζο­σπα­στι­κό κλπ., και όχι η ανα­πα­ρα­γω­γή του ιε­ραρ­χι­κού κα­τα­με­ρι­σμού της ερ­γα­σί­ας του κα­πι­τα­λι­σμού μέσα στις ερ­γα­τι­κές λαϊ­κές συ­γκρο­τή­σεις. Για να κα­τα­λή­ξεις να επι­τύ­χεις την κα­θο­λι­κή ερ­γα­τι­κή χει­ρα­φέ­τη­ση, χρειά­ζε­ται πρώτα να την πραγ­μα­τώ­νεις μέσα στα ίδια σου τα πλαί­σια, γιατί δια­φο­ρε­τι­κά η ανα­ξιο­πι­στία και η αφε­ρεγ­γυό­τη­τα σε πε­ρι­μέ­νει στη γωνία.

Ορ­γα­νι­κή σύ­ζευ­ξη αντι­προ­σω­πευ­τι­κής και λαϊ­κής εξου­σί­ας

4)Τέλος, η σχέση ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος και αστι­κού κοι­νο­βου­λευ­τι­σμού πα­ρα­μέ­νει νευ­ραλ­γι­κής ση­μα­σί­ας για τη τύχη των κάθε φορά λαϊ­κών επι­διώ­ξε­ων και προσ­δο­κιών. Είναι ανα­γκαίο βέ­βαια να επι­ση­μαν­θεί ευθύς εξ αρχής ότι στις κοι­νω­νί­ες του ανα­πτυγ­μέ­νου κα­πι­τα­λι­σμού και της εμπε­δω­μέ­νης λει­τουρ­γί­ας του αστι­κού κοι­νο­βου­λευ­τι­σμού, η διεκ­δί­κη­ση της κα­τά­κτη­σης της σχε­τι­κής πλειο­ψη­φί­ας και της κυ­βερ­νη­τι­κής εξου­σί­ας, αντι­προ­σω­πεύ­ει θε­με­λιώ­δη διά­στα­ση της ερ­γα­τι­κής αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κής πο­λι­τι­κής, που ωστό­σο είναι ανα­γκαί­ος αλλά όχι επαρ­κής όρος του αντι­μνη­μο­νια­κού και ρι­ζο­σπα­στι­κού με­τα­σχη­μα­τι­σμού. Μ’ αυτή την έν­νοια η πα­ρά­καμ­ψη αυτής της διά­στα­σης, και η πα­ρα­πο­μπή της αρι­στε­ρής στρα­τη­γι­κής στο μελ­λο­ντι­κό «υπερ­πέ­ραν», όταν θα έχει εγκα­θι­δρυ­θεί κατά έναν ανε­ξή­γη­το τρόπο η ερ­γα­τι­κή και λαϊκή εξου­σία, που θα βάζει στην άκρη τη λει­τουρ­γία της κοι­νο­βου­λευ­τι­κής δη­μο­κρα­τί­ας πά­σχει από δύο από­ψεις : Αφε­νός αντι­προ­σω­πεύ­ει μια πο­λι­τι­κή φα­ντα­σί­ω­ση ως ένα είδος θρη­σκευ­τι­κής «δευ­τέ­ρας πα­ρου­σί­ας» που όλο και απο­μα­κρύ­νε­ται από τον χρο­νι­κό ορί­ζο­ντα. – Αφε­τέ­ρου δεν δίνει καμία ορατή με­τα­βα­τι­κή διέ­ξο­δο για την απαρ­χή πραγ­μά­τω­σης των λαϊ­κών επι­διώ­ξε­ων στο ορατό ιστο­ρι­κό παρόν.

Εντού­τοις, πα­ράλ­λη­λα όπως έχει πε­ρί­τρα­να απο­δει­χθεί, από μόνη της μια κοι­νο­βου­λευ­τι­κή πο­λι­τι­κή αλ­λα­γή, ακόμη και αν δια­θέ­τει μια λαϊκή πλειο­ψη­φία (π.χ. 36% στις βου­λευ­τι­κές εκλο­γές και 62% στο δη­μο­ψή­φι­σμα του 2015), είναι απα­ραί­τη­τη αλλά όχι και ικανή συν­θή­κη για την κυ­βερ­νη­τι­κή πραγ­μά­τω­ση των λαϊ­κών συμ­φε­ρό­ντων. Αυτό τε­λι­κά προ­ϋ­πο­θέ­τει την πλή­ρω­ση του­λά­χι­στον τριών προ­ϋ­πο­θέ­σε­ων : Από τη μια πλευ­ρά τον ερ­γα­τι­κό χα­ρα­κτή­ρα της Αρι­στε­ράς, όχι μόνον σε δια­κη­ρυ­κτι­κό πο­λι­τι­κό επί­πε­δο, αλλά και στην ίδια τη σύ­στα­σή της : Π.χ. την ίδια τη σύν­θε­ση των κοι­νο­βου­λευ­τι­κών της εκ­προ­σω­πή­σε­ων από αντι­προ­σώ­πους των ερ­γα­τι­κών και λαϊ­κών εκ­φρά­σε­ών της, μα­κράν των μι­κρο­α­στών εκ­συγ­χρο­νι­στών και τε­χνο­κρα­τών, καθώς και την κα­το­χύ­ρω­ση στο εσω­τε­ρι­κό της την επι­βο­λή της κα­θο­ρι­στι­κής πα­ρου­σί­ας των λαϊ­κών τά­ξε­ων, κατά έναν υπο­χρε­ω­τι­κό κα­τα­στα­τι­κό τρόπο.

Από την άλλη πλευ­ρά, τον συν­δυα­σμό της κοι­νο­βου­λευ­τι­κής πλειο­ψη­φί­ας και πο­λι­τι­κής δια­κυ­βέρ­νη­σης με μορ­φές ερ­γα­τι­κής δη­μο­κρα­τί­ας «σο­βιε­τι­κού» τύπου, δη­λα­δή κα­θο­ρι­στι­κών εξου­σιών στα εκλεγ­μέ­να θε­σμι­κά όρ­γα­να των ερ­γα­ζο­μέ­νων, των ανέρ­γων, της νε­ο­λαί­ας, των αυ­το­α­πα­σχο­λου­μέ­νων αγρο­τών κλπ., εξου­σιών του­λά­χι­στον ισό­τι­μης βα­ρύ­τη­τας με αυτές της εθνι­κής αντι­προ­σω­πεί­ας. Αυτό το πρό­τυ­πο με­τα­βα­τι­κής ερ­γα­τι­κής εξου­σί­ας ου­δό­λως έχει απο­τύ­χει ιστο­ρι­κά, γιατί ακρι­βώς δεν εφαρ­μό­στη­κε καν στην πε­ρί­πτω­ση της οκτω­βρια­νής επα­νά­στα­σης: Από τη μια πλευ­ρά τα λαϊκά «σο­βιέτ» τά­χι­στα απο­στε­ρή­θη­καν των εξου­σιών και νο­μο­θε­τι­κών τους αρ­μο­διο­τή­των και απο­νευ­ρώ­θη­καν εξο­λο­κλή­ρου, και από την άλλη πλευ­ρά ολό­κλη­ρη η εξου­σία (εκτε­λε­στι­κή + νο­μο­θε­τι­κή) συ­γκε­ντρώ­θη­κε στα χέρια του «σοβ­ναρ­κόμ», στε­ρώ­ντας την ερ­γα­τι­κή τάξη και τους αγρό­τες από τις δικές τους αντι­προ­σω­πευ­τι­κές απο­φα­σι­στι­κές αρ­μο­διό­τη­τες και εξου­σί­ες. Πολύ πε­ρισ­σό­τε­ρο που αυτή η συ­γκε­ντρω­τι­κή δια­δι­κα­σία συν­δυά­στη­κε με την κα­τάρ­γη­ση της συ­ντα­κτι­κής εθνο­συ­νέ­λευ­σης, όπου μά­λι­στα σε κάθε πε­ρί­πτω­ση πλειο­ψη­φού­σαν δη­μο­κρα­τι­κά, σο­σια­λι­στι­κά, προ­ο­δευ­τι­κά ρεύ­μα­τα και σχη­μα­τι­σμοί.

Τέλος τρίτη προ­ϋ­πό­θε­ση μιας τέ­τοιας δια­δι­κα­σί­ας με­τά­βα­σης που συν­δυά­ζει την αντι­προ­σω­πευ­τι­κή (όχι κατ’ ανά­γκην αστι­κή) κοι­νο­βου­λευ­τι­κή δη­μο­κρα­τία με την άμεση ερ­γα­τι­κή δη­μο­κρα­τία, δεν μπο­ρεί να έχει απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση, χωρίς την ευθύς εξ αρχής κοι­νω­νι­κο­ποί­η­ση των στρα­τιω­τι­κών, αστυ­νο­μι­κών και δι­κα­στι­κών μη­χα­νι­σμών, και την αντι­κα­τά­στα­σή τους από  αντί­στοι­χους θε­σμούς λαϊ­κής σύ­στα­σης και ελέγ­χου. Όλες οι υπαρ­κτές ιστο­ρι­κές εμπει­ρί­ες με­τά­βα­σης κα­τα­δει­κνύ­ουν αυτή την ανα­γκαιό­τη­τα, του­λά­χι­στον στο επί­πε­δο αυτών των τριών κρα­τι­κών μη­χα­νι­σμών (αφε­τη­ρια­κή συ­ντρι­βή του αστι­κού κρά­τους), μα­κράν των γλυ­κα­νά­λα­των θε­ω­ριών περί «εκ­δη­μο­κρα­τι­σμού» τους : Η μαρ­ξι­στι­κή αντί­λη­ψη της «δι­κτα­το­ρί­ας του προ­λε­τα­ριά­του» ση­μα­το­δο­τεί πρω­ταρ­χι­κά και απο­κλει­στι­κά τον μα­ρα­σμό των κρα­τι­κών μη­χα­νι­σμών καθώς και την κοι­νω­νι­κή κυ­ριαρ­χία της ερ­γα­τι­κής τάξης, και ου­δε­μία σχέση έχει με την κα­τά­πνι­ξη των πο­λι­τι­κών ελευ­θε­ριών και δη­μο­κρα­τι­κών δι­καιω­μά­των, που απο­τε­λούν θε­με­λια­κή πα­ρά­με­τρο της σο­σια­λι­στι­κής δη­μο­κρα­τί­ας, και μά­λι­στα στην πιο ολό­πλευ­ρη ανά­πτυ­ξή τους.