Δηλητήριο στη νόσο τους οι «ενέσεις» του ιδιωτικού τομέα

Καταρρέουν τα δημόσια νοσοκομεία κυρίως στην περιφέρεια της χώρας σαν αποτέλεσμα της τραγικής πια υποστελέχωσης σε μόνιμα εργαζόμενο ιατρικό, νοσηλευτικό και παραϊατρικό προσωπικό ενώ η κυβέρνηση όπως όπως «αναβάλει» το κλείσιμο τους με ανορθόδοξες «ενέσεις» προσλήψεων επικουρικών γιατρών και συμβασιούχων εργαζόμενων παράλληλα με την είσοδο ιδιωτών που προσλαμβάνονται για 2-3 μήνες με συμβάσεις «Κορωναιού »!  

Πρόκειται για μια στρατηγική «στραγγαλισμού» της λειτουργίας του δημόσιου νοσοκομείου που ξεκίνησε από δεκαετίας  τουλάχιστον, με όλο και μεγαλύτερη υποχρηματοδότησή του, σε συνδυασμό με την σχεδόν απουσία πια μόνιμων διορισμών κυρίως σε γιατρούς, τον έμμεσο εξαναγκασμό των ήδη εργαζομένων να εγκαταλείψουν  το ΕΣΥ και να ιδιωτεύσουν όπου η κοινωνία το αντέχει ακόμα οικονομικά και την ανησυχητική πια μετανάστευση των νέων γιατρών για τις χώρες  που υπάρχει ακόμα στοιχειώδης σεβασμός στο ιατρικό λειτούργημα, αξιοπρεπής συνθήκες εργασίας και βεβαίως αμοιβές που ανά ώρα είναι τουλάχιστον τριπλάσιες αυτών της χώρας μας.                                                                                                                              

Το σοβαρότερο είναι ότι οι τελευταίες κυβερνήσεις με πρωταγωνίστρια και πιο φανατική την σημερινή, απαξίωσαν συστηματικά τη δημόσια εικόνα του δημόσια εργαζόμενου γιατρού, ειδικά στην πανδημία, που από τη μια τον χειροκροτούσαν υποκριτικά σαν τον «ήρωα με τα άσπρα» και από την άλλη τον έκαναν μπαλάκι από κλινική σε κλινική καλύπτοντας και περιστατικά εκτός της ειδικότητάς του, τον μετακινούσαν από νοσοκομείο σε νοσοκομείο μέχρι και έκτος νομού, του στέρησαν πρακτικά την δυνατότητα λήψης αδειών και ρεπό γιατί δεν «έβγαιναν» οι  εφημερίες (σήμερα συχνά ξεπερνούν τις εκατό οι χρωστούμενες  άδειες και τα ρεπό   ανά γιατρό) και του απέκλεισαν πρακτικά τη δυνατότητα οποιασδήποτε   επιστημονικής και μετεκπαιδευτικής κατάρτισης, του απαγόρευσαν να διαδηλώνει δημόσια ακόμα και με μέτρα προστασίας ασκώντας διώξεις στους συνδικαλιστικούς τους αντιπροσώπους όταν το έκαναν..                                                                                         

Παράλληλα και έχοντας κόψει και για τους λειτουργούς της υγείας το 13ο και 14ο μισθό, δεν συζήτησαν καν για ειδικά επιδόματα στην πανδημία, αρνήθηκαν τα ΒΑΕ  (παρά την αντίθετη άποψη της αρμόδιας επιτροπής των ειδικών), απέρριψαν την πρόταση να θεωρούνται οι θάνατοι από Κορωναϊό εργατικό ατύχημα, ενώ η χώρα μας συνεχίζει να  θεωρείται από την Ευρώπη εργασιακή γαλέρα για τους γιατρούς που αναγκάζονται σε υπερεφημέρευση και burn out (φυσική κατάρρευση).  Φαινόμενο επικίνδυνo για τους ασθενείς άλλα και τους ίδιους τους γιατρούς.                                                                                                                    

Τα παραπάνω συμβαίνουν συστηματικά ενώ έχουν από δεκαετίας πετσοκόψει ως και 70% τις συντάξεις και απορρίπτουν κάθε συζήτηση για αυξήσεις στο μισθολόγιο (παραμένει καθηλωμένο στα 3-6 ευρώ/ώρα) παρά τις αποφάσεις του ΣΤΕ και  του Αρείου Πάγου προκειμένου να επιστρέψουν οι αμοιβές των γιατρών τουλάχιστον στα επίπεδα του 2012.

Αφού λοιπόν έχουν συστηματικά αποδιοργανώσει και οδηγήσει στην κατάρρευση  τις όποιες δομές  στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, παρέμεναν και παραμένουν τα δημόσια νοσοκομεία αγκάθι στην  προοπτική της άμεσης καταλήστευσης του εισοδήματος των εργαζομένων από τον ιδιωτικό τομέα υγείας. Και ενώ οι δημόσια εργαζόμενοι μόνιμοι γιατροί του ΕΣΥ είναι κάτω από το 50% των προβλεπομένων, και τις τρύπες να τις «βουλώνουν» με 2500-3000 επικουρικούς συμβασιούχους (για 1-3 χρόνια), ενώ το νοσηλευτικό και παραϊατρικό προσωπικό που υπηρετεί είναι όχι πάνω από το 60% του προβλεπόμενου, με τους μισούς (!) από αυτούς σε ελαστική απασχόληση ολιγόμηνων συμβάσεων οι οποίοι εργάζονται όμηροι διαφόρων κυβερνητικών και διοικητικών παραγόντων σε απόλυτη εργασιακή, οικογενειακή και κοινωνική επισφάλεια, ενώ οι συνολικές δαπάνες για τα δημόσια νοσοκομεία έχουν υποτριπλασιαστεί τα τελευταία  χρόνια με το «χρυσοφόρο» κομμάτι της διάγνωσης να έχει ουσιαστικά προνομιακά παραχωρηθεί στον ιδιωτικό τομέα που όμως έλαμψε δια της απουσίας του στην πανδημία, όταν παράλληλα το «κοστοβόρο» και «μη προσοδοφόρο» κομμάτι της βαριάς ενδονοσοκομειακής θεραπείας για τους πολλούς αφέθηκε στα δημόσια νοσοκομεία, τώρα η σημερινή κυβέρνηση προχωρεί στην τελική πράξη διάλυσης του ΕΣΥ ουσιαστικά καταργώντας το και με θεσμικό τρόπο.

Ας δούμε όμως δυο πλευρές της βίαιας εισόδου του ιδιωτικού τομέα στην Δευτεροβάθμια Υγεία με κατά κάποιο τρόπο γεωγραφική διάσταση. Στα μεγάλα αστικά κέντρα όπου υπάρχουν μεγάλα η μεσαία δημόσια νοσοκομεία και όπου η στελέχωση σε γιατρούς αν και προβληματική παραμένει σχετικά ανεκτή ακόμα, το μεγάλο πρόβλημα είναι οι αποδοχές των  μονίμων γιατρών που φαίνεται για αυτό τον λόγο να απομακρύνονται  ή να αποστρέφονται από τον διορισμό τους στο ΕΣΥ. Σε  αυτές τις περιοχές υπάρχουν και ήδη κερδοσκοπούν ασύστολα πολλά και μεγάλα ιδιωτικά ιατρικά κέντρα στα οποία, μαζί με τα ιδιωτικά  ιατρεία ο νέος νόμος επιτρέπει στους γιατρούς του δημοσίου, που δεν θα είναι πια αποκλειστικής απασχόλησης, να δραστηριοποιούνται αξιοποιώντας υπάρχουσες ιδιωτικές εγκαταστάσεις ή στήνοντας νέες προκειμένου  να… «συμπληρώνουν» το εισόδημα που «αδυνατεί η πολιτεία να τους εξασφαλίζει».                                                                                                                  

Οι δημόσιοι λειτουργοί δηλαδή οι «ήρωες με τα άσπρα» γίνονται, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, «ικέτες υπηρεσιών και εισοδήματος» έρμαια στα χέρια των επιχειρηματιών της αγοραίας υγείας.                                                                                              

Ερχόμενοι τώρα στην περιφέρεια θα ήταν παράλειψη να μην επισημάνουμε μια σημαντική ιδιαιτερότητα. Εδώ έκτος της συνολικής αποδιάρθρωσης και υποχρηματοδότησης, τα νοσοκομεία βιώνουν την απόλυτη ερήμωση από γιατρούς, που όχι μόνο αποχωρούν συχνά πρόωρα ή συνταξιοδοτούμενοι για τον ιδιωτικό τομέα, αλλά και απέχουν συστηματικά από το να ενδιαφέρονται για τις «με το σταγονόμετρο» προκηρυσσόμενες θέσεις λόγω του  γεωγραφικού χαρακτήρα αυτών των νοσοκομείων σε συνδυασμό με τον «φόβο» υπερεφημέρευσης σε ερημωμένες στελεχικά κλινικές αλλά και λόγω των πολύ χαμηλών αμοιβών σε συνδυασμό με το  ιδιαίτερα υψηλό κόστος ζωής ειδικά  στις τουριστικές ζώνες της χώρας.                                                                                                         

Το παραπάνω αδιέξοδο στη δευτεροβάθμια Υγεία στην περιφέρεια η κυβέρνηση επιχειρεί να το απαντήσει με είσοδο γιατρών «γενικά με άσπρη μπλούζα», ιδιωτών δηλαδή που επιζητούν να εκμεταλλευτούν τις εγκατεστημένες με χρήματα των φορολογούμενων δημόσιες υποδομές, κυρίως στις χειρουργικές και εργαστηριακές ειδικότητες, με μόνη δέσμευσή τους να «δείχνουν το μπόι τους» κάτω από μια άσπρη μπλούζα.

Το τελευταίο επιχειρείται χωρίς καμία πρόβλεψη για το σοβαρότατο ζήτημα του τρόπου συνεργασίας τους με τους υποδεκαπλάσια ανά ώρα αμειβόμενους γιατρούς του δημοσίου, για το θέμα της διεύθυνσης στην οποία θα υπάγονται και θα λογοδοτούν, για την αστική ευθύνη των πράξεων η παραλείψεων τους, για την  δυσκολία της απρόσκοπτης, επιστημονικά τεκμηριωμένης και ακριβοδίκαια κατανεμημένης παροχής υπηρεσιών υγείας στον δημόσιο και τον ιδιωτικό χώρο και χρόνο. Στην πραγματικότητα μιλάμε για μια επικείμενη «Βαβέλ» γλωσσών, συμπεριφορών και δεοντολογίας, αρχών και πρωτοκόλλων κλινικής αντιμετώπισης και κυρίως οικονομικών συμφερόντων που θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια αρχικά  σε  χαοτική συνθήκη και μετά σε απόλυτη «άλωση» του δημόσιου συστήματος από τα ιδιωτικά ιατρικά συμφέροντα. Τα τελευταία μάλιστα θα ενδιαφέρονται μόνο ή κυρίως για τα «επικερδή περιστατικά» αποδιώχνοντας από πάνω τους τον «μπελά» της εξυπηρέτησης των οικονομικά αδύναμων ασθενών.

‘Όσο για το δικαίωμα των δημοσίων γιατρών να ασκούν και ιδιωτικό έργο μέσα ή έξω από το νοσοκομείο που παραχωρείται σαν «το τυράκι στη φάκα» γίνεται κατανοητό ότι, σε συνθήκες υπερεφημέρευσης και εξάντλησης των φυσικών δυνάμεων των μόνιμων γιατρών, αυτό ούτε σαν αστείο δεν μπορεί να υποστηριχτεί.                                                                                                                            

Στην πράξη  αποτελεί πια  «κοινό μυστικό» ότι η κυβέρνηση εμμέσως πλην σαφώς, «σπρώχνει» του λίγους  και  τελευταίους δημοσίους γιατρούς στη περιφέρεια να φύγουν από το ΕΣΥ, να ανοίξουν ιατρείο και ακολούθως να επιστρέψουν ίσως στο δημόσιο νοσοκομείο σαν συνεργαζόμενοι ιδιώτες απολαμβάνοντας τα προνόμια ή τις φοροαπαλλαγές του ιδιωτικού τομέα χωρίς το «φορτίο» των υποχρεώσεων  που αναλογούν στον δημόσιο λειτουργό της υγείας.                                                      

Πρόβα geverale λοιπόν της εφαρμογής του νέου νόμου, η δοκιμαστική και τρίμηνη σύμβαση «Κορωναιού»!,  εισάγει ιδιώτες γιατρούς στα δημόσια νοσοκομεία  από την «πίσω πόρτα» για χρόνο που -  καθόλου τυχαία -   συμπίπτει με την διάρκεια της προεκλογικής περιόδου που ήδη βρισκόμαστε. 

Το κρίσιμο ζήτημα στην κατάσταση που προκύπτει είναι βέβαια πρώτον η αντίδραση των εργαζομένων και δεύτερον τα διεκδικητικά μέτωπα αντίστασης από την ίδια την κοινωνία (Ρέθυμνο, Ιεράπετρα, κ.α). Ένα σημαντικό πρόβλημα είναι πως διαχρονικά οι νοσοκομειακοί γιατροί, αντιλαμβάνονται τα προβλήματα με διαφορετικούς τρόπους ανάλογα με την ιδιότητα, την ειδικότητα, το βαθμό και τον τύπο εργασιακής σχέσης που έχουν (υπάρχουν τουλάχιστον 8 κατηγορίες) έτσι που να είναι πολύ δύσκολο να αγωνίζονται στη βάση κοινών συμφερόντων και κοινού στόχου. Όμως οι αγροτικοί και ειδικευόμενοι γιατροί συνειδητοποιούν πια ότι μάλλον αποτελούν τους «εργάτες γαλέρας» για το ΕΣΥ με απάνθρωπα ωράρια, αμοιβές ανειδίκευτου εργάτη, στερημένοι (όπως και οι μη γιατροί συμβασιούχοι) από το στοιχειώδες δικαίωμα σε αναρρωτική άδεια αν αρρωστήσουν, με συνεχείς μετακινήσεις πόστου εργασίας, ευθύνες σε ρόλο και ύψος ειδικευμένου αλλά με δικαιώματα φοιτητή Ιατρικής και απουσία κάθε ίχνους εκπαίδευσης και επιστημονικής εξέλιξης. Οι μόνιμοι επιμελητές του ΕΣΥ καταλαβαίνουν ότι δεν αντέχουν πια να είναι τόσο λίγοι, ούτε να μην έχουν ειδικευόμενους –βοηθούς  αλλά ούτε και να έχουν τόσο χαμηλές αμοιβές και τόσο εξευτελιστικές συντάξεις. Οι στρατιές πια συμβασιούχων εργαζομένων στα νοσοκομεία που φτάνουν ως και το 50% του συνόλου των μη γιατρών εργαζομένων, με εισόδημα συχνά κάτω του βασικού μισθού, που αναγκάζονται σε συνεχείς μετακινήσεις με μεσοδιαστήματα  ανεργίας, αλλαγές ρόλων και ευθυνών, αδυναμία εμπέδωσης της αποκτημένης εμπειρίας , τραγική οικογενειακή και οικονομική ανασφάλεια,  εξαρτημένοι από τις ορέξεις κάποιου βουλευτή ή παράγοντα της εξουσίας, με την αξιοπρέπεια τους στα «τάρταρα» και το μέλλον τους «στα αζήτητα», αντιλαμβάνονται ότι… «Όχι» δεν είναι αυτό ότι είχαν φανταστεί για τη ζωή τους και δεν μπορεί να συνεχιστεί  άλλο. 

Στην πανδημία οι «μαχητές της υγείας»  που «είχαν φωνή κάτω από την μάσκα» και παρά τις απειλές, όπως και οι εκπαιδευτικοί που αρνήθηκαν να τους «καταπιεί» η τηλεκπαίδευση και αντιστάθηκαν και αντιστέκονται στην εξευτελιστική  αξιολόγηση,    αποδεικνύουν ότι «τίποτα δεν πάει χαμένο» και πώς «δεν θέλει πολύ» για «να πάρει μπροστά η μηχανή».

«Για ένα κομμάτι ψωμί, πρέπει να δώσεις πολλά.  Δε φτάνει μόνο το μυαλό σου,  δε φτάνει μόνο το κορμί σου. Το πιο σπουδαίο είναι η ψυχή σου, δικέ μου, έχεις κανάλι πολύ να τραβήξεις, μέχρι να πάψεις να λες “μα τι τρέχει;” Έχει τους νόμους της αυτή η ιστορία, δεν φτάνει μόνο η δουλειά.» -Αφοι Κατσιμίχα (για ένα κομμάτι ψωμί)

*Πρόεδρος της Ένωσης Νοσοκομειακών Γιατρών Ζακύνθου

Ετικέτες