Πρώτο Μέρος : Κομβικές εξάρσεις του εργατικού κινήματος - Δεύτερο Μέρος : Οι σύγχρονοι όροι της εργατικής εξουσίας

Διερεύνηση των όρων ανάταξης του κοινωνικού κινήματος

          Τρία χρόνια μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην διακυβέρνηση της χώρας και την ολοσχερή μνημονιακή του μεταστροφή, την μετατόπισή του δηλαδή στο αντίπαλο στρατόπεδο της αστικής πολιτικής, διαπιστώνεται η αδρανοποίηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος στην αντιμετώπιση των καταστρεπτικών αποτελεσμάτων της καπιταλιστικής κρίσης και των μνημονιακών πολιτικών της τελευταίας οκταετίας. Παράλληλα είναι περισσότερο από προφανές ότι η ανατροπή και ακύρωση των θεμελιωδών συνεπειών τους (υψηλή ανεργία, κατεδάφιση εργασιακών σχέσεων, μειώσεις μισθών και αποψίλωση συντάξεων, ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων επιχειρήσεων κλπ.), παρόλες τις τοποθετήσεις των σχηματισμών του αριστερού κινήματος και των ταξικών εργατικών παρατάξεων, δεν μπορεί να αναδειχθεί παρά με αφετηρία και στην βάση της κίνησης του λαϊκού παράγοντα, η οποία προς ώρας δεν εμφανίζεται στο κεντρικό πολιτικό προσκήνιο.

          Η αιτιολογία αυτής της λαϊκής κινηματικής παράλυσης, που έχει ήδη αναλυθεί, συνοπτικά εντοπίζεται : Στο μείζον πολιτικό πλήγμα που έχει επιφέρει το ιστορικά πρωτοφανές γεγονός της ανάδειξης ενός αριστερού κόμματος στην κυβερνητική εξουσία και της ευθύς εξ αρχής υιοθέτησης της πολιτικής γραμμής των αντίπαλων νεοφιλελεύθερων κομμάτων (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ), της ελληνικής αστικής τάξης και των υπαγορεύσεων των ευρωπαϊκών οικονομικών κέντρων. – Στη νίκη που έχει πραγματοποιήσει το κεφάλαιο επί της εργασίας, με την έκλυση της μαζικής ανεργίας που έχει προέλθει από τις εκκαθαριστικές λειτουργίες της κρίσης υπερσυσσώρευσης και τις δρακόντειες δημοσιονομικές πολιτικές. – Την σταδιακή παραφθορά μέχρις εσχάτων του εργατικού συνδικαλισμού στην  καπιταλιστική παραγωγή, αλλά και την άπνοια που διακρίνει το εργατικό κίνημα στον δημόσιο τομέα, παρόλη την στοιχειώδη του φορμαλιστική υπόσταση σ’ αυτόν. – Τον κατακερματισμό των εργατικών ταυτοτήτων που απορρέει από την ουσιαστική πανσπερμία πλέον των μορφών απασχόλησης (προσωρινή και μερική απασχόληση, μαύρη εργασία κ.ά.) που εμποδίζουν την ενιαία αντιμετώπιση των κοινωνικών ζητημάτων. – Την δίχως ιστορικό προηγούμενο αφερεγγυότητα και αναξιοπιστία, την «εξαφάνιση» από το προσκήνιο των μηχανισμών του θεσμικού εργοδοτικού και μνημονιακού συνδικαλισμού όπως διαμορφώνονται σε τριτοβάθμιο επίπεδο (ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ), και της πλήρους απροθυμίας και αδυναμίας να τροφοδοτήσουν τη οποιαδήποτε μορφή αντίστασης της μισθωτής εργασίας. – Τον διαχωρισμό και τις ασύμπτωτες πορείες που ακολουθούνται στο επίπεδο των ταξικών εργατικών παρεμβάσεων και κινήσεων από τις δυνάμεις των αγωνιστικών κοινωνικών παρατάξεων.

          Όλη αυτή η αναφορά δεν γίνεται για να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι έχει κλείσει ο κύκλος του κινηματικού εργατικού συνδικαλισμού, όπως είχε αναδειχθεί στην πρώτη περίοδο των μνημονίων. Ούτε εξίσου γίνεται για να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι εφόσον το λαϊκό κίνημα έχει παροπλισθεί, θα πρέπει να στραφούμε ολοσχερώς προς πολιτικές αριστερές διαδικασίες ανάταξης των πραγμάτων, γιατί αυτές δεν μπορούν να γίνουν χωρίς μια ενεργό κοινωνική έδραση. Και κατά μείζονα λόγο δεν μπορεί κανείς, κατά τρόπο ανεκδιήγητο, και εν πολλοίς πέραν της φυσιογνωμίας της Αριστεράς και της εργατικής τάξης, να αναζητήσει διεξόδους στα συλλαλητήρια του εθνικισμού και νεοναζισμού, της ακροδεξιάς, του εκκλησιαστικού σκοταδισμού, των στρατοκρατικών αντιλήψεων κ.ά. που είναι προϊόν της ήττας του αντιμνημονιακού λαϊκού κινήματος, και σε καμία περίπτωση «στρεβλής» ανάδειξης των επιδιώξεων του λαϊκού παράγοντα. Θεμελιακή επιδίωξη είναι η διερεύνηση των σημερινών υλικών όρων, κοινωνικών, πολιτικών και ιδεολογικών για την επανεμφάνιση της εργατικής λαϊκής δυναμικής, κινητήριας δύναμης για οποιαδήποτε εναλλακτική αντιμνημονιακή, ριζοσπαστική, σοσιαλιστική πορεία χειραφέτησης του εργαζόμενου λαού. Μ’ αυτή την έννοια, σ’ αυτή την σημερινή δυσχερέστατη, από την άποψη των ταξικών συσχετισμών, συγκυρία, είναι αναγκαίο να ανατρέξουμε στην 45χρονη πορεία της μεταπολιτευτικής ελληνικής κοινωνίας, και να προσεγγίσουμε αυτούς τους όρους ιστορικής κίνησης της εργατικής τάξης, ως οδηγό για την σημερινή ανάταξη.

Εργατικός ριζοσπαστισμός σε σοσιαλδημοκρατική διέξοδο

          Α) Η πρώτη μεταπολιτευτική μαζική ανάδειξη του κινήματος της εργατικής τάξης, και μάλιστα με μορφές εξαιρετικά πρωτοποριακές σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αναδείχθηκε στην δεκαετία 1975 – 85, με την φαντασμαγορική εξάπλωση των εργοστασιακών σωματείων καθώς και εκείνων των δημόσιων κοινωφελών επιχειρήσεων, που συνδέθηκαν οργανικά με την ανερχόμενη σοσιαλδημοκρατία. Το κίνημα αυτό κατόρθωσε κυρίαρχα να «νομιμοποιήσει» την συλλογική υπόσταση της μισθωτής εργασίας , κατά έναν τρόπο αντί-συντεχνιακό, δηλαδή διεπαγγελματικό (από την καθαρίστρια μέχρι τον μηχανικό), μέσα στην ίδια την καρδιά της εργοστασιακής παραγωγής. Με την μεταρρυθμιστική πολιτική «αλλαγή» του 1981 κατόρθωσε και επέβαλε μια ισχυρή βελτίωση των εργατικών αποδοχών, την πενθήμερη εβδομάδα εργασίας των 40 ωρών και τον δημοκρατικό συνδικαλιστικό νόμο (1264 / 1982) που ήρθε να αντικαταστήσει την προηγούμενη αντεργατική νομοθεσία (330 / 1976), και την εκκαθάριση του θεσμικού συνδικαλισμού από τον χουντικό μακρη-θεοδωρισμό.

          Οι παράγοντες που οδήγησαν σ’ αυτή την γόνιμη εξέλιξη ήταν μεταξύ των άλλων : Το γεγονός ότι σ’ αυτή την περίοδο η εργατική ανεργία βρίσκονταν σε εντελώς χαμηλά επίπεδα (ανεργία τριβής του 3%), πράγμα που βοηθούσε στο ξεδίπλωμα της εργατικής συνδικαλιστικής συγκρότησης. – Η βιομηχανική ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού που είχε προηγηθεί θέτοντας τέρμα στην θεωρία της «ψωροκώσταινας» και στην ενδημική μιζέρια ορισμένων αριστερών θεωριών της «υπανάπτυξης» και «εξάρτησης» της ελληνικής οικονομίας. – Στην απελευθέρωση ενός πολλαπλά καταπιεσμένου εργατικού δυναμικού από την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας (1967 – 74), με αποτέλεσμα η εργατική τάξη μεταπολιτευτικά να αναδείξει πολυάριθμα εργοστασιακά «πολυτεχνεία» του λαϊκού ριζοσπαστισμού. – Η σύνδεση αυτής της κοινωνικής κίνησης με ένα αντι-δεξιό μεταρρυθμιστικό πολιτικό κίνημα, που λειτούργησε κάτω και από την ισχυρή πίεση της ενεργοποιημένης κινηματικά εργατικής τάξης (άλλο αν η κομμουνιστική Αριστερά εκείνης της περιόδου αδυνατούσε να τεθεί επικεφαλής αυτής της κίνησης). – Τέλος, η προβολή στο προσκήνιο μιας εκρηκτικής ιδεολογικής ριζοσπαστικοποίησης, απότοκος των Ιουλιανών και της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, που έδινε ταξική αυτοπεποίθηση στις εργαζόμενες τάξεις, και το κυριότερο ανίχνευε δρόμους στρατηγικής απελευθέρωσης της μισθωτής εργασίας, δηλαδή σοσιαλιστικού μετασχηματισμού.

          Συνέτρεξαν άρα σ’ αυτή την περίπτωση ένα σύνολο «ευνοϊκών» παραγόντων που αξιοποίησε ο εργαζόμενος κόσμος για να αλλάξει τους ταξικούς συσχετισμούς προς όφελός του : Καπιταλιστική ανάπτυξη, χαμηλή ανεργία, πολιτική εκπροσώπηση του νέου εργατικού κινήματος, ανθοφορία των αριστερών ιδεολογιών διαφόρων αποχρώσεων. Το μόνο που απουσίασε και στάθηκε καθοριστικό για τις παραπέρα εξελίξεις των πραγμάτων ήταν η ανεπάρκεια διαδραμάτισης καθοριστικού και αποφασιστικού ρόλου αυτών των εργατικών συλλογικοτήτων μέσα στο ίδιο το θεσμικό πλαίσιο των πολιτικών μηχανισμών της σοσιαλδημοκρατίας του ΠΑΣΟΚ, η λειτουργία τους ως αντίβαρο στην μεταρρυθμιστική και εκσυγχρονιστική του πολιτική, ως ανάχωμα στον βαθύτερο πολιτικό του ρόλο για την επιδίωξη της «μακροπρόθεσμης σταθεροποίησης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής». Ο πρωτογενής και νευραλγικός παράγων ( = κινητοποιημένη εργατική τάξη) μετατράπηκε σε δευτερογενή υποτελή «συγγενή» της πολιτικής, διοικητικής και κοινοβουλευτικής μορφής της σοσιαλδημοκρατίας, η οποία δεν άργησε να εγκαταλείψει ατάκτως τον μεταρρυθμισμό της και να προσχωρήσει στην πορεία προς τον μονεταρισμό και το νεοφιλελευθερισμό.

Ταξική αντιπαράθεση με την οικουμενική διακυβέρνηση ;

          Β) Η δεύτερη έξαρση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος καταγράφεται στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, όπου άρχισε να υλοποιείται η μονεταριστική μεταστροφή της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, ως πρώτη μορφή προσχώρησης της σοσιαλδημοκρατίας στον αρχόμενο σε παγκόσμια κλίμακα νεοφιλελευθερισμό, συνέχεια των πολιτικών Μ. Θάτσερ και Ρ. Ρήγκαν. Αυτή η μεταστροφή, σε συνδυασμό με την ανάδειξη του κρίσιμου παραγωγικού ζητήματος των «προβληματικών» επιχειρήσεων (πτώση της καπιταλιστικής αποδοτικότητας εξ αιτίας της πρώτης μεταπολεμικά κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου), οδηγεί την μεγάλη πλειοψηφία της συνδικαλιστικής βάσης της σοσιαλδημοκρατίας (σωματεία  βιομηχανίας και δημόσιων επιχειρήσεων) σε ανοιχτή ρήξη με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και καταλήγει στη δημιουργία της ΣΣΕΚ (Σοσιαλιστική Συνδικαλιστική Εργατοϋπαλληλική Κίνηση). Αυτή συγκροτεί συμμαχία με τις συνδικαλιστικές δυνάμεις της Αριστεράς (ΕΣΑΚ με παρουσία στα κλαδικά συνδικάτα και ΑΕΜ κυρίως στο δημόσιο τομέα), και έτσι προκύπτει ταξική πλειοψηφία στο μεγαλύτερο μέρος των συνδικαλιστικών οργανώσεων της χώρας σε όλα τα επίπεδα εκπροσώπησης. Οι πολυσήμαντες πανεργατικές κινητοποιήσεις που ξεκίνησαν διασφάλισαν μια δίχως προηγούμενο εργατική συμμετοχή και η δυναμική τους μπορούσε να αντιμετωπίσει ευθέως τον αρχόμενο νεοφιλελευθερισμό του ΠΑΣΟΚ και το νεοσυντηρητισμό της ΝΔ.

          Ενώ λοιπόν τα πράγματα μετά το 1986 κινούνταν σε μία κατεύθυνση ισχυρής ανάπτυξης μιας ενωτικής ταξικής εργατικής δυναμικής, το κίνημα αυτό εξαντλήθηκε γιατί αντιμετώπισε την ολόπλευρη μεταστροφή της ενιαίας τότε Αριστεράς (ΚΚΕ + ΕΑΡ), προς τον κυβερνητισμό, τον εκσυγχρονισμό και την αναπτυξιολογία. Αντί η Αριστερά να αναλάβει την πολιτική εκπροσώπηση και την μαζική υποστήριξη αυτού του αντί – μονεταριστικού κινήματος, μετατράπηκε σε «αρχάγγελο της κάθαρσης» και μάλιστα συμμάχησε στο κυβερνητικό επίπεδο αρχικά με την αντιδραστική ΝΔ (κυβέρνηση Τ. Τζανετάκη) και στη συνέχεια και με το ΠΑΣΟΚ (οικουμενική κυβέρνηση Ξ. Ζολώτα). Αντί δηλαδή να αποσταθεροποιήσει την κλονιζόμενη τότε αστική δικομματική κυριαρχία, ήρθε να γίνει αρωγός της «εξυγίανσης» και αποκατάστασης της σταθερότητας του αστικού πολιτικού συστήματος, συμβάλλοντας στην διάνοιξη του δρόμου για την αναρρίχηση της μετωπικής συντηρητικής παράταξης στην εξουσία το 1990, κόβοντας ταυτόχρονα τους δεσμούς με την εργατική βάση της σοσιαλδημοκρατίας που και τότε στρέφονταν προς τα «αριστερά».

          Το συμπέρασμα από αυτή την δεύτερη περίπτωση έξαρσης του εργατικού κινήματος, και στη συνέχεια εκφυλισμού του, είναι ότι η ταξική εργατική κινητοποίηση δεν μπορεί να ανοίξει ευρύτερους ορίζοντες εφόσον στερείται πολιτικής διεξόδου, την οποία το μεν ΠΑΣΟΚ εγκατέλειψε με την υιοθέτηση του μονεταρισμού, η δε «ενωμένη» Αριστερά της γύρισε την πλάτη μια και ήθελε να δοκιμάσει την τύχη της στις συγκυβερνήσεις με τις δυνάμεις του αστικού δικομματισμού. Βέβαια σε τέτοιες συνθήκες μπορεί να τεθεί το ζήτημα της ευθείας πολιτικής αντικαπιταλιστικής υποκειμενοποίησης του ίδιου του εν κινήσει εργατικού κινήματος. Ωστόσο δεν υπήρχαν πλέον τέτοιοι υποκειμενικοί όροι για ένα τέτοιου είδους εγχείρημα, εφόσον οι αριστερές συνδικαλιστικές παρατάξεις «αποσύρθηκαν» χάριν του Κοινού Πορίσματος ΚΚΕ και ΕΑΡ, οι δε δυνάμεις που μαζικά είχαν αποχωρήσει από την ΠΑΣΚΕ ξαναπήραν τον δρόμο της επιστροφής στην «πατρώα γη», παίρνοντας ως ανταλλάγματα βουλευτικές έδρες, υπουργικές θέσεις και διοικητικά πόστα στον αστερισμό της κυριαρχίας του ΠΑΣΟΚ.

Το κύκνειο άσμα του μεταρρυθμιστικού εργατικού κινήματος

          Γ) Η τρίτη περίπτωση που το κίνημα της μισθωτής εργασίας ήρθε εκ των πραγμάτων στο προσκήνιο με εξαιρετικά μαζικούς όρους, πραγματοποιώντας την μεγαλύτερη απεργιακή κινητοποίηση στα σαράντα πέντε χρόνια της μεταπολιτευτικής διαδρομής της χώρας, ήταν η συγκυρία του Απριλίου 2001 με την πανεργατική κινητοποίηση όλων των συνδικαλιστικών φορέων απέναντι στην επιχειρούμενη βαθειά μετάλλαξη του κοινωνικού ασφαλιστικού συστήματος (σχέδιο νόμου Τ. Γιαννίτση). Ήταν από τις ελάχιστες ιστορικές φορές που μια τόσο μεγάλων διαστάσεων πανελλαδική απεργία υποχρέωσε εντός της ημέρας την εκσυγχρονιστική και  νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση του Κ. Σημίτη να ανακρούσει πρύμναν και να αποσύρει αυτή την αντί – ασφαλιστική μεταρρύθμιση (συνέχεια των προηγούμενων του 1990 – 93 του Δ. Σιούφα).

          Ωστόσο όμως από ό,τι αποδείχθηκε στην συνέχεια επρόκειτο για το «κύκνειο άσμα» του εργατικού συνδικαλισμού της εποχής, στο μέτρο που οι δυνάμεις της μεταρρυθμιστικής εργατικής σοσιαλδημοκρατίας είχαν ήδη μπει στην τροχιά του μετασχηματισμού τους στον μετέπειτα ανοιχτό εργοδοτικό και συναινετικό συνδικαλισμό, η δε Αριστερά, πολιτικά και συνδικαλιστικά, δεν είχε πλέον την δυναμική να διαμορφώσει μια προοπτική διεξόδου απέναντι στον κυβερνητικό νεοφιλελευθερισμό. Άλλωστε, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, μέσα στην επόμενη διετία, η κυβέρνηση του εκσυγχρονισμού και της ενσωμάτωσης του ελληνικού καπιταλισμού στην ΟΝΕ (μεταίχμιο του 2000), δεν άργησε να εισάγει εκ νέου το νομοσχέδιο Δ. Ρέππα για το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης που και υπερψηφίστηκε, σηματοδοτώντας την απαρχή όλων των μετέπειτα αλλαγών αποψίλωσης των εργατικών ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Σε κάθε περίπτωση ήταν πλέον η εποχή μιας έντονα κερδοφόρας ανάκαμψης του ελληνικού κεφαλαίου από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 και μέχρι την έναρξη της σύγχρονης καπιταλιστικής κρίσης (2008), υλοποίησης των μεγάλων τεχνικών έργων υποδομών, και του μπλοκαρίσματος των εργατικών συνδικαλιστικών διεκδικήσεων. Πλέον η μισθωτή εργασία στρέφονταν στην δεκάωρη καθημερινή και εξαήμερη εβδομαδιαία εργασία, προκειμένου να βελτιώσει τους όρους ζωής της μέσα από την υπερεργασία, και όχι δια μέσου των ταξικών εργατικών κινητοποιήσεων, πράγμα που συνέβαλε σε μια ισχυρή απονεύρωση του εργατικού κινήματος. Ο νεοφιλελευθερισμός είχε ήδη αρχίσει να αλώνει εργατικές συνειδήσεις και πρακτικές…

Εργατική προοπτική που μετακόμισε στο νεοφιλελευθερισμό

          Δ) Η τελευταία περίπτωση σπουδαίας έξαρσης των εργατικών κινητοποιήσεων στάθηκαν οι συνεχόμενες πανελλαδικές απεργίες της περιόδου Άνοιξη 2010 – Άνοιξη 2012, απέναντι στα μέτρα του πρώτου και δεύτερου μνημονίου του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Παρόλη την μαζικότητα και τον επίμονο χαρακτήρα τους δεν κατόρθωσαν ευθέως να ακυρώσουν την ψήφιση των εφαρμοστικών νόμων των δύο μνημονίων, ωστόσο προκάλεσαν την ολοσχερή απονομιμοποίηση της νεοφιλελεύθερης σοσιαλδημοκρατίας, την εκλογική της καταβαράθρωση και την αναζήτηση πολιτικής διεξόδου από τον εργαζόμενο λαϊκό κόσμο «προς τα αριστερά» και εν προκειμένω στον ΣΥΡΙΖΑ, με αποτέλεσμα αυτός να εκτοξευθεί εκλογικά και να καταλάβει την  θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης (27% του Ιουνίου 2012).

          Ωστόσο από εκεί και πέρα και μέχρι σήμερα, τα πράγματα ακολούθησαν διαφορετική τροχιά, εφόσον αυτή η αριστερή στροφή νοήθηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ μονοδιάστατα ως «εκλογική» έκφραση και επιλογή, μια και ο ίδιος προσανατολίστηκε στον εκλογικισμό, τον κυβερνητισμό και τον κοινοβουλευτικό δρόμο (Ιούνιος 2012 – Ιανουάριος 2015). Αυτή η πολιτική στάση του ΣΥΡΙΖΑ, αντί να επανατροφοδοτήσει την στήριξη και ενίσχυση του εργατικού κινήματος που είχε υποστεί μια «αγωνιστική κόπωση», αντί να διαμορφώσει οργανικές (και όχι μόνον εκλογικές) σχέσεις εκπροσώπησης με την εργατική τάξη, χρησιμοποίησε την πλειοψηφική εργατική ψήφο για την υπηρέτηση των δικών του υποκειμενικών σκοπών, των σχεδιασμών της ηγεμονικής μικροαστικής εκσυγχρονιστικής τεχνοκρατίας : Η εργατική τάξη ήταν ευπρόσδεκτη για τον ΣΥΡΙΖΑ μόνον ως «εκλογική πελατεία» και όχι ως η πρωταρχική κοινωνική δύναμη ριζοσπαστικών λαϊκών μετασχηματισμών. Η παρουσία της μισθωτής εκτελεστικής εργασίας εντός της πολιτικής υποκειμενικότητας της Ριζοσπαστικής Αριστεράς ήταν το λιγότερο περιθωριακή, έναντι των κυρίαρχων στρωμάτων της μικροαστικής διανοητικής εργασίας, που ως εκ της ταξικής τους φύσης διέπονταν από κατευθύνσεις αστικού εκσυγχρονισμού, ευρωπαϊκής καπιταλιστικής ενσωμάτωσης, τεχνοκρατικού εξορθολογισμού, εν ολίγοις ό,τι συγκροτεί μια αστική πολιτική.

          Έτσι στο διάστημα αυτό επήλθε ένας «παροπλισμός» του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος, η συστηματική καλλιέργεια μιας στάσης κοινοβουλευτικής «αναμονής» (από την αξιωματική αντιπολίτευση στην κοινοβουλευτική διακυβέρνηση), εξαφανίζοντας από το προσκήνιο τον θεμελιώδη παράγοντα (=κίνηση εργατικής τάξης) ακόμη και στην οπτική μιας υποτιθέμενης «αριστερής εκδοχής» του ούτως ή άλλως αναποτελεσματικού ευρωκομμουνισμού. Κι’ ακόμη περισσότερο στην επόμενη κυβερνητική περίοδο του ΣΥΡΙΖΑ (Ιανουάριος 2015 – Ιανουάριος 2018), η καθολική μνημονιακή μεταστροφή του (σπάνια περίπτωση κόμματος που εκλέγεται στη διακυβέρνηση μιας χώρας και αναλαμβάνει να εφαρμόσει επακριβώς την πολιτική των αντιπάλων του), επέφερε το χειρότερο πλήγμα που θα μπορούσε να δεχθεί ο εργαζόμενος και άνεργος κόσμος, από τον ίδιο τον πολιτικό σχηματισμό που είχε πλειοψηφικά ψηφίσει. Αυτή είναι η κύρια πολιτική αιτία που επέφερε όπως ήταν φυσικό την αδράνεια και παράλυση του εργατικού κινήματος στα τρία τελευταία χρόνια που σημαδεύτηκαν από την εφαρμογή του τρίτου υπέρ – μνημονίου.

          Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι δεν μπορεί να αναδειχθεί μια λαϊκή ριζοσπαστική εναλλακτική λύση από πολιτικές δυνάμεις που διέπονται από την μικροαστική εκσυγχρονιστική και τεχνοκρατική ηγεμονία, που εκ της ταξικής τους φύσεως είναι η «εμπροσθοφυλακή» της αστικής στρατηγικής, είναι οι «διαμεσολαβητές» της αστικής κοινωνικής εξουσίας, ακόμη και αν εκπροσωπούν «εκλογικά» τα λαϊκά εργαζόμενα στρώματα. Δεν πρόκειται για θέμα βούλησης ή προθέσεων, ούτε για «προδοσίες» και «κωλοτούμπες», αλλά για την αναπότρεπτη πολιτική συνέπεια των ταξικών δυνάμεων που κυριαρχούν στο εσωτερικό τους. Αντιμνημονιακές αλλαγές τελικά ή ακόμη περισσότερο αντικαπιταλιστικοί μετασχηματισμοί δεν μπορούν να προωθηθούν, με βάση την υπαρκτή πλέον τραγική εμπειρία, παρά από πολιτικούς σχηματισμούς που έχουν οργανικές σχέσεις με την εργατική τάξη, βασίζουν την τακτική τους στο έδαφος κινηματικών λαϊκών διαδικασιών, έχουν κατοχυρωμένο στο εσωτερικό τους τον πρωτεύοντα ρόλο ταξικών δυνάμεων των «από κάτω» και όχι μικροαστών τεχνοκρατών και εκσυγχρονιστών, και δεν εξαντλούν τη στρατηγική τους στο αστικό πολιτικό παιχνίδι, αλλά εισάγουν παράλληλα τη διάσταση του εργατικού ελέγχου και εξουσίας ως θεμελιακή παράμετρο και δικλείδα ασφαλείας της όποιας αριστερής διαδικασίας μετάβασης.

ΜΕΡΟΣ Β

Εργαζόμενοι – Αριστερά : Ιστορία προσδοκιών - διαψεύσεων

          Από ολόκληρη αυτή την συνοπτική ιστορική κριτική αναφορά προκύπτει ότι η αναγκαία κίνηση της εργατικής τάξης δεν είναι ένα μονοδιάστατο «συνδικαλιστικό» φαινόμενο, όπως αρέσκονται να το εμφανίζουν ορισμένοι φορείς του αριστερού κινήματος, αλλά απεναντίας ένα πολυσύνθετο φαινόμενο, όπου διαπλέκονται οι παράμετροι της πολιτικής, της ιδεολογίας και του κοινωνικού κινήματος. Καθοριστικό ζήτημα για μια τέτοια κίνηση είναι το επίπεδο ανεργίας της μισθωτής εργασίας, που από ό,τι προκύπτει όταν είναι χαμηλό και συνοδεύεται από μια ορισμένη καπιταλιστική ανάπτυξη καθιστά ευχερέστερη αυτή την κίνηση, ενώ όταν σκαρφαλώνει σε διψήφια νούμερα, οδηγεί σε παραλυτική επίδραση του εφεδρικού στρατού των ανέργων επί της ενεργού εργασίας. Παράλληλα οι μορφές συλλογικής υπόστασης των εργαζομένων διαδραματίζουν εξίσου καθοριστικό ρόλο : Εκείνες που διασφαλίζουν την ενιαία οργάνωση του συλλογικού εργάτη μιας επιχείρησης ή ενός κλάδου (εργοστασιακά σωματεία και κλαδικά διεπαγγελματικά συνδικάτα) έχουν μεγαλύτερη μαζικότητα και αποτελεσματικότητα, ενώ εκείνες που βασίζονται στην ομοιοεπαγγελματική οργάνωση (χειριστών, μηχανικών, οδηγών, γιατρών, λογιστών κλπ.), διέπονται από συντεχνιακά και άρα αναποτελεσματικά, ως επί το πλείστον χαρακτηριστικά. Τέλος η ίδια η ένταση των ακολουθούμενων αστικών πολιτικών, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσεων και γενικευμένης εφαρμογής νεοφιλελεύθερων πολιτικών, που απειλούν την ίδια την συλλογική οργάνωση των εργαζομένων και τις πλέον βασικές ελευθερίες και δικαιώματά τους.

          Εντούτοις, πέραν αυτών των παραγόντων που επιδρούν σημαντικά στην κίνηση της εργατικής τάξης, καθοριστικοί είναι οι  επόμενοι παράγοντες : Οι σχέσεις εκπροσώπησης των τμημάτων της μισθωτής εργασίας με τα αριστερά και σοσιαλδημοκρατικά πολιτικά κόμματα, καθώς και οι όροι ιδεολογικής ηγεμονίας που κυριαρχούν σε μια ορισμένη περίοδο και συγκυρία. Αυτοί καθορίζουν και τις μορφές πολιτικής ολοκλήρωσης των εργατικών ταξικών συμφερόντων ή απεναντίας ποδηγέτησής τους σε διαφοροποιημένες κατευθύνσεις. Κύριο δεδομένο στην μέχρι σήμερα 45χρονη μεταπολιτευτική πορεία του ελληνικού εργατικού κινήματος, είναι ότι οι εργατικές εκπροσωπήσεις «χρησιμοποιήθηκαν» από τα κόμματα που επαγγέλθηκαν τη λαϊκή πολιτική, τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και ακόμη περισσότερο την οικονομική απελευθέρωση, ως εργαλεία άσκησης αστικών πολιτικών, ή σε κάθε περίπτωση αποχής υλοποίησης ενός τέτοιου ρόλου.

          Κανένας πολιτικός σχηματισμός λαϊκής εργατικής αναφοράς δεν έχει ξεφύγει από αυτή την εξέλιξη. Η ελληνική σοσιαλδημοκρατία του ΠΑΣΟΚ σε δύο τουλάχιστον ιστορικές συγκυρίες, και παρόλο που είχε κατακτήσει την πλειονότητα των εργατικών εκπροσωπήσεων, τους γύρισε την πλάτη και προσχώρησε σε ηπιότερες ή σκληρότερες εκδοχές του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού. Η μία περίπτωση ήταν εκείνη των μέσων της δεκαετίας του 1980, όπου επήλθε η «διάρρηξη του συμβολαίου με το λαό», και η μεταστροφή στο μονεταρισμό που τον ακολούθησε τελικά ο νεοφιλελεύθερος εκσυγχρονισμός. Η δεύτερη περίπτωση ήταν η εκλογική αναμέτρηση του Οκτωβρίου 2009 όπου το ΠΑΣΟΚ είχε κατορθώσει εκ νέου να εξασφαλίσει την ψήφο της εργατικής πλειοψηφίας (44%), και την «χρησιμοποίησε» προκειμένου να υπηρετήσει τις ανάγκες του κεφαλαίου μέσα στην εξελισσόμενη κρίση υπερσυσσώρευσης και τις εξοντωτικές μνημονιακές πολιτικές.

          Αλλά και οι σχηματισμοί της Αριστεράς (ΚΚΕ και ΕΑΡ – ΣΥΝ – ΣΥΡΙΖΑ) δεν έμειναν πίσω : Σε μια πρώτη περίπτωση, στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, ενώ το ενωτικό ταξικό εργατικό κίνημα ΕΣΑΚ – ΣΣΕΚ – ΑΕΜ πραγματοποιούσε πολυσήμαντες απεργιακές κινητοποιήσεις απέναντι στον μονεταρισμό, οι πολιτικές εκπροσωπήσεις της «ενωμένης» Αριστεράς άνοιγαν πανιά για την συγκυβέρνηση με τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ, και έτσι στη μεν ΝΔ άνοιγαν τον δρόμο στην κυβέρνηση, το δε ΠΑΣΟΚ το οδήγησαν στον «εξαγνισμό» και στη νεκρανάστασή του. Στη δεύτερη περίπτωση (Ιούνιος 2012), όταν ολόκληρη η λαϊκή βάση της σοσιαλδημοκρατίας κατευθύνθηκε «προς τα αριστερά», το ΚΚΕ όρθωσε τοίχο απροσπέλαστο για να διατηρήσει το «ερμητικά κλειστό του φρούριο», ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ εισέπραξε όλη αυτή την εκλογική μετατόπιση, θέτοντάς την όμως στη συνέχεια στην ανοιχτή υπηρεσία της αστικής μνημονιακής πολιτικής. Τέλος σε μια τρίτη περίπτωση (Ιούλιος 2015), όταν η εργατική τάξη με όλα τα λαϊκά κοινωνικά στρώματα βροντοφώναξε το «όχι» στο τρίτο μνημόνιο, με τα δύο-τρίτα της εκλογικής ετυμηγορίας, το μεν ΚΚΕ προπαγάνδιζε την «αποχή – άκυρο – λευκό» ( = πολιτική αυτοκτονίας των κομμουνιστών), ο δε ΣΥΡΙΖΑ μετέτρεπε το μεγαλειώδες «όχι» στο ταπεινωτικό «ναι» του τρίτου μνημονίου (Αύγουστος 2015).

Αριστερά στην υπηρεσία της εργατικής ανασύνταξης

1)Άρα καθοριστικής και κυρίαρχης σημασίας ζήτημα για την προαγωγή των τακτικών αντιμνημονιακών και στρατηγικών σοσιαλιστικών στόχων της εργατικής τάξης είναι οι σχέσεις της αντιπροσώπευσης με τα κόμματα της Αριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας, που και τα τρία κατέδειξαν την ιστορική τους αχρηστία, από τη σκοπιά βέβαια των λαϊκών συμφερόντων, για να χρησιμοποιήσουμε τον ηπιότερο δυνατό χαρακτηρισμό. Πολύ περισσότερο σήμερα όπου η κοινωνική κατάσταση που έχει διαμορφωθεί δυσχεραίνει τα μέγιστα την κίνηση της εργατικής τάξης : Πολιτική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ και ολοσχερής αθέτηση των λαϊκών του δεσμεύσεων. – Μαζική ανεργία με παραλυτική επίδραση στους ενεργούς εργαζόμενους. – Ισχυρή νεοφιλελεύθερη ηγεμονία σε ένα μέρος των εργατικών συνειδήσεων. – Πολυμορφία των εργατικών ταυτοτήτων στους επιμέρους τομείς απασχόλησης. – Απαξίωση και αναξιοπιστία των θεσμών του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. – Εισοδηματικές μειώσεις μισθών και συντάξεων που καθιστούν το «κόστος κινητοποίησης» εξαιρετικά υψηλό κλπ. Έτσι, ενώ στις προηγούμενες περιπτώσεις η κίνηση της εργατικής τάξης προέκυπτε εγγενώς από τις ίδιες τις συνθήκες του ταξικού ανταγωνισμού, στη σημερινή συγκυρία οι εγγενείς ροπές προς την εργατική υποκειμενοποίηση τείνουν να ακυρώνονται στην γέννησή τους, εξ αιτίας της επίδρασης όλων των παραγόντων που έχουν καταγραφεί.

Γι’ αυτό πρόκειται για μία περίοδο όπου η Αριστερά, εάν επιθυμεί να συμβάλει στη διάνοιξη οδών για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, χρειάζεται, περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη φορά να κινηθεί πρωτίστως στην κατεύθυνση υποστήριξης αυτής της εργατικής ανάταξης, αν θέλει βέβαια να έχει ένα πρόσφορο έδαφος για την διασφάλιση ουσιαστικών πολιτικών εκπροσωπήσεων, διαφορετικά ο πολιτικός της λόγος (αντιμνημονιακός, ριζοσπαστικός, αντικαπιταλιστικός) θα πέφτει στο «κενό». Κατά συνέπεια, ένα πρώτο συμπέρασμα είναι ότι σήμερα, σε αντίθεση με τις προηγούμενες περιόδους της μεταπολίτευσης, που οι εργατικές κινητοποιήσεις έρχονταν από μόνες τους στο προσκήνιο, και η Αριστερά επιχειρούσε να τις «εκπροσωπήσει» με τους όρους που η κάθε της έκφραση θεωρούσε προσφορότερους, η Αριστερά οφείλει να ανταποκριθεί σε ένα πολύ δυσκολότερο έργο, να διαμορφώσει δηλαδή το κοινωνικό έδαφος στο οποίο να μπορούν να βλαστήσουν αυτές οι πολιτικές «εκπροσωπήσεις».

Μεταβατική μορφή υποκειμενοποίησης της εργατικής τάξης

2)Το δεύτερο μείζον ζήτημα που προκύπτει από όλη την προηγούμενη ιστορική αναδρομή είναι οι όροι διαμόρφωσης των σχέσεων κοινωνικού κινήματος και αστικών κοινοβουλευτικών διαδικασιών, που σε όλες τις περιπτώσεις λειτούργησαν σε βάρος της πραγμάτωσης των εργατικών ταξικών συμφερόντων. Είναι δηλαδή καθοριστικής σημασίας το γεγονός ότι σε κάθε περίπτωση ανάδειξης στο πολιτικό επίκεντρο του εργατικού κινήματος, αυτό, μετά από τις κινητοποιήσεις του, εξαντλούσε την δυναμική του στις κοινοβουλευτικές εκπροσωπήσεις της σοσιαλδημοκρατίας και της Αριστεράς, στις οποίες και εναπόθετε τον ρόλο του κυβερνητικού φορέα πραγμάτωσης των επιδιώξεών του. Εντούτοις σε όλες τις περιπτώσεις, αυτοί οι φορείς λειτούργησαν ως εργαλεία ουσιαστικά αστικής ενσωμάτωσης και σε τελική ανάλυση ματαίωσης των εργατικών προσδοκιών. Βέβαια, η ασφαλέστερη περίπτωση για την υλοποίηση των λαϊκών κοινωνικών αναγκών σε μια φάση έξαρσης του κοινωνικού κινήματος, θα μπορούσε να υπηρετηθεί από μορφές πολιτικής υποκειμενοποίησης της ίδιας της εργατικής τάξης, στη λογική ότι η χειραφέτησή της είναι έργο της ίδιας.

Παρόλα αυτά δεν καταγράφηκαν τέτοιας μορφής διαδικασίες στα 45 χρόνια της μεταπολιτευτικής περιόδου, με εξαίρεση εκείνην των μέσων της δεκαετίας του 1980 με την περίπτωση της ΣΣΕΚ, που επιχείρησε να συγκροτήσει ευρύτερο Μέτωπο Εργαζομένων και Κόμμα Εργαζομένων, πράγμα όμως που δεν ευδοκίμησε, αν και κατατέθηκε ως μια πολιτική υποθήκη. Οι αιτίες για την αδυναμία μέχρι σήμερα του κόσμου της μισθωτής εργασίας να αναδειχθεί αυτή φορέας υλοποίησης των επιδιώξεών της, αντί της επένδυσης των εργατικών κινητοποιήσεων σε σοσιαλδημοκρατικούς ή αριστερούς σχηματισμούς είναι πολλαπλές, μεταξύ των οποίων μπορεί να διακρίνει κανείς : Το γεγονός ότι η εργατική τάξη εξ ορισμού και από την ίδια της την ταξική φύση συγκροτείται πλειοψηφικά από τα στρώματα της εκτελεστικής / χειρωνακτικής εργασίας, τα οποία στερούνται του γνωστικού επιστημονικού εκείνου μορφωτικού κεφαλαίου, που είναι αναγκαίο για την ταξική αυτοπεποίθηση και την διαχειριστική πολιτική ικανότητα. Αυτό με δεδομένο ότι οι δυνάμεις της νέας μισθωτής μικροαστικής τάξης της διανοητικής εργασίας τοποθετούνται ως επί το πλείστον στον πόλο της διευθυντικής εξουσίας του κεφαλαίου, και εκ των πραγμάτων λειτουργούν στην κατεύθυνση υπηρέτησης της καπιταλιστικής στρατηγικής, ανεξαρτήτως ενδεχόμενων  υποκειμενικών προθέσεων.

Από την άλλη πλευρά η εργατική τάξη είναι εκ των πραγμάτων υποταγμένη στην εργοδοτική εξουσία και δεσμευμένη στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή, δηλαδή είναι θεσμικά αποκομμένη από οποιαδήποτε διαδικασία πολιτικής και κοινωνικής διεύθυνσης. Μέσα στα πλαίσια της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας αυτός ο ρόλος απονέμεται στα πολιτικά κόμματα εκπροσώπησης των κοινωνικών τάξεων, τα οποία, ακόμη και στην μεταρρυθμιστική, λαϊκή, ριζοσπαστική τους εκδοχή καταλήγουν στην υπηρέτηση των πολιτικών του αστικού κράτους, χωρίς σπουδαίες δυνατότητες διαφυγής από αυτό τον ρόλο. Τέτοιες υπήρξαν οι περιπτώσεις της σοσιαλδημοκρατίας του ΠΑΣΟΚ από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 και μετά, καθώς και από τις εκλογές του Οκτωβρίου 2009 και στη συνέχεια, τέτοια υπήρξε και η περίπτωση του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ στην τελευταία τριετία 2015 – 18.

Πρώτα από όλα εργατική εξουσία εντός της Αριστεράς

3)Επιπρόσθετα δεν μπορεί να μην επισημάνει κανείς το υπαρκτό γεγονός ότι εξ αυτών των λόγων, οι πολιτικοί μηχανισμοί των κομμάτων της σοσιαλδημοκρατίας και της Αριστεράς (κοινοβουλευτικοί, διοικητικοί, κυβερνητικοί), συγκροτούνται σχεδόν αποκλειστικά από εκπροσώπους των μικροαστικών τάξεων της διανοητικής εργασίας (μηχανικούς, δικηγόρους, οικονομολόγους, πανεπιστημιακούς, γιατρούς κλπ.), που αναλαμβάνουν τον ρόλο της «διαμεσολάβησης» των λαϊκών συμφερόντων στο πεδίο της αστικής κρατικής διαχείρισης. Φυσικά η ίδια σύνθεση και ρόλος αναδεικνύονται και στις περιπτώσεις αριστερών κομμάτων του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος, των οποίων οι μηχανισμοί απαρτίζονται από πολιτικές γραφειοκρατίες μακροχρόνιου χαρακτήρα, οι οποίες εκ των πραγμάτων λειτουργούν κατά έναν αντίστοιχο τρόπο με τα προηγούμενα στρώματα της μικροαστικής διανοητικής εργασίας.

Οι πολιτικοί αυτοί μηχανισμοί είναι «αποξενωμένοι» από την εργατική τάξη, ενώ ταυτόχρονα ανήκουν στην κορυφή της πυραμίδας του αστικού ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας, κατέχοντας ακριβώς τη δεύτερη θέση αμέσως μετά την τάξη των καπιταλιστών. Φυσιολογικό επακόλουθο είναι ότι όταν αυτοί οι μηχανισμοί αυτών των στρωμάτων εισέλθουν στο πεδίο της διαχείρισης του αστικού κράτους, να κάνουν εγγενώς αυτό που γνωρίζουν από την ίδια τους την ταξική φύση, δηλαδή να επιτελούν λειτουργίες διεύθυνσης, διαχείρισης, ιεραρχικής οργάνωσης, εξορθολογισμού, ανάπτυξης κλπ. Ακόμη και αν είναι φορείς μιας ορισμένης ακαδημαϊκής ανάγνωσης ενός ορισμένου μαρξισμού, τον χρησιμοποιούν για την «νομιμοποίηση» των αστικών κρατικών πρακτικών τους : Ο αστερισμός του σημερινού κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ είναι το πλέον εύγλωτο παράδειγμα όπου οι μαρξίζοντες αριστεροί χρησιμοποιούν την αριστεροσύνη τους για να «νομιμοποιήσουν» την μνημονιακή και νεοφιλελεύθερη πολιτική τους διαχείριση.

Συμπερασματικά, ένας πολιτικός σχηματισμός λαϊκής αναφοράς, πέραν των αυτόκλητων προσδιορισμών του (κομμουνιστικός, αντικαπιταλιστικός, αριστερός, ριζοσπαστικός), δεν μπορεί να συντίθεται παρά από τμήματα του κόσμου της μισθωτής εργασίας, των ανέργων, της νεολαίας, των αυτοαπασχολουμένων, των συνταξιούχων κλπ., ωστόσο δεν μπορεί να έχει στο επίκεντρό του τις μικροαστικές τάξεις και τα μικρομεσαία στρώματα. Αυτά τα τελευταία διαθέτουν επαρκέστατες εκπροσωπήσεις στο πολιτικό φάσμα των αστικών κομμάτων (ΝΔ, ΔΗΣΥ, Ποτάμι, ΣΥΡΙΖΑ), και δεν χρειάζεται η Αριστερά να αποτελεί γι’ αυτά μια νέα μορφή πολιτικής εκπροσώπησης. Άλλωστε τα λαϊκά στρώματα αυτής της αναφοράς είναι ήδη επαρκέστατα στην ταξική δομή της ελληνικής κοινωνίας, και στο πολιτικό επίπεδο καθαρά αποτυπώθηκαν στην μεγάλη πλειοψηφία του 62% του αντιμνημονιακού δημοψηφίσματος του Ιουλίου 2015.

Η Αριστερά δεν μπορεί να «καθοδηγεί», να «εκπροσωπεί», να «αναφέρεται» σ’ αυτά τα υποτελή κοινωνικά στρώματα, αλλά να αποτελεί «σάρκα από τη σάρκα» τους, να συντίθεται και να επικαθορίζεται από αυτά. Προφανέστατα συνεκτικός ιστός αυτών των λαϊκών κατηγοριών δεν μπορεί παρά να είναι αφενός οι πρακτικές της ταξικής διαπάλης σε όλα τα επίπεδα, καθώς και οι οργανικές σχέσεις με τα ρεύματα της προλεταριακής μαρξιστικής διανόησης, εντούτοις μακράν των εκπροσώπων ενός ορισμένου ακαδημαϊκού μαρξισμού, που έχει χρησιμεύσει κατά κόρον στις τελευταίες δεκαετίες ως σκαλοπάτι για την πανεπιστημιακή και κοινωνική ανέλιξη των φορέων του. Η προλεταριακή μαρξιστική διανόηση δεν είναι μια επιστήμη όπως η αστική ιστορία, η φιλολογία ή φιλοσοφία, η οικονομία και κοινωνιολογία, των οποίων η γνώση παρέχει στους φορείς τους πλεονεκτικές θέσεις στον αστικό καταμερισμό εργασίας. Αντίθετα είναι η θεραπαινίδα του εργατικού εκπαιδευτικού και πολιτιστικού διαφωτισμού, ο υπηρέτης της γενικευμένης εργατικής χειραφέτησης, πάντοτε στο καμίνι των ίδιων των ταξικών ανταγωνισμών.

Ο εργαζόμενος κόσμος δεν μπορεί να κατέχει παρά πρωταρχική θέση εντός των αριστερών πολιτικών δομών με αποφασιστική γνώμη και αρμοδιότητες, πράγμα που δεν μπορεί να εκχωρείται τόσο σε γραφειοκρατικούς φορείς που συνήθως προσλαμβάνουν χαρακτηριστικά μονιμότητας, όσο και σε μικροαστούς τεχνοκράτες οι οποίοι αναπαράγουν τον αστισμό εντός της Αριστεράς. Είναι τέτοιου είδους χαρακτηριστικά που προσδιορίζουν έναν πολιτικό σχηματισμό ως αντικαπιταλιστικό ή ριζοσπαστικό κλπ., και όχι η αναπαραγωγή του ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας του καπιταλισμού μέσα στις εργατικές λαϊκές συγκροτήσεις. Για να καταλήξεις να επιτύχεις την καθολική εργατική χειραφέτηση, χρειάζεται πρώτα να την πραγματώνεις μέσα στα ίδια σου τα πλαίσια, γιατί διαφορετικά η αναξιοπιστία και η αφερεγγυότητα σε περιμένει στη γωνία.

Οργανική σύζευξη αντιπροσωπευτικής και λαϊκής εξουσίας

4)Τέλος, η σχέση εργατικού κινήματος και αστικού κοινοβουλευτισμού παραμένει νευραλγικής σημασίας για τη τύχη των κάθε φορά λαϊκών επιδιώξεων και προσδοκιών. Είναι αναγκαίο βέβαια να επισημανθεί ευθύς εξ αρχής ότι στις κοινωνίες του αναπτυγμένου καπιταλισμού και της εμπεδωμένης λειτουργίας του αστικού κοινοβουλευτισμού, η διεκδίκηση της κατάκτησης της σχετικής πλειοψηφίας και της κυβερνητικής εξουσίας, αντιπροσωπεύει θεμελιώδη διάσταση της εργατικής αντικαπιταλιστικής πολιτικής, που ωστόσο είναι αναγκαίος αλλά όχι επαρκής όρος του αντιμνημονιακού και ριζοσπαστικού μετασχηματισμού. Μ’ αυτή την έννοια η παράκαμψη αυτής της διάστασης, και η παραπομπή της αριστερής στρατηγικής στο μελλοντικό «υπερπέραν», όταν θα έχει εγκαθιδρυθεί κατά έναν ανεξήγητο τρόπο η εργατική και λαϊκή εξουσία, που θα βάζει στην άκρη τη λειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας πάσχει από δύο απόψεις : Αφενός αντιπροσωπεύει μια πολιτική φαντασίωση ως ένα είδος θρησκευτικής «δευτέρας παρουσίας» που όλο και απομακρύνεται από τον χρονικό ορίζοντα. – Αφετέρου δεν δίνει καμία ορατή μεταβατική διέξοδο για την απαρχή πραγμάτωσης των λαϊκών επιδιώξεων στο ορατό ιστορικό παρόν.

Εντούτοις, παράλληλα όπως έχει περίτρανα αποδειχθεί, από μόνη της μια κοινοβουλευτική πολιτική αλλαγή, ακόμη και αν διαθέτει μια λαϊκή πλειοψηφία (π.χ. 36% στις βουλευτικές εκλογές και 62% στο δημοψήφισμα του 2015), είναι απαραίτητη αλλά όχι και ικανή συνθήκη για την κυβερνητική πραγμάτωση των λαϊκών συμφερόντων. Αυτό τελικά προϋποθέτει την πλήρωση τουλάχιστον τριών προϋποθέσεων : Από τη μια πλευρά τον εργατικό χαρακτήρα της Αριστεράς, όχι μόνον σε διακηρυκτικό πολιτικό επίπεδο, αλλά και στην ίδια τη σύστασή της : Π.χ. την ίδια τη σύνθεση των κοινοβουλευτικών της εκπροσωπήσεων από αντιπροσώπους των εργατικών και λαϊκών εκφράσεών της, μακράν των μικροαστών εκσυγχρονιστών και τεχνοκρατών, καθώς και την κατοχύρωση στο εσωτερικό της την επιβολή της καθοριστικής παρουσίας των λαϊκών τάξεων, κατά έναν υποχρεωτικό καταστατικό τρόπο.

Από την άλλη πλευρά, τον συνδυασμό της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και πολιτικής διακυβέρνησης με μορφές εργατικής δημοκρατίας «σοβιετικού» τύπου, δηλαδή καθοριστικών εξουσιών στα εκλεγμένα θεσμικά όργανα των εργαζομένων, των ανέργων, της νεολαίας, των αυτοαπασχολουμένων αγροτών κλπ., εξουσιών τουλάχιστον ισότιμης βαρύτητας με αυτές της εθνικής αντιπροσωπείας. Αυτό το πρότυπο μεταβατικής εργατικής εξουσίας ουδόλως έχει αποτύχει ιστορικά, γιατί ακριβώς δεν εφαρμόστηκε καν στην περίπτωση της οκτωβριανής επανάστασης: Από τη μια πλευρά τα λαϊκά «σοβιέτ» τάχιστα αποστερήθηκαν των εξουσιών και νομοθετικών τους αρμοδιοτήτων και απονευρώθηκαν εξολοκλήρου, και από την άλλη πλευρά ολόκληρη η εξουσία (εκτελεστική + νομοθετική) συγκεντρώθηκε στα χέρια του «σοβναρκόμ», στερώντας την εργατική τάξη και τους αγρότες από τις δικές τους αντιπροσωπευτικές αποφασιστικές αρμοδιότητες και εξουσίες. Πολύ περισσότερο που αυτή η συγκεντρωτική διαδικασία συνδυάστηκε με την κατάργηση της συντακτικής εθνοσυνέλευσης, όπου μάλιστα σε κάθε περίπτωση πλειοψηφούσαν δημοκρατικά, σοσιαλιστικά, προοδευτικά ρεύματα και σχηματισμοί.

Τέλος τρίτη προϋπόθεση μιας τέτοιας διαδικασίας μετάβασης που συνδυάζει την αντιπροσωπευτική (όχι κατ’ ανάγκην αστική) κοινοβουλευτική δημοκρατία με την άμεση εργατική δημοκρατία, δεν μπορεί να έχει αποτελεσματικότητα σε τελική ανάλυση, χωρίς την ευθύς εξ αρχής κοινωνικοποίηση των στρατιωτικών, αστυνομικών και δικαστικών μηχανισμών, και την αντικατάστασή τους από  αντίστοιχους θεσμούς λαϊκής σύστασης και ελέγχου. Όλες οι υπαρκτές ιστορικές εμπειρίες μετάβασης καταδεικνύουν αυτή την αναγκαιότητα, τουλάχιστον στο επίπεδο αυτών των τριών κρατικών μηχανισμών (αφετηριακή συντριβή του αστικού κράτους), μακράν των γλυκανάλατων θεωριών περί «εκδημοκρατισμού» τους : Η μαρξιστική αντίληψη της «δικτατορίας του προλεταριάτου» σηματοδοτεί πρωταρχικά και αποκλειστικά τον μαρασμό των κρατικών μηχανισμών καθώς και την κοινωνική κυριαρχία της εργατικής τάξης, και ουδεμία σχέση έχει με την κατάπνιξη των πολιτικών ελευθεριών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, που αποτελούν θεμελιακή παράμετρο της σοσιαλιστικής δημοκρατίας, και μάλιστα στην πιο ολόπλευρη ανάπτυξή τους.