Ζούμε αναμφισβήτητα σε δύσκολους καιρούς.
Εμείς, τουλάχιστον, οι εργαζόμενες, οι φοιτητές, οι άνεργες, οι πρόσφυγες και οι μετανάστριες, γιατί οι άλλοι, ο κόσμος της εξουσίας και του «επιχειρείν», καταφέρνει τα τελευταία δέκα χρόνια να ξεπερνάει τις όποιες δυσκολίες σε βάρος μας, αναγκάζοντάς μας να πληρώνουμε για τις δικές του καταστροφές, οικονομικές, περιβαλλοντικές, υγειονομικές, κοινωνικές. Όσοι από εμάς, δε, παλεύουμε κάπως πιο συνειδητά και οργανωμένα ενάντια στην παραπάνω αδικία, αντιμετωπίζουμε δύο επιπλέον δυσκολίες: αφενός την ολοένα αυξανόμενη κρατική καταστολή, αφετέρου τη δυσπιστία των υπολοίπων από εμάς προς τον συλλογικό δρόμο που προτείνουμε· ο δρόμος της ατομικής επιβίωσης, παρόλο που έχει τις δικές του μεγάλες δυσκολίες και πολύ περιορισμένα αποτελέσματα, φαντάζει ως η μόνη ρεαλιστική λύση για τους περισσότερους.
Γνωρίζουμε πως η αντιμετώπιση αυτής της δυσπιστίας είναι μονόδρομος, όχι μόνο για τις/τους λιγότερες/ους από εμάς που επιμένουμε μέσα από τις οργανώσεις της Αριστεράς, αλλά για όλες/ους μας. Για να τα καταφέρουμε όμως, πρέπει πρώτα να εντοπίσουμε την προέλευσή της. Μου φαίνεται πως υπάρχουν κυρίως τρεις τρόποι σκέψης σχετικά με αυτό το ζήτημα. Ο πρώτος εντοπίζει το πρόβλημα στα λάθη των διπλανών: ο κόσμος δεν εμπιστεύεται την Αριστερά συνολικά, εξαιτίας του λάθος σχεδίου ή των λάθος επιλογών μιας άλλης αριστερής οργάνωσης ή μετώπου. Ο δεύτερος εστιάζει στις μικρές δυνάμεις και τον κατακερματισμό των οργανώσεων της Αριστεράς, πράγμα που απογοητεύει τον κόσμο εκ των προτέρων: άσχετα αν μια οργάνωση «τα λέει καλά», αν είναι τόσο μικρή σαν μια σταγόνα στον ωκεανό, δεν πρόκειται να καταφέρει τίποτα. Ο τρίτος δίνει περισσότερο βάρος στην αυτοκριτική: άσχετα από το τι κάνουν οι υπόλοιπες οργανώσεις, αν μια συγκεκριμένη οργάνωση δεν κάνει έστω και μικρά βήματα μπροστά, πάει να πει ότι κάτι κάνει λάθος.
Η γνώμη μου είναι ότι και οι τρεις τρόποι σκέψης έχουν δόσεις αλήθειας. Ωστόσο, οποιαδήποτε προσπάθεια για μια νέα Αριστερά, πρέπει να ηγεμονεύεται από το στοιχείο της αυτοκριτικής. Η κριτική στην υπόλοιπη Αριστερά, μας λέει μόνο τι να αποφύγουμε, όχι τι πρέπει να κάνουμε από δω και πέρα, ευνοώντας ταυτόχρονα τη φαγωμάρα στο εσωτερικό της Αριστεράς και την απώλεια «οπτικής επαφής» με τον αντίπαλο. Παρομοίως, η απλουστευτική ποσοτικοποίηση του προβλήματος της Αριστεράς, αγνοεί όλη την εμπειρία της τελευταίας δεκαετίας, κατά την οποία ούτε η μαζικότητα του ΣΥΡΙΖΑ της περιόδου 2012-2015, ούτε και η σχετική μαζικότητα της ΛΑΕ στη συνέχεια, δεν μπόρεσαν να αντισταθμίσουν τα πολιτικά προβλήματα του κάθε σχηματισμού.
Αυτή η συζήτηση για το πώς έφτασε η ριζοσπαστική Αριστερά μέχρι το σημερινό ιστορικό χαμηλό, μέχρι στιγμής φαίνεται είτε να υποτιμάται, είτε να επιχειρείται να οργανωθεί με φοβικό τρόπο, πίσω από τις κλειστές πόρτες μεμονωμένων οργανώσεων. Μ’ αυτόν τον τρόπο, όμως, συντηρείται αναπόφευκτα η έλλειψη εμπιστοσύνης και διάφορες διάσπαρτες πολιτικές «σιγουριές» που αναλώνονται σε μια προσπάθεια αυτοσυντήρησης. Πράγμα που μετατρέπει την όποια ενωτική πολιτική σε αποσπασματικές προσπάθειες κοινών δράσεων στην καλύτερη, και μικροδιαγκωνισμών άνευ ουσιαστικού αντικειμένου στη χειρότερη.
Ωστόσο τα κρίσιμα πολιτικά ερωτήματα παραμένουν: πως η ρήξη με την ΕΕ γίνεται σχέδιο και δεν παραμένει σύνθημα; Πως οργανώνεται η σύγκρουση με το εγχώριο σύστημα και πως αποφεύγεται η ενσωμάτωση σ’ αυτό; Πως η ταξική πολιτική δεν θάβεται κάτω από μια εθνική πολιτική που κινδυνεύει να καταλήξει εθνικιστική; Πως αποφεύγεται ο κίνδυνος της αυτονόμησης της πολιτικής ηγεσίας και του πολιτικού καριερισμού; Ποια τα χαρακτηριστικά των σύγχρονων καταπιεζόμενων υποκειμένων; Πως σχετίζεται αποτελεσματικά η οργάνωση με τα κοινωνικά κινήματα; Πως θα απευθυνθούμε στη νέα γενιά που έχει διαφορετικές παραστάσεις, εμπειρίες, αισθητική και κώδικες από την γενιά της μεταπολίτευσης; Συμφωνούμε, τελικά, στην κρισιμότητα των παραπάνω ερωτημάτων για την οικοδόμηση μιας νέας ενότητας της Αριστεράς ή μας αρκεί ο τρόπος που συνήθισε να κάνει πολιτική η Αριστερά την τελευταία δεκαετία;
Ακόμα, όμως κι αν δεχτούμε ότι το εφικτό για την Αριστερά σήμερα είναι μόνο η κοινή δράση, παρά ο διάλογος επί των παραπάνω – πράγμα διόλου ασήμαντο, καθότι αναγκαίο και για τον ίδιο το διάλογο – πως πιστεύουμε ότι αυτή μπορεί να συμβάλλει σε μια πραγματική αλλαγή των συσχετισμών στην κοινωνία; Όταν οργανώνεται από κλειστά διευθυντήρια διαπαραταξιακού τύπου, με έφεση στις μάχες διατυπώσεων και τον έλεγχο κάθε ιδέας που προέρχεται από τη «βάση»; Ή όταν ανοίγεται στον ανένταχτο κόσμο, εμπιστεύεται τα απλά μέλη αφήνοντας χώρο στις ιδέες και τη δημιουργικότητά τους, οργανώνεται με δημοκρατικό και συμπεριληπτικό τρόπο και συνομιλεί με ευρύτερες δυνάμεις του κινήματος πέραν ιδεολογικών συγγενειών;
Σε μια κατάσταση όπου τα πράγματα χειροτερεύουν διαρκώς για εμάς τους/τις «από κάτω» και οι αντοχές όλων δοκιμάζονται, ποια περιθώρια έχει η ριζοσπαστική Αριστερά να ακολουθήσει τις γνωστές αποτυχημένες συνταγές;
*Μέλος της Συνάντησης για μια Αντικαπιταλιστική Διεθνιστική Αριστερά
**Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά