Κάνοντας λόγο σήμερα για την αναγκαιότητα ανασυγκρότησης του εργατικού συνδικαλισμού, είναι αναγκαίες δύο πρώτες αφετηριακές επισημάνσεις :

Αφενός αυτό το εγχείρημα παραπέμπει στο περιεχόμενο της σημερινής αδρανοποίησης και καθίζησης του κινήματος, και άρα στη διερεύνηση και υπέρβαση των αιτιών που έχουν προκαλέσει και αναπαράγουν αυτή την κατάσταση.

          Αφετέρου στη διάκριση των δύο διαφορετικών μορφών της κρίσης του εργατικού κινήματος, δηλαδή του γεγονότος ότι είναι ριζικά διαφορετικά τα χαρακτηριστικά της κρίσης στον δημόσιο τομέα, και εντελώς διαφορετικά στην ιδιωτική καπιταλιστική οικονομία.

Χαρακτηριστικά της υποχώρησης του εργατικού κινήματος

          Ξεκινώντας έτσι να αναδείξουμε το περιεχόμενο της σημερινής παραφθοράς του κινήματος, οφείλουμε να πούμε ότι αυτή συνίσταται :

α) Στην καταφανή αδυναμία και ανεπάρκεια που επιδείχθηκε στην αγωνιστική απεργιακή αντιμετώπιση των δύο κύριων νομοθετημάτων – πυλώνων του 3ου Μνημονίου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (κοινωνική ασφάλιση και άμεση φορολογία), σ’ ολόκληρο το πρώτο πεντάμηνο του 2016, παρόλο που μικροαστικά στρώματα που εξίσου πλήττονταν από τα μνημονιακά μέτρα (αγρότες και δικηγόροι) είχαν δρομολογήσει σημαντικές κινητοποιήσεις. Αυτή η στάση σηματοδοτεί μια καταφανή χρεοκοπία των κύριων μορφών έκφρασης του εργατικού συνδικαλισμού (θεσμικού εργοδοτικού και συναινετικού,  και ταξικού σεχταριστικού και καιροσκοπικού), που επικυρώνει μια κατάσταση μεταβατικής ήττας πολυσήμαντων διαστάσεων.

β) Στο γεγονός της ολοσχερούς σχεδόν αποψίλωσης του εργατικού κινήματος στον πλειοψηφικό ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, και αν συνυπολογίσει κανείς και τους ανέργους, μπορεί να γίνει λόγος περί «σχεδόν εξαφάνισης» του συνδικαλιστικού φαινομένου. Η συνδικαλιστική πυκνότητα, ενώ στη δεκαετία του 1980 βρίσκονταν σε επίπεδα του 35%, σήμερα βρίσκεται καθαρά σε μονοψήφια νούμερα. Τα συνδικάτα της προηγούμενης περιόδου είτε έχουν διαλυθεί, είτε έχουν περιέλθει στον έλεγχο της εργοδοσίας, είτε βρίσκονται σε κατάσταση «χειμερίας νάρκης». Στον δημόσιο τομέα λειτουργούν προφανώς συνδικαλιστικές εκπροσωπήσεις, λόγω αποκλειστικά της μονιμότητας της απασχόλησης (νοσοκομεία, εκπαίδευση, τοπική αυτοδιοίκηση κλπ.), εντούτοις χαρακτηρίζονται από «απραξία», πλην της περίπτωσης των κινητοποιήσεων απέναντι στο κύμα απολύσεων δημοσίων υπαλλήλων της συγκυβέρνησης ΝΔ – ΠΑΣΟΚ. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, στο πρώτο πεντάμηνο του 2015 ακύρωσε αυτές τις απολύσεις και εξασφάλισε τη μονιμότητα στο δημόσιο, αυτό οδήγησε το εργατικό κίνημα των δημοσίων υπαλλήλων στον εφησυχασμό. 

γ) Τέλος, στην επικράτηση συνδικαλιστικών πρακτικών που βρίσκονται μακριά από την υπηρέτηση και των πλέον στοιχειωδών αναγκών και αιτημάτων των εργαζομένων. Η μεν συνδικαλιστική εργοδοτική γραφειοκρατία της ΓΣΕΕ (αλλά και της ΑΔΕΔΥ), με δεδομένη άλλωστε την εξαιρετικά χαμηλή της αντιπροσωπευτικότητα, κινείται σταθερά στην μνημονιακή τροχιά στήριξης της καπιταλιστικής ανάκαμψης, ο δε εκπρόσωπος του «αταλάντευτου ταξικού» εργατικού κινήματος, συντονίζει τον βηματισμό του με αυτόν της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ, λειτουργεί καιροσκοπικά και οργανώνει «κομματικές παρελάσεις» έναντι των απεργιακών αντιμνημονιακών κινητοποιήσεων.

Στις αφετηρίες αδρανοποίησης του εργατικού συνδικαλισμού

Αν αυτά είναι, μεταξύ άλλων, τα χαρακτηριστικά της σημερινής κρίσης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, ποιοι είναι οι λόγοι και οι αφετηρίες που έχουν οδηγήσει σ’ αυτή την κατάσταση τα χρόνια της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και της εφαρμογής των μνημονιακών πολιτικών ;

1)Το εργατικό κίνημα, παρόλο που δεν βρίσκονταν στην καλύτερη των καταστάσεων, δρομολόγησε σημαντικές πανεργατικές απεργιακές κινητοποιήσει στην πρώτη μνημονιακή περίοδο (2010 -12), οι οποίες άλλοτε συσπείρωναν τον εργαζόμενο κόσμο του αριστερού κινήματος, και σε ορισμένες περιπτώσεις εξασφάλισαν μια ευρύτερη λαϊκή συμμετοχή. Εντούτοις αυτές οι κινητοποιήσεις δεν κατόρθωσαν να αναχαιτίσουν ή να περιορίσουν τις συνέπειες των μνημονιακών μέτρων (μείωση μισθών, περικοπή συντάξεων, φορολογικές επιβαρύνσεις, κλείσιμο εργοστασίων κλπ.). Έτσι οδηγήθηκαν στην υποχώρηση και η λαϊκή αντιπαλότητα αναζήτησε πλέον διέξοδο στο εκλογικό κοινοβουλευτικό επίπεδο, οδηγώντας μαζικά την κοινωνική βάση της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας προς τον ΣΥΡΙΖΑ (από το 4,5%  στο 27%) τον Μάϊο – Ιούνιο 2012. Κύριος λόγος αυτής της υποχώρησης, από την άνοιξη του 2012 και μέχρι σήμερα, η κινηματική πρακτική της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ και του ΠΑΜΕ, που δεν διασφάλιζαν την συνέχεια και την κλιμάκωση των πανελλαδικών απεργιών, με αποτέλεσμα το εργατικό κίνημα με κάθε κινητοποίηση να φτάνει κοντά στην πηγή, αλλά ποτέ να μην πίνει νερό.

2)Παράλληλα, από την έναρξη της κρίσης και μετά, εξ αιτίας της λειτουργίας των εκκαθαριστικών μηχανισμών των ζημιογόνων κεφαλαίων (του κλεισίματος εκατοντάδων εργοστασίων και επιχειρήσεων), και της εισοδηματικής λιτότητας των συνεχών Μνημονίων, η ανεργία εκτινάχθηκε στα ύψη (26%), μαζί με την δίδυμη αδελφή της, την «αδήλωτη εργασία (13%), πράγμα που αποτέλεσε και συνεχίζει να είναι η σημαντικότερη νίκη του ελληνικού καπιταλισμού επί της εργατικής τάξης, εφόσον μεταφέρει το κοινωνικό κόστος της κρίσης στους εργαζόμενους, με την μαζική καταστροφή ζωντανών παραγωγικών δυνάμεων. Από εκεί και πέρα και μέχρι σήμερα το δίδυμο ανεργία – «μαύρη» εργασία ανέλαβε αυτοματοποιημένα τον ρόλο της καταστολής του εργατικού κινήματος : Αφενός εκμηδενίζοντας συνδικαλιστικά τους ανέργους – αδήλωτους εργαζομένους, και αφετέρου ασκώντας παραλυτική επίδραση στον κόσμο της ενεργού μισθωτής εργασίας.

3)Τέλος καθοριστική στάθηκε η επικυριαρχία του εκλογικισμού – κοινοβουλευτισμού από τον Ιούνιο 2012 μέχρι τον Ιανουάριο 2015. Τα μεν εργατικά στρώματα, μετά την κόπωση και απογοήτευση των πανεργατικών απεργιών, μετατοπίστηκαν από το πεδίο του κοινωνικού αγώνα στην πολιτική επένδυση στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος και γιγαντώθηκε εξ αιτίας της αντιμνημονιακής και ριζοσπαστικής του ρητορείας. Από την άλλη πλευρά ο ΣΥΡΙΖΑ, ως αξιωματική αντιπολίτευση που στόχευε πλέον στην πολιτική διακυβέρνηση, απείχε από οποιαδήποτε αγωνιστική ανατροφοδότηση του κινήματος, έβαλε σε κίνηση τον μικροαστικό κυβερνητισμό, και απευθύνονταν στον εργαζόμενο κόσμο με όρους μονοδιάστατης κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης. Έτσι η «ανάθεση», που συνεχίζει και σήμερα να ταλανίζει  και την αντιμνημονιακή Αριστερά και εργατικό κίνημα, τροφοδοτήθηκε τόσο από την αναποτελεσματικότητα των πανεργατικών απεργιών, όσο όμως και από την κοινοβουλευτική λογική του ΣΥΡΙΖΑ.

Ορόσημα μιας  σύγχρονης εργατικής ανασύνταξης

Μ’ αυτά τα δεδομένα πώς τίθεται στην τρέχουσα συγκυρία το ζήτημα της ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος, πράγμα που επισημαίνουμε ότι έχει ριζικά διαφορετικά χαρακτηριστικά στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας ;

Α) Πρώτα από όλα  χρειάζεται να ξεπεραστεί οποιαδήποτε λογική, ιδιαίτερα προσφιλής στον κόσμο της εργατικής Αριστεράς, ότι απαιτείται ένταση των προσπαθειών, διάθεση δυνάμεων, εντατικοί «ακτιβισμοί», μέχρις ότου η εργατική τάξη «αφυπνιστεί» (σίγουρα δεν βρίσκεται «εν υπνώσει»), και ξαναμπεί στην τροχιά των αγωνιστικών διεκδικήσεων. Κι’ αυτό γιατί οι όροι ανασύνθεσης του εργατικού κινήματος είναι σήμερα πολύ πιο σύνθετοι και πολύπλοκοι, και το αποτέλεσμα κάθε άλλο παρά δεδομένο.

Β) Παράλληλα απαιτείται να αναγνωρισθεί η προτεραιότητα αυτής της ανασύνταξης με όρους συνδικαλιστικούς, πολιτικούς και ιδεολογικούς, και όχι ως το «αποπαίδι» των σχηματισμών της αντιμνημονιακής ριζοσπαστικής Αριστεράς, ως μοχλός στήριξης για την εξασφάλιση της κοινοβουλευτικής της εκπροσώπησης. Μόνον όταν το εργατικό κίνημα βγει στο προσκήνιο, όπως συνέβη με τα εργοστασιακά σωματεία της μεταπολίτευσης και την συνακόλουθη άνοδο της σοσιαλδημοκρατίας, και επίσης με τις αντιμνημονιακές κινητοποιήσεις και την συνεπαγόμενη εκλογική απογείωση του ΣΥΡΙΖΑ, είναι δυνατό να διαμορφωθούν οι όροι συνολικότερων οικονομικών και πολιτικών μετασχηματισμών.

Γ) Οποιαδήποτε τέτοια διαδικασία δεν μπορεί να αφορά την ολότητα του υπαρκτού εργατικού συνδικαλισμού, αλλά την αυτοδύναμη ανάπτυξη του ριζοσπαστικού αντιμνημονιακού εργατικού ρεύματος, σε ριζικό διαχωρισμό τόσο με τον θεσμικό εργατικό συνδικαλισμό, όσο και με τον απομονωτισμό – καιροσκοπισμό του ΠΑΜΕ. Το σημαντικότατο παράδειγμα της κινητοποίησης της γαλλικής CGT, σε συμμαχία με την FORCE OUVRIER, τους  SOLIDAIRES  κλπ., σε πλήρη αντίθεση με την γαλλική σοσιαλιστική και εργοδοτική CFDT, αλλά και τα μικροαστικά στρώματα της γαλλικής κοινωνίας, στο πρώτο μισό του 2016, απέναντι στο νόμο Μιριάμ Ελ Κομρί, είναι καθόλα ενδεικτικό.

Δ) Τρίτος πόλος συνεπώς του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, ριζοσπαστικός, αντιμνημονιακός, αντικαπιταλιστικός, έναντι των δύο άλλων πόλων του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού καθώς και του πόλου της περιχαράκωσης και του καιροσκοπισμού. Μ’ αυτή την έννοια το ριζοσπαστικό εργατικό ρεύμα συσπειρώνει πρωτογενώς τον εργαζόμενο κόσμο, συγκροτεί ταξικές κινήσεις, ανασυνθέτει αγωνιστικά σωματεία, συγκλίνει με πρωτοβάθμια σωματεία, συμμαχεί ακόμη και με δευτεροβάθμιες οργανώσεις ταξικού προσανατολισμού και πρακτικών. Παίρνει στους ώμους του το ίδιο την διεκπεραίωση της αγωνιστικής ανασυγκρότησης και απεργιακής κινητοποίησης, απευθύνεται ενωτικά στις άλλες δυνάμεις (π.χ. ΠΑΜΕ), υπερβαίνει την καθολική χρεοκοπία της ΓΣΕΕ, αναδεικνύει την κινηματική αντιπαλότητα στη μνημονιακή πολιτική, φέρνει τον εργαζόμενο κόσμο στο προσκήνιο, και έτσι μακροπρόθεσμα οδηγεί κα στην ανασύνθεση του συνολικού εργατικού συνδικαλισμού.

Ε) Η παρέμβαση του ριζοσπαστικού εργατικού ρεύματος στη συγκυρία επικεντρώνεται πάντοτε στην προώθηση της αγωνιστικής κινητοποίησης απέναντι στα επίδικα ζητήματα της ταξικής πάλης, που εν προκειμένω δεν είναι άλλα από τα μέτρα των μνημονιακών πολιτικών. Δεν αναλώνεται σε καμία περίπτωση σε «κινητοποιήσεις – διαμαρτυρίες» όπως συμβαίνει με τον εργοδοτικό και κυβερνητικό συνδικαλισμό, ούτε από την άλλη πλευρά σε «κομματικές παρελάσεις» επίδειξης ισχύος άνευ απεργιακού αποτελέσματος. Ταυτόχρονα προγραμματίζει τη δράση του στη βάση ενός σχεδίου τακτικής και στρατηγικής και δεν ακολουθεί απλώς τις εξελίξεις, αλλά επιχειρεί να τις κατευθύνει.

ΣΤ) Λειτουργεί προβάλλοντας ένα διεκδικητικό πρόγραμμα άμεσων διεκδικήσεων – αιχμών που στην δυναμική τους μπορούν να επιφέρουν ανατροπές στο μνημονιακό σύμπαν, Οι υποτελείς κοινωνικές τάξεις που εντάσσονται στην αντίληψη ενός αντιμνημονιακού μετώπου, εμφανίζουν διαφορετικές κοινωνικές ταυτότητες, ωστόσο εκείνο που είναι αναγκαίο είναι ο προσδιορισμός ενωτικών επιδιώξεων αιχμής, μέσα από αυτή τη διαφορετικότητα. Μ’ αυτή την έννοια, οι κύριες αντιμνημονιακές αιχμές θα μπορούσαν να είναι :

ι) Η χορήγηση επιδομάτων ανεργίας στην μεγάλη πλειοψηφία των μακροχρόνια ανέργων (αντιπροσωπεύουν τα τρία – τέταρτα του συνόλου και βρίσκονται εκτός παραγωγικής δραστηριότητας πάνω από έναν χρόνο), πράγμα που θα έθετε τέρμα σε μια γενικευμένη κατάσταση κοινωνικής εξαθλίωσης, και ταυτόχρονα θα εξουδετέρωνε την παραλυτική επίδραση του εφεδρικού στρατού επί των ενεργών εργαζομένων. Και προφανώς ο λόγος γίνεται για επιδόματα ανεργίας στο 70% - 80% του αποκατεστημένου κατώτατου μισθού των 750 ευρώ, σε σχέση με το αναξιοπρεπές επίδομα των 360 ευρώ που ισχύει σήμερα, και που δεν το παίρνει παρά ένα 15% των ανέργων.

ιι) Η αποκατάσταση του κατώτατου μισθού καθώς και των μισθών των συλλογικών συμβάσεων που ανεστάλη η εφαρμογή τους από τις αρχές του 2012, μέσα από σχετική νομοθετική παρέμβαση, γιατί ακριβώς με νομοθετικό τρόπο καταργήθηκαν, και δεν μπορεί να ισχυρίζεται η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ ότι αυτά μπορούν να αποκατασταθούν μέσα από ένα καινούριο πλαίσιο συλλογικών διαπραγματεύσεων, γιατί με την ανεργία στο 25% και την αδήλωτη εργασία στο 13%, μόνον αξιόλογες συλλογικές διαπραγματεύσεις δεν μπορούν να γίνουν και να οδηγήσουν σε θετικά αποτελέσματα για τον εργαζόμενο κόσμο.

ιιι) Η επαναφορά του επιπέδου των αμοιβών των εργαζομένων στις δημόσιες υπηρεσίες στα προηγούμενά τους επίπεδα, όπως προφανώς και του 13ου και 14ου μισθού. Το γεγονός ότι ο δημοσιοϋπαλληλικός κόσμος διαθέτει το σχετικό κοινωνικό «πλεονέκτημα» της μονιμότητας της απασχόλησης, αυτό δεν σημαίνει ότι εξ αυτού του λόγου μπορεί να περιστέλλεται το βιοτικό του επίπεδο, σε αντιστάθμισμα του γεγονότος ότι έχουν «ασφαλή εργασία», έναντι της εργατικής τάξης της καπιταλιστικής οικονομίας (ενεργό και άνεργη).

ιν) Η αποκατάσταση του επιπέδου των συντάξεων στα επίπεδα που νόμιμα προβλέπονταν το 2010, με βάση άλλωστε και τις σχετικές αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων που κήρυξαν αντισυνταγματικές τις μειώσεις, καθώς και η επαναφορά της 13ης και 14ης σύνταξης. Η επίθεση σ’ αυτούς που στήριξαν την παραγωγική και οικονομική υπόσταση της κοινωνίας επί δεκαετίες, αντιπροσωπεύει τουλάχιστον γενοκτονία σε βάρος της εργατικής τάξης.

ν) Η επιμονή στην άμεση διαμόρφωση προοπτικών αξιοπρεπούς απασχόλησης των δυνάμεων της νεολαίας, ένα μέρος της οποίας (συνήθως μετά - πανεπιστημιακής μόρφωσης και εξειδίκευσης) βρίσκει ακόμη εργασιακές διεξόδους  στις ευρωπαϊκές οικονομίες, χωρίς αυτό να λύνει το πρόβλημα της κοινωνικής της ενσωμάτωσης, ενώ ένα άλλο μέρος (νέοι επιστήμονες αλλά και απόφοιτοι τεχνολογικής ή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης) λιμνάζει στο τέλμα της ανεργίας, ετεροαπασχόλησης, υποαπασχόλησης.

Ζ) Παράλληλα μ’ αυτού του είδους τους άμεσους στόχους πάλης, είναι αναγκαία η καλλιέργεια ενός κλίματος ανάδειξης των στρατηγικών επιδιώξεων της μισθωτής εργασίας όπως : Η κοινωνική απελευθέρωση και η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και ανταλλαγής. - Η εγκαθίδρυση της εργατικής λαϊκής διεύθυνσης των παραγωγικών διαδικασιών. – Η κατάκτηση του οριζόντιου καταμερισμού της εργασίας, εφόσον ο ιεραρχικός καταμερισμός αντιπροσωπεύει δομικό στοιχείο των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων. – Η κοινωνικοποίηση της πανεπιστημιακής γνώσης για το σύνολο του κόσμου της εκτελεστικής εργασίας, γιατί διαφορετικά μια ενδεχόμενη κατάργηση των καπιταλιστών,  θα φέρει στη θέση τους την κρατική τεχνοκρατική γραφειοκρατία κλπ. Το εργατικό κίνημα δεν κινητοποιείται μονοδιάστατα στη βάση αποκλειστικά οικονομικών επιδιώξεων : Πάντοτε χρειάζεται αυτό να υποστηρίζεται από ένα συνολικό εναλλακτικό σχέδιο καθολικής χειραφέτησης, το οποίο βέβαια δεν μπορεί να επιβάλλεται «από τα πάνω» αλλά να ηγεμονεύει με δημοκρατικούς όρους.

Η) Το εργατικό ριζοσπαστικό ρεύμα δεν μπορεί να αναλώνεται στην υποστήριξη μιας «αναπτυξιολογίας» που υποστηρίζουν άλλωστε και τα αστικά μνημονιακά κόμματα, χωρίς προφανές ωστόσο αποτέλεσμα, αλλά εξίσου υποστηρίζεται και από δυνάμεις του αντιμνημονιακού αριστερού κινήματος, στη λογική ότι χρειάζεται πρώτα «να μεγαλώσει η πίτα» και στη συνέχεια να ληφθούν μέτρα κοινωνικής δικαιοσύνης. Η στήριξη της καπιταλιστικής ανάπτυξης της «εθνικής» οικονομίας, ακόμη και αν πραγματοποιηθεί (πράγμα εξαιρετικά αμφίβολο), οδηγεί στην ισχυροποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας και στον αποχαιρετισμό των όποιων μέτρων κοινωνικής δικαιοσύνης. Μόνον η επικέντρωση στην αλλαγή και στον μετασχηματισμό βασικών δομών των αστικών σχέσεων παραγωγής (επιβολή γενικευμένου εργατικού ελέγχου, ριζική αναδιανομή εισοδήματος, θέση σε κοινωνικοποιημένη λειτουργία των επιχειρήσεων που έχει κλείσει η καπιταλιστική κρίση κ.ά.), μπορεί να επιφέρει την απελευθέρωση των παραγωγικών δυνάμεων και την δρομολόγηση μιας πορείας προς την εργατική κοινωνική δημοκρατία.

Θ) Το ρεύμα του εργατικού ριζοσπαστισμού προφανώς και επιδιώκει την μέγιστη δυνατή συμμαχική κοινωνική συσπείρωση. Όμως για να συνεννοούμαστε : Αυτή δεν αφορά παρά τις λαϊκές τάξεις των «από κάτω», δηλαδή το σύνολο της μισθωτής εργασίας στον ιδιωτικό και στο δημόσιο τομέα της εργασίας, τον κόσμο της ανεργίας και της «αδήλωτης» εργασίας, τους συνταξιούχους της μισθωτής απασχόλησης, τη νεολαιίστικη πλειονότητα της ανεργίας και του κοινωνικού εξοβελισμού, τα κατώτερα μικροαστικά αυτοαπασχολούμενα στρώματα. Ήδη ένας τέτοιος ταξικός λαϊκός συνασπισμός είναι επαρκής για να επιβάλλει τα άμεσα και στρατηγικά συμφέροντα της εργατικής τάξης. Απεναντίας δεν μπορεί να επιδιώκεται η σύναψη  συμμαχιών αφενός με τις  διαταξικές συντεχνίες της μικροαστικής τεχνοκρατίας (άλλο η συμμαχία με τα σωματεία μισθωτών τεχνικών κι’ άλλο η συμμαχία με το ΤΕΕ του Μπόμπολα, του Περιστέρη κλπ.), και αφετέρου με στρώματα της μικρής και μεσαίας επιχειρηματικότητας, τα οποία έχουν ωφεληθεί τα μέγιστα από τα μνημονιακά μέτρα αποψίλωσης των μισθών και των δικαιωμάτων των εργαζομένων και αντιπροσωπεύουν την μαζική βάση της αστικής τάξης : Και οι δύο αυτές κοινωνικές κατηγορίες ανήκουν στο μέτωπο του «ναι» του δημοψηφίσματος της 5ης Ιουλίου 2015, έναντι του ταξικού λαϊκού μετώπου του «όχι».