Η κυπριακή κοινωνία βρίσκεται σε δύσκολη ιστορική στιγμή, καθώς οδηγείται στην υπογραφή ενός Μνημονίου. Το βασικότερο πρόβλημα το οποίο έρχεται να «επιλύσει» το Μνημόνιο, είναι το τραπεζικό.
Το τραπεζικό σύστημα, κέντρο του προβλήματος
Τα συνολικά δάνεια που είχαν δώσει οι τράπεζες, τον Ιούνιο του 2011 ανέρχονταν στο 510% του κυπριακού ΑΕΠ (91.4 δισ. ευρώ δάνεια και 18 δισ. περίπου ΑΕΠ). Εξ αυτών το 130% του ΑΕΠ αφορούσε δάνεια στην Ελλάδα. Αντίστοιχα, οι συνολικές καταθέσεις στις τράπεζες ανέρχονταν σε 94 περίπου δισ. εκ των οποίων τα 51 (σχεδόν το 300% του ΑΕΠ) ήταν από μη κατοίκους της Κύπρου: Έλληνες (17,3 δισ.) και Ρώσους κυρίως (25 δισ. περίπου).
Με αυτά τα δεδομένα το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου θυμίζει συνδυασμό του συστήματος της Ιρλανδίας (υπερ-επέκταση του δανεισμού) και Ισλανδίας (υψηλότατο ποσοστό καταθέσεων από το εξωτερικό). Πρόκειται για ένα σύστημα το οποίο είναι πολύ ευάλωτο σε διαταραχές της τραπεζικής πίστης.
Τα αποτελέσματα που είχε η κρίση του 2008 άφησαν το σημάδι τους και στην Κύπρο. Το μοντέλο ανάπτυξης που στηριζόταν στην επέκταση της πίστης στα νοικοκυριά, εξαντλήθηκε με αποτέλεσμα να υπάρξει το 2009 ύφεση και κατόπιν ουσιαστικά στασιμότητα. Φέτος αναμένεται ύφεση της τάξης του 2,5%. Παράλληλα, το 2011 η ανεργία ανήλθε στο 8% και φέτος αναμένεται να ξεπεράσει το 12% (τριπλάσιο από το σύνηθες 4% των προηγούμενων ετών πριν την κρίση) με αυξητικές τάσεις για τα επόμενα έτη.
Το ρόλο της έπαιξε και η δημοσιονομική πολιτική που στόχευε στα πρωτογενή πλεονάσματα μέσω περιορισμού της δαπάνης. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι η πρόταση του ΑΚΕΛ το 2010 για αύξηση του εταιρικού φόρου από το χαμηλότατο 10% σε 11%, που θα ελαχιστοποιούσε τις περικοπές της δαπάνης, καθώς θα αυξάνονταν τα έσοδα, καταψηφίστηκε στη βουλή (το ΑΚΕΛ έχει σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας).
Ωστόσο, αν και όλα αυτά δείχνουν την εξάντληση ενός υποδείγματος ανάπτυξης, οι χρηματοδοτικές ανάγκες που οδηγούν στο Μηχανισμό Στήριξης και στο Μνημόνιο προέρχονται από τα 10 δισ. περίπου που εκτιμάται ότι λείπουν από τις τράπεζες της Κύπρου. Αυτές τις ανάγκες δημιούργησαν: α) το «κούρεμα» των ελληνικών ομολόγων (PSI), β) η αύξηση των επισφαλειών στα δάνεια στην Ελλάδα και γ) η αμφιλεγόμενη άσκηση εποπτείας από τον προηγούμενο διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας.
Η διαπραγμάτευση του μνημονίου
Η ανεπιτυχής κατάληξη αναζήτησης δανείων από τη Ρωσία (μετά τα 2,5 δισ. που έδωσε το 2011, παρέπεμψε στην Ε.Ε) είτε από τον Κίνα (μάλλον λόγω των απαιτήσεων για ανταλλάγματα) και η επιλογή της κάλυψης των ελλειμμάτων των τραπεζών μέσω ανακεφαλαιοποίησης (δηλαδή με την παροχή σε αυτές των χρημάτων που λείπουν, όπως συνέβη στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες της ευρωζώνης), οδήγησε την κυπριακή κυβέρνηση στην αναζήτηση χρηματοδότησης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης, τον Ιούνιο του 2012.
Αυτό οδήγησε σε μία μακρά διαδικασίας διαπραγμάτευσης των όρων δανεισμού –δηλαδή του Μνημονίου– η οποία δεν έχει τελειώσει ακόμη. Η εξέταση της διαδικασίας διαπραγμάτευσης μας επιτρέπει να βγάλουμε χρήσιμα πολιτικά συμπεράσματα.
Κοινή βάση όλων των εκδοχών που έχει πάρει η συμφωνία κατά τη διαπραγμάτευση, είναι η θέση ότι το τραπεζικό πρόβλημα πρέπει να αντιμετωπιστεί με τη μορφή παροχής στις τράπεζες του ποσού που λείπει (ανακεφαλαιοποίηση). Σημαντική συνέπεια αυτής της οπτικής είναι ο κίνδυνος να χαρακτηριστεί το δημόσιο χρέος ως μη-βιώσιμο, αν τα 10 δισ. που υπολογίζονται (ύψος που τώρα αμφισβητεί η κυβέρνηση) καταγραφούν σε αυτό (φτάνει άμεσα πάνω από 140% του ΑΕΠ). Πρόκειται για εξέλιξη που αν πραγματοποιηθεί, οδηγεί σε σημαντική χειροτέρευση των όρων της τρέχουσας συμφωνίας.
Όλες οι εκδοχές, επίσης, οργανώνονται στη βάση του νεοφιλελεύθερου σχεδίου υποτίμησης της εργασίας (με διαφορετικούς βαθμούς σκληρότητας-ηπιότητας) μέσω απώλειας εισοδημάτων και δικαιωμάτων των μισθωτών/συνταξιούχων και μέσω ιδιωτικοποιήσεων. Συγχρόνως, οργανώνουν σε διαφορετικό βαθμό την ανάγκη ενός επόμενου Μνημονίου μέσω του γνωστού κύκλου μείωσης εγχώριας ζήτησης-ύφεση-απομόχλευση, αύξηση των αναγκών χρηματοδότησης (ιδιωτικών και δημόσιων).
Εκεί που διαφοροποιούνται οι όροι, είναι ανάμεσα στο αρχικό ποσοστό περικοπής μισθών που ζητούσε η τρόικα, οριζόντια 15%, και στον τελικό όρο για κλιμακωτές περικοπές που στα 2.000 ευρώ, που αποτελούν το μέσο μισθό στο δημόσιο, ανέρχονται σε 3,75% για τα έτη 2012-13 και 5,25% από το 2014. Επίσης, δεν καταργείται ο 13ος μισθός, διατηρείται ο θεσμός της Αυτόματης Τιμαριθμικής Αναπροσαρμογής ως θεσμός: οι μισθωτοί θα υποστούν όμως απώλειες, επειδή αναστέλλεται η εφαρμογή του για το διάστημα που διαρκεί το πρόγραμμα και κατόπιν θα δίνεται μειωμένη ΑΤΑ στο μισό και όχι ανά εξάμηνο, αλλά ανά έτος. Δεν έγιναν αποδεκτές οι ιδιωτικοποιήσεις των ΔΕΚΟ και η ουσιαστική διάλυση του συνεργατικού πιστωτικού συστήματος. Ενώ δεν υπήρξε δέσμευση των αναμενόμενων εσόδων από το φυσικό αέριο για αποπληρωμή του χρέους. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η μείωση του προσωπικού του δημοσίου τομέα κατά 1.250 άτομα το χρόνο αποτελούσε τρέχουσα πολιτική (με 1.000 άτομα) της κυπριακής κυβέρνησης, γεγονός που έχει σημασία για το ποιος συσχετισμός πολιτικών αναπαρίσταται και καθορίζει την έκβαση των όποιων διαπραγματεύσεων.
Κάποια πολιτικά συμπεράσματα
Πρώτο. Η δέσμευση στο τρέχον υπόδειγμα κάλυψης των αναγκών του τραπεζικού συστήματος θέτει την κυβέρνηση της Κύπρου «στη γωνία». Αφενός μεν το πολιτικό σχέδιο που υλοποιεί παίρνει τη μορφή ενός αγώνα άμυνας απέναντι σε υπέρτερες δυνάμεις, στη βάση διατήρησης του υπάρχοντος υποδείγματος αναπαραγωγής και ρύθμισης των κοινωνικών σχέσεων, εν αναμονή μιας καλύτερης οικονομικής ή πολιτικής συγκυρίας. Αφετέρου, τη δεσμεύει στο νεοφιλελεύθερο σχέδιο διάχυσης των ζημιών του νεοφιλελεύθερα οργανωμένου χρηματοπιστωτικού συστήματος στο σύνολο της κοινωνίας και τη μετατόπιση του κοινωνικού συσχετισμού δυνάμεων εις βάρος του κόσμου της εργασίας με καλύτερους ή χειρότερους όρους.
Κάθε σημαντική κρίση, όπως η τρέχουσα, «γεννά» ένα νέο υπόδειγμα ρύθμισης των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων. Σήμερα το ιστορικό διακύβευμα είναι: ή η υποταγή στην εμβάθυνση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος ή η επανοικειοποίηση με σύγχρονο τρόπο με νέες κοινωνικές συμμαχίες και μορφές του νοήματος της αλληλεγγύης και της δημοκρατίας. Για την κυπριακή οικονομία ειδικά, αυτή η κατεύθυνση περνά μέσα από μια άλλη αντιμετώπιση του τραπεζικού προβλήματος.
Δεύτερο. Περιοριζόμενοι αυστηρά στη διαπραγμάτευση, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι αρχικοί όροι άλλαξαν επί το θετικότερο. Με μια αναλογία υπήρξε βελτίωση από το μείον 10 στο μείον 3. Με αυτό το κριτήριο, η διαπραγμάτευση μπορεί να χαρακτηριστεί επιτυχής και μας επιτρέπει να εξάγουμε χρήσιμα πολιτικά συμπεράσματα, ειδικά αν αναλογιστούμε ότι η Κύπρος αντιμετωπίζει πολύ σημαντικότερα προβλήματα από την Ελλάδα του 2010: α) Το αποτέλεσμα συνιστά κόλαφο για τις κυβερνήσεις της Ελλάδας που υπεράσπιζαν τα μνημόνια στη βάση της «επιβολής από την τρόικα» και τις «ανάγκες», και στην «καλύτερη» περίπτωση «κέρδιζαν» τα ισοδύναμα και τα εμπροσθοβαρή μέτρα. β) Το αποτέλεσμα δείχνει ότι δεν ευσταθεί η άποψη που ισχυρίζεται ότι είναι τόσο ασφυκτικό το πλαίσιο στην ΕΕ που δεν μπορεί να κερδηθεί τίποτα εντός του. Αν προσθέσουμε μάλιστα στους συλλογισμούς μας το γεγονός ότι το ΑΚΕΛ αποτελεί μειοψηφία στη βουλή και ότι τα υπόλοιπα κόμματα ζητούσαν χειρότερους όρους από την τρόικα, πιέζοντας μάλιστα για άμεση υπογραφή της συμφωνίας με τους αρχικούς όρους, καταλαβαίνουμε ένα βασικό μεθοδολογικό κανόνα που εξάγεται από τη διαπραγμάτευση που διεξήχθη: γ) Στους όρους της συμφωνίας που επιτυγχάνεται, στην έκβαση της διαπραγμάτευσης, «αντανακλάται» ο εσωτερικός πολιτικός συσχετισμός δυνάμεων και η δυνατότητα (ή η α-δυνατότητα) να κινητοποιηθεί η κοινωνία στη βάση ενός εναλλακτικού υποδείγματος πέραν της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής.