Τα εκλογικά αποτελέσματα ήταν αρνητικά για την Αριστερά σε όλες τις εκδοχές της.
Για άλλη μια φορά αποδεικνύεται ότι όταν μέσα στις πλατιές εργατικές και λαϊκές μάζες δεν πνέει ο άνεμος της ελπίδας αλλά διαδίδεται η αίσθηση της ήττας, αυτό έχει αρνητικές συνέπειες για όλα τα ρεύματα και τις απόψεις που –έστω σε τελευταία ανάλυση– στηρίζονται στην κινητοποίηση και στη διαθεσιμότητα ενός ευρύτερου κόσμου.
Στην εικόνα οφείλουμε να ξεχωρίσουμε την πορεία του ΚΚΕ. Διαθέτοντας μακράν μεγαλύτερη οργανωτική δύναμη από κάθε υποψήφιο «ανταγωνιστή», διαθέτοντας επίσης συσσωρευμένη πείρα σχετικά με τα διλλήματα της μαζικής πολιτικής, έχει τη δυνατότητα μιας κατά πολύ μεγαλύτερης σταθερότητας. Έτσι, για παράδειγμα, όταν το ΚΚΕ κατέκτησε στις περασμένες δημοτικές εκλογές το Δήμο της Πάτρας, είχε τη δυνατότητα να σταθεροποιήσει αυτή την «κατάκτηση», με τη νέα καθαρή νίκη του Πελετίδη σε αντίθεση με διάφορους ποικίλης προελεύσεως «αστέρες» που έπεσαν τόσο γρήγορα όσο ταχύτατα ανέβηκαν (κλασσικό παράδειγμα η κάποτε θεωρούμενη ως «πανίσχυση» Ρένα Δούρου στην Αττική).
Όμως σε εθνικό επίπεδο, τα αποτελέσματα του ΚΚΕ στις ευρωεκλογές (5,35% και 302.000 ψήφοι) εμφανίζουν μείωση σε σχέση με τις ευρωεκλογές του 2014 (6,11% και 350.000 ψήφοι) και στασιμότητα σε σχέση με τις εθνικές εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015 (5,55% και 301.000 ψήφοι). Μόνο που στο μεταξύ προηγήθηκε η κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, που «απελευθέρωσε» πάνω από 600.000 ψηφοφόρους που συγκροτούσαν μια μεγάλη «δεξαμενή» από την οποία το ΚΚΕ αποδείχθηκε μη ικανό να αντλήσει δύναμη. Το συμπέρασμα γίνεται σαφέστερο αν συνυπολογιστεί η μείωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και η κατάρρευση της ΛΑΕ.
Πολύ περισσότερο, αν συνυπολογιστεί ότι κατά την προεκλογική περίοδο ένας μεγάλος αριθμός αγωνιστών/στριών με προέλευσε από άλλους χώρους της Αριστεράς έκανε την επιλογή να ενταχθεί στα ψηφοδέλτια του ΚΚΕ (ο Θ. Παφίλης έκανε λόγο για 2.000 «νεοεισερχόμενους» πανελλαδικά). Αυτή η οργανωτική ενίσχυση –κυρίως σε περιφερειακά και δημοτικά ψηφοδέλτια– δεν απέτρεψε μια ακόμα μεγαλύτερη μείωση της επιρροής των σχημάτων της «Λαϊκής Συσπείρωσης» από αυτήν που κατέγραψε το ΚΚΕ ως κόμμα στις ευρωεκλογές.
Τα στοιχεία δείχνουν ευθέως το πολιτικό πρόβλημα: σε όλη την περίοδο της πολιτικής κρίσης (από το Δεκέμβρη του 2008 και κυρίως από τις μεγάλες αντιμνημονιακές κινητοποιήσεις του 2011-13 και μετά) το ΚΚΕ απέφυγε να πάρει πολιτικές πρωτοβουλίες μεγάλης κλίμακας, απέφυγε να βάλει την οργανωτική του δύναμη στην υπηρεσία του κόσμου διεκδικώντας εδώ και τώρα κάποια μεγάλη εργατική ή λαϊκή νίκη. Η συστηματική απόρριψη εκ μέρους του κάθε τακτικής που περιλαμβάνει την ενότητα στη δράση, λαθεμένα χαρακτηρίζεται ως «σεχταρισμός»: είναι παθητικότητα, είναι παραπομπή των αλλαγών και των αναγκαίων ανατροπών σε ένα απώτερο μέλλον «ωρίμανσης» (πώς άραγε θα επέλθει αυτή;) μιας κάποιας «λαϊκής εξουσίας». Στο μεταξύ το κόμμα οφείλει «να διατηρεί τις δυνάμεις του» και να αναπαράγει μια κάποια κοινοβουλευτική δύναμη. Αυτός ο ιδιότυπος κοινοβουλευτικός δρόμος, με «βήμα σαλιγκαριού», είναι προφανώς σε αναντιστοιχία με τη θυελλώδη περίοδο που ζήσαμε και που περιλάμβανε ανατροπές κυβερνήσεων, μαζικές πολιτικές μετατοπίσεις του κόσμου, διαλύσεις κομμάτων κ.ο.κ. Η πολιτική γραμμή και η γενική τακτική του ΚΚΕ δεν «επικοινωνεί» με αυτό το γενικό χαρακτηριστικό της περιόδου και γι’ αυτό το ΚΚΕ θα συνεχίζει να μετράει «χαμένες ευκαιρίες».
Το ότι αυτή τη φορά το αποτέλεσμα ήταν μια «χαμένη ευκαιρία» είναι τόσο φανερό που δημιουργεί απορίες και αναζητήσεις. Η συζήτηση που έχει αρχίσει στο εσωτερικό του ΚΚΕ σχετικά με την ιστορία του κόμματος και του κινήματος (με τις «αναθεωρήσεις» της ΚΕ σχετικά με τα αίτια της ήττας στη δεκαετία του ’40) θα φτάσει κάποτε, αναπόφευκτα, και στα ζητήματα της σημερινής στρατηγικής και της πολιτικής του ΚΚΕ.
Η «έκπληξη» των ευρωεκλογών ήταν το ΜΕΡΑ25 του Γ. Βαρουφάκη, με το 2,99% και τις 169.286 ψήφους, που φανερά άντλησε από την απογοήτευση προς το ΣΥΡΙΖΑ και από την ανικανότητα της ΛΑΕ. Το κέρδισε προβάλλοντας ένα μετριοπαθές κεϊνσιανό πρόγραμμα μεταρρυθμιστικής «αλλαγής» στην Ελλάδα και στην Ευρώπη (φανερά πίσω από τις πολιτικές ανάγκες για ρήξεις εδώ και στην ΕΕ) και μια πιο ριζοσπαστική υποστήριξη των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Ο Γ. Βαρουφάκης, παρά τις δημαγωγικές υποσχέσεις περί «άμεσης δημοκρατίας» των μελών, δηλώνει ότι «συνομιλεί μόνο με πρόσωπα, μόνο στη βάση του δικού του προγράμματος». Παρουσιάζει σταδιακά το μοντέλο του αρχηγού, συστατικό στοιχείο του ρεύματος του «αριστερού λαϊκισμού» όπως αναπτύχθηκε αρχικά στη Λατινική Αμερική και πέρασε στην Ευρώπη με τα «πρότυπα» του Ιγκλέσιας στους Ποδέμος ή του Μελανσόν στην Ανυπότακτη Γαλλία.
Ο Βαρουφάκης απέδειξε ότι ήταν εφικτή μια πολιτική «εκτίναξη» με την προσήλωσή του στο ακροατήριο που απελευθερωνόταν από την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ. Δηλώνοντας σήμερα «έτοιμος να συνεργαστεί τόσο με τον ΣΥΡΙΖΑ, όσο και με τη ΝΔ» (!) προειδοποιεί ότι μπορεί να αποδειχθεί «διάττοντας αστέρας» όπως πχ ο Σταύρος Θεοδωράκης.
Η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωσταντοπούλου πήρε 1,61% και 90.900 ψήφους, αντλώντας επίσης από τη φθορά του ΣΥΡΙΖΑ και την κρίση της ΛΑΕ. Εδώ τα μηνύματα του «αριστερού λαϊκισμού» είναι πιο σκληρά. Το μήνυμα της Ζ. Κωσταντοπούλου, κεντράρει: «Ούτε αριστερά – oύτε δεξιά, μόνο μπροστά!». Ταυτόχρονα η έννοια του αρχηγού είναι πιο απόλυτη: Αυτή ενσαρκώνει και εκφράζει την «κίνηση του λαού», πέρα από όργανα, οργανώσεις, μέλη, συλλογικές αποφάσεις και άλλα συναφή παλιομοδίτικα, που η Πλεύση δεν διαθέτει και δεν επιθυμεί να διαθέτει.
Το πρόβλημα και με τα δύο εγχειρήματα –πέρα από τα προγραμματικά κενά και τις πολιτικές ασάφειες– είναι ότι εντάσσουν την προοπτική τους στο ρεύμα του «αριστερού λαϊκισμού», την ώρα που αυτό αποδεικνύεται ακατάλληλο, τουλάχιστον για τις ευρωπαϊκές συνθήκες: με την κρίση του Ιγκλέσιας στους Ποδέμος, αλλά κυρίως με το ξεκίνημα της δημόσιας συζήτησης στη Γαλλία μετά τη σχετική εκλογική αποτυχία του Μελανσόν, όπου διατυπώνονται οι ανάγκες για αντίσταση στην «υπέρβαση» της Αριστεράς, για επιστροφή στη συνολικοποιημένη πολιτική και στις οργανωτικές αρχές της συγκροτημένης συλλογικότητας.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συγκέντρωσε στις ευρωεκλογές 0,64% και 36.327 ψήφους. Εδώ η μείωση, ακόμα και σε σύγκριση με τις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015 (0,85% και 46.096 ψήφοι) είναι, κατά τη γνώμη μου, το μικρότερο πρόβλημα. Γιατί σε αυτές τις εκλογές η ΑΝΤΑΡΣΥΑ εμφάνισε δημόσια πρόβλημα συνοχής, με τα διαφορετικά «κατεβάσματα» σε βασικούς Δήμους και τις διαφορετικές γραμμές σχετικά με τον 2ο γύρο, που έφεραν στην επιφάνεια τις διαφορές για την αντιμετώπιση της συγκυρίας. Το πρόβλημα αυτό σε ένα «μέτωπο» της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς με περιορισμένες δυνάμεις και ακόμα πιο περιορισμένη οργανωτική συνοχή, μπορεί να εξελιχθεί σε ταυτοτικό. Ήθη και έθιμα που αναδείχθηκαν, όπως η «επιθετική» αφίσα της νεολαίας του ΝΑΡ ή η μετεκλογική ανακοίνωση που περίπου πανηγύριζε το αποτέλεσμα «μιζάροντας» στην καταστροφή της ΛΑΕ είναι βήματα ιδιαίτερα αρνητικά.
Σε ό,τι μας αφορά, επιμείναμε σε όλη την προηγούμενη περίοδο στην άποψη ότι μια πολιτική/εκλογική συμμαχία της ριζοσπαστικής Αριστεράς ήταν εφικτή και απαραίτητη, με «κορμό» τις δυνάμεις της ΛΑΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Πιστεύαμε και πιστεύουμε ότι ένα τέτοιο «βήμα» θα είχε ευεργετικές συνέπειες –πολιτικά και επί του αποτελέσματος– για όλους τους «μετωπικούς» σχηματισμούς, ενώ δε θα είχε επιτρέψει την ανάπτυξη των «κενών» που πάνω τους βασίστηκαν η Πλεύση και το ΜΕΡΑ25. Η προοπτική αυτή τορπιλίστηκε από τα δεξιά λάθη της ηγεσίας της ΛΑΕ και από τη σεχταριστική επιμονή τμήματος της ηγεσίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Αυτή η συζήτηση είναι «καταδικασμένη» να ανοίξει ξανά. Δυστυχώς σε χειρότερους όρους. Γιατί στις εκλογές που προηγήθηκαν καταγράφηκε πολιτική ήττα και υποχώρηση για όλες τις εκδοχές της Αριστεράς.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά