Η κυβέρνηση, ο Μητσοτάκης και η αντιπολίτευση
Λίγους µήνες µετά την εκλογική και πολιτική νίκη του Μητσοτάκη στις εκλογές του Μάη-Ιούνη του ’23, η κυβέρνηση της ΝΔ αντιµετωπίζει µια κρίση που έχει δυναµική να γίνει ανεξέλεγκτη. Είναι µια επιβεβαίωση όσων πιστεύουν στο ότι όταν «ο κάµπος είναι ξερός», κάθε σπίθα «µπορεί να ανάψει µεγάλες φωτιές».
Στη βάση αυτής της διαπίστωσης είναι το αναµφισβήτητο γεγονός ότι η κυβερνητική πολιτική βρίσκεται σε µεγάλη (και φανερή) αντίθεση µε τα συµφέροντα και τις ανάγκες της µεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Η συνύπαρξη στο δρόµο των αγωνιζόµενων φοιτητών-τριών, των αγροτικών κινητοποιήσεων, των απεργών της 28ης Φεβρουαρίου, των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ της 8ης Μαρτίου, ήταν ένα γεγονός µε ξεχωριστή σηµασία. Η άνεση µε την οποία τα χρώµατα, τα σύµβολα, οι σηµαίες και τα συνθήµατα της αλληλεγγύης στην Παλαιστίνη αγκαλιάζονταν από όλον αυτόν τον αγωνιζόµενο κόσµο, δείχνουν µια τάση πολιτικής γενίκευσης ενάντια στη συνολικότερη κυβερνητική πολιτική, ενάντια σε «µεγάλες» επιλογές της ντόπιας κυρίαρχης τάξης και των ευρω-ατλαντικών συµµάχων της. Στην αρχή των κινητοποιήσεων, γράφαµε ότι αυτή η ενεργοποίηση του παράγοντα «από τα κάτω» θα έχει αναπόφευκτα σοβαρές πολιτικές συνέπειες.
Η κυβέρνηση δεν διαθέτει κάποιο γιατροσόφι για να κατευνάσει και να χειραγωγήσει τη διογκούµενη εργατική-λαϊκή δυσαρέσκεια: Μέσα στις συνθήκες της σαρωτικής ακρίβειας, η αύξηση του κατώτατου µισθού στα 830 ευρώ µικτά (δηλαδή σε λίγο πάνω από 700 ευρώ καθαρά) γίνεται δικαίως κατανοητή ως εµπαιγµός. Σε αυτήν τη βάση οι δηµοσκοπήσεις προβλέπουν µια σοβαρή υποχώρηση της επιρροής της ΝΔ που, αν καταγραφεί στις κάλπες των ευρωεκλογών, θα δηµιουργήσει µια νέα, πολύ πιο ασταθή, πολιτική ισορροπία.
Πρόβληµα µε τους ολιγάρχες
Όµως τα προβλήµατα του Μητσοτάκη δεν περιορίζονται στις σχέσεις του µε το «από τα κάτω». Στις εκλογές του Μάη-Ιούνη του ’23 η πολιτική νίκη του Μητσοτάκη βασίστηκε στην υποστήριξη του «µπλοκ» της κυρίαρχης τάξης και των ανώτερων µεσοστρωµάτων που παραδοσιακά ακολουθούν τις επιλογές της. Όµως αυτό γινόταν µέσα στις συνθήκες οικονοµικής ευφορίας, υπερφίαλων προσδοκιών διαρκούς ανάπτυξης, και –ας µην ξεχνάµε– προνοµιακής µοιρασιάς των ευρωπαϊκών ενισχύσεων «αλληλεγγύης». Η διεθνής επιδείνωση των οικονοµικών συνθηκών οδηγεί αυτό το πάρτι προς το τέλος του. Τα λουκέτα σε κάποιες κάποτε φιλόδοξες βιοµηχανίες (Πίτσος, Σνάιντερ, Τάπεργουερ, Γιούλα, Σονόκο, Hellas Can κ.ά.) λειτουργούν σαν το καναρίνι που, πεθαίνοντας, προειδοποιούσε για τους κινδύνους που καραδοκούν στην επόµενη στροφή στα ορυχεία. Οι ευρωπαϊκοί πόροι που η κυβέρνηση διαθέτει προς διανοµή στους καπιταλιστικούς Οµίλους παραµένουν σηµαντικοί, όµως γίνονται λιγότεροι από τους διαθέσιµους στην προηγούµενη περίοδο. Και αυτό σηµαίνει ότι η µάχη για το ποιος θα ευνοηθεί (λιγότερο ή περισσότερο) θα γίνει σκληρότερη και πιο άναρχη. Σε αυτό το περιβάλλον έρχονται στην επιφάνεια και αξιοποιούνται πολιτικά όλοι οι παλιότεροι «λογαριασµοί».
Η επίθεση του ολιγάρχη Βαγγέλη Μαρινάκη, που αξιοποίησε την ιδιοκτησία του «Βήµατος» για να καρφώσει τη µονταζιέρα του Μαξίµου, αποκαλύπτοντας τις εγκληµατικές κυβερνητικές ευθύνες για το τραγικό δυστύχηµα στα Τέµπη, ήταν µια σκληρή προειδοποίηση. Η απόπειρα του Μητσοτάκη να διαπραγµατευτεί, ακυρώθηκε από τον Β. Μαρινάκη, µε αποτέλεσµα των υποχρεωτική καρατόµηση του φερέλπιδος Στ. Παπασταύρου (διαδόχου στο Μαξίµο του Γρηγόρη Δηµητριάδη, που «κατέρρευσε» µετά τις αποκαλύψεις για τις υποκλοπές…) και του Γιάννη Μπρατάκου, που λειτουργούσε ως δεξί χέρι του Μητσοτάκη στο Μαξίµου. Αυτές οι απώλειες είναι σηµαντικές για τον Μητσοτάκη, όµως ακόµα πιο σηµαντικές φαίνεται ότι θα είναι οι δυσκολίες του στο να ορίσει αναπληρωτές στην θέση των Παπασταύρου (που είχε σηµαντική προϋπηρεσία επί Σαµαρά) και Μπρατάκου (που θεωρείτο «σαρξ εκ της σαρκός» της ΝΔ). Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραµµές φαίνεται ότι ωφεληµένος θα βγει ο Μάκης Βορίδης που ενισχύεται, παρότι δεν κρύβει τις ακροδεξιές αποκλίσεις του και δεν διστάζει σε «απειθαρχίες», όπως στο νόµο για τα οµόφυλα ζευγάρια, που προαναγγέλουν τάσεις διεκδίκησης αυτόνοµου ρόλου, εάν και όταν έρθει η ώρα της «µετά τον Μητσοτάκη» Δεξιάς.
Η επίθεση του Β. Μαρινάκη είναι µάλλον η αρχή, παρά το τέλος µιας διαδικασίας. Στην ηγεσία της ΝΔ το αγωνιώδες ερώτηµα είναι το αν ο Β. Μαρινάκης είναι µόνος σε αυτήν την επιλογή, ή αν θα ακολουθήσουν και άλλοι ολιγάρχες. Θυµούνται πχ ότι ανάµεσα στους µεγαλοκαπιαλιστές που παρακολουθούσε ο Γρ. Δηµητριάδης ήταν και βασικά στελέχη του Οµίλου Βαρδινογιάννη. Όσο για την «ύλη» άλλων πιθανών επιθετικών αποκαλύψεων, τα έργα του Μητσοτάκη παρέχουν πληθώρα ευκαιριών. Για παράδειγµα, οι σχέσεις της Greek Mafia (που κάποτε αποκαλούταν, σωστότερα, Greek Police Mafia) µε τις κρατικές υπηρεσίες και το ανώτερο προσωπικό τους, είναι ένα πεδίο «αποκαλύψεων» που θα µπορούσαν (αν επιλεγούν…) να τινάξουν στον αέρα τις αντοχές του Μητσοτάκη και της κυβέρνησης της ΝΔ.
Ο συνδυασµός όλων αυτών των παραγόντων περιγράφει µια κυβέρνηση σε αποδροµή. Όµως για να πέσει µια κυβέρνηση, κάποιος θα πρέπει να επιχειρήσει στα σοβαρά να την ρίξει. Το µεγάλο όπλο του Μητσοτάκη στη σηµερινή συγκυρία είναι τα χάλια της αντιπολίτευσης.
Αντιπολίτευση
Η γραµµή του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ στη Βουλή, κατά τη συζήτηση στην πρόταση µοµφής κατά της κυβέρνησης για τις ευθύνες της στο έγκληµα των Τεµπών, ήταν απελπιστικά αναποτελεσµατική. Περιορίστηκε στα θεσµικά και επικοινωνιακά τερτίπια, που άφηναν στον Μητσοτάκη όλες τις δυνατότητες να αντεπιτεθεί, στηριγµένος στην κοινοβουλευτική πλειοψηφία της ΝΔ στη Βουλή. Κανένας τους δεν έθιξε το ζήτηµα-κλειδί αυτής της υπόθεσης: Το ότι οι ιδιωτικοποιήσεις µεγάλων δηµόσιων οργανισµών είναι µια δολοφονική πολιτική. Το ότι είναι κυριολεκτικά σκάνδαλο ότι ο σιδηρόδροµος παραµένει στα χέρια της ιταλικής FDSI, παρά τις αποκαλύψεις για τα Τέµπη. Ακόµα και η ψοφοδεής γραµµή του ΣΥΡΙΖΑ επί Τσίπρα (που, στα λόγια, πρότεινε «επαναδιαπραγµάτευση» της Σύµβασης µε την FDSI) ή του ΠΑΣΟΚ ένα χρόνο πριν (που, στα λόγια, πρότεινε την αποβολή της FDSI και νέο διεθνή διαγωνισµό για τον ΟΣΕ) φαντάζουν άγριος αριστερισµός σε σύγκριση µε τη σηµερινή γραµµή του Κασσελάκη και του Ανδρουλάκη.
Δυστυχώς, ανάλογες ευθύνες µοιράζεται και η ηγεσία του ΚΚΕ. Είναι βαθιά αποπροσανατολιστικός ο ισχυρισµός (µε «αριστερή» φρασεολογία) ότι είτε υπό δηµόσιο έλεγχο, είτε ιδιωτικοποιηµένες, οι µεγάλες (πρώην) δηµόσιες υπηρεσίες παραµένουν ίδιες (σε τελική ανάλυση, στην υπηρεσία του καπιταλισµού). Αφήνει, τελικά, στο απυρόβλητο µια κοµβική µάχη στην εποχή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισµού: τις ιδιωτικοποιήσεις. Αλήθεια, ίδιο ήταν το επίπεδο απασχόλησης στον δηµόσιο ΟΣΕ και στη σηµερινή Hellenic Train; Ίδια ήταν η δύναµη των συνδικαλισµένων σιδηροδροµικών στην εποχή της ΠΟΣ (Πανελλήνια Οµοσπονδία Σιδηροδροµικών) και σήµερα; Ίδια ήταν η δυνατότητα επαγρύπνησης των συνδικαλισµένων σιδηροδροµικών για τα ζητήµατα ασφάλειας των επιβατών, µε τη σηµερινή αδυναµία τους που περιορίζεται σε καταγγελίες; Είναι αυτά τα ζητήµατα άσχετα µε το ότι στον ΟΣΕ επιβλήθηκε το «άγριο» καθεστώς της ιδιωτικοποίησης;
Αυτά τα ελλείµµατα της αντιπολίτευσης, λειτουργούν ως σανίδα σωτηρίας για τον Μητσοτάκη. Στην κάλπη των ευρωεκλογών θα καταµετρηθεί το αν οι απώλειες της ΝΔ, παρά τα κενά της αντιπολίτευσης, έχουν πάρει τις διαστάσεις που οδηγούν τον Μητσοτάκη µπροστά στην απώλεια του ελέγχου των πολιτικών εξελίξεων ή αν θα περιοριστούν σε διαστάσεις που θα του δίνουν πολιτικό χρόνο.
Σε αυτή την κατάσταση, το βασικό καθήκον είναι η συνέχεια, και η κατά το δυνατόν κλιµάκωση και ο συντονισµός των κινητοποιήσεων «από τα κάτω». Και µια πολιτική αντιµετώπιση των ευρωεκλογών που θα «µαυρίζει» τη Δεξιά και την ακροδεξιά, που δεν θα δίνει ούτε πόντο εµπιστοσύνης στο ΠΑΣΟΚ και στον ΣΥΡΙΖΑ του Κασσελάκη (αλλά και στη Νέα Αριστερά που δυστυχώς επέλεξε να συγκροτηθεί µε κέντρο την υπεράσπιση του «κυβερνητικού έργου» του 2015-19…). Που θα ενισχύει την πέραν αυτών Αριστερά, και θα ποντάρει τις πολιτικές προσδοκίες στην ανάπτυξη του εργατικού κινήµατος και των κοινωνικών αντιστάσεων.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά