Για την εργατική τάξη και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα η κοινωνική συνδικαλιστική δραστηριότητα και η πολιτική παρέμβαση, στάθηκαν και συνεχίζουν να είναι τα μέσα για την αλλαγή των όρων της ζωής τους και την κοινωνική τους χειραφέτηση.
Μ’ αυτή την έννοια αντιμετωπίστηκαν στην μέχρι σήμερα πορεία του κομμουνιστικού, σοσιαλιστικού εργατικού κινήματος, επέφεραν σημαντικά αποτελέσματα, διεύρυναν τους διανοητικούς ορίζοντες των αλλοτριωμένων τάξεων, ανίχνευσαν ένα μέλλον της κοινωνικής απελευθέρωσης. Εντούτοις στη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, άρχισε σταδιακά να αναδεικνύεται μια ορισμένη αφερεγγυότητα των μορφών συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων και μια σαφής τους δυσπιστία προς τους αριστερούς και προοδευτικούς πολιτικούς σχηματισμούς. Το φαινόμενο βέβαια αυτό δεν χαρακτήρισε τις κυρίαρχες τάξεις (αστική και ανώτερη μικροαστική), για τις οποίες η πολιτική παρέμβαση και οι κοινωνικές οργανώσεις διατήρησαν την αξιοπιστία και τη φερεγγυότητά τους. Έτσι π.χ. ο Σύνδεσμος Ελληνικών Βιομηχανιών, καθώς και οι υπόλοιπες οργανώσεις των κυρίαρχων στρωμάτων, καθώς και η Νέα Δημοκρατία, συνεχίζουν να διατηρούν την ισχύ και το κύρος τους, μια και τα αστικά και ανώτερα μικροαστικά στρώματα έχουν πλήρη συνείδηση των ταξικών εκμεταλλευτικών συμφερόντων τους, και της ανάγκης σθεναρής τους προάσπισης.
Ο μεταρρυθμισμός διαψεύδει τις ιστορικές λαϊκές προσδοκίες
Ωστόσο το αντίστροφο συνέβη στην τελευταία εικοσιπενταετία, με την απαρχή επικράτησης του νεοφιλελευθερισμού, όπου η σταδιακή αφερεγγυότητα των θεσμικών συνδικαλιστικών οργάνων έγινε καταφανής, και ταυτόχρονα η αξιοπιστία των αριστερών και σοσιαλιστικών πολιτικών εκπροσωπήσεων κατέστη πλέον ολοφάνερη. Φυσικά σ’ αυτή την περίπτωση έχουμε να κάνουμε με την εμπειρία των κοινωνικών εκπροσωπήσεων της σοσιαλδημοκρατίας και του πολιτικού της φορέα, του ΠΑΣΟΚ, καθώς και εντελώς πρόσφατα με την εκπροσώπηση των λαϊκών τάξεων από τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι δύο αυτές ιστορικές διαδρομές οδήγησαν την αξιοπιστία και φερεγγυότητα της συλλογικής κοινωνικής δράσης και της πολιτικής παρέμβασης στο ναδίρ, στα μάτια και στις πρακτικές των υποτελών τάξεων. Το αποτέλεσμα είναι οι μισθωτοί εργαζόμενοι, οι άνεργοι, οι συνταξιούχοι, τα αυτοαπασχολούμενα μικροαστικά στρώματα, οι δυνάμεις της νεολαίας, να στερούνται των αναγκαίων «εργαλείων» κοινωνικής τους άμυνας και προοπτικής απελευθέρωσής τους, πράγμα που έχει σχεδόν τραγικές συνέπειες για την πορεία των πραγμάτων.
Στο πολιτικό επίπεδο η απαξίωση επήλθε ως αποτέλεσμα της διάψευσης των λαϊκών προσδοκιών είτε για την πραγματοποίηση σοσιαλδημοκρατικών μεταρρυθμιστικών αλλαγών στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ, είτε με την ολοσχερή ακύρωση των μέτρων αναχαίτισης των μνημονιακών πολιτικών της τελευταίας πενταετίας (2010 – 15) στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ. Και στις δύο αυτές ιστορικές περιπτώσεις οι προσανατολισμοί για την ικανοποίηση βασικών λαϊκών αναγκών, εντός πάντοτε των πλαισίων αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, προσέκρουσαν στις ανάγκες της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στην πρώτη περίπτωση, και στις απαιτήσεις μετατροπής της μισθωτής εργασίας σε «φθηνό, πειθήνιο, ευέλικτο» εργατικό δυναμικό προκειμένου η επιχειρηματική εργοδοσία να ξεπεράσει την κρίση υπερσυσσώρευσης που την μάστιζε. Επρόκειτο δηλαδή σε κάθε περίπτωση για απόπειρες εκπροσώπησης των λαϊκών τάξεων και στοιχειωδών αναδιανεμητικών πολιτικών (σε συνδυασμό πάντοτε με αστικούς εκσυγχρονισμούς που εκκρεμούσαν όπως η αναγνώριση της εθνικής αντίστασης προηγούμενα ή οι διαγωνισμοί για τις τηλεοπτικές άδειες σήμερα), εφόσον όμως αυτές γίνονταν αποδεκτές από της ανάγκες και τις υπαγορεύσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Στο βαθμό όμως που ο ελληνικός καπιταλισμός, όπως και στο διεθνές επίπεδο η παγκόσμια οικονομία, μπήκε σε κρίση υπερσυσσώρευσης, στα μέσα της δεκαετίας του 1980 με ηπιότερο τρόπο και στο τέλος της δεκαετίας του 2000 με εντονότερη μορφή, οι ανάγκες της αστικής οικονομικής ανάπτυξης έθεσαν τέρμα στα μεταρρυθμιστικά εγχειρήματα του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, παρόλο βέβαια που ήταν πολιτικοί φορείς ισχυρών και πλειοψηφικών εργατικών εκπροσωπήσεων. Μ’ άλλες λέξεις και τα δύο αυτά ιστορικά μεταρρυθμιστικά εγχειρήματα (αλλαγής και αντιμνημονιακό) οδηγήθηκαν στην χρεοκοπία γιατί ακριβώς παραχώρησαν την προτεραιότητα στις ανάγκες της καπιταλιστικής συσσώρευσης, σε συνδυασμό με τις υπαγορεύσεις των πολιτικών και νομισματικών ευρωπαϊκών ολοκληρώσεων, και έτσι αστόχησαν όχι μόνον τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής και σχέσεις εξουσίας να αμφισβητήσουν (που τον τοποθετούσαν στο απυρόβλητο), αλλά και να ακυρώσουν κάθε ίχνος μεταρρυθμιστικού τους χαρακτήρα, οδηγούμενα σ’ ό,τι έχει αποκληθεί «σοσιαλνεοφιλελευθερισμός».
Έτσι, ένα πρώτο συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι σε μια περίοδο παρατεταμένης καπιταλιστικής κρίσης δεν είναι δυνατό να προωθηθούν ακόμη και ελάχιστες μεταρρυθμιστικές παρεμβάσεις λαϊκού χαρακτήρα, εφόσον ταυτόχρονα δεν αμφισβητείται η ίδια η λειτουργία των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, των σχέσεων εκμετάλλευσης και ιεραρχικής εξουσίας. Όσο εσφαλμένο είναι να επικεντρώνεται κανείς στην συγκυρία στην άμεση επιδίωξη της «αντικαπιταλιστικής επανάστασης», ή να τοποθετεί την κατάκτηση της «λαϊκής εξουσίας» στο ιστορικό υπερπέραν, άλλο τόσο ανεδαφική είναι η επιδίωξη πραγματοποίησης λαϊκού χαρακτήρα μεταρρυθμίσεων που να μην συνδέονται οργανικά με την στρατηγική του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού, με όρους ιστορικής του επικαιρότητας. Δηλαδή η πολιτική της ελληνικής Αριστεράς στην μεταπολιτευτική της διαδρομή είτε αντιμετώπιζε τον λαϊκό μεταρρυθμισμό υπό την αίρεση των απαιτήσεων της καπιταλιστικής ανάπτυξης και των ευρωπαϊκών οικονομικών ρυθμίσεων (ΠΑΣΟΚ προηγούμενα και ΣΥΡΙΖΑ πρόσφατα) ,είτε παρέκαμπτε αυτή την άμεση αναγκαιότητα και μετατοπίζονταν ευθέως στο στρατηγικό πεδίο, χωρίς την διαμεσολάβηση μιας ενδιάμεσης μεταβατικής ριζοσπαστικής λογικής (ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Στη μία περίπτωση η χρεοκοπία αυτής της πολιτικής μεταρρυθμισμού εντός του αστικού πλαισίου οδήγησε στη διάψευση των λαϊκών προσδοκιών και στην αποστοίχιση από αυτούς τους σχηματισμούς, ενώ στην άλλη περίπτωση κατέληγε σε μια δομικού χαρακτήρα περιθωριοποίηση, απόμακρη από την δυναμική κίνησης των κοινωνικών πραγμάτων. Αυτά τα χαρακτηριστικά στοιχειοθετούν το φαινόμενο της «απαξίωσης της πολιτικής» από την πλευρά των λαϊκών τάξεων και την αποστασιοποίησή τους και από τις δύο εκδοχές της μεταρρυθμιστικής και παραδοσιακής κομμουνιστικής πολιτικής.
Εργοδοτικός συνδικαλισμός, περιχαράκωση και ανεργία
Παράλληλα μ’ αυτή την διάψευση των πολιτικών – κοινοβουλευτικών λαϊκών προσδοκιών, η αφερεγγυότητα ήρθε να αναδειχθεί σε κύριο χαρακτηριστικό και ενός σημαντικού μέρους του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, που στην τελευταία 40ετία υπήρξε με δύο κύριες μορφές, του εργοστασιακού και του κλαδικού συνδικαλισμού. Στην περίπτωση των επιχειρησιακών σωματείων που αναδείχθηκαν στα πλαίσια του μεταπολιτευτικού εργατικού ριζοσπαστισμού και που πολλαπλασιάστηκαν μετά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην διακυβέρνηση το 1981 κυρίαρχη κατεύθυνση στάθηκε ο εργατικός μεταρρυθμισμός που συνδέθηκε πολιτικά και οργανικά με την ελληνική σοσιαλδημοκρατία (ιδιωτικές επιχειρήσεις και δημόσιες κοινωφελείς υπηρεσίες). Η μονεταριστική στροφή του ΠΑΣΟΚ από τα μέσα της 10ετίας του 1980 οδήγησε στην προσωρινή αυτονόμηση του μεγαλύτερου μέρους των συνδικαλιστικών του εκπροσωπήσεων και σε μια ισχυρή άνοδο του αντι-νεοφιλελεύθερου κινήματος που άρχισε να αναπτύσσεται. Ωστόσο η επάνοδος αυτών των δυνάμεων (ΣΣΕΚ, Μέτωπο Εργαζομένων) στην κυβερνητική σοσιαλδημοκρατία ήταν η αρχή του τέλους του ταξικού επιχειρησιακού συνδικαλισμού.
Από εκεί και πέρα, και ιδιαίτερα στην 10ετία του 1990, η σταδιακή μετάλλαξη της σοσιαλδημοκρατίας από τον ήπιο μονεταρισμό στον απροσχημάτιστο νεοφιλελευθερισμό (1993 – 2010), συμπαρέσυρε και αυτές τις ισχυρές συνδικαλιστικές δυνάμεις σε μια διαδικασία παραφθοράς, εφόσον ήταν πλέον αναγκασμένες να ακολουθούν το δρόμο του «κοινωνικού εταιρισμού» και τα δόγματα του εκσυγχρονισμού της οκταετίας 1996 – 2004. Αυτό το γεγονός οδήγησε στην σταδιακή μετάλλαξη του ίδιου του χαρακτήρα πολλών επιχειρησιακών σωματείων τα οποία είτε περιέπεσαν στην αδρανοποίηση είτε ακολούθησαν το δρόμο του εργοδοτικού συνδικαλισμού. Μάλιστα αυτό το φαινόμενο, με την βαθμιαία μείωση της συνδικαλιστικής πυκνότητας στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, κατέληξε να χαρακτηρίζει κατ’ εξοχήν τα εργατικά σωματεία και ομοσπονδίες των ΔΕΚΟ, που κυριαρχούσαν και στα Εργατικά Κέντρα της χώρας. Το αποτέλεσμα ήταν μια πλήρης αποσύνθεση του συνδικαλιστικού φαινομένου, και η ανάδειξη μιας αφερεγγυότητας άνευ προηγουμένου, όπως στην τελευταία περίοδο η συμπαράταξη αυτών των δυνάμεων με τα μνημόνια, με το «Μένουμε Ευρώπη» και γενικά με το επιχειρηματικό κεφάλαιο.
Από την άλλη πλευρά, η παραδοσιακή κομμουνιστική Αριστερά είχε έντονη παρουσία στον κλαδικό συνδικαλισμό, θεωρώντας ότι τα επιχειρησιακά σωματεία ήταν ενδεχόμενα επιρρεπή στην ενσωμάτωση στην εργοδοτική εξουσία στις επιχειρήσεις. Αυτό το γεγονός στέρησε από τις κομμουνιστικές δυνάμεις μια ισχυρή παρέμβαση στο επίπεδο της άμεσης παραγωγής, ενώ συνέτεινε στην απόκτηση σχεδόν «κομματικών» χαρακτηριστικών των κλαδικών σωματείων. Βέβαια η επικράτηση του ανοιχτού συνδικαλισμού της ενσωμάτωσης και της ταξικής συνεργασίας στους περισσότερους θεσμούς του εργατικού κινήματος, οδήγησε αυτές τις δυνάμεις στη δημιουργία του ΠΑΜΕ εδώ και μια 15ετία. Εντούτοις, ενώ επιδιώχθηκε η αποτύπωση ενός σαφούς ταξικού στίγματος, οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ περιχαρακώθηκαν με μια πολιτική απομονωτισμού, που διατηρείται μέχρι σήμερα, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται η διεύρυνση σε ευρύτερα εργατικά στρώματα, όσο και η μετωπική συμπαράταξη με άλλες ριζοσπαστικές εργατικές δυνάμεις. Δυστυχώς και σ’ αυτή την περίπτωση αναδείχθηκαν χαρακτηριστικά απωθητικά για την συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων, στο μέτρο που το συνδικάτο γινόταν «ιμάντας μεταβίβασης» της κομματικής γραμμής.
Σ’ αυτά τα δύο χαρακτηριστικά του εργατικού συνδικαλισμού (εργοδοτική ενσωμάτωση και κομματική περιχαράκωση), ήρθε να προστεθεί στην τελευταία εξαετία, μετά την εκδήλωση της μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης, η εκτίναξη της ανεργίας σε πρωτοφανέρωτα επίπεδα, που έδωσε και την χαριστική βολή στις εργατικές κοινωνικές συλλογικότητες. Η λειτουργία ενός τόσο μεγάλου εφεδρικού στρατού των ανέργων ασκεί ολοκληρωτικά παραλυτική επίδραση στην ενεργό εργατική τάξη και την αποτρέπει, παρά τους όρους οικονομικής εξαθλίωσής της, από την συνδικαλιστική συσπείρωση και την ταξική δραστηριοποίηση. Άλλωστε η συνδικαλιστική πυκνότητα στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας (σε αντίθεση με τον δημόσιο τομέα όπου ισχύει η μονιμότητα της απασχόλησης) είναι αντιστρόφως ανάλογη του επιπέδου της ανεργίας. Ήταν υψηλή στην 10ετία του 1980, όταν η ανεργία βρίσκονταν στα επίπεδα της «ανεργίας τριβής» του 3% - 4%, ενώ σήμερα είναι απελπιστικά χαμηλή εφόσον η ανεργία πλήττει τουλάχιστον το 26% του συνολικού εργατικού δυναμικού, πέραν προφανώς και της αδήλωτης εργασίας, που καθιστά τα πράγματα ακόμη δυσχερέστερα.
Οι νέες προκλήσεις της καινούριας εποχής
Μ’ αυτά τα ιστορικά δεδομένα της αναξιοπιστίας της μεταρρυθμιστικής πολιτικής και της απαξίωσης του εργατικού συνδικαλισμού, οι λαϊκές τάξεις εμφανίζονται σήμερα χωρίς αποτελεσματικά εργαλεία προάσπισης των στοιχειωδών τους κοινωνικών συμφερόντων, και πολύ περισσότερο επιδίωξης της γενικευμένης τους χειραφέτησης και καθολικής απελευθέρωσης. Το μεν ελληνικό κοινοβούλιο κυριαρχείται ασφυκτικά από τις αστικές μνημονιακές δυνάμεις, το δε εργατικό κίνημα στην καπιταλιστική οικονομία εμφανίζεται ανίσχυρο να αντιδράσει αποτελεσματικά στα αλλεπάλληλα κύματα των μνημονιακών μέτρων. Κι’ αυτά παρόλο που η επαναστατική λαϊκή ριζοσπαστική πολιτική και το ταξικό αγωνιστικό εργατικό κίνημα είναι αναγκαία όσο ποτέ άλλοτε μπροστά στον ατελεύτητο κοινωνικό όλεθρο που βιώνουν οι λαϊκές τάξεις στη σύγχρονη συγκυρία.
Η πολυετής πολιτική της λιτότητας, των περικοπών και της καταστροφής ζωντανών παραγωγικών δυνάμεων έχουν κατορθώσει βέβαια να εξουδετερώσουν το μεγαλύτερο μέρος της μισθωτής εργασίας, δηλαδή των ανέργων (αδρανοποίηση) και των εργαζομένων στην καπιταλιστική παραγωγή (εργοδοτικός δεσποτισμός). Έτσι, στη σημερινή συγκυρία της ολομέτωπης, για πολλοστή φορά μέσα σε μια εξαετία, επίθεσης στα ασφαλιστικά δικαιώματα και της άνευ προηγουμένου μείωσης των συντάξεων, οι αντιδράσεις της εργατικής τάξης βρίσκονται ακόμη σε χαμηλά επίπεδα, εξ αιτίας της παραλυτικής δράσης της ανεργίας. Εντούτοις στον δημόσιο τομέα της οικονομίας (μονιμότητα απασχόλησης) καταγράφεται πλέον μια ορισμένη ανάταξη του κινήματος, που μπορεί να μην έχει ακόμη καθολικά χαρακτηριστικά, εντούτοις όμως κινητοποιεί ένα σημαντικό δυναμικό του δημοσιοϋπαλληλικού κόσμου.
Βεβαίως η πολιτική διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ έθεσε σήμερα στο στόχαστρο (πέραν της μισθωτής εργασίας) και το ασφαλιστικό και φορολογικό σύστημα που αφορά τα μεσαία και κατώτερα στρώματα των μικροαστικών τάξεων της διανοητικής (δικηγόροι, γιατροί, μηχανικοί κλπ.) και χειρωνακτικής εργασίας (αγροτικός κόσμος). Είναι αυτό ακριβώς που προκάλεσε την παρατεταμένη τους απεργιακή κινητοποίηση, με την κορύφωση των αγροτικών – εργατικών διαδηλώσεων της Αθήνας στην Πλατεία Συντάγματος. Αυτό έγινε εφικτό γιατί αυτά τα μεσαία κοινωνικά στρώματα μπορούσαν να κινητοποιηθούν επειδή δεν απειλούνται από καμιά αυταρχική εργοδοτική εξουσία με απόλυση και έτσι μακροχρόνια καταστροφή. Και μάλιστα αυτό πραγματοποιήθηκε μέσα από συλλογικές αγωνιστικές δημοκρατικές διαδικασίες (επιτροπές αγώνα, αγροτικά μπλόκα στις εθνικές οδούς), που ξεπέρασαν και έθεσαν στο περιθώριο τις συναινετικές θεσμικές εκπροσωπήσεις. Ένας αγρότης που διαθέτει συνήθως μια κατοικία, έναν γεωργικό ελκυστήρα και ορισμένα στρέμματα γεωργικών καλλιεργειών, μπορεί να κινητοποιηθεί χωρίς να κινδυνεύει να χάσει ορισμένα από αυτά, σε σχέση με τον εργαζόμενο στην καπιταλιστική παραγωγή που η απεργιακή του συμμετοχή καταλήγει να κοστίζει τη ζωή του. Το ίδιο και ένας δικηγόρος μπορεί να απέχει από τα δικαστικά του καθήκοντα για ένα διάστημα, εντούτοις δεν διακινδυνεύει να χάσει την άδειά του, το γραφείο του, τον επαγγελματικό του κύκλο.
Η χρησιμοποίηση αυτών των δυνατοτήτων κινητοποίησης έφεραν στην επιφάνεια πλέον μια μορφή του λαϊκού κινήματος, που ουσιαστικά λειτούργησε για λογαριασμό του συνόλου της εργαζόμενης κοινωνίας, δηλαδή και της καθήλωσης των ανέργων και των ενεργών εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα. Άρα, η διαθεσιμότητα αντιμνημονιακής και ριζοσπαστικής κινητοποίησης των λαϊκών τάξεων στο σύνολό τους είναι επιθυμητή, ωστόσο καταστέλλεται κοινωνικά για το μεγαλύτερο μέρος της μισθωτής εργασίας. Κατά συνέπεια η αγωνιστική παρέμβαση των μικρομεσαίων ενδιάμεσων στρωμάτων στη διάρκεια του Ιανουάριου – Φεβρουάριου 2016 αναδεικνύει μια σημαντική τάση ανάταξης του κινήματος συνολικά, άσχετα αν το μεγαλύτερο μέρος της εργαζόμενης κοινωνίας βρίσκεται σε κατάσταση καταστολής, λόγω των πολλαπλών και ισχυρών πληγμάτων που έχει δεχθεί στο διάστημα 2010 – 15.
Οι κινητοποιήσεις αυτές της εργαζόμενης πλειοψηφίας, με την μερική μορφή που ήρθαν στο προσκήνιο, συντείνουν πλέον στην αποκατάσταση της φερεγγυότητας και αξιοπιστίας του κοινωνικού κινήματος, και μάλιστα καθ’ υπέρβαση των συντηρητικών θεσμικών εκπροσωπήσεων. Πρόκειται για μια διαδικασία που απομένει να βρει τρόπους να αποκτήσει καθολικά χαρακτηριστικά, πράγμα που θα δώσει περιεχόμενο, θα ενισχύσει την συλλογικότητα, θα ανεβάσει την αυτοπεποίθηση των εργαζομένων τάξεων απέναντι στην πολιτική του ακραίου νεοφιλελευθερισμού των μνημονιακών δυνάμεων. Κι’ αυτή η διαδικασία είναι σε θέση να τροφοδοτήσει και την ανάκαμψη της αξιοπιστίας της πολιτικής, από τη σκοπιά των «από κάτω», με νέα ρηξικέλευθα χαρακτηριστικά.
Επαναστατικότητα, μεταρρυθμισμός, αντικαπιταλισμός
Τόσο με την ιστορική εμπειρία του σοσιαλδημοκρατικού μεταρρυθμισμού του ΠΑΣΟΚ, όσο και με την πρόσφατη εμπειρία της Ριζοσπαστικής Αριστεράς στην έκφραση του ΣΥΡΙΖΑ, αποδεικνύεται περίτρανα ότι η μεταρρυθμιστική πολιτική (αναδιανομή εισοδήματος, προστατευτικά κοινωνικά μέτρα, διατήρηση δημόσιου κοινωφελούς τομέα της οικονομίας κλπ.), στο μέτρο που δεν συνοδεύεται από μια επαναστατική στρατηγική, καταλήγει, σε μια περίοδο βαθειάς και εκτεταμένης καπιταλιστικής κρίσης, στην ακύρωσή της και στην υιοθέτηση της πολιτικής γραμμής (νεοφιλελευθερισμός, μνημόνια) του συντηρητικού αντιπάλου. Γιατί ακριβώς μέσα σε μια τόσο οξυμένη κρίση αναπαραγωγής του κεφαλαίου ο μεταρρυθμισμός οπισθοχωρεί άτακτα και απροσχημάτιστα, εφόσον τίθεται ζήτημα ανάκαμψης της καπιταλιστικής κερδοφορίας και συσσώρευσης, και άρα άμεσων μέτρων λιτότητας, εργασιακών αλλαγών, ενίσχυσης του εφεδρικού στρατού των ανέργων, εμπορευματοποίησης των δημόσιων αγαθών κλπ.
Μόνον σε περιόδους ισχυρής καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης και ευνοϊκών ταξικών συσχετισμών στο εργατικό κίνημα (χαμηλό ποσοστό ανεργίας, συγκροτημένα με ενεργό ρόλο σωματεία κ.ά.), όπως στο πρώτο μισό της 10ετίας του 1980, μπορούν να υλοποιηθούν βελτιωτικές μεταρρυθμίσεις, εντός του πλαισίου αναπαραγωγής της αστικής ταξικής κυριαρχίας, τέτοιων που να εξασφαλίζουν την συναίνεση της πλειονότητας των λαικών στρωμάτων και την πολιτική – εκλογική αναπαραγωγή των μεταρρυθμιστικών πολιτικών σχηματισμών. Συνεπώς ο μεταβατικός μεταρρυθμισμός και η ριζοσπαστικότητα είναι αναγκαίες διαστάσεις του αριστερού κινήματος, και μπορούν να έχουν αποτελεσματικότητα στην υλοποίησή τους, στο μέτρο που υποστηρίζονται από μια αντικαπιταλιστική πολιτική σοσιαλιστικής προοπτικής.
Βέβαια από την άλλη πλευρά, η παράκαμψη του λαϊκού ριζοσπαστικού μεταρρυθμισμού, και μάλιστα σε μια περίοδο γενικευμένης παραγωγικής καταστροφής και κοινωνικής εξαθλίωσης, και η επικέντρωση σε μια τακτική που έχει σε προτεραιότητα την επαναστατική επίκληση η οποία όμως μετατοπίζεται στο ιστορικό υπερπέραν, συγκροτεί μια εξίσου άγονη πολιτική πρακτική κομμάτων της Αριστεράς. Από το ένα άκρο δηλαδή (μυθοποίηση του μεταρρυθμισμού χωρίς αντικαπιταλιστικές απολήξεις) στο άλλο άκρο (καταγγελία των μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων και επικέντρωση στην αδιαμεσολάβητη στρατηγική προοπτική). Γιατί ακριβώς το κίνημα δεν μπορεί να έχει γονιμότητα παρά συνδεόμενο με τις κοινωνικές κινητοποιήσεις του παρόντος, στα συγκεκριμένα πεδία της ταξικής διαπάλης (όπως σήμερα η αντιπαλότητα μισθωτής εργασίας και μικροαστικών στρωμάτων στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση), με την πραγματοποίηση νικών σ’ αυτά, με την ανάδειξη μεταβατικών ριζοσπαστικών εναλλακτικών λύσεων που επιχειρούν να συνδέσουν οργανικά το καπιταλιστικό σήμερα με το σοσιαλιστικό αύριο.
Μια επαναστατική πολιτική της Αριστεράς, συμμετέχει στους υλικούς κοινωνικούς αγώνες, επιδιώκει αλλαγή του ταξικού συσχετισμού των δυνάμεων, αναπτύσσει την δυναμική τους, προβάλλει μεταβατικούς στόχους που δεν μπορούν να ενσωματωθούν στην αστική πολιτική, και διαμέσου αυτών καθιστά ορατή την προοπτική της καθολικής χειραφέτησης. Κατ’ αυτή την έννοια διαφοροποιείται από την υπαρκτή μεταρρυθμιστική εμπειρία που έχει οδηγηθεί σε χρεοκοπία, καθώς και από την εκδοχή εκείνη της κομμουνιστικής πολιτικής που παρακάμπτει τον μεταβατικό ριζοσπαστικό μεταρρυθμισμό και μετατίθεται στο ιστορικό υπερπέραν, απωθώντας σ’ αυτό την πραγμάτωση της λαϊκής εξουσίας και οικονομίας.
Ο κοινοβουλευτικός δρόμος και η λαϊκή πολιτική εξουσία
Παράλληλα ένα μείζον πολιτικό ζήτημα που έχει προκύψει για το λαϊκό κίνημα και έχει συντείνει στην αναξιοπιστία της πολιτικής από την σκοπιά της εργαζόμενης κοινωνίας, σ’ ολόκληρη τη διάρκεια της προηγούμενης χρονιάς του 2015, και που για πρώτη φορά τέθηκε εδώ και δεκαετίες στο ελληνικό αριστερό κίνημα, αφορά στην σχέση ανάμεσα στο συγκροτημένο πολιτικό υποκείμενο της Ριζοσπαστικής Αριστεράς και στην κοινοβουλευτική και κυβερνητική του έκφραση, στο μέτρο που κατορθώνει να κατακτήσει την πολιτική διακυβέρνηση. Βέβαια στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορικής διαδρομής του ΣΥΡΙΖΑ, ο κοινοβουλευτισμός είχε την προτεραιότητα (ιδιαίτερα μετά την ανάδειξη στην θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης τον Ιούνιο του 2012), έναντι οποιασδήποτε άλλης μορφής έκφρασης της πολιτικής του (δράσης του πολιτικού υποκειμένου, παρέμβασης του εργατικού συνδικαλιστικού παράγοντα κλπ.). Το αποκορύφωμα ήρθε όταν στα μέσα του περασμένου Αυγούστου τέθηκε το ζήτημα της πολιτικής επικύρωσης του 3ου μνημονίου, όπου παρά την αντίθετη στάση της μειοψηφίας της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, η πλειονότητα των βουλευτών του επικύρωσε την μνημονιακή μετάλλαξη της πολιτικής της κυβερνητικής εξουσίας, τη στιγμή που η μεγάλη πλειονότητα των συγκροτημένων δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ έκφραζαν την κατηγορηματική τους αντίθεση.
Σ’ αυτή την σύγκρουση κόμματος ΣΥΡΙΖΑ, ως συσπείρωσης αγωνιστών του λαϊκού κινήματος, και κοινοβουλευτικής και εκτελεστικής έκφρασης του ΣΥΡΙΖΑ, επικράτησε χωρίς άλλη συζήτηση η ισχύς και η νομιμότητα της δεύτερης έναντι της πρώτης. Και εδώ ακριβώς αναδεικνύεται το μεγάλο ζήτημα για την Αριστερά της σχέσης ανάμεσα στον κοινοβουλευτικό δρόμο με την πολιτική μετάβασης που στηρίζεται στην κυριαρχία του πολιτικού αριστερού υποκειμένου, και κυρίως στην ανάδειξη μορφών πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας των λαϊκών τάξεων, με καθοριστικό ρόλο στην πορεία μιας αριστερής διακυβέρνησης. Η μικροαστική λογική της μονοδιάστατης προτεραιότητας του κοινοβουλευτισμού οδήγησε από μια άποψη στην υπόκλιση στην αστική πολιτική, με τον κύριο μηχανισμό λειτουργίας της που είναι ο αστικός κοινοβουλευτισμός. Η δημοκρατία δεν εξαντλείται στις ούτως ή άλλως αναγκαίες της εκφράσεις που έχουν να κάνουν με την αστική κοινοβουλευτική διαδικασία, αλλά αφορά ταυτόχρονα στην καθιέρωση και λειτουργία παραχώρησης εξουσιών σε λαϊκά αντιπροσωπευτικά σώματα εργατικού χαρακτήρα, με ρόλο τουλάχιστον ισότιμο με αυτόν της κοινοβουλευτικής και εκτελεστικής εξουσίας.
Ο δημοκρατικός δρόμος είναι εκ των πραγμάτων επαναστατικός στο μέτρο που, πέραν των αναγκαίων κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών, κατοχυρώνει πρωταρχικές μορφές άσκησης εξουσίας στις εκπροσωπήσεις των κυριαρχούμενων τάξεων, διαφορετικά εκ των πραγμάτων εκφυλίζεται στα πλαίσια του αστικού κοινοβουλευτικού παιχνιδιού στον σοσιαλδημοκρατικό μεταρρυθμισμό, που και αυτός με τη σειρά του προσχωρεί στον ακραίο νεοφιλελευθερισμό. Άλλωστε η προτεραιότητα του δημοκρατικά και λαϊκά συγκροτημένου πολιτικού υποκειμένου όπως είχε υπάρξει ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορούσε να έχει την προτεραιότητα στην άσκηση της πολιτικής διακυβέρνησης (όπως περίτρανα αποδείχτηκε στη διάρκεια της προηγούμενης χρονιάς), αν αυτό δεν συνοδεύονταν από την εισαγωγή, νομιμοποίηση και ισχυρή παρουσία οργάνων κοινωνικής και πολιτικής εξουσίας αναδεικνυομένων μέσα από την εργαζόμενη κοινωνική πλειοψηφία. Άλλωστε και οι επεξεργασίες του Ν. Πουλαντζά, ακόμη και στην ύστερη περίοδο της διανοητικής του παραγωγής, που τόσο έχουν καπηλευτεί και κακοποιήσει οι μικροαστικές θεωρήσεις του μαρξισμού, από την πλευρά της διανοητικής πλειονότητας του ΣΥΡΙΖΑ, έκαναν λόγο, ιδιαίτερα στο τελευταίο του έργο (όπως την ίδια περίοδο του Λ. Αλτουσέρ σε σχέση με την θέση του Γαλλικού ΚΚ έναντι της Ένωσης της Αριστεράς στα μέσα της δεκαετίας του 1970), για την παράλληλη υπόσταση και των δύο προϋποθέσεων που απαιτούσε μια ριζοσπαστική προοδευτική αλλαγή : Από τη μια πλευρά την κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και από την άλλη πλευρά του καίριου ρόλο των εκφράσεων εξουσίας των λαϊκών τάξεων.