«Η αναγκαιότητα της ενότητας και ενός Κέντρου Αγώνα». Ο Γιώργος Χαρίσης, Γραμματέας του ΜΕΤΑ, μιλά στο Rp για την κατάσταση του εργατικού κινήματος και τον ρόλο των συνδικάτων και της Αριστεράς.

Ερ.: Ποιες είναι οι νέες επιθέσεις της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στην εργατική τάξη και πώς αντιμετωπίζονται από τον κόσμο;

Απ.: Ο κόσμος της εργασίας, ιδιαίτερα τα τελευταία επτά μνημονιακά χρόνια, είναι στριμωγμένος στο «καναβάτσο» και δέχεται συνεχή χτυπήματα από τις κυβερνήσεις που νομοθετούν και από το κεφάλαιο και τους δανειστές (ΕΕ-ΔΝΤ) που κυβερνούν.

Αφού η εργατική τάξη έχασε το 30%-50% των μισθών και των συντάξεων, αφού πολύ περισσότερο διευρύνθηκε η μερική και εκ περιτροπής εργασία και η ανεργία τριπλασιάστηκε και αφού φαλκιδεύτηκαν τα εργασιακά δικαιώματα, με την κατάργηση των ΣΣΕ, σήμερα, συνεχίζουν τον ταξικό πόλεμο σε βάρος της.

Συμφωνήθηκαν νέες μειώσεις στους μισθούς και στις συντάξεις (μέσω της μείωσης τους αφορολόγητου και της κατάργησης της προσωπικής διαφοράς), απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων και περιορισμός των συνδικαλιστικών και εργασιακών δικαιωμάτων, ιδιωτικοποιήσεις -ιδιαίτερα στο χώρο της ενέργειας-, και διεύρυνση της ελαστικής απασχόλησης. Και να μην ξεχνάμε πως προωθούν και την ιδιωτικοποίηση του νερού (ΕΥΔΑΠ, ΕΥΑΘ, ΔΕΥΑ) και των μέσων μαζικής μεταφοράς.

Στον επόμενο γύρο, ετοιμάζεται η κατάργηση του 13ου και 14ου μισθού στον ιδιωτικό τομέα και η αποψίλωση του βασικού μισθού από τα επιδόματα που τον συναπαρτίζουν, καθώς και η επισφράγιση της συρρίκνωσης του Δημοσίου, ιδιαίτερα των κοινωνικών του υπηρεσιών, μέσω της αξιολόγησης των δομών, των υπηρεσιών και του προσωπικού του. Ταυτόχρονα, θα τεθεί και το θέμα του ύψους των μισθών στον δημόσιο τομέα, που από τους δανειστές θεωρούνται υψηλοί.

Ερ.: Πώς πιστεύεις ότι διαμορφώνεται το κλίμα στους εργατικούς χώρους; Διαπιστώνεται μια αντοχή κινητοποιήσεων και αγωνιστών βάσης και με ποια αιτήματα;

Απ.: Είναι γεγονός ότι το σύνολο του κόσμου της εργασίας υφίσταται τη συνέχιση των συνεπειών των μνημονιακών πολιτικών και με τη σημερινή κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Πρέπει να σημειώσουμε όμως ότι οι κινητοποιήσεις δεν είναι αντίστοιχες της οξύτητας των προβλημάτων, οι αντιστάσεις είναι μειωμένες και ο κόσμος νιώθει βαθιά απογοητευμένος. Γεγονότα που ενισχύονται και από την αναξιοπιστία και την αδράνεια των εργατικών συνδικάτων και ιδιαίτερα της ηγεσίας τους, αλλά και από την έλλειψη ορατής ρεαλιστικής εναλλακτικής πολιτικής διεξόδου από τη σημερινή κατάσταση.

Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχουν και θετικά σημάδια, όπως ήταν οι γενικές απεργίες του Νοέμβρη του 2015 και του Φλεβάρη του 2016, που δείχνουν ότι, όταν υπάρχει καλή προετοιμασία των κινητοποιήσεων, μπορούμε να έχουμε θετικά αποτελέσματα.

Επίσης, θετικό γεγονός είναι η άρνηση της συναίνεσης στην εφαρμοζόμενη κυβερνητική πολιτική και η μαζικότερη συμμετοχή σε τοπικές και κλαδικές κινητοποιήσεις, των οποίων η συνένωση σ’ ένα ευρύτερο εργατικό και κοινωνικό μέτωπο για την ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών, αποτελεί χρέος μας.

Ερ.: Ποια είναι η κατάσταση στη ΓΣΕΕ και ποια στην ΑΔΕΔΥ;

Απ.: Η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ διακρίνεται για τη «συνέπειά» της στην αδράνεια και στον διαχρονικό, εργοδοτικό της ρόλο. «Ξύπνησε» από τη χειμερία νάρκη της για να συνυπογράψει με τους εργοδότες τη νέα ΕΓΣΣΕ και μάλιστα θεώρησε ως κατόρθωμά της ότι δεν έληξε η μετενέργεια και ότι διασφαλίζονται τα επιδόματα που προέβλεπε η προηγούμενη σύμβαση.

Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι η σύμβαση, και από τη ΓΣΕΕ αλλά και από άλλες ομοσπονδίες, αντιμετωπίζεται ως μια γραφειοκρατική διαδικασία διεκπεραίωσης μιας ετήσιας υποχρέωσης, κι όχι ως ένα εργαλείο διεκδίκησης που με όρους κινήματος απαιτείται από τους εργοδότες και την κυβέρνηση.

Η ηγεσία των συνδικάτων έχει παραδοθεί και έχει συμβιβαστεί με την υπάρχουσα μνημονιακή πραγματικότητα. Βάζει την υπογραφή της σε ΣΣΕ, που έχουν καταντήσει να είναι αδειανό πουκάμισο, αφού δεν προβλέπουν ικανοποίηση οικονομικών αιτημάτων. Αποδέχεται στην πράξη τη φαλκίδευση των συλλογικών εργασιακών δικαιωμάτων των εργαζομένων, ενώ δίνει και βήμα κατασυκοφάντησης των συνδικάτων απ’ την κυβέρνηση, όταν χωρίς αιδώ ο κ. Τσίπρας τις εγκαλεί και τις κατηγορεί ότι δεν αγωνίζονται για την επαναφορά του θεσμού των ΣΣΕ.

Είναι χαρακτηριστική η πρόσφατη δήλωσή του στη Ρώμη, που μόνον ως τρολάρισμα μπορούμε να την εκλάβουμε, ότι δηλ. η κυβέρνησή του δίνει τη μάχη «για λογαριασμό των εργαζομένων της χώρας μας, χωρίς να έχουμε τη στήριξη σε αυτή τη μάχη των επίσημων συνδικαλιστικών οργάνων στη χώρα μας» και παρακάτω ότι «στο κρίσιμο δημοψήφισμα βρέθηκαν για να υπερασπιστούν την ανάγκη να πούμε “ναι” σε μια κακή συμφωνία και όχι να υπερασπιστούμε και να διεκδικήσουμε μια καλύτερη»!

Στην ΑΔΕΔΥ, δεν είναι ίδια τα πράγματα με τη ΓΣΕΕ. Όμως και εκεί πρέπει να πούμε ότι, ενώ σε βασικά ζητήματα έχει γενικά σωστές θέσεις ή εύκολα υιοθετεί έναν αντιμνημονιακό, αντικυβερνητικό και αγωνιστικό προσανατολισμό, αυτά δεν αποτελούν οδηγό της δράσης της και κυρίως δεν υπερασπίζονται απ’ τις δυνάμεις που τις συνομολογούν.

Οι αιτίες είναι βαθύτερες και σχετίζονται με τη δομή και τον προσανατολισμό συνολικά τους εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος όλα τα προηγούμενα χρόνια. Δεν είναι τυχαίο ότι επτά μνημονιακά χρόνια, με μια ηγεσία της ΓΣΕΕ συμβιβασμένη και με το μέρος ουσιαστικά των ταξικών μας αντιπάλων, με την ανεργία στα ύψη και με τη ζωή της εργατικής τάξης στο ναδίρ, δεν έχει αλλάξει τίποτα στους συσχετισμούς και αυτή η ηγεσία παραμένει αλώβητη και διατηρεί τις δυνάμεις της και στο τελευταίο (36ο) συνέδριο της ΓΣΕΕ (Μάρτης 2016).

Το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα χρειάζεται μια επανεκκίνηση με την αποκατάσταση της οργανωτικής του ενότητας και την ενοποίηση της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, τη συγκρότηση ισχυρών κλαδικών συνδικάτων και την ένταξη όλων των εργαζομένων, ανεξαρτήτως σχέσης εργασίας σ’ αυτά, ώστε να πάψει η πολυδιάσπαση και η ύπαρξη ανίσχυρων συνδικάτων που δεν μπορούν να υπερασπίσουν τα δικαιώματα των μελών τους και υπάρχουν απλώς για να ικανοποιούν των παραγοντισμό και τον συντεχνιασμό.

Ερ.: Πώς μπορούν οι συνδικαλιστικές παρατάξεις της Αριστεράς να ξεπεράσουν τη «στασιμότητα» που επιβάλλει η πλειοψηφία σε ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ και να δημιουργήσουν όρους γενικευμένης εργατικής απάντησης;

Απ.: Οι δυνάμεις της εργατικής συνδικαλιστικής Αριστεράς αλλά και ευρύτερα όλες όσες έχουν έναν αγωνιστικό και ταξικό προσανατολισμό πρέπει να «διαβάσουν» σωστά τη σημερινή πραγματικότητα και την κατάσταση της εργατικής τάξης στη χώρα μας, μετά την εμπειρία των αγώνων της μνημονιακής ιδιαίτερα περιόδου και την αρνητική εξέλιξη σε πολιτικό επίπεδο, με τη μνημονιακή στροφή της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και το κλίμα απογοήτευσης και ηττοπάθειας που επικρατεί σε ευρύτερα στρώματά της.

Πλέον, δεν μπορεί ο καθένας να πορεύεται μόνος του. Όποιος συνεχίσει να το κάνει, μπορεί να διατηρεί έναν μηχανισμό, να διαθέτει κάποιους θυλάκους για να νομίζει ότι κάτι κάνει, μπορεί να κάνει κάθε τόσο και μια «παρέλαση» ή να βαυκαλίζεται ότι με πέντε-δέκα σωματεία μπορεί να επηρεάσει το ρου των πραγμάτων και να αποκρούσει την ακραία νεοφιλελεύθερη επίθεση του ελληνικού και ευρωπαϊκού κεφαλαίου. Κάνει όμως μεγάλο σφάλμα. Δεν είναι χρήσιμος για τους εργαζόμενους και αποτελεί μια ακίνδυνη για το σύστημα δύναμη.

Όπως τονίζεται και στις αποφάσεις της πρόσφατης συνδιάσκεψης του ΜΕΤΑ «αυτό που απαιτείται είναι ο συντονισμός των δυνάμεων της συνδικαλιστικής Αριστεράς και η συγκρότηση ενός ευρύτερου αγωνιστικού και διεκδικητικού πόλου στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και ευρύτερα, για να συντονίσει τη δράση, να συνενώσει τις αγωνιστικές-κινηματικές αντιστάσεις και να βάλει, όπου μπορεί, και τα συνδικάτα σε αγωνιστική κατεύθυνση». Και παρακάτω ότι «δεν μπορούν αυτές οι δυνάμεις να στέκονται παθητικοί θεατές της γραφειοκρατικής ακινησίας της πλειοψηφίας των συνδικάτων, να δρουν ανταγωνιστικά ή να περιορίζονται σε μια παραταξιακή ή πολιτική παρέμβαση περιορισμένου χαρακτήρα, που πολλές φορές λειτουργεί ως μια απλή συντήρηση δυνάμεων και υποδηλώνει απλά και τη δικιά τους παρουσία και αναπαραγωγή, χωρίς να μπορούν να βάλουν τη σφραγίδα τους στις εξελίξεις, να γίνονται ενοχλητικοί και επικίνδυνοι για την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων, τους εργοδότες και τις κυβερνήσεις τους και χρήσιμοι για τους εργαζόμενους και τους κοινωνικά αδύναμους».

Ως ΜΕΤΑ θεωρούμε ότι η συγκρότηση ενός «Εργατικού Κέντρου Αγώνα» θα συμβάλλει καθοριστικά στην προώθηση της αγωνιστικής παρέμβασης στις εξελίξεις.

Η ιδέα που καταθέτουμε για συζήτηση είναι ότι ο συντονισμός αυτός θα πρέπει να συμπεριλαμβάνει: Εργατικά Σωματεία και Ομοσπονδίες, Εργατικά Κέντρα της ΓΣΕΕ και Νομαρχιακά Τμήματα της ΑΔΕΔΥ, Εργατικές Συλλογικότητες, Συνδικαλιστικές Παρατάξεις και Κινήσεις, Αγωνιστικά Ψηφοδέλτια, Αγωνιστές Συνδικαλιστές κ.λπ.

Επιδίωξή μας επίσης είναι ότι σ’ αυτό το Κέντρο Αγώνα θα πρέπει να συμμετέχουν και οι συλλογικότητες όλων των πληττόμενων κοινωνικών στρωμάτων απ’ τα μνημόνια, οι ελεύθεροι επαγγελματίες, οι αγρότες, οι αυτοαπασχολούμενοι, τα κινήματα κατά των πλειστηριασμών, αλλά και οι άλλες συλλογικότητες που αγωνίζονται σε τοπικό επίπεδο, όπως αυτοδιοικητικές κινήσεις, αντιφασιστικές και αντιρατσιστικές οργανώσεις, κινήματα πόλης κ.λπ. και αυτό να συγκροτηθεί και να ριζώσει σ’ όλες τις πόλεις και τους κλάδους και να αποτελέσει τον εναλλακτικό πόλο που θα αναζωογονήσει και θα αλλάξει το συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά και που θα μπορεί να ξεπεράσει στην πράξη και να κάνει άχρηστο αυτό το γραφειοκρατικό που υπάρχει σήμερα, το οποίο κρατά τη σφραγίδα και το οποίο αποστρέφονται οι εργαζόμενοι.

Μ’ αυτόν τον τρόπο, πιστεύουμε ότι θα οικοδομείται από τα κάτω η συγκρότηση ενός ευρύτερου κοινωνικού μετώπου που θα υπερασπίζεται τα κοινωνικά αγαθά, θα εκφράζει την αλληλεγγύη του σε ό,τι αγωνίζεται και διεκδικεί, θα συγκρούεται με φασιστικές και ναζιστικές προκλήσεις, θα γενικεύει την πάλη του για την ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών και θα καταδεικνύει την ανάγκη της πάλης για τη διαγραφή του χρέους, την εθνικοποίηση των τραπεζών και τον εργατικό και κοινωνικό έλεγχό τους, το σταμάτημα των ιδιωτικοποιήσεων και της εκποίησης της δημόσιας περιουσίας, καθώς και για την επανακρατικοποίηση οργανισμών και επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, για να χρησιμοποιηθούν ως εργαλεία για την ανασυγκρότηση και τον παραγωγικό μετασχηματισμό της χώρας σε όφελος των λαϊκών κοινωνικών στρωμάτων.

Ερ.: Μπορούμε να αποτρέψουμε και να αντιστρέψουμε την επίθεση αντιμετωπίζοντας μόνο τα μερικά προβλήματα κάθε χώρου ή κλάδου, όσο σημαντικά κι αν είναι αυτά; Ή απαιτείται γενικευμένη αντιπαράθεση στις κυβερνητικές-μνημονιακές πολιτικές;

Απ.: Εκτίμησή μας είναι ότι εξακολουθεί να ισχύει και στις σημερινές συνθήκες, και με μεγαλύτερη ίσως ένταση, το γεγονός ότι η ικανοποίηση ακόμη και των «μικρών» συνδικαλιστικών αιτημάτων, πολύ περισσότερο η επαναφορά κατακτήσεων και κοινωνικών δικαιωμάτων, προσκρούει σε ένα νεοφιλελεύθερο μνημονιακό τείχος, που, αν δεν σπάσει, καμιά ουσιαστική λύση δεν μπορεί να δοθεί, αλλά ούτε και να διασφαλιστούν ακόμη και τα εναπομείναντα δικαιώματα.

Και ενώ υπάρχει αυτή η αναγκαιότητα, την ίδια στιγμή δεν υπάρχει στον ορίζοντα ορατή ρεαλιστική λύση πολιτικής διεξόδου σε αριστερή, ριζοσπαστική και προοδευτική κατεύθυνση, πράγμα που σημαίνει ότι, αν δεν αντιμετωπιστεί, θα ελλοχεύει ο κίνδυνος της απογοήτευσης και της αναμονής, θα ανατροφοδοτεί την ανάθεση και στο τέλος θα εγκλωβίζει τους εργαζόμενους σε διλήμματα «περί μικρότερου κακού» και «Τσίπρας ή Μητσοτάκης», χωρίς πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο.

Χρέος, λοιπόν, των ταξικών και αγωνιστικών δυνάμεων του συνδικαλιστικού κινήματος και της Αριστεράς είναι να συνενώσουν τους αγώνες και τις διεκδικήσεις που αναπτύσσονται σε επιμέρους χώρους δουλειάς και κλάδους για τα ιδιαίτερα προβλήματά τους, για την υπεράσπιση της εργασίας τους και την απόκρουση των ιδιωτικοποιήσεων, σε ένα ευρύτερο εργατικό και κοινωνικό μέτωπο που θα θέτει και τα γενικότερα πολιτικά αιτήματα της ανατροπής των μνημονίων και της σύγκρουσης με τις πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και την αποδέσμευσή τους απ’ αυτές.

Τέλος, είναι ανάγκη να επανεξεταστεί η τακτική που ακολούθησε όλα τα χρόνια το συνδικαλιστικό κίνημα που κύρια χαρακτηριστικά της ήταν η αμυντική και παθητική στάση και η προκήρυξη απεργιών και κινητοποιήσεων, χωρίς καμιά προετοιμασία και πολλές φορές για την τιμή των όπλων, πράγμα που όσο συνεχίζεται και σήμερα, θα αναπαράγει και θα ενισχύει το κλίμα ηττοπάθειας και απογοήτευσης.