Σ’ ολόκληρη την τρέχουσα περίοδο και μέχρι τις επόμενες βουλευτικές εκλογές, το κύριο επιχείρημα που προβάλλει η μνημονιακή κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι παρά η προβολή του κινδύνου επανόδου της ακραία νεοφιλελεύθερης συντηρητικής παράταξης, δηλαδή μια επιχειρηματολογία με καθαρά αρνητικά χαρακτηριστικά.

Κι’ αυτό γιατί το κόμμα του μι­κρο­α­στι­κού εκ­συγ­χρο­νι­σμού και της πο­λι­τι­κής της σύγ­χρο­νης κα­πι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης, δεν έχει να επι­κα­λε­στεί θε­τι­κά κυ­βερ­νη­τι­κά πε­πραγ­μέ­να, αν δεν κα­τα­φεύ­γει συ­στη­μα­τι­κά στην καλ­λιέρ­γεια μιας «ψευ­δούς συ­νεί­δη­σης», δη­λα­δή υπό­σχε­σης μιας πολ­λα­πλά δια­ψευ­δό­με­νης «σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κής επαγ­γε­λί­ας», που σε ολό­κλη­ρη την ευ­ρω­παϊ­κή ήπει­ρο δεν εκ­φρά­ζει παρά την κατά κρά­τος προ­σχώ­ρη­ση της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας στο νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό (π.χ. εμπει­ρί­ες Φ. Ολάντ – Ε. Μα­κρόν, γερ­μα­νι­κού SPD, ιτα­λι­κού Δη­μο­κρα­τι­κού Κόμ­μα­τος κλπ.). Η ανα­φο­ρά στην προ­α­γω­γή της οι­κο­νο­μι­κής ανά­πτυ­ξης με κοι­νω­νι­κή δι­καιο­σύ­νη, απο­δει­κνύ­ε­ται μια φα­ντα­σια­κή αντί­λη­ψη στο μέτρο που οι άμε­σες ξένες επεν­δύ­σεις που δια­φη­μί­ζο­νται δεν αφο­ρούν παρά την εξα­γο­ρά των απο­κρα­τι­κο­ποιού­με­νων κοι­νω­φε­λών επι­χει­ρή­σε­ων που έχουν απο­μεί­νει (λι­μά­νια, αε­ρο­δρό­μια, ύδρευ­ση και απο­χέ­τευ­ση κλπ.), είτε την ευ­θεία εκ­χώ­ρη­ση της εκ­με­τάλ­λευ­σης δη­μό­σιου πλού­του στο ιδιω­τι­κό κε­φά­λαιο (λ.χ. Ελ­λη­νι­κό, Σκου­ριές κ.ά.).

Προς τον αστι­κό μνη­μο­νια­κό πο­λι­τι­κό δι­πο­λι­σμό

          Μπο­ρεί έτσι ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ να επι­κα­λε­σθεί ως νο­μι­μο­ποι­η­τι­κή βάση της κυ­βερ­νη­τι­κής του πο­λι­τι­κής το ότι απο­κα­τέ­στη­σε τον απο­ψι­λω­μέ­νο κα­τώ­τα­το μισθό, ότι κα­τάρ­γη­σε την επι­βο­λή του ΕΝΦΙΑ, την στή­ρι­ξη των συ­ντά­ξε­ων από την συ­νε­χή κα­το­λί­σθη­σή τους, την χο­ρή­γη­ση αξιο­πρε­πών επι­δο­μά­των ανερ­γί­ας στο σύ­νο­λο των ανέρ­γων, την απο­κα­τά­στα­ση των μι­σθών των συλ­λο­γι­κών συμ­βά­σε­ων ερ­γα­σί­ας που ίσχυαν μέχρι το 2012, την προ­ά­σπι­ση του δη­μό­σιου τομέα της οι­κο­νο­μί­ας, την μεί­ω­ση του βα­ρύ­τα­του ΦΠΑ στα είδη λαϊ­κής κα­τα­νά­λω­σης κλπ.; Όλα αυτά που απο­τε­λού­σαν, με­τα­ξύ πολ­λών άλλων, προ­γραμ­μα­τι­κές δε­σμεύ­σεις του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, μεί­ζο­νες (Πρό­γραμ­μα Συ­νε­δρί­ου) και ελάσ­σο­νες (Πρό­γραμ­μα Θεσ­σα­λο­νί­κης), έχουν πε­ριέλ­θει στη «λήθη» για την κυ­βερ­νη­τι­κή πο­λι­τι­κή, η οποία μά­λι­στα υλο­ποιεί τα ακρι­βώς αντί­θε­τα.

          Ακόμη και η δια­τυ­μπα­νι­ζό­με­νη μεί­ω­ση της ανερ­γί­ας από το 27% στο 22% στην τε­λευ­ταία τριε­τία, απο­δει­κνύ­ε­ται φε­νά­κη, αν πάρει κα­νείς υπ’ όψιν του τους τρό­πους που έχουν επι­στρα­τευ­θεί για να εμ­φα­νί­σουν αυτή την υπο­τι­θέ­με­νη αυ­ξη­τι­κή τάση των θέ­σε­ων απα­σχό­λη­σης. Η πλα­σμα­τι­κή αυτή μεί­ω­ση της ανερ­γί­ας δεν προ­έρ­χε­ται από την δη­μιουρ­γία και στε­λέ­χω­ση νέων θέ­σε­ων απα­σχό­λη­σης, αλλά από την έντε­χνη χρη­σι­μο­ποί­η­ση τεσ­σά­ρων του­λά­χι­στον πα­ρα­μέ­τρων: Κατά πρώτο, η συ­νε­χι­ζό­με­νη μα­ζι­κή φυγή στις αγο­ρές ερ­γα­σί­ας της Δυ­τι­κής Ευ­ρώ­πης (Βρε­τα­νία, Γερ­μα­νία, Γαλ­λία κλπ.) των νέων επι­στη­μό­νων και τε­χνι­κών, οι οποί­οι βρί­σκο­ντας διέ­ξο­δο στην ατε­λεύ­τη­τη με­τα­νά­στευ­ση, δεν κα­τα­γρά­φο­νται πλέον στους επί­ση­μους κα­τα­λό­γους ανέρ­γων του ΟΑΕΔ. – Κατά δεύ­τε­ρο με την απρο­σμέ­τρη­τη επέ­κτα­ση των συμ­βά­σε­ων ερ­γα­σί­ας με­ρι­κής και προ­σω­ρι­νής απα­σχό­λη­σης, οι οποί­ες υπερ­βαί­νουν τον αντί­στοι­χο αριθ­μό των συμ­βά­σε­ων αο­ρί­στου χρό­νου, πρα­κτι­κή γε­νι­κευ­μέ­νη και σε ανα­πτυγ­μέ­νες κα­πι­τα­λι­στι­κές οι­κο­νο­μί­ες (βρε­τα­νι­κή, γερ­μα­νι­κή, αμε­ρι­κα­νι­κή), με στόχο την εμ­φά­νι­ση χα­μη­λών πο­σο­στών ανερ­γί­ας. – Κατά τρίτο με τα προ­γράμ­μα­τα κοι­νω­νι­κής απα­σχό­λη­σης των έξη – οκτώ μηνών και απο­δο­χές των 500 ευρώ για κάθε εί­δους (ως επί το πλεί­στον επι­στη­μο­νι­κές και τε­χνι­κές) απα­σχο­λή­σης, οι οποί­ες κατά κα­νέ­ναν τρόπο δεν δια­σφα­λί­ζουν την επι­βί­ω­ση των ερ­γα­τι­κών οι­κο­γε­νειών με μια στοι­χειώ­δη στα­θε­ρό­τη­τα. – Κατά τέ­ταρ­το με την δη­μιουρ­γία θέ­σε­ων ερ­γα­σί­ας σε ιδιω­τι­κές επι­χει­ρή­σεις όπου όμως για να πραγ­μα­το­ποι­η­θούν αυτές οι προ­σλή­ψεις ανέρ­γων το δη­μό­σιο επι­δο­τεί τους ιδιώ­τες επι­χει­ρη­μα­τί­ες για να κα­λύ­ψουν το σχε­τι­κό κό­στος ερ­γα­σί­ας, γε­γο­νός που απο­βαί­νει σε βάρος των δη­μό­σιων οι­κο­νο­μι­κών και προς άμεσο όφε­λος του κε­φα­λαί­ου.

          Συ­νε­πώς η μόνη «απο­τε­λε­σμα­τι­κή» πο­λι­τι­κή διέ­ξο­δος που απο­μέ­νει για την εκλο­γι­κή ανα­πα­ρα­γω­γή του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ είναι να επι­σεί­ει το φό­βη­τρο της αντι­λαϊ­κής δε­ξιάς, τη στιγ­μή που ο ίδιος έχει προ­σχω­ρή­σει στην πλέον συ­ντη­ρη­τι­κή εκ­δο­χή της αστι­κής πο­λι­τι­κής. Η αντι­πα­ρά­θε­ση του «φωτός με το σκό­τος» που χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε ως κύριο προ­πα­γαν­δι­στι­κό οπλο­στά­σιο της ελ­λη­νι­κής σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας στα μέσα της δε­κα­ε­τί­ας του 1980, ανά­με­σα στο ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, είχε του­λά­χι­στον ένα στοι­χειώ­δες με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κό λαϊκό έρει­σμα: Ίδρυ­ση του ΕΣΥ ως γε­νι­κευ­μέ­νου δη­μό­σιου νο­ση­λευ­τι­κού συ­στή­μα­τος, γε­νι­κή αύ­ξη­ση του κα­τώ­τα­του μι­σθού, ψή­φι­ση του δη­μο­κρα­τι­κού συν­δι­κα­λι­στι­κού νόμου, πα­ράλ­λη­λα προ­φα­νώς με την πο­λι­τι­κή για την ανά­καμ­ψη της κερ­δο­φο­ρί­ας του ελ­λη­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού, που τότε (1980 – 85) διέρ­χο­νταν την πρώτη του κρίση υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης, μετά την «χρυσή» δε­κα­ε­τία του 1960. Κατά συ­νέ­πεια αυτού του τύπου η αντι­πα­ρά­θε­ση «πρό­ο­δος – οπι­σθο­δρό­μη­ση» δεν έχει παρά φα­ντα­σια­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, εφό­σον πρό­κει­ται για την τε­χνη­τή αντι­πα­λό­τη­τα ανά­με­σα σε δύο πο­λι­τι­κές δυ­νά­μεις που κι­νού­νται εντός του κοι­νού πλαι­σί­ου της αστι­κής (μνη­μο­νια­κής) πο­λι­τι­κής, και δια­φο­ρο­ποιού­νται απλά στον τρόπο εκ­φο­ράς και προ­πα­γάν­δι­σης αυτής της πο­λι­τι­κής. Έτσι η ΝΔ δια­κη­ρύσ­σει ανοι­χτά και ει­λι­κρι­νά την πο­λι­τι­κή της για μια κοι­νω­νία ανι­σό­τη­τας ως την φυ­σιο­λο­γι­κή κα­τά­στα­ση των πραγ­μά­των, ενώ ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ δια­τυ­μπα­νί­ζει την πρό­θε­σή του για μια κοι­νω­νία ισό­τη­τας, ασκώ­ντας μια πο­λι­τι­κή που σε κάθε της βήμα βα­θαί­νει την κοι­νω­νι­κή ανι­σό­τη­τα. Ο στό­χος προ­φα­νής: Να επι­χει­ρη­θεί να συ­γκρα­τη­θεί το μέ­γι­στο δυ­να­τό του εκλο­γι­κού ακρο­α­τη­ρί­ου του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ που έχει φυλ­λορ­ρο­ή­σει φτά­νο­ντας στο μισό των εκλο­γι­κών ανα­με­τρή­σε­ων του 2015, ενερ­γο­ποιώ­ντας όσο είναι δυ­να­τό τα «αντι­δε­ξιά» αντα­να­κλα­στι­κά ενός δη­μο­κρα­τι­κού και αρι­στε­ρού κό­σμου.

          Το επι­χεί­ρη­μα που επι­στρα­τεύ­ε­ται, ότι δη­λα­δή ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ είναι πο­λι­τι­κός φο­ρέ­ας εκλο­γι­κής έκ­φρα­σης των λαϊ­κών ερ­γα­τι­κών ακρο­α­τη­ρί­ων (πράγ­μα που ίσχυε πριν από την μνη­μο­νια­κή του με­τάλ­λα­ξη), δεν έχει επαρ­κή βάση, γιατί όπως και το ΠΑΣΟΚ του 44% των εκλο­γών του Οκτω­βρί­ου 2009, έκ­φρα­σε τα λαϊκά στρώ­μα­τα της ιστο­ρι­κής σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας, αυτό όμως δεν το εμπό­δι­σε να ασκή­σει την  πιο αδί­στα­κτη μνη­μο­νια­κή πο­λι­τι­κή, να εγκαι­νιά­σει την υπο­τί­μη­ση της ερ­γα­σί­ας και να υπα­γά­γει τη χώρα στον δα­νεια­κό κα­τα­να­γκα­σμό. Ο κό­σμος των «από κάτω» έχο­ντας δε­χθεί τα πλήγ­μα­τα των νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρων πο­λι­τι­κών του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και των δο­ρυ­φό­ρων τους (ΛΑΟΣ και ΔΗΜΑΡ), προ­φα­νώς και έδωσε στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ την πο­λι­τι­κή ισχύ να κα­τα­κτή­σει την δια­κυ­βέρ­νη­ση της χώρας, ωστό­σο όμως οι μι­κρο­α­στοί τε­χνο­κρά­τες του κε­ντρι­κού κορ­μού του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ άσκη­σαν την πο­λι­τι­κή που υπα­γό­ρευε η ίδια η τα­ξι­κή τους φύση, την αστι­κή πο­λι­τι­κή. Αυτό τε­λι­κά που απο­μέ­νει στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ως νο­μι­μο­ποι­η­τι­κή βάση της υπό­στα­σής του ένα­ντι των λαϊ­κών τά­ξε­ων είναι απο­κλει­στι­κά το φό­βη­τρο της επα­νά­καμ­ψης του με­τω­πι­κού νε­ο­συ­ντη­ρη­τι­σμού, τη στιγ­μή που ο ίδιος έχει προ­σχω­ρή­σει στην αστι­κή πο­λι­τι­κή της κα­πι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης.

          Τεί­νει συ­νε­πώς να δια­μορ­φω­θεί ένα μνη­μο­νια­κό δί­πο­λο με­τα­ξύ ΝΔ και ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ (σχη­μα­τι­κά αστι­κής και μι­κρο­α­στι­κής πο­λι­τι­κής), το οποίο παρά τον πε­ριο­ρι­σμό της συ­νο­λι­κής του επιρ­ρο­ής, προ­βάλ­λει ως κυ­ρί­αρ­χο στους κοι­νο­βου­λευ­τι­κούς συ­σχε­τι­σμούς που πρό­κει­ται να δια­μορ­φω­θούν. Η συ­ντη­ρη­τι­κή πα­ρά­τα­ξη χωρίς λαϊ­κές εκ­προ­σω­πή­σεις, εξ αι­τί­ας της ακραία νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης πο­λι­τι­κής της, με έδρα­ση απο­κλει­στι­κά στα αστι­κά και μι­κρο­α­στι­κά στρώ­μα­τα (και σε έναν βαθμό σε τμή­μα­τα συ­ντα­ξιού­χων και της νέας μι­κρο­α­στι­κής τάξης), και το σο­σιαλ­φι­λε­λεύ­θε­ρο στρα­τό­πε­δο με ρι­ζι­κά απο­ψι­λω­μέ­νη την απή­χη­σή του στον ερ­γα­ζό­με­νο κόσμο, εξ αι­τί­ας της ολο­σχε­ρούς του με­τάλ­λα­ξης. Πα­ρό­λο αυτά, οι δύο αυτοί σχη­μα­τι­σμοί με τα δο­ρυ­φο­ρι­κά προς αυ­τούς σχή­μα­τα, φαί­νε­ται ότι εκ των πραγ­μά­των θα κυ­ριαρ­χή­σουν και στις με­σο­πρό­θε­σμες πο­λι­τι­κές εξε­λί­ξεις. Κατά συ­νέ­πεια πώς είναι δυ­να­τό να κλο­νι­στεί αυτή η δι­πο­λι­κή αστι­κή κυ­ριαρ­χία, με τρόπο ώστε και ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ να κα­θη­λω­θεί στα κα­τώ­τε­ρα δυ­να­τά επί­πε­δα επιρ­ρο­ής, και η ΝΔ να εμπο­δι­στεί να δια­μορ­φώ­σει μια κυ­βερ­νη­τι­κή εναλ­λα­κτι­κή προ­ο­πτι­κή ;

Δεν είναι στρα­βός ο για­λός, εμείς στρα­βά αρ­με­νί­ζου­με

          Η συ­νέ­χι­ση της πο­ρεί­ας της ελ­λη­νι­κής Αρι­στε­ράς (ΚΚΕ, ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡ­ΣΥΑ) προ­κύ­πτει από όλες τις μέχρι σή­με­ρα σφυγ­μο­με­τρή­σεις και εκτι­μή­σεις ότι αδυ­να­τεί να ξε­πε­ρά­σει το ιστο­ρι­κό όριο αθροι­στι­κά του 10%, εμ­φα­νί­ζο­ντας μια κα­τα­φα­νή στα­σι­μό­τη­τα, πα­ρό­λη τη χρε­ο­κο­πία της κυ­βέρ­νη­σης και την απο­κρου­στι­κό­τη­τα της αξιω­μα­τι­κής αντι­πο­λί­τευ­σης. Ακόμη και το εν­δε­χό­με­νο συ­γκρό­τη­σης ενός κοι­νού αρι­στε­ρού, κοι­νω­νι­κού και πο­λι­τι­κού, με­τώ­που, που είναι ανέ­φι­κτο με την υπάρ­χου­σα κα­τά­στα­ση των πραγ­μά­των, δεν μπο­ρεί να λει­τουρ­γή­σει πολ­λα­πλα­σια­στι­κά και αυ­ξη­τι­κά, γιατί θα ανα­πα­ρά­γει τις επι­μέ­ρους ανε­πάρ­κειες σε διευ­ρυ­μέ­νο επί­πε­δο. Άλ­λω­στε οι επι­μέ­ρους πο­λι­τι­κές κα­τευ­θύν­σεις, πέραν του ότι είναι «ασύμ­πτω­τες», ταυ­τό­χρο­να δεν μπο­ρούν, ως έχουν, να διεμ­βο­λί­σουν τον αστι­κό δι­πο­λι­σμό και να τρο­πο­ποι­ή­σουν τους συ­σχε­τι­σμούς των δυ­νά­με­ων.

          Για μια και­νού­ρια φορά: Το ΚΚΕ, πα­ρό­λο που δια­θέ­τει την επιρ­ροή σε ορι­σμέ­νες κοι­νω­νι­κές λαϊ­κές δυ­νά­μεις (ερ­γα­ζο­μέ­νων, συ­ντα­ξιού­χων, νε­ο­λαί­ας), τις χρη­σι­μο­ποιεί για την πραγ­μα­το­ποί­η­ση κι­νη­το­ποι­ή­σε­ων με την μορφή πα­ρε­λά­σε­ων δια­μαρ­τυ­ρί­ας, χωρίς άνοιγ­μα τους στον συ­νο­λι­κό κόσμο των «από κάτω». Μπο­ρεί να έχει υιο­θε­τή­σει μια αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή πο­λι­τι­κή των πραγ­μά­των, όμως αυτή δεν με­του­σιώ­νε­ται σε υλική κοι­νω­νι­κή συ­σπει­ρω­τι­κή πρα­κτι­κή, εφό­σον η απο­τε­λε­σμα­τι­κή αντι­με­τώ­πι­ση των ζω­τι­κών λαϊ­κών ανα­γκών πα­ρα­πέ­μπε­ται στο απροσ­διό­ρι­στο μέλ­λον, και στο εν­διά­με­σο προ­κρί­νε­ται η ενί­σχυ­ση του κομ­μα­τι­κού υπο­κει­με­νι­σμού. Κι’ ακόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο, αυτή η αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή θε­ώ­ρη­ση και η ανα­φο­ρά στην μελ­λο­ντι­κή ερ­γα­τι­κή εξου­σία, μπο­ρεί να αμ­φι­σβη­τεί τον ελ­λη­νι­κό και ευ­ρω­παϊ­κό ιδιω­τι­κό νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρο κα­πι­τα­λι­σμό, ωστό­σο όμως πα­ρα­μέ­νει άφωνη μπρο­στά στον ιστο­ρι­κό δε­σπο­τι­κό κρα­τι­κό κα­πι­τα­λι­σμό των ανα­το­λι­κών κοι­νω­νιών, πρό­τυ­πο στο οποίο συ­νε­χί­ζει και είναι προ­σκολ­λη­μέ­νο (παρά την αδιαμ­φι­σβή­τη­τη κα­τάρ­ρευ­σή του), πράγ­μα που λει­τουρ­γεί απω­θη­τι­κά όχι μόνον για τους ση­με­ρι­νούς λαούς της πρώην Ανα­το­λι­κής Ευ­ρώ­πης, αλλά και για τον ελ­λη­νι­κό ερ­γα­τι­κό πλη­θυ­σμό. Συ­νε­πώς στην τρέ­χου­σα πε­ρί­ο­δο, όπως και στη συ­γκυ­ρία των εκλο­γών Μαΐου – Ιου­νί­ου 2012, δεν είναι σε θέση να διευ­ρύ­νει τη δυ­να­μι­κή και τις εκ­προ­σω­πή­σεις του.

          Από την άλλη πλευ­ρά η ΛΑΕ, πα­ρό­λη την ασυμ­φι­λί­ω­τη αντι­πα­ρά­θε­σή της προς τις μνη­μο­νια­κές πο­λι­τι­κές, εντού­τοις πα­ρα­πέ­μπει την εφαρ­μο­γή του σχε­δί­ου της στην μελ­λο­ντι­κή συ­γκυ­ρία που υπο­θέ­τει ότι θα έχει κα­τα­κτή­σει την κυ­βερ­νη­τι­κή πλειο­ψη­φία, και στο εν­διά­με­σο ανα­λώ­νε­ται στον κα­ταγ­γελ­τι­σμό και σε ακτι­βί­στι­κου χα­ρα­κτή­ρα πα­ρεμ­βά­σεις, οι οποί­ες παρά τον συμ­βο­λι­κό αντι­μνη­μο­νια­κό τους χα­ρα­κτή­ρα, δεν είναι σε θέση να δρο­μο­λο­γή­σουν μορ­φές υπαρ­κτού λαϊ­κού κι­νή­μα­τος (με χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό­τε­ρο πα­ρά­δειγ­μα τους πλει­στη­ρια­σμούς κα­τοι­κιών ερ­γα­ζο­μέ­νων, όπου ανα­πτύσ­σε­ται μια πο­λι­τι­κή πα­ρέμ­βα­ση στις δι­κα­στι­κές αί­θου­σες, με την κα­τα­φα­νή αδυ­να­μία να κι­νη­το­ποι­η­θούν και να συ­σπει­ρω­θούν οι ίδιοι οι πο­λί­τες των οποί­ων η πρώτη κα­τοι­κία απει­λεί­ται με πλει­στη­ρια­σμό). Αλλά και στην πε­ρί­πτω­ση της υπο­θε­τι­κής στο απώ­τε­ρο μέλ­λον ανά­δει­ξης της ΛΑΕ στην δια­κυ­βέρ­νη­ση της χώρας, η υιο­θέ­τη­ση του εθνι­κού νο­μί­σμα­τος δεν συ­νο­δεύ­ε­ται από αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κές οι­κο­νο­μι­κές τομές, και ανα­λώ­νε­ται στη στή­ρι­ξη των μι­κρο­με­σαί­ων κα­πι­τα­λι­στι­κών επι­χει­ρή­σε­ων και στην πα­ρα­γω­γι­κή ανα­συ­γκρό­τη­ση που ήδη υλο­ποιεί ο κυ­βερ­νη­τι­κός ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ (εκτός κι’ αν υπάρ­χουν πολλά είδη πα­ρα­γω­γι­κής ανα­συ­γκρό­τη­σης), διέ­πε­ται δη­λα­δή από έναν πα­ρω­χη­μέ­νο οι­κο­νο­μι­σμό που δίνει την προ­τε­ραιό­τη­τα στην ανά­πτυ­ξη των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων σε σχέση με την επα­να­σα­τι­κο­ποί­η­ση των αστι­κών πα­ρα­γω­γι­κών σχέ­σε­ων.

          Τέλος το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡ­ΣΥΑ, ενώ προ πολ­λού με συ­νέ­πεια έχουν προ­χω­ρή­σει (και συ­νε­χί­ζουν να το κά­νουν) στην υιο­θέ­τη­ση μιας αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κής πο­λι­τι­κής σε όλα τα επί­πε­δα στην προ­ο­πτι­κή της κα­θο­λι­κής ερ­γα­τι­κής λαϊ­κής χει­ρα­φέ­τη­σης, ενώ ανα­λύ­ουν συ­στη­μα­τι­κά τις εξε­λί­ξεις στον σύγ­χρο­νο ελ­λη­νι­κό κα­πι­τα­λι­σμό, ωστό­σο αδυ­να­τούν να υλο­ποι­ή­σουν την ορ­γα­νι­κή σύν­δε­ση αυτών των θε­ω­ρή­σε­ων με την υπαρ­κτή κοι­νω­νι­κή κα­τά­στα­ση και τις άμε­σες ζω­τι­κές ανά­γκες των «από κάτω». Κατ’ αυτό τον τρόπο η «επί­κλη­ση του κομ­μου­νι­σμού» ως άμε­σης προ­ο­πτι­κής ή αι­τή­μα­τος, και μά­λι­στα με την προ­οι­μια­κή απο­χώ­ρη­ση από την ευ­ρω­παϊ­κή κα­πι­τα­λι­στι­κή διε­θνο­ποί­η­ση (αντί της επι­δί­ω­ξης ανα­τρο­πής της σε συμ­μα­χία με τις ευ­ρω­παϊ­κές ερ­γα­τι­κές τά­ξεις, πράγ­μα που είναι εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κό), η απόρ­ρι­ψη της υπό­λοι­πης ελ­λη­νι­κής Αρι­στε­ράς (που παρά τις στρε­βλώ­σεις της είναι τόπος ανα­φο­ράς ενός αγω­νι­στι­κού λαϊ­κού κό­σμου) καθώς και των ευ­ρω­παϊ­κών αρι­στε­ρών σχη­μα­τι­σμών (Ανυ­πό­τα­κτης Γαλ­λί­ας, βρε­τα­νι­κού  Ερ­γα­τι­κού Κόμ­μα­τος, Unidos Podemos κλπ.), αφή­νουν την αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή πο­λι­τι­κή να αιω­ρεί­ται στο κενό, χωρίς υλική γεί­ω­ση.

Υπη­ρε­τώ­ντας μια αυ­τό­νο­μη κοι­νω­νι­κή αντι­πο­λί­τευ­ση

          Μπο­ρού­με να συ­νε­χί­ζου­με να βα­δί­ζου­με μ’ αυτές τις συ­ντε­ταγ­μέ­νες, που στον έναν ή στον άλλο βαθμό δεν μας οδη­γούν στην προ­βο­λή του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος στο προ­σκή­νιο, δεν αλ­λά­ζουν τους τα­ξι­κούς συ­σχε­τι­σμούς, και βιώ­νου­με μια απο­διάρ­θρω­ση και πε­ρι­θω­ριο­ποί­η­ση σε παρά πολύ ση­μα­ντι­κό βαθμό; Είναι φα­νε­ρό ότι μ’ αυ­τούς τους προ­σα­να­το­λι­σμούς, παρά το κοινό αντι­μνη­μο­νια­κό τους άμεσο πε­ριε­χό­με­νο (αλλά και εξ αι­τί­ας των στρα­τη­γι­κών τους απο­κλί­σε­ων) δεν εί­μα­στε σε θέση να διεμ­βο­λί­σου­με τη λει­τουρ­γία του αστι­κού δι­πο­λι­σμού. Δεν φτά­νει η κρι­τι­κή ανά­λυ­ση και οι κα­ταγ­γε­λί­ες που δια­τυ­πώ­νου­με σε καί­ρια ζη­τή­μα­τα (ιδιω­τι­κο­ποι­ή­σεις, ερ­γα­σια­κή απο­διάρ­θρω­ση, απο­ψί­λω­ση συ­ντά­ξε­ων κ.ά.). Δεν αρκεί επί­σης η ακτι­βί­στι­κη ανά­δει­ξη ση­μα­ντι­κών ζη­τη­μά­των, όταν αυτή στε­ρεί­ται της ανα­γκαί­ας υλι­κής λαϊ­κής συ­σπει­ρω­τι­κής δυ­να­μι­κής. Δεν μπο­ρεί να ανα­μέ­νου­με την κυ­βερ­νη­τι­κή μας με­τά­βα­ση για την εφαρ­μο­γή του όποιου σχε­δί­ου έχου­με επε­ξερ­γα­στεί, ή η απαί­τη­ση εκ των προ­τέ­ρων ισχυ­ρών με­ταλ­λα­γών για την υλο­ποί­η­ση ενός προ­γράμ­μα­τος αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κών αλ­λα­γών.

          Α) Άρα εκεί­νο που χρειά­ζε­ται είναι η έκ­φρα­ση μιας λαϊ­κής κι­νη­μα­τι­κό­τη­τας στις άμε­σες συν­θή­κες και συ­γκυ­ρία, δη­λα­δή η υπη­ρέ­τη­ση από τις αρι­στε­ρές δυ­νά­μεις της προ­ώ­θη­σης ενός προ­γράμ­μα­τος πάλης στην τρέ­χου­σα πε­ρί­ο­δο που επι­διώ­κει την αντι­με­τώ­πι­ση των κύ­ριων πληγ­μά­των των μνη­μο­νί­ων, που να τρο­πο­ποιούν τους τα­ξι­κούς συ­σχε­τι­σμούς στο σή­με­ρα, χωρίς να θέ­τουν εκ προ­οι­μί­ου επι­κα­θο­ρι­σμούς (ανα­μο­νή κυ­βερ­νη­τι­κής πλειο­ψη­φί­ας, πα­ρα­πο­μπή της ερ­γα­τι­κής εξου­σί­ας στο υπερ­πέ­ραν, απο­χώ­ρη­ση από τους ευ­ρω­παϊ­κούς θε­σμούς χωρίς διε­θνι­στι­κή αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή ανα­τρο­πή). Ζη­τή­μα­τα όπως η απο­κα­τά­στα­ση του κα­τώ­τα­του μι­σθού και των απο­δο­χών των συλ­λο­γι­κών συμ­βά­σε­ων, η με κάθε τρόπο προ­ά­σπι­ση των συ­ντά­ξε­ων από τη λαι­μη­τό­μο των Κου­τρου­μά­νη – Λο­βέρ­δου που έχουν ανα­πα­ρά­γει οι Κα­τρού­γκα­λος – Αχτσιό­γλου, η κα­τάρ­γη­ση της βα­ρύ­τα­της φο­ρο­λό­γη­σης των λαϊ­κών τά­ξε­ων, η υπε­ρά­σπι­ση των δη­μό­σιων κοι­νω­φε­λών ορ­γα­νι­σμών και υπη­ρε­σιών, η δια­σφά­λι­ση αξιο­πρε­πών επι­δο­μά­των στο σύ­νο­λο των ανέρ­γων κλπ., βρί­σκο­νται στην πρώτη γραμ­μή μιας τέ­τοιας άμε­σης προ­γραμ­μα­τι­κής κι­νη­το­ποί­η­σης.

          Β) Αυτά δεν μπο­ρούν να προ­ω­θη­θούν παρά σε μια ζω­τι­κής ση­μα­σί­ας αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή οπτι­κή, ότι δη­λα­δή δεν είναι παρά η σύγ­χρο­νη κρίση και νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη δια­χεί­ρι­ση του ευ­ρω­παϊ­κού κα­πι­τα­λι­σμού, που επι­βάλ­λουν τις μνη­μο­νια­κές πο­λι­τι­κές ερ­γα­σια­κών ανα­διαρ­θρώ­σε­ων, και άρα με μια μεί­ζο­να ανα­δια­νο­μή ει­σο­δή­μα­τος και κα­θιέ­ρω­ση ερ­γα­τι­κών δι­καιω­μά­των και κοι­νω­νι­κού ελέγ­χου προς όφε­λος του κό­σμου της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας και σε βάρος του κερ­δο­φό­ρου σή­με­ρα επι­χει­ρη­μα­τι­κού κε­φα­λαί­ου. Αυτά τα ζω­τι­κής ση­μα­σί­ας λαϊκά αι­τή­μα­τα δεν μπο­ρούν να αντι­με­τω­πι­σθούν με «ανα­πτυ­ξιο­λο­γι­κές» λο­γι­κές (πρώτα με­γέ­θυν­ση της πίτας και μετά ανα­δια­νο­μή της) και πα­ρα­γω­γι­κές ανα­συ­γκρο­τή­σεις, που δεν ξε­φεύ­γουν από την τρο­χιά αστι­κών «ανα­πτυ­ξια­κών» κα­τευ­θύν­σε­ων. Για να εί­μα­στε και στο κλίμα των ημε­ρών, δεν ήταν (με­τα­ξύ των άλλων) παρά ο οι­κο­νο­μι­σμός (=η κοι­νω­νι­κή αλ­λα­γή είναι από­το­κος της ανά­πτυ­ξης των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων) που οδή­γη­σε την οκτω­βρια­νή επα­νά­στα­ση στον εκ­φυ­λι­σμό της «δι­κτα­το­ρί­ας του προ­λε­τα­ριά­του» σε στυ­γνή δε­σπο­τι­κή, εκ­με­ταλ­λευ­τι­κή εξου­σία επί της ερ­γα­τι­κής τάξης.

          Γ) Έναν τέ­τοιο ρόλο δεν μπο­ρεί να τον δια­δρα­μα­τί­σει παρά ένα αυ­τό­νο­μο και ανε­ξάρ­τη­το κί­νη­μα λαϊ­κής χει­ρα­φέ­τη­σης και αντα­πό­κρι­σης στις καί­ριες κοι­νω­νι­κές ανά­γκες, το οποίο οι δυ­νά­μεις της Αρι­στε­ράς δεν έχουν παρά να το υπη­ρε­τή­σουν, να το ανα­δεί­ξουν, να το προ­ω­θή­σουν, χωρίς την απαί­τη­ση να το επι­προσ­διο­ρί­σουν εκ των προ­τέ­ρων με πο­λι­τι­κούς προ­σα­να­το­λι­σμούς ανα­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας και συρ­ρί­κνω­σης. Ένα κί­νη­μα γε­νι­κής λαϊ­κής απεύ­θυν­σης με πρω­ταρ­χι­κό απο­δέ­κτη τα πλέον χει­μα­ζό­με­να τμή­μα­τα των «από κάτω» : Τους ανέρ­γους και με­ρι­κά απα­σχο­λού­με­νους στην κα­πι­τα­λι­στι­κή πα­ρα­γω­γή αλλά και στο δη­μό­σιο με σχέ­σεις ερ­γα­σί­ας ιδιω­τι­κού δι­καί­ου, την με­γά­λη πλειο­ψη­φία των συ­ντα­ξιού­χων που τεί­νουν πλέον να στε­ρη­θούν των όρων της κοι­νω­νι­κής τους ανα­πα­ρα­γω­γής, των ερ­γα­ζο­μέ­νων στο κα­θε­στώς της «κοι­νω­νι­κής εξα­θλί­ω­σης» του ιδιω­τι­κού τομέα της οι­κο­νο­μί­ας, τόσο σε με­γά­λες επι­χει­ρη­μα­τι­κές μο­νά­δες όσο και στο φάσμα των μι­κρο­με­σαί­ων επι­χει­ρή­σε­ων, όπου ευ­δο­κι­μεί η στυ­γνό­τε­ρη ερ­γο­δο­τι­κή εξου­σία κλπ. Μια τέ­τοια κί­νη­ση στην ανά­πτυ­ξή της είναι σε θέση να συ­μπα­ρα­σύ­ρει σε κι­νη­το­ποί­η­ση και τον κόσμο του δη­μο­σιο­ϋ­παλ­λη­λι­κού τομέα της κοι­νω­νι­κής πα­ρα­γω­γής, καθώς και ερ­γα­τι­κά στρώ­μα­τα με­γά­λων μο­νά­δων που έχουν κα­τορ­θώ­σει να δια­τη­ρή­σουν ένα σχε­τι­κό επί­πε­δο αμοι­βών και απα­σχό­λη­σης, καθώς και της μορ­φω­μέ­νης σή­με­ρα νε­ο­λαί­ας που είτε πνί­γε­ται στην ετε­ρο­α­πα­σχό­λη­ση και υπο­α­πα­σχό­λη­ση, είτε παίρ­νει το δρόμο της με­τα­νά­στευ­σης.

          Δ) Ένα τέ­τοιο κί­νη­μα, όσο δύ­σκο­λο και αν φα­ντά­ζει (και ας μην τρέ­χου­με να ρί­ξου­με το «ανά­θε­μα» στον λαϊκό κόσμο που δεν μας ακο­λου­θεί, όπως έχει γίνει συ­νή­θεια να το κά­νου­με), είναι το μόνο που είναι σε θέση να κλο­νί­σει την αστι­κή δια­χεί­ρι­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, όσο και να ορ­θώ­σει φραγ­μό στην πα­λι­νόρ­θω­ση μιας συ­ντη­ρη­τι­κής δια­κυ­βέρ­νη­σης της ΝΔ και των δο­ρυ­φό­ρων της. Μόνον αυτό μπο­ρεί να τρο­φο­δο­τή­σει και να ανα­βα­πτί­σει κοι­νω­νι­κά την Αρι­στε­ρά, να διευ­ρύ­νει τα όρια της επιρ­ρο­ής της, και να το­πο­θε­τή­σει τον αρι­στε­ρό και ερ­γα­ζό­με­νο κόσμο με αξιώ­σεις στο προ­σκή­νιο. Ο ρόλος της Ανυ­πό­τα­κτης Γαλ­λί­ας με το 20% των προ­ε­δρι­κών εκλο­γών, πα­ράλ­λη­λα με την κοι­νω­νι­κή πα­ρέμ­βα­ση των τα­ξι­κών ερ­γα­τι­κών συν­δι­κά­των (CGT, Solidaires, FO κλπ.), δεί­χνει ότι αυτές οι δυ­νά­μεις (πο­λι­τι­κές και συν­δι­κα­λι­στι­κές) είναι η μόνη αξιό­πι­στη και κε­ντρι­κά υπαρ­κτή αντι­πο­λί­τευ­ση στον ούλ­τρα νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό της αστι­κής πο­λι­τι­κής σε εθνι­κό και ευ­ρω­παϊ­κό επί­πε­δο, που υπο­στη­ρί­ζε­ται από όλα τα άλλα πο­λι­τι­κά κόμ­μα­τα (Μα­κρόν, Ρε­που­μπλι­κά­νοι, Εθνι­κό Μέ­τω­πο, Σο­σια­λι­στές) και από όλες τις ερ­γο­δο­τι­κές ορ­γα­νώ­σεις (Medef κ.ά.).

Ετικέτες