Ο Μητσοτάκης, ο Τσίπρας και οι πολιτικές εξελίξεις

Η βασική προεκλογική υπόσχεση του Μητσοτάκη έχει ξεφτίσει. Το παραμύθι ότι αν δοθεί η απόλυτη προτεραιότητα στις απαιτήσεις των καπιταλιστών και των υπερπλούσιων, αυτό θα οδηγήσει αυτόματα σε βελτίωση της θέσης των μεσοστρωμάτων και σταδιακά σε βελτίωση της θέσης των εργαζομένων και των λαϊκών τάξεων, έχει πλέον καεί μέσα στις δοκιμασίες της σκληρής πραγματικότητας: της πανδημίας που έχει κάνει κόλαση τη ζωή των απλών ανθρώπων, της οικονομικής κρίσης που απειλεί πλέον και τα στοιχειώδη εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα, των γεωπολιτικών εξελίξεων στην περιοχή που εγκυμονούν τεράστιες πιέσεις πάνω στο πολιτικό σύστημα. 

Το σύνολο των δημοσκοπήσεων καταγράφει πλέον (στα λεγόμενα «ποιοτικά» μεγέθη…) την απόσυρση της εμπιστοσύνης απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ (αλλά και την αδυναμία της αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ). Το επιτελείο γύρω από τον Μητσοτάκη «οχυρώνεται» γύρω από τη διαπίστωση ότι οι απώλειες της ΝΔ στην πρόθεση ψήφου είναι, για την ώρα, περιορισμένες (2-3%). Όμως πάντα έτσι γίνεται: προηγείται η ιδεολογικοπολιτική αποσάθρωση και ακολουθεί η εκλογική απομάκρυνση.

Η κατεύθυνση των πολιτικών εξελίξεων θα κριθεί στην πράξη στο επόμενο διάστημα, σε δοκιμασίες που θα είναι για όλους καθοριστικές. 

Δεν υπάρχει τίποτα αντικειμενικό στις βαθιές κρίσεις που συντονίζονται σαν μια αντεργατική-αντιλαϊκή καταιγίδα. 

Η ελβετική τράπεζα UBS ανακοίνωση ότι κατά τη διάρκεια της πανδημίας οι περίπου 2.200 υπερπλούσιοι στον πλανήτη, αύξησαν τις περιουσίες τους κατά 2,5 τρισ. δολάρια, περίπου κατά 27%! Οι καπιταλιστές, μια άπληστη αλλά δυναμική κοινωνική τάξη στην εξουσία, αντιμετωπίζουν την πανδημία σαν ευκαιρία για να αυξήσουν τα ήδη κολοσσιαία κέρδη τους. Και είμαστε ακόμα στην αρχή: έρχεται το «πάρτι» με τα εμβόλια, με τις θεραπείες για τον Covid, με τις τεράστιες αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις που προωθούνται με πρόσχημα την πανδημία. 

Σε αυτό το τοπίο αναπτύσσονται και θα αναπτυχθούν τεράστια διλλήματα πάνω στις κυβερνήσεις. Στην Αργεντινή, η κυβέρνηση επέβαλε ειδικό φόρο Covid πάνω στους 12.000 πιο πλούσιους «πολίτες» της χώρας, για να μπορέσει να στηρίξει τα δημόσια νοσοκομεία, τα σχολεία και τους ανέργους. Ακόμα και ο Μπάιντεν στις ΗΠΑ εκλέχτηκε με την υπόσχεση ότι θα αυξήσει τη φορολόγηση των κερδοφόρων επιχειρήσεων και του συσσωρευμένου πλούτου. Ο ψυλλιασμένος αναγνώστης θα υποθέσει –σωστά– ότι αυτή η υπόσχεση δεν θα τηρηθεί. Ορίζοντας ως υπουργό Οικονομικών την Τζάνετ Γέλεν –τη συνεργάτιδα του Κλίντον που αγαπά η Γουόλ Στριτ και σέβονται οι Ρεπουμπλικάνοι– ο Μπάιντεν «δηλώνει» ότι η αντιστροφή του προγράμματος του Τραμπ δεν θα είναι και τόσο «ριζοσπαστική». 

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη στέκεται στο δεξιό άκρο αυτής της συζήτησης. Τα 32 δισ. ευρώ των ευρωπαϊκών ενισχύσεων για την αντιμετώπιση της πανδημίας, προορίζονται αποκλειστικά για την ενίσχυση των επιχειρήσεων. Το σχέδιο Πισσαρίδη ενθαρρύνει τη μείωση της φορολόγησης του κεφαλαίου, προτρέπει σε καλπασμό των ιδιωτικοποιήσεων, και απαιτεί μείωση των κοινωνικών δαπανών ακόμα και για την υγεία και την εκπαίδευση. 

Οι «νομπελίστες» του Μητσοτάκη δεν μπόρεσαν παρά να σερβίρουν μια ξαναζεσταμένη σούπα Θατσερισμού-Ριγκανισμού, 12 χρόνια μετά τη μεγάλη κρίση του 2008, που κατέγραψε διεθνώς την κατάρρευση της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής του κεφαλαίου. Δεν απαιτούνται ιδιαίτερες γνώσεις για να καταλάβει κανείς ότι αυτό το «σχέδιο» οδηγεί μεν σε ένα καινούργιο μεγάλο πλιάτσικο, αλλά επίσης στην αποτυχία ως προς τους στόχους του και στην εκτόξευση των κοινωνικών ανισοτήτων. Ακόμα και στον φιλικό προς τον Μητσοτάκη μεγάλο Τύπο, θα διαπιστώσει κανείς ότι αυξάνουν οι «ανησυχίες» για το μέλλον αυτής της πολιτικής και οι προβλέψεις ότι –αργά ή γρήγορα– θα συναντήσει τις κοινωνικές απαντήσεις που της αρμόζουν. 

Ιδιαίτερα επικίνδυνη γίνεται η κυβερνητική γραμμή στα γεωπολιτικά, που παραπειστικά ονομάζονται «εθνικά θέματα». Ελπίζοντας ότι ο Μπάιντεν θα σηματοδοτεί μια «επιστροφή των ΗΠΑ» στην ανατολική Μεσόγειο και μια σκλήρυνση της πολιτικής της υπερδύναμης απέναντι στην Τουρκία, η κυβέρνηση σαλπίζει το «όλα για τους Αμερικάνους!». Ενόψει της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ, η κυβέρνηση της (μέχρι χθες «όλα για την Ευρώπη») ΝΔ διαρρέει μια «αντιγερμανική δυσαρέσκεια», απαιτώντας εδώ και τώρα τις κυρώσεις σε βάρος της Τουρκίας και ανεβάζοντας σταθερά τον πήχη των απαιτήσεων (ο «σόφρων» Δένδιεας πρόσφατα επανήλθε στη ρητορική που αφήνει ανοιχτή την προοπτική της μονομερούς επέκτασης των χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ.). Από αυτήν τη στρατηγική το μόνο που είναι σταθερό είναι το προκλητικά μεγάλο πρόγραμμα εξοπλισμών, ενώ όλα τα άλλα στοιχεία της είναι παρακινδυνευμένες ευχές με μεγάλο τον κίνδυνο παταγωδών διαψεύσεων. 

Απέναντι σε αυτήν την πολιτική είναι εντυπωσιακή η στασιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Τσίπρας τυπικά κάνει «προγραμματική αντιπολίτευση» (πρόκειται για τον όρο που χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν του Συνασπισμού, όταν ήθελαν να πουν ότι δεν θα κάνουν αντιπολίτευση…). Αυτή περιορίζεται στις προσωπικές αιχμές κατά του Μητσοτάκη (για το τσουρέκι, για το ποδήλατο κ.ο.κ.), στις κατηγορίες για αντίληψη «Μαρίας Αντουανέτας» και «κυβέρνηση Βερσαλλιών», αλλά συνδυάζεται με την πλήρη αφωνία στα κεντρικά και στρατηγικά ζητήματα. 

Ο ΣΥΡΙΖΑ πεισματικά απέχει από κάθε πρόταση που θα «έβαζε χέρι» στους πλούσιους, για να βρει τους πόρους να ενισχύσει τους φτωχούς. Η ρητορική για «ιδέες» που, τάχα, θα ικανοποιήσουν τους πάντες, και τις επιχειρήσεις και τους εργάτες, και τους πλούσιους και τους φτωχούς, ήταν πάντα απατηλή. Και μετά την εμπειρία των κυβερνήσεων Τσίπρα μετά το 2015, δεν έχει πλέον ούτε στοιχειώδη πειστικότητα. Στα γεωπολιτικά ο ΣΥΡΙΖΑ κριτικάρει τον Μητσοτάκη για… καθυστέρηση της στροφής προς τους Αμερικάνους! Το αποτέλεσμα είναι ότι η «διεύρυνση» προς τη σοσιαλδημοκρατία αποδίδει πλέον μόνο την προσέλκυση κάποιων εξατομικοποιημένων πολιτευτών, ενώ αυξάνουν οι τάσεις αποσυσπείρωσης προς τα αριστερά. Και στις δημοσκοπήσεις, οι απώλειες του κόμματος του Αλ. Τσίπρα στην πρόθεση ψήφου είναι μεγαλύτερες από αυτές της ΝΔ του Μητσοτάκη. Ο Τσίπρας διαρρέει ότι αναπολεί «τη νεανική ορμητικότητα της πρώιμης περιόδου του ΣΥΡΙΖΑ», αλλά η πολιτική πρακτική του είναι καταδικασμένη στον εγκλωβισμό της απεύθυνσης προς το κέντρο. 

Αυτό το αδιέξοδο είναι «γκαστρωμένο». Δεν είναι τυχαίο ότι πληθαίνουν οι φωνές που αναζωπυρώνουν τα σενάρια περί των κυβερνήσεων «έκτακτης ανάγκης» και μιας πολιτικής «εθνικής ενότητας». 

Καμιά προοπτική δεν υπάρχει σε αυτές τις αναζητήσεις. Όπως δείχνει η πρόσφατη πολιτική ιστορία (του 2010-13), όταν αυξάνει η κοινωνική πίεση, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για μαζική παρέμβαση του κόσμου από τα κάτω. Αυτός ο παράγοντας, πέρα από τις άμεσες διεκδικήσεις προς όφελος των εργαζομένων και των λαϊκών μαζών, έχει τη δύναμη να αναδιατάσσει και να ξεπαγώνει όλο το πολιτικό σκηνικό. Για αυτήν την προοπτική πρέπει να προετοιμαζόμαστε και για αυτήν αξίζει να παλέψουμε. 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες