Η κεντρική ιδέα εδώ δεν μπορεί παρά να είναι η όσο το δυνατόν σοβαρότερη προετοιμασία για την αντιμετώπιση του «σιδερένιου κλουβιού», δηλαδή για το σπάσιμό του. Αυτή η προετοιμασία ενέχει πολλαπλές διαστάσεις, οργανωτικές, προγραμματικές και κινηματικές.

Στο κλασσικό έργο του ''Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού'', ο Μαξ Βέμπερ παρομοίωσε το μέλλον του σύγχρονου κόσμου με ένα «σιδερένιο κλουβί», για την ακρίβεια με ένα «κουβούκλι σκληρό σαν τον ατσάλι» (Stahlhartes Gehäuse), όπου η αυξανόμενη γραφειοκρατικοποίηση και κυριαρχία των νόμων της οικονομίας θα είχε προληπτικά αφαιρέσει κάθε πεδίο δράσης για τον ανθρώπινο παράγοντα, και ειδικότερα για την πολιτική πράξη. Αυτή η εικόνα μοιάζει να ταιριάζει σαν γάντι στην πραγματικότητα που διαμορφώνεται σήμερα με μια μαστιζόμενη από την οικονομική και πολιτική κρίση Ευρώπη. Βέβαια, σε αντίθεση με την πρόβλεψη του Μαξ Βέμπερ, δεν έχουμε να κάνουμε εδώ με την «τυφλή» εξέλιξη των ενδογενών τάσεων του καπιταλισμού αλλά με την πολιτική τουςδιαχείριση από ένα συγκεκριμένο οικοδόμημα που λέγεται Ευρωπαϊκή Ενωση, υβριδικό σχήμα που συνενώνει και συντονίζει τη δράση εθνικών κυβερνήσεων και υπερεθνικών θεσμών.

Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε όμως να κάνουμε με πραγματικότητες που έχουν αυτονομηθεί από την συλλογική βούληση και οδηγούν στην κατάργηση της έννοιας της πολιτικής. Η εξαγγελθείσα υπέρβαση του «στενού» πλαισίου του κράτους-έθνους κατέληξε στην σταδιακή απονέκρωση αυτής της ίδιας της αστικής δημοκρατίας και την υποκατάστασή της με σιδερένιους καταναγκασμούς εκπορευόμενους από γραφειοκρατικούς μηχανισμούς, φορείς του διαρκούς «εξορθολογισμού» που επιβάλλει η κίνηση του κεφαλαίου. Οι ιδρυτικού χαρακτήρα ευρωπαϊκές συνθήκες συνενώνουν αυτές τις δύο όψεις και μπορούν να θεωρηθούν ως τα πραγματικά υπερ-συντάγματα του νεοφιλελεύθερου μετα-δημοκρατικού πολιτεύματος.

ΤΑ ΜΝΗΜΟΝΙΑ ΩΣ «ΑΛΗΘΕΙΑ» ΤΗΣ ΕΕ

Τα Μνημόνια που επιβλήθηκαν στις υπερχρεωμένες χώρες της περιφέρειας (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία), ποδοπατώντας και τυπικά κάθε έννοια λαϊκής κυριαρχίας και συνταγματικής τάξης, δεν αποτελούν παρά μια παροξυστική μορφή αυτής της βαθύτερης λογικής και όχι κάποια παθολογική παρέκκλιση ή παραστράτημα που οφείλεται, δήθεν, σε συγκυριακούς πολιτικούς συσχετισμούς όπως ισχυρίζονται οι επιφανειακές εξηγήσεις με όρους «μερκελισμού». Με αυτήν την έννοια, παρ'όλο που η εφαρμογή τους δεν μπορούν να γενικευθεί αυτούσια σε όλα τα κράτη-μέλη, τα Μνημόνια αποτελούν την εσωτερική αλήθεια του οικοδομήματος που λέγεται Ευρωπαϊκή Ενωση, την ατόφια έκφραση του γενετικού της κώδικα, απαλλαγμένης από τα υπολείμματα εθνικής κυριαρχίας συνεχίζουν να λειτουργούν ως αντισταθμιστικοί παράγοντες στις κυρίαρχες οικονομίες του «ευρωπαϊκού κέντρου», με τον Γερμανό Ηγεμόνα βεβαίως σε προεξάρχουσα θέση.

Για να το πούμε διαφορετικά, τα Μνημόνια, μέσω της μεταφοράς σε δυτικοευρωπαϊκά πλαίσια της «θεραπείας του σοκ» που αποτελούσε ως τότε (θλιβερό) προνόμιο των χωρών του Νότου ή του πρώην «υπαρκτού σοσιαλισμού», λειτούργησαν ως θεραπαινίδες ριζοσπαστικοποίησης των νεοφιλεύθερων πολιτικών που πολύ σύντομα κωδικοποιήθηκαν με τα αυστηροποιημένα (σε σχέση με τις προϋπάρχουσες συνθήκες) σύμφωνα και πλέγματα οδηγιών (Σύμφωνο για το ευρώ, Σύμφωνο Σταθεροποίησης και Ανάπτυξης, «εξαπλό πακέτο»/Six Pack, «διπλό πακέτο»/Two Pack).

Ο «ζουρλομανδύας», για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Ρομάνο Πρόντι, του Μάαστριχτ και της Λισαβώνας σφίγγει ακόμη περισσότερο με την επιβολή σκληρότερων στόχων δημοσιονομικής σταθεροποίησης, τη δημιουργία μόνιμων μηχανισμών επιτήρησης των δημοσιονομικών πολιτικών («χρυσούς κανόνας» περί ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, προαπαιτούμενη έγκριση της Κομισιόν για κάθε εθνικό προϋπολογισμό, δυνατότητα επιβολής κυρώσεων) και «αυτόματου πιλότου» σε ότι αφορά την αποπληρωμή του δημόσιου χρέους. Ταυτόχρονα όσες χώρες βρίσκονταν σε δανειστικά προγράμματα στις 30.5.2013 (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία) θα τελούν υπό καθεστώς «ενισχυμένης επιτήρησης» (επί της ουσίας παράταση του μνημονιακού καθεστώτος) έως ότου αποπληρωθεί το 75% του χρέους τους.

Πέραν του ασφυκτικού ελέγχου της δημοσιονομικής πολιτικής και της χρησιμοποίησης του του δημόσιου χρέους ως μηχανισμού κυριαρχίας και κηδεμονίας δεν πρέπει φυσικά να ξεχνάμε ότι ο έλεγχος της νομισματικής πολιτικής, αλλά, σε μεγάλο βαθμό, και της διαχείρισης του χρέους βρίσκεται στα χέρια τηςΕΚΤ, ενός τύποις «ανεξάρτητου» θεσμού, δηλαδή μη-υπαγόμενου σε οποιαδήποτε πολιτική βούληση, πουσυνδέεται όμως με τον πιο απροκάλυπτο τρόπο με το ευρωπαϊκό χρηματιστικό κεφάλαιο. Τα έγγραφα που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα στον Ιρλανδικό τύπο , δείχνουν με τον πιο εύγλωτο τρόπο ότι οεκβιασμός της Κύπρου την άνοιξη του 2013, όταν το κυπριακό κοινοβούλιο είχε ομόφωνα απορρίψει το ευρωπαϊκό «πακέτο διάσωσης», κάθε άλλο παρά μεμωνομένο επεισόδιο ήταν.

Τον Νοέμβριο του 2010, ο τότε επικεφαλής της ΕΚΤ Ζαν-Κλοντ Τρισέ απείλησε με γραπτή επιστολή τον Ιρλανδό υπουργό οικονομίας Μπράϊαν Λένιχαν με διακοπή της παροχής ρευστότητας (ELA) εάν η κυβέρνησή του δεν αποδεχόταν άμεσα (και με γραπτή δέσμευση) την υπαγωγή της Ιρλανδίας σεΜνημόνιο. Και τούτο διότι το Δουβλίνο είχε τότε προτείνει αντί για προσφυγή στην τρόϊκα να προβεί σε«συντεταγμένη χρεοκοπία» των ιρλανδικών τραπεζών, που θα σήμαινε μεγάλες απώλειες για τις Γαλλογερμανικές τράπεζες.

Αυτά τα δύο περιστατικά μαρτυρούν ότι η «σχετική αυτονομία» (από τις εθνικές κυβερνήσεις και τους άλλους θεσμούς της ΕΕ) της ΕΚΤ λειτουργεί απλώς ενισχυτικά στην λειτουργία της ως πολιτικά αναβαθμισμένου (συν)διαχειριστή των συλλογικών συμφερόντων του κεφαλαίου σε συνθήκες βαθειάς οικονομικής κρίσης και, ακόμη περισσότερο, σε καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης. Μια τέτοια άμεσα «πολιτική» λειτουργία κεντρικής τράπεζας, με σαφές ταξικό πρόσημο, δεν στερείται εξ'άλλου προηγούμενου, σε εθνικό επίπεδο όμως.

Στην Ιταλία της δεκαετίας του 1970, λόγω της διαρκούς κυβερνητικής αστάθειας και της έντασης της κοινωνικής αναταραχής, σημαντικό μέρος των αποφάσεων επί της οικονομικής πολιτικής είχε μετατεθεί στην κεντρική τράπεζα της χώρας και έβρισκε τη συμπυκνωμένη έκφρασή του στην ακολουθούμενη νομισματική πολιτική . Αυτό δημιούργησε και το υπόβαθρο για μια πιο ανοιχτή πολιτική παρέμβαση των στελεχών της κεντρικής τράπεζας, κορυφαία έκφραση της οποίας υπήρξε κατόπιν η πρωθυπουργοποίηση ελέω ΕΕ του Μάριο Μόντι, ενός ανθρώπου που χαίρει της απόλυτης εμπιστοσύνης του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου.

Η ΠΡΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΞΟΥΔΕΤΕΡΩΣΗ ΜΙΑΣ ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Ολα αυτά είναι λίγο ως πολύ γνωστά αλλά αυτό ίσως να μην τονίζεται επαρκώς είναι ότι συγκροτούν το βασικό πλαίσιο με το οποίο η Ευρωπαϊκή Ενωση ετοιμάζεται να αντιμετωπίσει την εξαιρετικά πιθανή συγκρότηση κυβέρνησης της Αριστεράς στην Ελλάδα, με το ενδεχόμενο ενός ντόμινο στην ευρωπαϊκή περιφέρεια να μην ανήκει πλέον στην κατηγορία του ευσεβούς πόθου κάποιων θερμόαιμων όπως υποδηλώνει η εκτίναξη του Ποδέμος στην Ισπανία, και, σε ένα βαθμό, του Σιν Φέϊν στην Ιρλανδία. Το σκηνικό δεν είναι πλέον το ίδιο με την άνοιξη του 2012, όταν βασικός μοχλός της αποτροπής ενός τέτοιου ενδεχόμενου ήταν η απροκάλυπτη ανάμιξη των Ευρωπαίων στην ελληνική προεκλογική εκστρατεία, η με κάθε τρόπο συμβολή τους στην δημιουργία της ατμόσφαιρας φόβου και ο διαρκούς εκβιασμού του εκλογικού σώματος που καλλιεργούσαν οι εγχώριες μνημονιακές δυνάμεις. Μια ανάμιξη που κορυφώθηκε με την επαίσχυντη συνέντευξη στο MEGA του νεοεκλεγέντος τότε Φρανσουά Ολάντ που, με τον αέρα του σοσιαλιστή που νίκησε τον Σαρκοζύ, συνέστησε στους Ελληνες ψηφοφόρους να μην στραφούν σε κόμματα που πρότειναν την «αθέτηση των δεσμεύσεων που είχαν αναλάβει οι ελληνικές κυβερνήσεις».

Η εκτίμηση τότε, που αποδείχτηκε σωστή, ήταν ότι παρά την κατάρρευση του δικομματισμού το παραδοσιακό πολιτικό σύστημα διέθετε ακόμη επαρκείες εφεδρείες για να κερδίδει τις εκλογές και να επιτύχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, υπό τον όρο βέβαια ότι θα κινείτο με όρους «μεγάλου μνημομιακού συνασπισμού», έκφραση του οποίου απετέλεσε η τρικομματική, και κατόπιν δικομματική κυβέρνηση που συνεχίζει να γαντζώνεται παντοιοτρόπως στην εξουσία. Η εξάντληση αυτού του σχήματος είναι πλέον προφανής, την οποία εντείνει η αποσύνθεση των δύο ελάσσονος βάρους εταίρους του (ΔΗΜΑΡ και ΠΑΣΟΚ), και τείνει πλέον θεωρηθεί μη-αντιστρεπτή από τα εγχώρια και ευρωπαϊκά κέντρα εξουσίας. Με απλά λόγια, ο Σαμαράς μοιάζει τελειωμένος και, υπό τις παρούσες συνθήκες, κινήσεις ανοιχτής στήριξής του από ξένα κέντρα θα μετατρέπονταν σε μπούμερανγκ, στρώνοντας το χαλί στο ΣΥΡΙΖΑ. Οι τελευταίες κινήσεις του ΔΟΛ, ή ορισμένων εμβληματικών μορφών της ντόπιας ολιγαρχίας καθώς και η συμπεριφορά των Ευρωπαίων έναντι της σημερινής κυβέρνησης (και του ίδιου του πρωθυπουργού) και η αναζήτηση διαύλων επικοινωνίας με τον ΣΥΡΙΖΑ το υποδηλώνουν με σαφήνεια.

Αυτό δεν σημαίνει φυσικά ότι οι κυρίαρχες δυνάμεις της ΕΕ και η εγχώρια αστική τάξη θα περιμένουν παθητικά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, και πολύ περισσότερο δεν σημαίνει ότι θα την καλοδεχτούν. Ενδεικτική των διαθέσεων της γερμανικής ηγεσίας είναι τα όσα είπε πρόσφατα ο αντιπροέδρος της κυβέρνησης, υπουργός οικονομίας και πρόεδρος του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος Σίγκμαρ Γκάμπριελκατά τη διάρκεια δημόσιας συζήτησης με τον Γάλλο οικονομολόγο, και συγγραφέα του πολύκροτου βιβλίου ''Το κεφάλαιο τον 21ο αιώνα'', Τομά Πικετύ . Ο Γκάμπριελ αρνήθηκε κατηγορηματικά κάθε σκέψη για χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής αλλά και κάθε πρόταση που θα αμφισβητούσε το βάρος της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους από τις υπερχρεωμένες χώρες. Επιτέθηκε δε με σφοδρότητα στις χώρες του Νότου επιρρίπτοντάς τους την ευθύνη για την κρίση που αντιμετωπίζουν. Δήλωσε χαρακτηριστικά ότι η Ελλάδα «ληστεύτηκε από δύο οικογένειες, μία της Δεξιάς και μίας της Αριστεράς» (!) και ότι η Πορτογαλία «κατασκεύασε παράλληλους αυτοκινητόδρομους που κανείς δεν χρησιμοποιεί». Απέρριψε επίσης την ιδέα του Πικετύ για ενσωμάτωση μίνιμουμ κοινωνικών κριτηρίων στην υπό διαπραγμάτευση Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ, της οποίας υπεραμύνθηκε παρά τη θύελλα διαμαρτυριών που έχει ξεσηκώσει σε ευρύτατα τμήματα της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης.

Σε ότι αφορά τις εγχώριες εξελίξεις, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι επόμενες εκλογές θα γίνουν σε πολύ τεταμένο κλίμα, και ότι τα συμφέροντα που έχουν δέσει την τύχη τους με το σημερινό κυβερνητικό προσωπικό θα ωθήσουν σε μια πολωτική αντιπαράθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι πολύ πιθανό όμως τα εγχώρια και ευρωπαϊκά κέντρα ισχύος να ακολουθήσουν, σε μια πρώτη φάση τουλάχιστον, μια διαφορετική προσέγγιση, όχι την κατά μέτωπο επίθεση αλλά μια πολυεπίπεδη στρατηγική με τρεις στόχους:

- Πρώτον την δημιουργία αναχωμάτων στην άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, που θα μπορούν σε μια επόμενη φάση να λειτουργήσουν ως «σύμμαχες» υποτίθεται δυνάμεις που θα τον εκβιάζουν και θα τον αναγκάζουν να κινηθεί«εντός πλαισίου», ειδικά αν δεν επιτύχει κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Μια παραλλαγή αυτής της ιδέας είναι η πίεση για συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ σε σενάρια «εθνικής συννενόησης» που θα ακυρώνουν προκαταβολικά κάθε ιδέα αριστερής κυβέρνησης και ανατροπής του μνημονιακού καθεστώτος.

- Δεύτερον, και κυρίως, τον εγκλεισμό στο «σιδερένιο κλουβί» που περιγράψαμε παραπάνω, με βασικό στόχο τον εξαναγκασμό του ΣΥΡΙΖΑ να «τηρήσει τις δεσμεύσεις» των προηγούμενων κυβερνήσεων» και τούτο ενώ θα στήνεται ένα σκηνικό «μακράς διαπραγμάτευσης» για το φλέγον ζήτημα του χρέους.

- Τρίτον, το στήσιμο μοχλών οικονομικής πίεσης και σαμποτάζ, έτοιμων να ενεργοποιηθούν τη στιγμή που θα κριθεί κατάλληλη, δηλαδή στο ενδεχόμενο λήψης μέτρων από μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που θα ξηλώνουν το μνημονιακό πλαίσιο. Κρίσιμος κρίκος φαίνεται εδώ να αποτελούν οι τράπεζες, που τελούν υπό ουσιαστική χρεοκοπία, με πιθανά σενάρια την πρόκληση τραπεζικού πανικού, γενικότερης κρίσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος κλπ.

Το πολιτικό σκεπτικό του εγχώριου και ευρωπαϊκού κυρίαρχου μπλοκ είναι εδώ απλούστατο: βρισκόμενη υπό ασφυκτικό κλοιό, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έχει άλλη επιλογή από την αθέτηση των δεσμεύσεών της και τη συνέχιση, με έλαχιστες αποχρώσεις, της σημερινής πολιτικής. Την επανάληψη δηλαδή, σε πολύ δραματικότερες όμως συνθήκες και με ασύγκριτα ταχύτερους ρυθμούς, του σενάριου της«στροφής» των κυβερνήσεων σοσιαλιστών-κομμουνιστών στη Γαλλία, τόσο το 1983 επί Μιτεράν, όσο και το 1997-2002 επί Ζοσπέν και «πληθυντικής αριστεράς». Στις ελληνικές συνθήκες, μια «αριστερή παρένθεση» αυτού του τύπου πέρα βραχύβια θα αποδειχθεί καταστροφική για την Αριστερά στο σύνολό της και, κυρίως, για το μέλλον της κοινωνίας και της χώρας.

ΔΥΟ ΠΡΟΑΠΑΙΤΟΥΜΕΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΠΑΣΕΙ ΤΟ ΚΛΟΥΒΙ

Υπάρχει τρόπος να αποφευχθεί κάτι τέτοιο. Ασφαλώς! Η κεντρική ιδέα εδώ δεν μπορεί παρά να είναι η όσο το δυνατόν σοβαρότερη προετοιμασία για την αντιμετώπιση του «σιδερένιου κλουβιού», δηλαδή για τοσπάσιμό του. Αυτή η προετοιμασία ενέχει πολλαπλές διαστάσεις, οργανωτικές, προγραμματικές και κινηματικές.

Θα θέλαμε εδώ να περιοριστούμε σε δύο μόνο προαπαιτούμενα:

-Το πρώτο είναι ότι δεν πρέπει να δημιουργούνται ψευδαισθήσεις σε ότι αφορά την πραγματικότητα που θα έχει να αντιμετωπίσει μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Με συνδυασμό μαστίγιου και καρότου ίσως, η πίεσηόμως θα είναι τεράστια, διαρκής, και η σύγκρουση αναπόφευκτη στο βαθμό που υλοποιείται ο αδιαπραγμάτευτος πυρήνας των δεσμεύσεων του ΣΥΡΙΖΑ στο λαό. Δεν είναι πχ δυνατόν, μετά από όλα όσα έχουν συμβεί, να ακούγονται προτάσεις που να εξαρτούν την θετική ρύθμιση του θέματος του χρέους από την καλή θέληση της ΕΚΤ. Η που να αρνούνται να εξετάσουν ακόμη και το ενδεχόμενο να μην δεχθεί ηΓερμανία, και γενικότερα το διευθυντήριο της ΕΕ, την πρόταση για «συναινετική» διαγραφή του ελληνικού χρέους κατά τα πρότυπα των συμφωνιών του Λονδίνου του 1953. Η συστηματική υποβάθμιση του συγκρουσιακού χαρακτήρα της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ λειτουργεί παροπλιστικά για την κοινωνία και το κόμμα ενώ υποσκάπτει την ίδια την αξιοπιστία του κομιστή της.

-Το δεύτερο προαπαιτούμενο αφορά την στάση των υποκειμένων, ατόμων και συλλογικοτήτων που βρίσκονται αντιμέτωποι με καθοριστικές επιλογές αυτού του τύπου. Το «σιδερένιο κλουβί» είναι μια πραγματικότητα και όχι μια φενάκη, και η απόπειρα εξωραϊσμού του στερείται νόηματος. Μια κρίσιμη όψη της λειτουργίας του είναι η δημιουργία αίσθησης δέους και φόβου, που ωθεί στην αποδοχή τουεγκλεισμού ως αναπόδραστης «επιλογής». Αυτό αυτήν ακριβώς την αίσθηση οφείλει να απαλλαγεί οποιαδήποτε δύναμη θέλει να κρατήσει ανοιχτή την προοπτική ενός διαφορετικού κόσμου και να ξαναδώσει νόημα στην πολιτική ως υπόθεση των πολλών. Γιατί σε τελευταία ανάλυση, το σιδερένιο κλουβί ενός συστήματος σε κατάσταση προχωρημένης σήψης και παρακμής δεν έχει να προσφέρει τίποτε άλλο από την εσαεί παραμονή σε μια άθλια και μίζερη φυλακή.

Ετικέτες