Σύγκριση του 1ου και του 2ου Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ.

Το 1ο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ πραγματοποιήθηκε τον Ιούλιο του 2013 όταν το κόμμα κατείχε τη θέση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης μετά τις διπλές εκλογές του Μάϊου – Ιουνίου του 2012. Ο πρωθυπουργός Σαμαράς και η συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ υλοποιούσαν το Δεύτερο Μνημόνιο, που είχε ήδη ψηφιστεί τον Φεβρουάριο του 2012 και το Μεσοπρόθεσμο Σχέδιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής του Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Η κοινωνική δυσφορία απέναντι στην κυβέρνηση ήταν έντονη και κορυφώθηκε ένα μήνα πριν το συνέδριο, με το κλείσιμο της ΕΡΤ και την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ. Σε αυτό το πλαίσιο είχε ήδη ξεκινήσει η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς την εξουσία με πρώτο σταθμό τη νίκη στις Ευρωεκλογές του Μαΐου του 2014.

Οι θέσεις του συνεδρίου και το σχέδιο πολιτικής απόφασης αντανακλούσαν αφενός στην ανάγκη να παρουσιάσει το κόμμα ένα συνεκτικό πολιτικό πρόγραμμα διακυβέρνησης και αφετέρου στις εσωτερικές εντάσεις που απέρρεαν από την άρνηση της τότε πλειοψηφίας, να λάβει υπόψη την κριτική της Αριστερής Πλατφόρμας για τη διαφαινόμενη έκβαση των διαπραγματεύσεων με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ.

Η πολιτική απόφαση δε θα συμπεριλάβει τις τροπολογίες της Αριστερής Πλατφόρμας και ιδιαίτερα εκείνη που έκανε λόγο για την ανάγκη προετοιμασίας της χώρας για έξοδο από την Ευρωζώνη, αν οι δανειστές παραμείνουν σταθεροί στη θέση τους για εφαρμογή των μνημονίων και η διαπραγμάτευση (όπως και τελικά έγινε) φτάσει σε αδιέξοδο. Παράλληλα, η πρόταση του Προέδρου του κόμματος να μην ισχύσει η οριζόντια διατασική ψηφοφορία για την ανάδειξη της Κεντρικής Επιτροπής αλλά να κατατεθούν ξεχωριστά ψηφοδέλτια ( με στόχο την απομόνωση της Αριστερής Πλατφόρμας), οδηγούν τη μειοψηφία του κόμματος να απέχει από τις ψηφοφορίες για τις θέσεις και το καταστατικό.

Το 2ο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ θα λάβει χώρα σε μία διαφορετική πολιτική συγκυρία, όχι όμως και οικονομική δεδομένης της συνέχισης των μνημονιακών πολιτικών αυτή τη φορά από την κυβέρνηση που ο ΣΥΡΙΖΑ προΐσταται. Η συνθηκολόγηση του Αλέξη Τσίπρα και του επιτελείου του με τους δανειστές, μετά το ηρωικό δημοψήφισμα του Ιουλίου του 2015 και η υπογραφή του τρίτου μνημονίου, προκάλεσαν τη διάσπαση του κόμματος και μέχρι σήμερα σκορπίζουν απογοήτευση και αμηχανία στα μέλη του. Οι προσυνεδριακές διαδικασίες είναι περιορισμένες, με χαμηλή συμμετοχή και μηδενικό ενθουσιασμό. Στην πραγματικότητα το κόμμα υπολειτουργεί χωρίς να έχει τη δυνατότητα να επηρεάζει το κυβερνητικό έργο.

Η κυβέρνηση παίρνει αποφάσεις πλήρως αυτονομημένη από το κόμμα το οποίο εκτός των άλλων υπο-στελεχώνεται καθώς η πλειοψηφία του μηχανισμού έχει μετακινηθεί σε κυβερνητικά γραφεία. Ο ΣΥΡΙΖΑ, ως προς τη λειτουργία, του θυμίζει έντονα φαινόμενα αστικών κομμάτων που όταν αναλαμβάνουν την εξουσία αποκόπτονται από τη μαζική δράση στην κοινωνία και περισσότερο παίζουν ένα ρόλο διακοσμητικό παρά ουσιαστικό στον έλεγχο της κυβέρνησης. Θυμίζει έντονα την εικόνα του ΠΑΣΟΚ επί πρωθυπουργίας Σημίτη.

Εκτός όμως από την οργανωτική δυσλειτουργία, το κόμμα-ΣΥΡΙΖΑ, ολισθαίνει όπως θα δούμε στη συνέχεια, με βάση τη σύγκριση των δύο κειμένων, σε «δεξιόστροφες» πολιτικές θέσεις πλήρως εναρμονισμένες με την κυβερνητική γραμμή. Προσαρμόζεται στα νεοφιλελεύθερα ανοίγματα του Μαξίμου ενώ η όποια ανέξοδη κριτική του κειμένου θέσεων στην κυβέρνηση τελειώνει χρονικά στην περίοδο των εκλογών του Σεπτεμβρίου του 2015. Το συνέδριο μοιάζει τελικά να έχει επικοινωνιακό χαρακτήρα και μάλλον οι αποφάσεις του, όπως συνηθίζεται στα αστικά κόμματα που βρίσκονται στην κυβέρνηση, θα έχουν ξεχαστεί μέσα σε λίγες ημέρες ή εβδομάδες.

Ας δούμε τώρα συγκεκριμένα τις βασικές διαφορές στις θέσεις του 1ου και του 2ου Συνεδρίου.

Η ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΚΕΙΜΕΝΩΝ

Η πολιτική απόφαση του 1ου Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζει κενά για τη μετέπειτα στρατηγική του κόμματος, ιδιαίτερα καθώς αποφεύγει να θέσει συγκεκριμένα το ζήτημα της συζήτησης εναλλακτικού σχεδίου που θα περιείχε και τη δυνατότητα εξόδου από την Ευρωζώνη σε περίπτωση αδιεξόδου της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές. Το κενό αυτό θα αποδειχθεί με τον πιο επώδυνο τρόπο δύο χρόνια αργότερα, τον Ιούλιο του 2015, όταν η κυβέρνηση μπροστά στην αδιαλλαξία των δανειστών εμφανίζεται πλήρως ανέτοιμη να θέσει σε εφαρμογή ένα plan Β, ίσως επειδή αφελώς πίστευε το προηγούμενο διάστημα ότι οι δανειστές δε θα κάνουν πράξη τις απειλές τους, όπως στην Κύπρο το 2013, ίσως επειδή συνειδητά είχε επιλέξει να μη φτάσει μέχρι τέλους την υπόθεση της κατάργησης των μνημονίων.

Παρ΄ όλα αυτά η απόφαση του 1ου συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ στη γενική της κατεύθυνση είναι σαφώς αντι-μνημονιακή και ταξικά προσανατολισμένη υπέρ των υποτελών κοινωνικών τάξεων. Συγκριτικά δε με τους άξονες δράσης που προτείνονται στις θέσεις του συνεδρίου του 2016 εύκολα κάποιος θα μπορούσε να σχολιάσει ότι πρόκειται για πολιτικές θέσεις δυο διαφορετικών κομμάτων που δεν τοποθετούνται στο ίδιο σημείο του ιδεολογικού άξονα.

Η απουσία οποιασδήποτε ριζοσπαστικής πολιτικής και η πλήρης ιδεολογικο-πολιτική ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ στις νέο-μνημονιακές πολιτικές του Μαξίμου γίνεται ορατή ιδιαίτερα στις «26 προγραμματικές τομές που προτείνει και διεκδικεί ο ΣΥΡΙΖΑ», οι οποίες περιέχονται στο τελευταίο μέρος των θέσεων της Κεντρικής Επιτροπής προς το 2ο συνέδριο. Πριν τις δούμε αναλυτικά σε συνδυασμό με τις «προγραμματικές θέσεις» της πολιτικής απόφασης του 1ου Συνεδρίου αξίζει να σημειώσουμε κάποια πράγματα πιο γενικά.

Το κείμενο των θέσεων του δευτέρου συνεδρίου χωρίζεται σε 4 ενότητες, θολές σε αρκετά σημεία ως προς το περιεχόμενο τους, ασύνδετες νοηματικά και συχνά αντιφατικές. Έτσι, διαβάζουμε στο 4οσημείο της 1ης ενότητας ότι «...επίσης προκύπτει ότι ο στόχος ανατροπής της κυβέρνησης παραμένει ενεργός από τη μεριά των νεοφιλελεύθερων δυνάμεων εντός και εκτός της χώρας» ενώ στην 4η ενότητα του κειμένου ότι «Σταθερή επιδίωξη των αντιπάλων μας, μέσα στην Ελλάδα και έξω από αυτήν είναι είτε να ανατραπεί η κυβέρνηση είτε να προσαρμοστεί ο ΣΥΡΙΖΑ στο αστικό πλαίσιο, να γίνει ένα κόμμα σαν τα άλλα(…)Αυτή η προσπάθεια(να προσαρμοστεί ο ΣΥΡΙΖΑ στο αστικό πλαίσιο) θα συνεχιστεί με διαφορετικούς τρόπους κάθε φορά και το πρόγραμμα του κόμματος χρειάζεται να δίνει κάθε φορά στα μέλη, στις οργανώσεις μας, αλλά και στην ηγεσία του κόμματος τα αναγκαία εφόδια για να την αντιπαλέψουν». Η διαφορετική προσέγγιση των μάλλον δύο διαφορετικών συντακτών στο αν το «αστικό σύστημα» εν τέλει επιδιώκει την ανατροπή ή την ενσωμάτωση του ΣΥΡΙΖΑ συνιστά ένα σαφές δείγμα της αδυναμίας του κόμματος να ερμηνεύσει, έστω και με δικούς του όρους, την πολιτική πραγματικότητα.

Όμως, το μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζεται σε σχέση με τις ιδεολογικές και πολιτικές μετατοπίσεις που ανιχνεύονται στο κείμενο των θέσεων για το συνέδριο του Οκτωβρίου συγκριτικά με την πολιτική απόφαση του 2013. Έτσι, ενώ το 1ο συνέδριο δεσμεύεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κυβερνητικό κόμμα, θα καταργήσει και ακυρώσει τα μνημόνια και τους εφαρμοστικούς νόμους, τρία χρόνια μετά, οι θέσεις του 2ου συνεδρίου αναγνωρίζουν ότι « Οι προγραμματικές του δυνατότητες (του ΣΥΡΙΖΑ), ως κόμματος που ηγείται της κυβέρνησης υπόκεινται σε περιορισμούς. Οι περιορισμοί αυτοί είναι, πρώτον, το διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον, που καθορίζεται από την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού με ισχυρούς ελεγκτικούς μηχανισμούς, παρόλες τις ρωγμές που διαφαίνονται, και δεύτερον, οι όροι της συμφωνίας (σ.σ. 3ο Μνημόνιο) και το καθεστώς επιτροπείας από τους δανειστές.»

Την ίδια στιγμή ολόκληρο το κείμενο ενώ από τη μία μεριά προσπαθεί να «χρυσώσει το χάπι» επισημαίνοντας ότι το πραγματικό πρόγραμμα του κόμματος δεν είναι η υπηρέτηση του μνημονίου, από την άλλη αποφεύγει συνειδητά να προβάλλει αντιρρήσεις στην κυβερνητική γραμμή(παντελής απουσία κριτικής στη σημερινή κυβερνητική πολιτική).Παράλληλα, οριοθετεί πολιτικές προτεραιότητες που εντάσσονται πλήρως στο πλαίσιο της μνημονιακής συμφωνίας ή που διαφοροποιούνται σχετικώς σε ζητήματα που δεν αμφισβητούν τον πυρήνα της μνημονιακής εξάρτησης.

Διαβάζουμε ότι «Πρώτο μέλημα αυτού του προγράμματος, στις σημερινές συνθήκες, είναι η αναστροφή της υφεσιακής πορείας της ελληνικής οικονομίας με όσο το δυνατόν υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης και μείωσης της ανεργίας. Σε αυτή την κατεύθυνση συμβάλλει ο αναπτυξιακός νόμος, που για πρώτη φορά, εξαρτά την ενίσχυση των επιχειρηματικών σχεδίων από την αποτελεσματικότητά τους και δίνει έμφαση στο χωρικό σχεδιασμό, στην επιλογή προνομιακών κλάδων με ειδικά πλεονεκτήματα, στην ενίσχυση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και στην κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία. Επίσης, ενθαρρυντικό στοιχείο είναι ο καλός σχεδιασμός του ΕΣΠΑ 2014-2020 και η καταπολέμηση, σε αυτόν το σχεδιασμό, των φαινομένων διαφθοράς, πελατειακών σχέσεων και κακοδιαχείρισης που επέδειξαν οι κυβερνήσεις του παλαιού καθεστώτος.»

Αντίστοιχες υποχωρήσεις από το 1ο συνέδριο σε θέματα που άπτονται του μνημονίου και της διαπραγμάτευσης παρατηρούμε σε σχέση με το χρέος και το τραπεζικό σύστημα.

Η παράγραφος 13.2 της πολιτικής απόφασης του 2013 τονίζει χαρακτηριστικά : «Αποτρέπουμε τη μετατροπή της χώρας μας σε αποικία χρέους(…)θέτοντας ως πρώτο θέμα τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους, πραγματοποιώντας λογιστικό έλεγχο» ενώ η παράγραφος 13.8 «Θέτουμε το τραπεζικό σύστημα υπό την ιδιοκτησία και τον έλεγχο του δημοσίου…». Τα ζητήματα αυτά είτε ανατρέπονται στο φετινό κείμενο( αντί για διαγραφή τονίζεται ότι «η συμφωνία θέτει για πρώτη φορά σαφές και δεσμευτικό χρονοδιάγραμμα για την έναρξη συζητήσεων σχετικά με την αναδιάρθρωση και του όρους αποπληρωμής του δημόσιου χρέους..») είτε νοηματοδοτούνται διαφορετικά. Στο σημείο 14 των «προγραμματικών τομών» του 2ου συνεδρίου η δημόσια ιδιοκτησία του τραπεζικού συστήματος εξαφανίζεται και ο δημόσιος έλεγχος παραμένει…προγραμματικός στόχος «παρότι σήμερα έχει απολεσθεί η δυνατότητα να αναλάβει το Δημόσιο άμεσα των έλεγχο των τραπεζών.»

Η ευθυγράμμιση του κειμένου θέσεων του 2ου Συνεδρίου με τις μνημονιακές επιλογές της κυβέρνησης κορυφώνεται στο ζήτημα των ιδιωτικοποιήσεων και του ξεπουλήματος του δημοσίου πλούτου που εύσχημα παρουσιάζεται ως «αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας». Ο συντάκτης αποφεύγει τη χρήση του όρου «ιδιωτικοποιήσεις» και προσπαθεί να παρουσιάσει το θέμα όσο πιο θολά και γενικά μπορεί. Αναφέρει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «στηρίζει την συγκέντρωση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου κάτω από μία ενιαία στέγη( πιθανόν να εννοεί το Υπερταμείο), τη διαχείριση τους ως σύνολο με σκοπό την καλύτερη αξιοποίηση τους…» ενώ στη συνέχεια τονίζει ότι «από την αξιοποίηση της δημόσιας ακίνητης περιουσίας, κατοχυρώνουμε εξαιρέσεις για παραλίες, αρχαιολογικούς χώρους και γενικά ακίνητα εκτός εμπορικής συναλλαγής(μάλλον θα εννοεί την Ακρόπολη)».

Υπ’ αυτή την οπτική το κείμενο αποδέχεται τις ιδιωτικοποιήσεις των υποδομών της χώρας (περιφερειακά αεροδρόμια, λιμάνια, σιδηρόδρομος, ενέργεια, πρώην αεροδρόμιο Ελληνικού κλπ.) και τίθεται σε πλήρη αντιπαράθεση με την σχετική παράγραφο 13.9 του 1ου συνεδρίου που δεσμεύεται πως ο ΣΥΡΙΖΑ «Ακυρώνει τις προβλεπόμενες ιδιωτικοποιήσεις και τη λεηλασία του δημόσιου πλούτου, επαναφέρει υπό δημόσιο έλεγχο και ταυτόχρονα ανασυγκροτεί πλήρως τις επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας που έχουν ιδιωτικοποιηθεί ή βρίσκονται σε διαδικασία ιδιωτικοποίησης, ώστε να διαμορφώσουμε έναν ισχυρό, παραγωγικό, αποτελεσματικό και ανοιχτό σε συνεργασίες, δημόσιο τομέα νέου τύπου.»

Η σοσιαλδημοκρατική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ και η προσχώρηση του στα κόμματα του αστικού μπλοκ αποτυπώνεται εντυπωσιακά στην εγκατάλειψη των θέσεων για φορολόγηση του εγχώριου μεγάλου κεφαλαίoυ. Το σύνθημα που το κόμμα πορεύτηκε όλα τα προηγούμενα χρόνια, «Να πληρώσουν οι πλούσιοι», εξαφανίζεται και είναι πραγματικά εκκωφαντική η σιωπή του κειμένου των θέσεων του 2ουσυνεδρίου. Στις 26 προγραμματικές τομές που προτείνουν οι θέσεις δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στη φορολόγηση του πλούτου ενώ σε όλο το κομμάτι που ακολουθεί τον απολογισμό της προηγούμενης περιόδου συναντάμε μία μόνο γενικόλογη πρόταση ότι « για να είναι βιώσιμη η ανάπτυξη χρειάζεται να συνδέεται(…)με αναδιανομή μέσω της φορολογίας και των κοινωνικών δαπανών».

Αντίθετα, η πολιτική απόφαση του 1ου συνεδρίου προέβλεπε πως «Τα δημόσια έσοδα θα προέλθουν από τη φορολόγηση του πλούτου, των καθαρών κερδών, των υψηλών εισοδημάτων, της μεγάλης ακίνητης και εκκλησιαστικής περιουσίας, από την ακύρωση των προνομίων της ολιγαρχίας και των πολυεθνικών επιχειρήσεων και από την ανάσχεση της ύφεσης της οικονομίας».

Αισθητή είναι επίσης στις θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής για το συνέδριο του Οκτωβρίου η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς σε κοινωνικές διεκδικήσεις που ο ΣΥΡΙΖΑ πρωτοστάτησε κατά την περίοδο του πρώτου συνεδρίου και μέχρι το 2015. Κοινωνικές διεκδικήσεις που παραμένουν επίκαιρες και σήμερα που η κυβέρνηση αρνείται να τις κάνει πράξη όπως οι κινητοποιήσεις ενάντια στα διόδια, στην καταβολή του ΕΝΦΙΑ και στο σταμάτημα της εξόρυξης χρυσού στις Σκουριές. Αιτήματα που το κόμμα θέτει στην προμετωπίδα των διεκδικήσεων του το 2013.

Ακόμη και για το ζήτημα των υπερχρεωμένων νοικοκυριών και της προστασίας της πρώτης κατοικίας η διαφορά με τον τρόπο που τίθεται στις συνεδριακές αποφάσεις του 1ου συνεδρίου και στις θέσεις του 2ουμαρτυρά την πολιτική μετατόπιση. Από συγκεκριμένη δέσμευση μετατρέπεται σε κεντρικό στόχο. Από το«Δεσμευόμαστε ότι δεν θα επιτρέψουμε καμία κατάσχεση πρώτης κατοικίας λόγω χρέους» καταλήγουμε στο(προτείνεται ως μέτρο) «Η αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων με οικονομικά βιώσιμο και κοινωνικά δίκαιο τρόπο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά και επιχειρήσεις, με κεντρικό στόχο την προστασία της πρώτης κατοικίας και τη διαφύλαξη των θέσεων εργασίας». Επιπλέον, παραμερίζεται η προηγούμενη δέσμευση πως «δεν θα υπάρχει κανείς πολίτης χωρίς το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα για την επιβίωσή του».

Μία ακόμη παράλειψη που αφορά σε κεντρικές προεκλογικές δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ που καταγράφονταν στο 1ο Συνέδριο είναι η επαναπρόσληψη των δημοσίων υπαλλήλων που είχαν απολυθεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις εξαιτίας των μνημονιακών δεσμεύσεων. Πιο συγκεκριμένα, περιγράφονταν πως «Δεν θα αναγνωρίσουμε τις συνταγματικές και παράνομες ενέργειες της κυβέρνησης(Σαμαρά) που οδήγησαν το τελευταίο διάστημα σε διαθεσιμότητα χιλιάδες δημοσίων υπαλλήλων και σε κατάργηση σημαντικών υπηρεσιών του Δημόσιου τομέα. Στη δική μας προσέγγιση του δημοσίου ως μοχλού ανασυγκρότησης της χώρας όλοι οι εργαζόμενοι που απολύθηκαν έχουν ρόλο και θα επαναπροσληφθούν».

Διαφοροποιήσεις υπάρχουν και σε άλλες όψεις της πολιτικής σφαίρας όπως η διαχείριση των δημόσιων έργων και η τοπική αυτοδιοίκηση. Ειδικότερα, στην απόφαση του 1ου συνεδρίου επισημαίνονταν ότι ο «ΣΥΡΙΖΑ θα επαναδιαπραγματευτεί τις συμβάσεις και θα διεκδικήσει από τους παραχωρησιούχους τις χρηματικές οφειλές τους προς το δημόσιο και θα δημιουργήσει δημόσιο φορέα με κοινωνικό έλεγχο για τη συνέχιση των έργων επέκτασης, βελτίωσης και συντήρησης των οδικών δικτύων». Αντίστοιχη θέση δεν υφίσταται στις θέσεις του 2ου Συνεδρίου ενώ η δέσμευση γιααντικατάσταση του «Καλλικράτη» μετατρέπεται σε μια αόριστη υπόσχεση επανασχεδιασμού του θεσμικού πλαισίου της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης, χωρίς όμως να γίνεται κάποια νύξη για κατάργησή του.

Όσον αφορά τον τουρισμό η αρχική θέση για «επανάκτηση των αναπτυξιακών εργαλείων υπό δημόσιο έλεγχο» παραμερίζεται και μαζί της η προσπάθεια για απεξάρτηση του ελληνικού τουριστικού προϊόντος από τους μεγάλους tour operators.

Την ίδια στιγμή είναι σημαντική η μετατόπιση του κόμματος, μεταξύ των δύο συνεδρίων, σε ότι αφορά την φροντιστηριακή και την ιδιωτική εκπαίδευση. Αν και αποτελούσε βασική του θέση ότι «η φροντιστηριακή και ιδιωτική εκπαίδευση αποτελούν παθογένεια, η οποία θα εξαλειφθεί μέσω της αναβάθμισης και ουσιαστικοποίησης της δημόσιας» εν τούτοις σήμερα περιορίζεται να πει ότι οι οικογενειακές δαπάνες πρέπει να μειωθούν, με την απόκτηση των αναγκαίων γνώσεων που η πολιτεία πρέπει να παρέχει στα δημόσια σχολεία και ότι θα πρέπει να καταργηθούν η μαύρη εργασία και οι αναιτιολόγητες απολύσεις στα φροντιστήρια.

Στον τομέα της υγείας οι θέσεις του 1ου συνεδρίου για δωρεάν φάρμακα στους χρονίως πάσχοντες και για κάθε ασθενή που ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας αφήνονται και πάλι στη σφαίρα της γενικότητας με τη θέσπιση μιας «βιώσιμης φαρμακευτικής πολιτικής προς όφελος των ασθενών».

Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε την ακύρωση μιας πραγματικά ριζοσπαστικής απόφασης του 1ουσυνεδρίου που στόχευε, ως μέρος της ευρύτερης αναδιανομής του πλούτου, στην αναδιανομή της αγροτικής γης (δημόσιας, εκκλησιαστικής, μεγάλης ιδιωτικής) προς όφελος των φτωχών αγροτών. Σε περίοδο βέβαια πλήρους συμμόρφωσης με τις μνημονιακές υποδείξεις είναι σχεδόν αυτονόητη η μη συμπερίληψή της στις θέσεις για το συνέδριο του 2016.

Τα παραπάνω αποτελούν μερικές μόνο όψεις της οικονομικής και κοινωνικής πραγματικότητας την οποία πλέον ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ αντιλαμβάνεται πολύ διαφορετικά σε σχέση με τον αντιπολιτευτικό του 2013. Δεν έχουμε καν προσθέσει ιδεολογικές υποχωρήσεις σε κοινωνικά ζητήματα όπως πχ οδιαχωρισμός εκκλησίας και κράτους ή η φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Και είναι πράγματι ενδιαφέρον ότι ο εναπομείναν ΣΥΡΙΖΑ δε θεωρεί ότι αποτελούν αιτήματα άξια να τα καταθέσει στις προγραμματικές του θέσεις.

Ας δούμε τώρα κάποιες αλλαγές που παρατηρούνται μεταξύ των δύο συνεδρίων σε θέματα που υπερβαίνουν την εσωτερική πολιτική και πρώτα απ’ όλα το προσφυγικό-μεταναστευτικό. Αν και η μορφή των προσφυγικών ροών έχει αλλάξει τα τελευταία δύο χρόνια κυρίως λόγω του πολέμου της Συρίας και η απόλυτη σύγκριση με τις συνθήκες του 2013 δεν είναι ορθή εν τούτοις έχει σημασία να ειπωθεί ότι ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ πηγαίνει ένα βήμα πίσω καθώς έχει πάψει, όπως φαίνεται από το κείμενο θέσεων, να επιδιώκει την κατάργηση της Συμφωνίας του Δουβλίνου και των αναθεωρήσεών του. Να σημειώσουμε ότι εκτός των άλλων η συμφωνία υποχρεώνει τις χιλιάδες των προσφύγων να παραμένουν εγκλωβισμένοι, παρά τη θέλησή τους, στην Ελλάδα.

Ο κυβερνητισμός του ΣΥΡΙΖΑ και η ιδεολογική του μετατόπιση έχουν συνέπειες και στις θέσεις του για τις διεθνείς σχέσεις και την εξωτερική πολιτική. Η διαπίστωση αυτή προκύπτει καταρχάς από την νέα προσέγγιση του κόμματος στις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και ιδιαίτερα στο Παλαιστινιακό. Έτσι, αν και στο 1ο Συνέδριο τονίζεται κατηγορηματικά ότι «η αποτροπή της στρατιωτικής συνεργασίας με το Ισραήλ»συνιστά έναν από τους άξονες της εξωτερικής πολιτικής της χώρας φτάνουμε στον Οκτώβρη του 2016 όπου η θέση αυτή προσαρμόζεται στα…νέα δεδομένα. «Η σταθερή αλληλέγγυα στάση μας απέναντι στο λαό της Παλαιστίνης και τους αγώνες του δεν εμποδίζεται ούτε αναιρείται από την ανάπτυξη των διμερών σχέσεων Ελλάδας-Ισραήλ στη βάση του αμοιβαίου οφέλους και μακριά από εμπλοκή σε κάθε είδους πολεμικά σενάρια»!

Ένα άλλο σημείο που απαλείφεται από το πρώτο συνέδριο και καταδεικνύει την ιδεολογικο-πολιτική μετακίνηση του κόμματος είναι η σχέση της χώρας με το ΝΑΤΟ. Το 1Ο συνέδριο εντάσσει την«απεμπλοκή της Ελλάδας» από την Ατλαντική Συμμαχία στους άξονες της εξωτερικής πολιτικής. Το δεύτερο θεωρεί απλώς ότι «η ελληνική εξωτερική πολιτική δεν πρέπει να εναρμονίζεται με τα κελεύσματα και τις επιθυμίες των ΗΠΑ και των ισχυρότερων κρατών-μελών της Ε.Ε, αλλά να αξιοποιεί την ιστορική και γεωπολιτική θέση της χώρας μας με τρόπο που αντιστοιχεί στις μεγάλες ανακατατάξεις της εποχή μας».

Τέλος, παραλείπεται τελείως οποιαδήποτε αναφορά στη διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών στην Ελλάδα από το Β΄ΠΠ. Το αίτημα ήταν σαφώς διατυπωμένο στην παράγραφο 13.26 της πολιτικής απόφασης του πρώτου συνεδρίου : «Ο ΣΥΡΙΖΑ θα συνεχίζει να απαιτεί από τη Γερμανία τις πολεμικές κατοχικές αποζημιώσεις, το κατοχικό δάνειο και την επιστροφή των αρχαιολογικών θησαυρών, ως ελάχιστο χρέος τιμής προς τους χιλιάδες αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, που συνέβαλαν με βαρύ φόρο αίματος, στην πρώτη γραμμή του αντιφασιστικού αγώνα, στην απελευθέρωση της χώρας μας και ολόκληρης της Ευρώπης».

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Είναι αλήθεια,από την άλλη μεριά, ότι το 1ο και το 2ο συνέδριο έχουν και ομοιότητες, η βασική εκ των οποίων είναι η ανάλυση για το ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα δύο κείμενα θέσεων ασκούν κριτική στις πολιτικές που εφαρμόζονται από την Έ.Ε καταθέτοντας παράλληλα προτάσεις για τη διαφορετική λειτουργία της. Έτσι, και στις δύο περιπτώσεις η Ένωση αντιμετωπίζεται ως ένα σύστημα, ένας υπερεθνικός οργανισμός, που μπορεί να μεταρρυθμιστεί και ακόμη περισσότερο να «επαναθεμελιωθεί».

Η «επαναθεμελίωση» της παρουσιάζεται ως μια διαδικασία που θα προκύψει ως αποτέλεσμα της αλλαγής των πολιτικών συσχετισμών στην ήπειρο. Στη λογική αυτή εντάσσονται οι προτάσεις για αλλαγή της ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική) ή για διεύρυνση της δημοκρατίας στους θεσμούς της.

Και στις δύο περιπτώσεις ωστόσο δε γίνεται αντιληπτό ότι από το 1957 και την ίδρυση της ΕΟΚ μέχρι σήμερα η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι δομημένη έτσι, ώστε να υπηρετεί τα συμφέροντα των αστών και μάλιστα έχει αποκτήσει μια αυτονομημένη σχετικά γραφειοκρατία που παραμένει θεματοφύλακας των συνθηκών της.

Ουδέποτε μεταρρυθμίστηκε προς όφελος των συμφερόντων της εργατικής τάξης. Η αλλαγή των συσχετισμών στην Ευρώπη ή σε χώρες της Ευρώπης μπορεί να θέσει τα θεμέλια μιας άλλης Ευρωπαϊκής ενοποίησης με κατεύθυνση το σοσιαλισμό, όχι όμως να μεταρρυθμίσει κάτι ο πυρήνας των πολιτικών του οποίου έχει φτιαχτεί για να μη μεταρρυθμίζεται.

Παρ΄ όλα αυτά υπάρχει μια σοβαρή διαφορά μεταξύ των δύο κειμένων θέσεων. Το πρώτο δε θα μπορούσε να εφαρμοστεί στο πλαίσιο της συμμετοχής της χώρας στην Ε.Ε καθώς οι ριζοσπαστικές προτάσεις που περιείχε είτε για την κατάργηση των μνημονίων είτε για την ανασυγκρότηση της χώρας θα παραβίαζαν άμεσα θεμελιώδεις αρχές του «Ευρωπαϊκού κεκτημένου». Η εφαρμογή του στην πραγματικότητα απαιτούσε την υπέρβαση της σχέσης Ελλάδα-Ευρωζώνη- Ε.Ε

Το δεύτερο και κυρίως το κομμάτι των προγραμματικών τομών καθώς είναι ευθυγραμμισμένο με τα μνημόνια και τις απαιτήσεις των δανειστών έχει σοβαρές πιθανότητες ,στα περισσότερά του σημεία, να γίνει αποδεκτό.

Κλείνοντας πρέπει να σημειώσουμε πως σε μία φυσιολογική διαδικασία ενός συνεδρίου κάποιου πολιτικού κόμματος θα ήταν άδικο να συγκρίνουμε δύο κείμενα που το ένα αποτελεί την πολιτική απόφαση ενός συνεδρίου ενώ το άλλο τις προτάσεις της Κεντρικής Επιτροπής προς το συνέδριο. Είναι ωστόσο εμφανές τόσο από το πνεύμα του κειμένου θέσεων, που στοιχίζεται πίσω απ’ τις κυβερνητικές επιλογές όσο και από την έλλειψη οργανωμένης αντίδρασης από τα εναπομείναντα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ ότι οι κεντρικές θέσεις του κειμένου θα μείνουν αναλλοίωτες.

Έτσι, η ιδεολογικο-πολιτική μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να κρατηθεί με κάθε τρόπο στην εξουσία, θα συνεχιστεί. Ήδη, η νέα στρατηγική επιτάσσει σύγκλιση με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης, τα υπολείμματα της ΔΗΜΑΡ ενώ σύντομα μπορεί να ξεκινήσει και ο διάλογος με το ΠΑΣΟΚ παρότι το brand name του έχει φορτιστεί αρνητικά.

Μπροστά στη νέα αυτή κατάσταση οι δυνάμεις της αντιμνημονιακής Αριστεράς χρειάζεται να βρουν το βηματισμό τους και να ξεκινήσουν τις διαδικασίες για μια κοινή και νικηφόρα πορεία. Η ΛΑΕ μπορεί να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλη τη διαδικασία ανασύνθεσης. Οι εργαζόμενοι και η νεολαία δεν έχουν να περιμένουν τίποτα πια από ένα κόμμα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, που από τη Ριζοσπαστική Αριστερά κατέληξε στη μνημονιακή Σοσιαλδημοκρατία. Στο χέρι μας είναι να τους κερδίσουμε.

Ετικέτες