Το νέο αθλητικό νομοσχέδιο που κατέθεσε στη βουλή ο Σ. Κοντονής, εξαιτίας της διάταξης που ουσιαστικά καταργεί το "αυτοδιοίκητο" του ελληνικού ποδοσφαίρου, προκάλεσε έντονη αντιπαράθεση ανάμεσα στον υφυπουργό Αθλητισμού από τη μια και τους παράγοντες του ελληνικού (ΕΠΟ, Σούπερ Λιγκ) και του διεθνούς ποδοσφαίρου (FIFA, UEFA) από την άλλη. Λίγη συζήτηση όμως, έχει γίνει αναφορικά με τα μέτρα αντιμετώπισης της βίας στα γήπεδα, που επίσης εμπεριέχονται στο επίμαχο σχέδιο νόμου. Δυστυχώς, πολλά από αυτά τα μέτρα (ηλεκτρονική εποπτεία και ηλεκτρονικό ονομαστικό εισιτήριο, περιορισμούς στη δραστηριότητα των συνδέσμων φιλάθλων κλπ.) κινούνται στην περίφημη "Θατσερική"-κατασταλτική λογική αντιμετώπισης του προβλήματος. Παραθέτουμε παρακάτω, ένα σχετικό άρθρο της Αναστασίας Τσουκαλά, που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό UNFOLLOW 39 (τεύχος Μαρτίου), με τίτλο «Υπέρ της βίας στα γήπεδα».
Υπάρχει οπαδική βία στην Ελλάδα; Η απάντηση δεν είναι προφανής. Διότι, ακόμα και αν υποθέσουμε ότι μέρος των επεισοδίων στα γήπεδα προκαλείται από όντως ένθερμους φιλάθλους ή, έστω, από πολιτικοποιημένους οπαδούς, είναι αδύνατον να υπολογίσουμε με στοιχειώδη ακρίβεια το ποσοστό που αντιπροσωπεύουν τα επεισόδια αυτά στις σχετικές ετήσιες στατιστικές. Θεωρείται οπαδική βία η δράση των συχνά χειραγωγούμενων από τις διοικήσεις ορισμένων ΠΑΕ οπαδικών συνδέσμων; Θεωρείται οπαδική βία αυτή που ασκείται, ή απειλείται να ασκηθεί, ως μέσο πίεσης προς την εκάστοτε κυβέρνηση προκειμένου να ρυθμιστούν μεγάλες οικονομικές εκκρεμότητες προς όφελος ορισμένων ΠΑΕ; Θεωρείται οπαδική βία αυτή που συντελείται σε αμιγώς πολιτικά πεδία, όπως συνέβη στην Αθήνα στις 12 Φλεβάρη 2012, με τη συμμετοχή στα επεισόδια οργανωμένων οπαδών του Ολυμπιακού, του Παναθηναϊκού και του Πανιώνιου;
Εάν λοιπόν η ελληνική εκδοχή της οπαδικής βίας έχει χαλαρή σχέση με τις αντίστοιχες εκδηλώσεις βίας στην υπόλοιπη Ευρώπη, νοείται αποτελεσματική αντιμετώπιση ενός φαινομένου όταν παραγνωρίζεται η φύση του; Τι πιθανότητες επιτυχίας μπορεί να έχουν τα αστυνομικής έμπνευσης μέτρα καταπολέμησης της οπαδικής βίας που εξήγγειλε ο υφυπουργός Αθλητισμού, κ. Κοντονής, όταν αυτά βασίζονται σε μια διεθνή εμπειρία η οποία σχεδιάστηκε για να εφαρμοστεί σε θεμελιωδώς διαφορετικές καταστάσεις; Και, πέραν αυτού, ποιος έχει ποτέ αξιολογήσει θετικά αυτά τα διεθνώς εφαρμοσμένα μέτρα ως προς την αποτελεσματικότητά τους στην τήρηση της δημόσιας τάξης και τον αντίκτυπό τους στα δικαιώματα και τις ελευθερίες των οπαδών;
Αντίθετα από ό,τι ισχυρίζονται οι αρμόδιοι φορείς, μέτρα όπως το ηλεκτρονικό εισιτήριο και οι κάμερες επιτήρησης όχι μόνο δεν υπήρξαν ποτέ αποτελεσματικά αλλά επιδείνωσαν το πρόβλημα που καλούνταν να επιλύσουν. Οπουδήποτε εφαρμόστηκε στην Ευρώπη, η ενίσχυση της επιτήρησης εντός των γηπέδων προκάλεσε, εντελώς λογικά, τη μετατόπιση των επεισοδίων εκτός γηπέδων και τον χρονικό αποσυσχετισμό τους από την αθλητική συνάντηση. Με όρους επιχειρησιακούς, αυτό σημαίνει ότι ένα αρχικά ελεγχόμενο πρόβλημα, στο βαθμό που ήταν περιορισμένο στο χώρο και τον χρόνο, μετατρέπεται σε εν δυνάμει ανεξέλεγκτη κατάσταση δεδομένου ότι τα επεισόδια μπορούν πλέον να συμβούν οπουδήποτε, οποτεδήποτε, και με οποιαδήποτε μορφή – πράγμα που, με τη σειρά του, καθιστά ιδιαίτερα δυσχερή και δαπανηρή την ουσιαστική προστασία της δημόσιας τάξης και ασφάλειας. Με όρους πολιτικούς, αυτό σημαίνει ότι η ορατή εξάπλωση της βίας στον αστικό χώρο θέτει σε αμφισβήτηση την ικανότητα της εκάστοτε κυβέρνησης να ειρηνεύει τον δημόσιο χώρο – πράγμα που, με τη σειρά του, την καθιστά όμηρο μιας οιονεί έγκυρης αστυνομικής τεχνογνωσίας που, στην πραγματικότητα, την εμπλέκει σε ένα φαύλο κύκλο κλιμακούμενης καταστολής: η εξαπλωνόμενη οπαδική βία αντιμετωπίζεται με νέα αστυνομικά μέτρα, τα οποία, επειδή ακριβώς στοχεύουν στα συμπτώματα και όχι στις γενεσιουργές αιτίες του φαινομένου, πυροδοτούν νομοτελειακά νέες μορφές οπαδικής βίας, που νομιμοποιούν την υιοθέτηση νέων αστυνομικών μέτρων, κοκ.
Η ενίσχυση της επιτήρησης εντός των γηπέδων ενέχει επίσης πολλαπλούς κινδύνους νομικής υφής. Στο βαθμό που απευθύνεται σε όλους τους φιλάθλους, εδραιώνει τον γενικευμένο έλεγχο μιας πολυπληθούς κατηγορίας ατόμων με μόνο κριτήριο την οπαδική τους ταυτότητα. Καθώς η εφαρμογή της συνεπάγεται την επέκταση της επιτήρησης και στους «εν δυνάμει ταραχοποιούς», καθιστά εφικτή την επιβολή μιας σειράς εξωδικαστικών κυρώσεων και περιοριστικών της ελευθερίας μέτρων σε άτομα που δεν έχουν διαπράξει κανένα αδίκημα αλλά, βάσει της αποκλίνουσας συμπεριφοράς τους, θεωρούνται από τις διωκτικές αρχές ως εν δυνάμει επικίνδυνα. Χιλιάδες οπαδοί ανά την Ευρώπη υφίστανται κατ’ αυτό τον τρόπο συχνά αυθαίρετες επιβολές εξωδικαστικών μακροχρόνιων απαγορεύσεων εισόδου σε γήπεδα που, σε συνδυασμό με διάφορους άλλους περιοριστικούς όρους, θίγουν αισθητά την ελευθερία κίνησής τους τόσο εντός της χώρας τους όσο και στο εξωτερικό. Διότι, δεδομένης της υποχρέωσης των κρατών μελών της ΕΕ να κοινοποιούν τα σχετικά αστυνομικά αρχεία στις αρχές του κράτους που διοργανώνει μια διεθνή αθλητική εκδήλωση, οι οπαδοί αυτοί παγιδεύονται σε ένα αέναα εκτεινόμενο δίκτυο διεθνούς επιτήρησης με άμεση συνέπεια την απαγόρευση εξόδου από τη χώρα τους, ή την απαγόρευση εισόδου σε μια δεδομένη χώρα, κατά τη διάρκεια μιας διεθνούς αθλητικής εκδήλωσης ακόμα και χρόνια μετά τη λήξη της αρχικής εξωδικαστικής απαγόρευσης εισόδου στα γήπεδα.
Πόσο σκόπιμη είναι η λήψη αυτών των ατελέσφορων και ελευθεροκτόνων μέτρων σε ένα χρόνια νοσηρό αθλητικό περιβάλλον όπου, κρίνοντας από το παρελθόν, ακόμα και η εξαγγελθείσα αντικειμενική ευθύνη των ΠΑΕ για επεισόδια των οπαδών τους δεν αρκεί για να εξασφαλίσει την ειρήνευση των γηπέδων; Ελλείψει ουσιαστικών στρατηγικών αντιμετώπισης της οπαδικής βίας, καλύτερα τα εξαγγελθέντα μέτρα να παραμείνουν στο επίπεδο της συμβολικής πολιτικής και να μην εφαρμοστούν ποτέ, όπως έχει εξάλλου συμβεί στο παρελθόν. Εφόσον η Πολιτεία δεν είναι σε θέση να βελτιώσει την κατάσταση, ας αποφύγει τουλάχιστον να την επιδεινώσει. Είναι προτιμότερη η εν δυνάμει ελεγχόμενη οπαδική βία εντός των γηπέδων από την ανεξέλεγκτη εξάπλωσή της εκτός γηπέδων και την εκτεταμένη επιτήρηση όλων των φιλάθλων.
* Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Εγκληματολογίας, Πανεπιστήμιο Paris 11.