Το shorterminism, όπως το αποκαλούν οι αγγλοσάξονες, δεν είναι τίποτα άλλο από την ένταση των μηχανισμών εκμετάλλευσης. Ο χρηματικός καπιταλισμός και οι θεσμοί του αγωνιούν για το μέλλον τους, αλλά δεν υποχωρούν από τις απαιτήσεις τους.
Στην ελληνική οικονομία λειτουργούν δύο μηχανισμοί λιτότητας. Ο ένας χρησιμοποιεί τον κρατικό προϋπολογισμό με την απαίτηση για διαρκή πλεονάσματα και ο άλλος είναι το τραπεζικό σύστημα υπό την εποπτεία του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ECB). Εδώ θα ασχοληθούμε με το δεύτερο μηχανισμό, μιας και στη λειτουργία του αποτυπώνεται ευκρινώς και η σφοδρότητα της πολιτικής αναδιανομής υπέρ του κεφαλαίου και η λειτουργία εκκαθάρισης των λιγότερο αξιοποιημένων κεφαλαίων.
Το διεθνές χρηματοοικονομικό περιβάλλον καθορίζεται από την απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας της Αμερικής (FED) να αντιστρέψει τη πολιτική «ποσοτικής χαλάρωσης» και να καταστήσει το χρήμα, εκφραζόμενο σε δολάρια, ακριβότερο. Στο ευρωπαϊκό επίπεδο, εκτός της νέας νομισματικής πολιτικής της FED υπάρχει, από 1/1/2016, και η νέα οδηγία του bail in στον τραπεζικό τομέα. Και οι δύο αυτοί παράγοντες μαζί καθιστούν τον τραπεζικό κλάδο, στην Ελλάδα και στην Ευρώπη, έναν επενδυτικό τομέα όπου οι τιμές του χαρακτηρίζονται από εξαιρετική μεταβλητότητα (μέχρι τώρα μεγάλη μεταβλητότητα είχαν τα επενδυτικά προϊόντα σε πρώτες ύλες, ενέργεια, εταιρικά ομόλογα και νομίσματα. Τώρα προστίθενται και οι μετοχές των τραπεζών). Το χαρακτηριστικό αυτό έχει μεγάλη σημασία στη συζήτηση που γίνεται για το αν θα ξεσπάσει η επόμενη κρίση του χρηματιστικού καπιταλισμού, για το πού θα εκδηλωθεί αυτή, πότε ακριβώς και πόσο σφοδρή θα είναι. Η έντονη μεταβλητότητα των τιμών είναι η βασική αιτία μιας ξαφνικής κρίσης, ίσως περισσότερο ακόμα και από το γεγονός ότι οι τιμές των μετοχών των ευρωπαϊκών τραπεζών έχουν χάσει το 30 - 40% της αξίας που είχαν στην αρχή του χρόνου και στην Ελλάδα το 60 - 70%. Οι επενδυτές -κεφαλαιοκράτες, κάτοχοι χρήματος- γίνονται εξαιρετικά επιφυλακτικοί για κινδύνους και ανυπόμονοι για αποδόσεις.
Μέσα στο παραπάνω δυσμενές πλαίσιο, το ελληνικό τραπεζικό σύστημα βρίσκεται «πλευρισμένο» από δύο σκληρές οικονομικές αναγκαιότητες:
1. Υπάρχει μεγάλη ανάγκη για υψηλή βραχυπρόθεσμη και μεσοπρόθεσμη κερδοφορία.
Μόνο με την υψηλή κερδοφορία των πιστωτικών ιδρυμάτων εξασφαλίζεται η σταθερότητά τους, με τους όρους της τελευταίας ανακεφαλαίωσης. Όμως επειδή η κερδοφορία δεν θα προκύψει από την αύξηση των πωλήσεων νέων προϊόντων και δανείων (δηλαδή το τραπεζικό σύστημα δεν προβλέπεται να προβεί σε μια πιστωτική επέκταση κατά τα επόμενα χρόνια), αυτή θα πρέπει να προέλθει αναγκαστικά από άλλες πηγές. H πρώτη πηγή κερδοφορίας είναι σίγουρα η διαχείριση των «κόκκινων» δανείων. Η δεύτερη πηγή κερδοφορίας είναι η μείωση του κόστους χρηματοδότησης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) με τη σταδιακή μείωση του ELA και την αποδοχή ομολόγων του Δημοσίου ως ενέχυρων για την άντληση ρευστότητας από την ΕΚΤ. Η τρίτη πηγή κερδοφορίας είναι η μείωση των προβλέψεων για επισφάλειες (το 2016 οι προβλέψεις θα μειωθούν κατά 70%) και, τέλος, η τέταρτη πηγή κερδοφορίας είναι η περικοπή του λειτουργικού κόστους με τη μείωση καταστημάτων και προσωπικού (πάνω από 5.000 εργαζόμενοι θα αναγκαστούν να χάσουν τη δουλειά τους) αλλά και την υποχώρηση από τις επενδύσεις τους στα Βαλκάνια.
Όλες οι πηγές κερδοφορίας ακολουθούν τη λογική της αναδίπλωσης του τραπεζικού τομέα και της συγκέντρωσης της αγοράς. Ο τραπεζικός κλάδος βρίσκεται στη φάση της εντατικής εκμετάλλευσης των συρρικνούμενων προοπτικών του. Αυτό σημαίνει, βέβαια, την αντίστοιχη ένταση των λογικών εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης: μειώσεις μισθών, απολύσεις και μεταβίβαση της απομόχλευσής τους στην «πλάτη» των ισολογισμών των δανειοληπτών. Ο SSM είναι ανοικτά υπέρ των πλειστηριασμών, ως μηχανισμών παραδειγματικής τιμωρίας και πειθάρχησης. Όμως, καμία πηγή κερδοφορίας δεν θα αποδώσει πέρα από τα επόμενα 5 χρόνια, υπό τις καλύτερες προϋποθέσεις. Και οι προϋποθέσεις δεν είναι καθόλου καλές.
2. Η ΕΚΤ πιέζει για άμεση τιτλοποίηση δανείων και πώλησή τους σε distress funds.
Τα κόκκινα δάνεια ανέρχονται σε 100 δισ. € περίπου. Από αυτά οι τράπεζες υπολογίζεται ότι μπορούν να εισπράξουν τα 20 δισ. €, τα επόμενα 5 χρόνια, υπό τις καλύτερες προϋποθέσεις όπως είπαμε. Η κατάσταση της συνολικής οικονομίας και αυτή του ιδιωτικού, μη χρηματιστικού επιχειρηματικού τομέα δεν επιτρέπουν περισσότερη αισιοδοξία. Άρα γεννάται το ερώτημα τι θα γίνει με τα υπόλοιπα 80 δισ. Οι όροι της τελευταίας ανακεφαλαίωσης επιβάλλουν την τιτλοποίηση και πώληση των «κόκκινων» δανείων. Θα πρέπει να ξέρουμε ότι η πώληση δανείου ισοδυναμεί με «κούρεμα» δανείου, μόνο που ο δανειολήπτης δεν έχει κανένα όφελος. Για την τράπεζα δηλαδή είναι σαν να αποδέχεται μια μεγάλη διαγραφή απαιτήσεων που είναι καταγεγραμμένες στον ισολογισμό της. Όχι χωρίς συνέπειες βέβαια. Αν τα distress funds αγοράσουν με μεγάλη έκπτωση τα «κόκκινα» δάνεια, τότε ίσως χρειαστεί επιπρόσθετη ανακεφαλαίωση για το πιστωτικό ίδρυμα που θα τα πουλήσει όσο-όσο για να ξεφορτωθεί το χρέος. Αν μια τράπεζα έχει κάνει προβλέψεις για το 50% των «κόκκινων» δανείων που διαθέτει στους ισολογισμούς της και πουλήσει αυτά τα δάνεια σε μια τιμή με έκπτωση 80%, τότε στα 100 € θα εισπράξει 20 € και θα έχει κάνει προβλέψεις των 50 €, όποτε αναζητούνται τα υπόλοιπα 30 €. Η υπόθεση «πώληση κόκκινων δανείων» δεν είναι καθόλου εύκολη στην υλοποίηση της και ενέχει τρομακτικούς κινδύνους. Αν οι τράπεζες χρειαστούν νέα ανακεφαλαίωση στο κοντινό μέλλον, αυτή δεν θα μπορεί να γίνει με τις υπάρχουσες συνθήκες του χρηματιστηρίου και των τραπεζικών μετοχών. Και αμέσως μετά υπάρχει το bail in.
Είναι γεγονός πως η ολοκληρωτική ιδιωτικοποίηση των τραπεζών, με την τελευταία ανακεφαλαίωση, καθώς και η λογική της ευρωπαϊκής τραπεζικής ενοποίησης, αντί να εξασφαλίζουν, αποσταθεροποιούν το εγχώριο πιστωτικό σύστημα. Η στρατηγική της αστικής τάξης και των θεσμών οργάνωσης των συμφερόντων της είναι πολιτική υψηλού ρίσκου. Χωρίς δισταγμό, θέτει σε κίνδυνο τις βασικές λειτουργίες της χρηματικής κοινωνίας, που είναι ο καπιταλισμός, για την εξασφάλιση της αναπαραγωγής της ίδιας και των θεσμών της. Ακόμα και αν πιστεύει ότι μια νέα κρίση είναι αναπόφευκτη, επιχειρεί όχι τόσο να την αποτρέψει όσο να βρεθεί σε σχέση ισχύος την επόμενη μέρα της καταστροφής.
Το τραπεζικό σύστημα είναι «ζόμπι» όχι γιατί είναι σαθρό, αλλά γιατί «τρώει» από το «λίπος» της οικονομίας. Η εθνικοποίησή του δεν θα ήταν μια νομική φόρμουλα αλλαγής ιδιοκτησίας, ούτε ένα απλό σταθεροποιητικό μέσο, αλλά μια άλλη στρατηγική για τον επανέλεγχο της οικονομίας στη βάση των συμφερόντων των εργαζόμενων τάξεων.