Συμβολή στον διάλογο για την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της Λαϊκής Ενότητας

Στις τέσ­σε­ρεις δε­κα­ε­τί­ες της με­τα­πο­λι­τευ­τι­κής δια­δρο­μής της ελ­λη­νι­κής κοι­νω­νί­ας, η με­γά­λη πλειο­νό­τη­τα της ερ­γα­τι­κής τάξης και της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας ευ­ρύ­τε­ρα, στον ιδιω­τι­κό και δη­μό­σιο τομέα της οι­κο­νο­μί­ας, επέ­λε­ξε την πο­λι­τι­κή της εκ­προ­σώ­πη­ση είτε δια μέσου της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας, είτε στη ση­με­ρι­νή πε­ρί­ο­δο δια μέσου της Ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς. Η μία δια­δι­κα­σία κρά­τη­σε ένα μα­κρό­χρο­νο διά­στη­μα, με αφε­τη­ρία τις βου­λευ­τι­κές εκλο­γές του 1977, όπου το ΠΑΣΟΚ είχε ανα­δει­χθεί αξιω­μα­τι­κή αντι­πο­λί­τευ­ση με 27% της λαϊ­κής ετυ­μη­γο­ρί­ας, μέχρι την εκλο­γι­κή ανα­μέ­τρη­ση του Ιου­νί­ου 2012, όπου πλέον κα­τα­γρά­φη­κε η κα­τάρ­ρευ­ση των σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κών πο­λι­τι­κών εκ­προ­σω­πή­σε­ων των λαϊ­κών τά­ξε­ων. Η δια­τή­ρη­ση του ΠΑΣΟΚ στο κέ­ντρο της πο­λι­τι­κής ζωής της χώρας επί μια ολό­κλη­ρη 35ε­τία οφεί­λο­νταν κυ­ρί­ως στο γε­γο­νός ότι στη δε­κα­ε­τία του 1980, όπου κα­τεί­χε την δια­κυ­βέρ­νη­ση επί δύο συ­νε­χό­με­νες τε­τρα­ε­τί­ες, άσκη­σε μια με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κή πο­λι­τι­κή, μέσα στα πλαί­σια βέ­βαια της στα­θε­ρο­ποί­η­σης των κα­πι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων πα­ρα­γω­γής.

Οι ιστο­ρι­κές με­τα­το­πί­σεις των λαϊ­κών εκ­προ­σω­πή­σε­ων

 Έτσι εν­δει­κτι­κά δη­μιούρ­γη­σε το εκτε­νές δί­κτυο των τε­χνο­λο­γι­κών εκ­παι­δευ­τι­κών ιδρυ­μά­των, προ­χώ­ρη­σε στην θε­σμο­θέ­τη­ση και εφαρ­μο­γή του ΕΣΥ, υλο­ποί­η­σε τον εκ­δη­μο­κρα­τι­σμό της συν­δι­κα­λι­στι­κής νο­μο­θε­σί­ας, άσκη­σε μια στοι­χειω­δώς ανα­δια­νε­μη­τι­κή ει­σο­δη­μα­τι­κή πο­λι­τι­κή κλπ. Έτσι, πα­ρό­λη την με­γά­λη με­τα­στρο­φή του στα μέσα της δε­κα­ε­τί­ας του 1990 προς το νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό, δια­τή­ρη­σε τις πο­λι­τι­κές ερ­γα­τι­κές του εκ­προ­σω­πή­σεις επί μια ολό­κλη­ρη 20ε­τία, επει­δή ακρι­βώς οι λαϊ­κές τά­ξεις, πα­ρό­λη αυτή την με­τα­στρο­φή, το έβλε­παν ως τον «φορέα φι­λο­λαϊ­κής πο­λι­τι­κής», απέ­να­ντι στην συ­ντη­ρη­τι­κή πα­ρά­τα­ξη που ανοι­χτά υπε­ρα­σπί­ζο­νταν τα συμ­φέ­ρο­ντα της αστι­κής τάξης και των ανώ­τε­ρων μι­κρο­α­στι­κών στρω­μά­των. Η υιο­θέ­τη­ση της μνη­μο­νια­κής πο­λι­τι­κής από την άνοι­ξη του 2010 και μέχρι το κα­λο­καί­ρι του 2012 επέ­φε­ρε την απο­νο­μι­μο­ποί­η­ση της ελ­λη­νι­κής σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας, και οι εκλο­γές του Ια­νουα­ρί­ου 2015 επι­σφρά­γι­σαν την μα­ζι­κή με­τα­τό­πι­ση της κοι­νω­νι­κής της  βάσης προς τα αρι­στε­ρά, και στην προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ.

Πα­ράλ­λη­λα, η μα­κρο­χρό­νια κυ­ριαρ­χία της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας βα­σί­ζο­νταν στις ορ­γα­νι­κές σχέ­σεις που είχαν ανα­πτυ­χθεί ανά­με­σα σε βα­σι­κές μορ­φές του ερ­γα­τι­κού συν­δι­κα­λι­σμού (ερ­γο­στα­σια­κά σω­μα­τεία, δη­μό­σιοι υπάλ­λη­λοι, κοι­νω­φε­λείς επι­χει­ρή­σεις) και στην πο­λι­τι­κή πρα­κτι­κή του ΠΑΣΟΚ, του­λά­χι­στον στις δε­κα­ε­τί­ες 1980 – 90. Δεν επρό­κει­το δη­λα­δή απλά για την έκ­φρα­ση των εκλο­γι­κών προ­τι­μή­σε­ων της πλειο­νό­τη­τας της ερ­γα­τι­κής τάξης, αλλά ακόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο για την ορ­γα­νι­κή σύν­δε­ση των κοι­νω­νι­κών πρα­κτι­κών με την πο­λι­τι­κή δια­κυ­βέρ­νη­ση ή αντι­πο­λί­τευ­ση της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας. Αυτοί οι δε­σμοί δια­τη­ρή­θη­καν ακόμη και μέχρι σή­με­ρα, πα­ρό­λη προ­φα­νώς την κα­τα­φα­νή πα­ρα­φθο­ρά και κα­θί­ζη­ση των αντί­στοι­χων θε­σμι­κών συν­δι­κα­λι­στι­κών εκ­προ­σω­πή­σε­ων.

Στην σύγ­χρο­νη πε­ρί­πτω­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, προς τον οποίο πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε η στρο­φή προς τα αρι­στε­ρά των ερ­γα­ζο­μέ­νων στρω­μά­των, τα πράγ­μα­τα εξε­λίσ­σο­νται εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κά, γιατί ακρι­βώς απου­σιά­ζουν και οι δύο όροι που είχαν κρα­τή­σει την ελ­λη­νι­κή σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία στο επί­κε­ντρο της πο­λι­τι­κής ζωής της χώρας. Από τη μια πλευ­ρά ο σχη­μα­τι­σμός της Ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς, αφό­του εδώ και έναν χρόνο ανέ­λα­βε την κυ­βερ­νη­τι­κή δια­χεί­ρι­ση, δεν άσκη­σε κα­νε­νός εί­δους κοι­νω­νι­κή ανα­δια­νε­μη­τι­κή πο­λι­τι­κή, παρά τις περί του αντι­θέ­του δε­σμεύ­σεις του, γιατί ακρι­βώς ήδη από το κα­λο­καί­ρι του 2012 είχε δρο­μο­λο­γή­σει μια πο­ρεία προ­σέγ­γι­σης με την αστι­κή τάξη της χώρας και την ευ­ρω­παϊ­κή ένωση των αστι­κών τά­ξε­ων, και υπό­κλι­σης στα συμ­φέ­ρο­ντα της κα­πι­τα­λι­στι­κής ανά­πτυ­ξης.Το «να πλη­ρώ­σουν οι πλού­σιοι» ή η απο­κα­τά­στα­ση του κα­τώ­τα­του μι­σθού και των απο­δο­χών των συλ­λο­γι­κών συμ­βά­σε­ων εξο­βε­λί­στη­καν από το οπτι­κό πεδίο της κυ­βέρ­νη­σης του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Απε­να­ντί­ας με την εφαρ­μο­γή του 3ου μνη­μο­νί­ου όχι μόνον δια­τή­ρη­σε και συ­νέ­χι­σε την πο­λι­τι­κή ει­σο­δη­μα­τι­κής λι­τό­τη­τας σε βάρος των λαϊ­κών τά­ξε­ων, αλλά επι­βά­ρυ­νε ακόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο την φο­ρο­λό­γη­σή τους, δεν αντι­με­τώ­πι­σε την υπερ­με­γέ­θη ανερ­γία και μειώ­νει ακόμη πα­ρα­πέ­ρα τις ήδη απο­ψι­λω­μέ­νες συ­ντά­ξεις.

Αλλά και από την άλλη πλευ­ρά, η Ρι­ζο­σπα­στι­κή Αρι­στε­ρά δεν δια­μόρ­φω­σε σχέ­σεις ορ­γα­νι­κής εκ­προ­σώ­πη­σης των κυ­ριαρ­χού­με­νων τά­ξε­ων, δη­λα­δή ανά­δει­ξης εν­διά­με­σων συν­δι­κα­λι­στι­κών δια­με­σο­λα­βή­σε­ων : Η πα­ρου­σία των ερ­γα­τι­κών δυ­νά­με­ων του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, πα­ρό­λη την σχε­τι­κή τους ρι­ζο­σπα­στι­κό­τη­τα, πα­ρέ­μει­ναν πε­ρι­θω­ρια­κό φαι­νό­με­νο, κάτω από την βαριά σκιά της εκλο­γι­κής επιρ­ρο­ής και εκ­προ­σώ­πη­σης. Έτσι οι πο­λι­τι­κές σχέ­σεις της ση­με­ρι­νής κυ­βερ­νη­τι­κής πλειο­ψη­φί­ας (μια και άλ­λω­στε η υπό­στα­ση του κόμ­μα­τος ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ έχει εξα­νε­μι­στεί), με τα εκ­προ­σω­πού­με­να λαϊκά στρώ­μα­τα είναι εξαι­ρε­τι­κά εύ­θραυ­στες και πε­ριο­ρι­σμέ­νης χρο­νι­κής εμ­βέ­λειας, σε σχέση με την ιστο­ρι­κή εμπει­ρία του ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ αντι­προ­σώ­πευ­σε έναν αυ­θε­ντι­κό με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κό σχη­μα­τι­σμό, που είχε τα δύο βα­σι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας : Ανα­δια­νε­μη­τι­κή πο­λι­τι­κή και κοι­νω­νι­κές εκ­προ­σω­πή­σεις. Οδη­γή­θη­κε στην χρε­ο­κο­πία γιατί υπο­κλί­θη­κε στις ανά­γκες απο­κα­τά­στα­σης της κερ­δο­φο­ρί­ας ενός ελ­λη­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού σε βα­θειά κρίση, και εξ αυτού του λόγου έχασε την λαϊκή του νο­μι­μο­ποί­η­ση.

Απε­να­ντί­ας ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ δεν αντι­προ­σω­πεύ­ει ένα τέ­τοιου εί­δους πο­λι­τι­κό φαι­νό­με­νο, γιατί ούτε ανα­δια­νε­μη­τι­κή πο­λι­τι­κή είχε το σθέ­νος να εφαρ­μό­σει, ούτε και ερ­γα­τι­κές συν­δι­κα­λι­στι­κές εκ­προ­σω­πή­σεις να συ­γκρο­τή­σει. Μ’ αυτή την έν­νοια δεν μπο­ρεί να ταυ­τί­ζε­ται με την ιστο­ρι­κή σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία, πα­ρό­λο που κα­τέ­λη­ξε και αυτός στη νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη με­τάλ­λα­ξή του εφό­σον απου­σί­α­ζαν τα δύο θε­με­λιώ­δη σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Έτσι ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ υπήρ­ξε πε­ρισ­σό­τε­ρο η πο­λι­τι­κή έκ­φρα­ση ενός λαϊ­κού ρι­ζο­σπα­στι­σμού, συ­γκρο­τη­μέ­νου στο έδα­φος της αντι­πα­λό­τη­τας στη μνη­μο­νια­κή πο­λι­τι­κή, που όμως από τη στιγ­μή που ανα­δεί­χθη­κε σε αξιω­μα­τι­κή αντι­πο­λί­τευ­ση και έβαλε πλώρη για την κυ­βερ­νη­τι­κή εξου­σία, κυ­ριαρ­χή­θη­κε από τμή­μα­τα των μι­κρο­α­στι­κών τά­ξε­ων της δια­νοη­τι­κής ερ­γα­σί­ας, τα οποία και απο­τύ­πω­σαν την δική τους εκ­συγ­χρο­νι­στι­κή, φι­λο­ευ­ρω­παϊ­κή και αστι­κή σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση ηγε­μο­νία για την πο­ρεία των πραγ­μά­των.

Η απο­νο­μι­μο­ποί­η­ση της κυ­βερ­νη­τι­κής πο­λι­τι­κής με όλα τα μνη­μο­νια­κά μέτρα που εφαρ­μό­ζει δη­μιουρ­γεί εκ νέου ρήγμα ανά­με­σα στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ και στα εκ­προ­σω­πού­με­να ερ­γα­τι­κά στρώ­μα­τα, που πα­ρα­μέ­νουν χωρίς πο­λι­τι­κή εκ­προ­σώ­πη­ση στο επί­πε­δο άμυ­νας και προ­ά­σπι­σης των θε­με­λιω­δών τα­ξι­κών τους συμ­φε­ρό­ντων, γε­γο­νός που κα­θι­στά την Ρι­ζο­σπα­στι­κή Αρι­στε­ρά στα σί­γου­ρα σαφή μειο­ψη­φία στο επί­πε­δο των λαϊ­κών προ­τι­μή­σε­ων. Εντού­τοις αυτή η εκ των πραγ­μά­των «απο­στα­σιο­ποί­η­ση» της ερ­γα­ζό­με­νης πλειο­ψη­φί­ας, μετά την διπλή ιστο­ρι­κή ήττα του σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κού με­ταρ­ρυθ­μι­σμού και του μι­κρο­α­στι­κού εκ­συγ­χρο­νι­σμού, δεν με­τα­στρέ­φε­ται άμεσα προς άλλες κα­τευ­θύν­σεις που θα μπο­ρού­σε να βα­δί­σει.

Δρό­μοι ερ­μη­τι­κά κλει­στοί για την ερ­γα­ζό­με­νη πλειο­ψη­φία

Το ΚΚΕ το οποίο δεν αξιο­ποί­η­σε ούτε στο ελά­χι­στο την λαϊκή στρο­φή προς τα αρι­στε­ρά στα προη­γού­με­να χρό­νια (απε­να­ντί­ας είδε τις δυ­νά­μεις του να συρ­ρι­κνώ­νο­νται), συ­νε­χί­ζει να αδυ­να­τεί να απο­τε­λέ­σει ελ­κτι­κό πόλο λαϊ­κής πο­λι­τι­κής συ­σπεί­ρω­σης, πα­ρό­λη την φαι­νο­μέ­νη «δυ­να­μι­κή» των ισχνών ούτως ή άλλως κοι­νω­νι­κών του εκ­προ­σω­πή­σε­ων. Αυτό δεν οφεί­λε­ται στο γε­γο­νός ότι οι ερ­γα­τι­κές συ­νει­δή­σεις δεν είναι αρ­κε­τά «ώρι­μες», ούτε στο ότι προ­κα­λεί δέος με τις με­γά­λες οι­κο­νο­μι­κές αλ­λα­γές που ευαγ­γε­λί­ζε­ται. Απε­να­ντί­ας τα λαϊκά στρώ­μα­τα δεν το πλαι­σιώ­νουν, πα­ρό­λες τις με­τα­κι­νή­σεις που έχουν κα­τα­γρα­φεί στα τε­λευ­ταία χρό­νια γιατί : Συ­νε­χί­ζει και προ­βάλ­λει ως πρό­τυ­πο κοι­νω­νι­κής ορ­γά­νω­σης τον δε­σπο­τι­κό κρα­τι­κό κα­πι­τα­λι­σμό του «υπαρ­κτού σο­σια­λι­σμού», πράγ­μα εξαι­ρε­τι­κά απω­θη­τι­κό για τις ερ­γα­τι­κές τά­ξεις της Δύσης. – Λει­τουρ­γεί πο­λι­τι­κά θέ­το­ντας την στρα­τη­γι­κή στο πεδίο της τα­κτι­κής, εξο­βε­λί­ζο­ντας το σο­σια­λι­στι­κό μέλ­λον στο υπερ­πέ­ραν και αδυ­να­τώ­ντας να συν­δέ­σει ορ­γα­νι­κά το κί­νη­μα του ιστο­ρι­κού πα­ρό­ντος με μια αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή προ­ο­πτι­κή κλπ.

Πα­ράλ­λη­λα αυτός ο ερ­γα­τι­κός κό­σμος του ιδιω­τι­κού τομέα, των συ­ντα­ξιού­χων, των ανέρ­γων και της νε­ο­λαί­ας, απο­δει­κνύ­ε­ται ότι σε καμία πε­ρί­πτω­ση δεν με­τα­στρέ­φε­ται προς το νε­ο­να­ζι­σμό της Χρυ­σής Αυγής, για πολ­λα­πλούς λό­γους : Πρώτα απ’ όλα γιατί διέ­πε­ται από μια ιστο­ρι­κή δη­μο­κρα­τι­κή πα­ρά­δο­ση κα­θό­λη τη διάρ­κεια του με­γα­λύ­τε­ρου μέ­ρους του 20ου αιώνα και από το γε­γο­νός ότι έχει υπο­φέ­ρει τα μέ­γι­στα από δι­κτα­το­ρί­ες και διώ­ξεις του κρά­τους της εθνι­κο­φρο­σύ­νης. – Στη συ­νέ­χεια γιατί αυτό το πο­λι­τι­κό μόρ­φω­μα είναι πραγ­μα­τι­κά εγκλη­μα­τι­κή ορ­γά­νω­ση (που εντού­τοις κυ­κλο­φο­ρεί και δρα ελεύ­θε­ρο, πα­ρό­λες τις ποι­νι­κές διώ­ξεις που είχαν ασκη­θεί), που δεν μπο­ρεί να συ­σπει­ρώ­σει παρά λού­μπεν κοι­νω­νι­κά στοι­χεία του «μαύ­ρου με­τώ­που» (μη­χα­νι­σμοί ασφα­λεί­ας, εθνι­κι­στι­κά κέ­ντρα, εκ­κλη­σια­στι­κοί κύ­κλοι) και πα­ρα­φθαρ­μέ­νες με­ρί­δες της μι­κρο­α­στι­κής τάξης. Είναι εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κή η πε­ρί­πτω­ση του γαλ­λι­κού Εθνι­κού Με­τώ­που, που δεν έχει ανα­δεί­ξει σε καμία πε­ρί­πτω­ση εγκλη­μα­τι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες και έχει κα­τορ­θώ­σει να προ­σελ­κύ­σει λαϊκά στρώ­μα­τα που ιστο­ρι­κά άφησε ακά­λυ­πτα το γαλ­λι­κό ΚΚ.

Τέλος η «απο­στα­σιο­ποί­η­ση» των λαϊ­κών τά­ξε­ων από την κυ­βέρ­νη­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ δεν μπο­ρεί εκ των πραγ­μά­των να στρα­φεί προς την κλα­σι­κή συ­ντη­ρη­τι­κή πα­ρά­τα­ξη της ΝΔ, γιατί από ιστο­ρι­κό πο­λι­τι­κό και κοι­νω­νι­κό έν­στι­κτο ο ερ­γα­ζό­με­νος κό­σμος νιώ­θει απέ­χθεια προς μια πα­ρά­τα­ξη που έχει συμ­βάλ­λει σε όλα τα δεινά της νε­ο­ελ­λη­νι­κής ιστο­ρί­ας. Η ΝΔ δεν μπο­ρεί να συ­γκε­ντρώ­νει παρά την στή­ρι­ξη της αστι­κής τάξης και των μι­κρο­με­σαί­ων στρω­μά­των, καθώς και τμή­μα­τος της δη­μο­σιο­ϋ­παλ­λη­λί­ας, και έτσι η απή­χη­σή της έχει οροφή που δεν μπο­ρεί να ξε­πε­ρά­σει, του­λά­χι­στον με βάση τα μέχρι σή­με­ρα δε­δο­μέ­να της. Άλ­λω­στε είναι κα­θα­ρή και ανοι­χτή η εχθρό­τη­τα της συ­ντη­ρη­τι­κής πα­ρά­τα­ξης προς τον κόσμο των κυ­ριαρ­χού­με­νων τά­ξε­ων, στον οποίο δεν μπο­ρεί να δώσει καμία προ­ο­πτι­κή.

Πα­ρά­με­τροι της κοι­νω­νι­κής κα­τά­στα­σης της ερ­γα­τι­κής τάξης

Μ’ αυτά τα δε­δο­μέ­να, πώς εμ­φα­νί­ζε­ται τε­λι­κά η κοι­νω­νι­κή «κα­τά­στα­ση» της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας στις ση­με­ρι­νές συν­θή­κες όπου επι­χει­ρεί­ται η υλο­ποί­η­ση ενός νέου μνη­μο­νί­ου, στην ίδια τρο­χιά με εκεί­να του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ;

1)Στο οι­κο­νο­μι­κό επί­πε­δο είναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή η εξα­θλί­ω­ση που έχει κα­τα­λά­βει με­γά­λα τμή­μα­τα της ερ­γα­ζό­με­νης πλειο­ψη­φί­ας (άνερ­γοι, χα­μη­λο­συ­ντα­ξιού­χοι, ερ­γα­ζό­με­νοι με ελα­στι­κή απα­σχό­λη­ση ή στην ζώνη της αδή­λω­της ερ­γα­σί­ας, χα­μη­λο­συ­ντα­ξιού­χοι, νε­ο­λαία από­φοι­τη των ΑΕΙ και των ΤΕΙ κλπ.). Και ταυ­τό­χρο­να η ρι­ζι­κή υπο­βάθ­μι­ση των υπο­λοί­πων στρω­μά­των της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας (ερ­γα­ζό­με­νοι ιδιω­τι­κού και δη­μό­σιου τομέα κ.ά.) συ­μπλη­ρώ­νει μια συ­νο­λι­κή ει­κό­να που τεί­νει να έχει πλέον τρι­το­κο­σμι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, και να οδη­γεί­ται ευ­θέ­ως στην υπο­βάθ­μι­ση των λαϊ­κών τά­ξε­ων βαλ­κα­νι­κών χωρών στην τε­λευ­ταία ει­κο­σι­πε­ντα­ε­τία της νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης δια­χεί­ρι­σης (π.χ. Βουλ­γα­ρί­ας, Ρου­μα­νί­ας).

2)Στο κοι­νω­νι­κό επί­πε­δο, η με­γά­λη πλειο­νό­τη­τα των λαϊ­κών στρω­μά­των δεν δια­θέ­τει πλέον συλ­λο­γι­κό­τη­τες ανά­πτυ­ξης συν­δι­κα­λι­στι­κών πρα­κτι­κών, του­λά­χι­στον αμυ­ντι­κής φύσης, αν όχι επι­θε­τι­κής αντε­πί­θε­σης. Με μο­να­δι­κή εξαί­ρε­ση την λει­τουρ­γία συν­δι­κα­λι­στι­κών εκ­προ­σω­πή­σε­ων στον δη­μό­σιο τομέα (όπου όμως η επα­να­πρό­σλη­ψη των υπαλ­λή­λων που είχαν απο­λυ­θεί δη­μιουρ­γεί μια αδρά­νεια και στα­σι­μό­τη­τα), οι τρεις άλλες κα­τη­γο­ρί­ες (ερ­γα­ζό­με­νοι κα­πι­τα­λι­στι­κής πα­ρα­γω­γής, άνερ­γοι και πλειο­ψη­φι­κά νέοι, συ­ντα­ξιού­χοι), βρί­σκο­νται αντι­κει­με­νι­κά σε κα­θε­στώς ισχυ­ρής κα­τα­στο­λής εξ αι­τί­ας δύο πα­ρα­γό­ντων : Από τη μια πλευ­ρά της πα­ρα­λυ­τι­κής επί­δρα­σης των ανέρ­γων επί της ενερ­γού ερ­γα­σί­ας, της απου­σί­ας συλ­λο­γι­κής δι­κτύ­ω­σης εντός των τά­ξε­ων της ανερ­γί­ας, και της δυ­σχέ­ρειας κί­νη­σης με­γά­λου μέ­ρους των συ­ντα­ξιού­χων για κα­θα­ρά αντι­κει­με­νι­κούς λό­γους (κα­τα­πό­νη­ση ζωής, ασθέ­νειες κ.ά.). – Από την άλλη πλευ­ρά, τα πλήγ­μα­τα ει­σο­δη­μα­τι­κής λι­τό­τη­τας που έχουν κα­τα­φέ­ρει οι μνη­μο­νια­κές πο­λι­τι­κές την τε­λευ­ταία πε­ντα­ε­τία, κα­θι­στούν την δυ­να­τό­τη­τα απερ­για­κής κι­νη­το­ποί­η­σης εξαι­ρε­τι­κά οδυ­νη­ρή από μι­σθο­λο­γι­κή άποψη αν όχι απα­γο­ρευ­τι­κή.

3)Τέλος, στο πο­λι­τι­κό επί­πε­δο, συ­νε­χί­ζε­ται η εν­στι­κτω­δώς τα­ξι­κή στάση των ερ­γα­ζο­μέ­νων προς τα κλα­σι­κά αστι­κά πο­λι­τι­κά κόμ­μα­τα του μνη­μο­νια­κού τόξου (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Πο­τά­μι), δη­λα­δή η απόρ­ρι­ψή τους. Εντού­τοις, ο ανε­παρ­κής τρό­πος προ­σέγ­γι­σης του κοι­νω­νι­κού ζη­τή­μα­τος και της κί­νη­σης των λαϊ­κών τά­ξε­ων από την πλευ­ρά της πα­ρα­δο­σια­κής κομ­μου­νι­στι­κής Αρι­στε­ράς δεν προ­σελ­κύ­ει τον κόσμο της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας, ενώ οποια­δή­πο­τε με­τα­στρο­φή τους προς το νε­ο­να­ζι­σμό απο­κρού­ε­ται με απέ­χθεια. Έτσι εκεί­νο που κυ­ρί­ως κυ­ριαρ­χεί ακόμη σή­με­ρα είναι η απο­γο­ή­τευ­ση, η σύγ­χυ­ση, η απο­στα­σιο­ποί­η­ση, η αδρα­νο­ποί­η­ση, που υπο­δη­λώ­νει μια στάση διά­ψευ­σης των προσ­δο­κιών από την δια­κυ­βέρ­νη­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, χωρίς όμως αυτό να οδη­γεί την λαϊκή εκλο­γι­κή του επιρ­ροή, κατά τρόπο ενερ­γό, προς εναλ­λα­κτι­κούς ρι­ζο­σπα­στι­κούς προ­σα­να­το­λι­σμούς και αρι­στε­ρές εναλ­λα­κτι­κές λύ­σεις.

Αυτοί είναι οι λόγοι που στο πο­λι­τι­κό προ­σκή­νιο έχουν ανα­δει­χθεί με αντί­στοι­χες ισχυ­ρές κι­νη­το­ποι­ή­σεις μόνον τμή­μα­τα των με­σαί­ων και κα­τώ­τε­ρων με­ρί­δων των μι­κρο­α­στι­κών τά­ξε­ων, ιδιαί­τε­ρα της δια­νοη­τι­κής (δι­κη­γό­ροι, μη­χα­νι­κοί) και της χει­ρω­να­κτι­κής (αγρό­τες) ερ­γα­σί­ας, με αφορ­μή την κοι­νω­νι­κή αντι­πα­λό­τη­τα απέ­να­ντι στην ασφα­λι­στι­κή με­ταρ­ρύθ­μι­ση που συ­νε­χί­ζει την απο­ψί­λω­ση των ασφα­λι­στι­κών δι­καιω­μά­των. Τα στρώ­μα­τα αυτά έχουν την δυ­να­τό­τη­τα ως εκ της επαγ­γελ­μα­τι­κής τους θέσης, να προ­χω­ρούν σε μα­κρο­χρό­νια κι­νη­το­ποί­η­ση, που προ­φα­νώς έχει οι­κο­νο­μι­κό κό­στος για τα ίδια, ωστό­σο όμως δεν φτά­νει στο ση­μείο που να προ­κα­λεί ανή­κε­στο βλάβη στην πα­ρα­γω­γι­κή τους κα­τά­στα­ση (με την πα­ρα­τε­τα­μέ­νη αποχή τους δεν χά­νουν τους ελ­κυ­στή­ρες, τα χω­ρά­φια, το γρα­φείο ή την πε­λα­τεία τους). Η μι­σθω­τή ερ­γα­σία που βρί­σκε­ται στην κα­τά­στα­ση ισχυ­ρής κα­τα­στο­λής, ιδιαί­τε­ρα στον ιδιω­τι­κό τομέα της οι­κο­νο­μί­ας, αλλά και σε έναν βαθμό στο δη­μό­σιο, αδυ­να­τεί να βγει αγω­νι­στι­κά στο πο­λι­τι­κό προ­σκή­νιο, με απο­τέ­λε­σμα η συ­νο­λι­κή συν­δι­κα­λι­στι­κή πίεση που έχει ασκη­θεί στο τε­λευ­ταίο δί­μη­νο Ια­νουά­ριου – Φε­βρουά­ριου 2016, να είναι μεν ση­μα­ντι­κή, μα­κριά όμως από το ανα­γκαίο επί­πε­δο του να είναι απο­τε­λε­σμα­τι­κή.

Η ανέ­φι­κτη εκ­δο­χή της Κε­ντρο­α­ρι­στε­ράς του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ

Μ’ αυτά τα δε­δο­μέ­να δύο είναι οι προ­ο­πτι­κές πο­λι­τι­κής έκ­φρα­σης ενός ση­μα­ντι­κού μέ­ρους των λαϊ­κών στρω­μά­των : Είτε η συ­νέ­χι­ση της δια­τή­ρη­σής τους στο πεδίο της εκλο­γι­κής επιρ­ρο­ής του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, κάτω από ορι­σμέ­νες προ­ϋ­πο­θέ­σεις, με πα­ράλ­λη­λα φαι­νό­με­να αδρα­νο­ποί­η­σης και απο­χής, είτε η με­τα­στρο­φή τους σε μια ρι­ζο­σπα­στι­κή εναλ­λα­κτι­κή αντι­μνη­μο­νια­κή­διέ­ξο­δο κα­θο­λι­κής κοι­νω­νι­κής χει­ρα­φέ­τη­σης. Στην πρώτη πε­ρί­πτω­ση, που βρί­σκει το αντί­στοι­χό της στην κυ­βέρ­νη­ση της Κε­ντρο­α­ρι­στε­ράς του Δη­μο­κρα­τι­κού Κόμ­μα­τος στην Ιτα­λία, ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ δεν θα λει­τουρ­γεί βέ­βαια ως δύ­να­μη της Αρι­στε­ράς, ρόλο που έχει εγκα­τα­λεί­ψει με την πο­λι­τι­κή του 3ου μνη­μο­νί­ου, αλλά ως κυ­βερ­νη­τι­κή δια­χεί­ρι­ση της Κε­ντρο­α­ρι­στε­ράς, που κα­τορ­θώ­νει να ισορ­ρο­πεί ανά­με­σα στα μνη­μο­νια­κά μέτρα και σε μέτρα «ανα­κού­φι­σης» των κοι­νω­νι­κά «ασθε­νε­στέ­ρων και αδυ­νά­μων». Εγκα­τά­λει­ψη λοι­πόν των με­γά­λων ρι­ζο­σπα­στι­κών προσ­δο­κιών, γεί­ω­ση στο πεδίο του «πο­λι­τι­κού ρε­α­λι­σμού» και απο­φυ­γή της επι­δεί­νω­σης των όρων ζωής και ερ­γα­σί­ας των λαϊ­κών τά­ξε­ων με μέτρα που έχουν ως ανα­φο­ρά την κοι­νω­νι­κή αλ­λη­λεγ­γύη και το πρό­γραμ­μα αν­θρω­πι­στι­κής βο­ή­θειας (επι­λε­κτι­κή χο­ρή­γη­ση στοι­χειώ­δους δια­τρο­φής και ρεύ­μα­τος όπως και νο­σο­κο­μεια­κής πε­ρί­θαλ­ψης σε ακραία ανα­ξιο­πα­θού­σες ομά­δες του πλη­θυ­σμού).

Πι­στεύ­ε­ται δη­λα­δή ότι μ’ αυτό τον πο­λι­τι­κό δυι­σμό θα απο­τυ­πω­θεί μια κε­ντρο­α­ρι­στε­ρή φυ­σιο­γνω­μία, που μέσα στις πα­ρού­σες συν­θή­κες (πιέ­σε­ων των θε­σμών, προ­σφυ­γι­κής κρί­σης, κιν­δύ­νων νέας χρη­μα­το­πι­στω­τι­κής κα­τάρ­ρευ­σης, ανό­δου των ευ­ρω­παϊ­κών εθνι­κι­σμών κλπ.), και το τε­λευ­ταίο μνη­μό­νιο θα μπο­ρεί πιστά να εφαρ­μό­ζει, αλλά και να δια­μορ­φώ­νει ένα στοι­χειώ­δες «δίχτυ ασφα­λεί­ας» στα πιο εξα­θλιω­μέ­να τμή­μα­τα του πλη­θυ­σμού της χώρας. Μ’ αυτό τον τρόπο η κυ­βέρ­νη­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ θα κα­τορ­θώ­σει να δια­τη­ρή­σει ένα ση­μα­ντι­κό μέρος της προη­γού­με­νης εκλο­γι­κής της επιρ­ρο­ής, να πα­ρα­μεί­νει στο κε­ντρι­κό πο­λι­τι­κό σκη­νι­κό ως ο δη­μο­κρα­τι­κός φι­λο­λαϊ­κός πόλος του ση­με­ρι­νού δι­πο­λι­σμού, και έτσι να ξε­φύ­γει χωρίς με­γά­λες απώ­λειες από τη διέ­λευ­ση ανά­με­σα στις συ­μπλη­γά­δες πέ­τρες.           Ωστό­σο απο­δει­κνύ­ε­ται ότι αυτός ο δυι­σμός είναι σα­φέ­στα­τα ετε­ρο­βα­ρής, εφό­σον με τα μέτρα που εφαρ­μό­ζει πλήτ­τουν ισχυ­ρά τα συμ­φέ­ρο­ντα όχι μόνον της ερ­γα­τι­κής τάξης, αλλά και συ­νο­λι­κό­τε­ρα των με­σαί­ων και κα­τώ­τε­ρων μι­κρο­α­στι­κών στρω­μά­των της πόλης και της υπαί­θρου.

Τα πα­ρα­δείγ­μα­τα που προ­σφέ­ρει η σύγ­χρο­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα αφθο­νούν : Εξα­έ­ρω­ση επι­κου­ρι­κών τα­μεί­ων και ισχυ­ρή μεί­ω­ση κυ­ρί­ων συ­ντά­ξε­ων με το νέο τρόπο υπο­λο­γι­σμού τους. – Δια­τή­ρη­ση και προ­σαύ­ξη­ση των μέ­τρων φο­ρο­λο­γι­κής επι­βά­ρυν­σης των ερ­γα­ζο­μέ­νων και συ­ντα­ξιού­χων, όπως η αυ­ξη­μέ­νη έμ­με­ση φο­ρο­λο­γία, ο φόρος επί της κα­τοι­κί­ας κ.ά. – Επι­τά­χυν­ση της εκ­χώ­ρη­σης στο ιδιω­τι­κό επι­χει­ρη­μα­τι­κό κε­φά­λαιο των δη­μό­σιων επι­χει­ρή­σε­ων που και πα­ρα­γω­γι­κή λει­τουρ­γία εξα­σφα­λί­ζουν, και κερ­δο­φο­ρία πα­ρου­σιά­ζουν κλπ. Τέ­τοιου εί­δους γε­νι­κευ­μέ­να πλήγ­μα­τα που αφο­ρούν την συ­ντρι­πτι­κή πλειο­νό­τη­τα της ερ­γα­ζό­με­νης κοι­νω­νί­ας, δεν μπο­ρούν κατά κα­νέ­ναν τρόπο να αντι­σταθ­μι­στούν από μέτρα «πα­ράλ­λη­λου προ­γράμ­μα­τος», τη στιγ­μή που δεν αντι­με­τω­πί­ζουν το μεί­ζον ζή­τη­μα της ανερ­γί­ας που προ­κα­λεί τη λαϊκή εξα­θλί­ω­ση, ούτε το πρό­βλη­μα της νο­σο­κο­μεια­κής πε­ρί­θαλ­ψης (οι λί­στες ανα­μο­νής έχουν διευ­ρυν­θεί, το ια­τρι­κό προ­σω­πι­κό σπα­νί­ζει, η υλι­κο­τε­χνι­κή και φαρ­μα­κευ­τι­κή υπο­δο­μή πα­ρα­φθεί­ρο­νται) κλπ.

Άλ­λω­στε από την άλλη πλευ­ρά οι απαι­τή­σεις του χρη­μα­το­πι­στω­τι­κού κε­φα­λαί­ου όπως ανα­δει­κνύ­ο­νται από τους θε­σμι­κούς του εκ­προ­σώ­πους (τρά­πε­ζες, ευ­ρω­παϊ­κά όρ­γα­να κλπ.) στις ατε­λεύ­τη­τες δια­δι­κα­σί­ες δια­πραγ­μά­τευ­σης, γί­νο­νται ολο­έ­να και πιο απαι­τη­τι­κές. Και επει­δή η απο­μεί­ω­ση του δη­μό­σιου χρέ­ους, μετά την ολο­κλή­ρω­ση της τρέ­χου­σας αξιο­λό­γη­σης απο­τε­λεί μια «φα­ντα­σί­ω­ση» της ση­με­ρι­νής κυ­βέρ­νη­σης (απλά το μόνο που συ­ζη­τεί­ται είναι η επι­μή­κυν­ση του χρό­νου απο­πλη­ρω­μής και το ύψος των επι­το­κί­ων), ου­σια­στι­κά η εφαρ­μο­γή του 3ου μνη­μο­νί­ου γί­νε­ται έτσι ώστε να δια­μορ­φώ­νο­νται οι όροι υιο­θέ­τη­σης ενός 4ου μνη­μο­νί­ου και ούτω κα­θε­ξής. Κατά συ­νέ­πεια η τρο­χιά στην οποία κι­νεί­ται ο μνη­μο­νια­κός ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ εκ­φεύ­γει και του πε­δί­ου της Κε­ντρο­α­ρι­στε­ράς «αλά ιτα­λι­κά» και προ­σγειώ­νε­ται ανώ­μα­λα στο έδα­φος  της γυ­μνής αστι­κής δια­χεί­ρι­σης. Κι’ είναι αυτό που κα­θι­στά συ­νε­χώς εντο­νό­τε­ρη την απο­νο­μι­μο­ποί­η­ση της κυ­βέρ­νη­σης σε σχέση με τις λαϊ­κές της εκ­προ­σω­πή­σεις.

Οι σύν­θε­τοι όροι της ρι­ζο­σπα­στι­κής εναλ­λα­κτι­κής λύσης

Αν λοι­πόν η ση­με­ρι­νή κυ­βέρ­νη­ση οδη­γεί­ται στην απο­νο­μι­μο­ποί­η­σή της, και εφό­σον άλλες διέ­ξο­δοι εμ­φα­νί­ζο­νται ανε­δα­φι­κές να ακο­λου­θή­σουν οι ερ­γα­ζό­με­νες δυ­νά­μεις, τότε ως μο­να­δι­κή διέ­ξο­δος προ­βάλ­λει μια εναλ­λα­κτι­κή λύση με αντι­μνη­μο­νια­κά, ρι­ζο­σπα­στι­κά και αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, που βα­σί­ζε­ται τόσο σε στό­χους άμυ­νας του κι­νή­μα­τος, όσο και σε με­τα­βα­τι­κές ρι­ζο­σπα­στι­κές επι­διώ­ξεις, καθώς και σε μια γε­νι­κή στρα­τη­γι­κή κα­τεύ­θυν­ση της κα­θο­λι­κής λαϊ­κής χει­ρα­φέ­τη­σης. Βέ­βαια μια τέ­τοια προ­ο­πτι­κή δεν μπο­ρεί να προ­κύ­ψει αυ­το­μα­το­ποι­η­μέ­να, αν δη­λα­δή δεν δια­με­σο­λα­βή­σει η υλική πραγ­μα­το­ποί­η­ση αυτής της απο­νο­μι­μο­ποί­η­σης, μια δια­δι­κα­σία σύν­θε­τη, όπως αυτή άλ­λω­στε που είχε οδη­γή­σει τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στην κα­τά­κτη­ση της δια­κυ­βέρ­νη­σης της χώρας, με την απώ­λεια της νο­μι­μο­ποί­η­σης της μνη­μο­νια­κής πο­λι­τι­κής του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Η εκ νέου στρο­φή των λαϊ­κών στρω­μά­των προς τα αρι­στε­ρά δεν είναι εκ των προ­τέ­ρων δε­δο­μέ­νη.

Οι πα­ρά­γο­ντες που μπο­ρούν να κα­θο­ρί­σουν μια τέ­τοια εξέ­λι­ξη στην ση­με­ρι­νή πε­ρί­ο­δο είναι πολ­λα­πλοί, με­τα­ξύ των οποί­ων : Η αντι­πο­λι­τευ­τι­κή κί­νη­ση του κοι­νω­νι­κού και ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος. – Ένα ισχυ­ρό ρεύμα δια­νοη­τι­κού δια­φω­τι­σμού των λαϊ­κών συ­νει­δή­σε­ων με όρους ανά­λυ­σης και κρι­τι­κής της τρέ­χου­σας πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. –Μια συ­στη­μα­τι­κή επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία που απο­δο­μεί με πει­στι­κούς όρους τον κυ­ρί­αρ­χο πο­λι­τι­κό λόγο των αστι­κών δυ­νά­με­ων. – Μια πο­λι­τι­κή πρό­τα­ση που δια­μορ­φώ­νει συ­γκε­κρι­μέ­να τους εναλ­λα­κτι­κούς όρους της γε­νι­κευ­μέ­νης κοι­νω­νι­κής χει­ρα­φέ­τη­σης. Απαι­τεί­ται η συν­δρο­μή όλων αυτών των όρων προ­κει­μέ­νου να προ­α­χθεί η διάρ­ρη­ξη των σχέ­σε­ων εκ­προ­σώ­πη­σης του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ με με­γά­λα ερ­γα­τι­κά και λαϊκά στρώ­μα­τα.

Δεν μπο­ρεί προ­φα­νώς να υπάρ­ξει διέ­ξο­δος με την συν­δρο­μή ενός και μόνον από αυ­τούς τους πα­ρά­γο­ντες. Το αγω­νι­στι­κό κοι­νω­νι­κό κί­νη­μα όπως συμ­βαί­νει σή­με­ρα με το ασφα­λι­στι­κό νο­μο­σχέ­διο (αγρό­τες, δι­κη­γό­ροι, ερ­γα­ζό­με­νοι δη­μό­σιου τομέα), ακόμη και αν κα­τορ­θώ­σει να επι­φέ­ρει την ακύ­ρω­ση της ασφα­λι­στι­κής με­ταρ­ρύθ­μι­σης, δεν είναι αυ­το­νό­η­τα ικανό να ανοί­ξει εναλ­λα­κτι­κούς πο­λι­τι­κούς δρό­μους. Μια εν­δε­χό­με­νη απο­χώ­ρη­ση από τις νο­μι­σμα­τι­κές και δη­μο­σιο­νο­μι­κές ρυθ­μί­σεις της ζώνης του ευρώ εξί­σου δεν είναι από μόνη της επαρ­κής, αν δεν συ­νο­δεύ­ε­ται από βα­θιούς αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κούς με­τα­σχη­μα­τι­σμούς στο εσω­τε­ρι­κό του επι­χει­ρη­μα­τι­κού τομέα της ελ­λη­νι­κής οι­κο­νο­μί­ας κλπ. Πρό­κει­ται άρα για μια πο­λυ­σύν­θε­τη δια­δι­κα­σία κοι­νω­νι­κής, πο­λι­τι­κής και δια­νοη­τι­κής φύσης, στα πλαί­σια της οποί­ας ο υπο­κει­με­νι­κός πα­ρά­γο­ντας έχει να δια­δρα­μα­τί­σει κα­θο­ρι­στι­κό ρόλο. Απ’ αυτή την άποψη εκεί­νο που χρειά­ζε­ται ευθύς εξαρ­χής να επι­ση­μαν­θεί είναι το γε­γο­νός ότι σ’ όλα αυτά τα πεδία της τα­ξι­κής δια­πά­λης ορ­θώ­νο­νται Γόρ­διοι Δε­σμοί που και πρέ­πει να επι­λυ­θούν προ­κει­μέ­νου να ανοί­ξει ο εναλ­λα­κτι­κός ρι­ζο­σπα­στι­κός δρό­μος.

Α) Κατ’ αρχήν σ’ ό,τι αφορά την ίδια την κι­νη­μα­τι­κή διά­στα­ση της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας και των με­σαί­ων και κα­τώ­τε­ρων στρω­μά­των των μι­κρο­α­στι­κών τά­ξε­ων, σ’ όλη τη δί­μη­νη συ­γκυ­ρία (Ια­νουά­ριος – Φε­βρουά­ριος 2016) της αντι­πα­ρά­θε­σης για την ασφα­λι­στι­κή με­ταρ­ρύθ­μι­ση, ανα­δεί­χθη­κε μια με­γά­λη ανι­σο­μέ­ρεια, τέ­τοια που να υπο­νο­μεύ­ει την απο­τε­λε­σμα­τι­κή έκ­βα­ση του κι­νή­μα­τος. Από τη μια πλευ­ρά τα μι­κρο­με­σαία στρώ­μα­τα της δια­νοη­τι­κής (δι­κη­γό­ροι, μη­χα­νι­κοί) και της χει­ρω­να­κτι­κής (αγρό­τες) ερ­γα­σί­ας δρο­μο­λό­γη­σαν κι­νη­το­ποι­ή­σεις πα­ρα­τε­τα­μέ­νου χα­ρα­κτή­ρα (δια­κο­πή λει­τουρ­γί­ας δι­κα­στη­ρί­ων, απο­κλει­σμοί εθνι­κών οδών) με όρους δη­μο­κρα­τι­κό­τη­τας (μπλό­κα στην ύπαι­θρο, επι­τρο­πές αγώνα), που πραγ­μα­τι­κά επέ­φε­ραν ισχυ­ρό πλήγ­μα στην ασκού­με­νη κυ­βερ­νη­τι­κή πο­λι­τι­κή.

Εντού­τοις από την άλλη πλευ­ρά, στη σφαί­ρα της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας, με την σχε­τι­κή εξαί­ρε­ση ορι­σμέ­νων το­μέ­ων του δη­μο­σί­ου (το­πι­κή αυ­το­διοί­κη­ση, κα­θη­γη­τές μέσης εκ­παί­δευ­σης), ο κύ­ριος όγκος των ερ­γα­τι­κών δυ­νά­με­ων (ερ­γα­ζό­με­νοι ιδιω­τι­κού τομέα, άνερ­γοι, αδή­λω­τη ερ­γα­σία, συ­ντα­ξιού­χοι), δεν κα­τόρ­θω­σαν να κι­νη­το­ποι­η­θούν λόγω των κα­τα­στρε­πτι­κών μνη­μο­νια­κών πο­λι­τι­κών (πα­ρά­λυ­ση ερ­γα­ζο­μέ­νων από την πίεση των ανέρ­γων, αντι­κει­με­νι­κή αδυ­να­μία συ­ντα­ξιού­χων, δια­λυ­τι­κή κοι­νω­νι­κή κα­τά­στα­ση ανέρ­γων κλπ.). Έτσι, ακόμη και αν οι κι­νη­το­ποι­ή­σεις των πρώ­των επι­φέ­ρουν ορι­σμέ­να απο­τε­λέ­σμα­τα, με δε­δο­μέ­νη την κα­τά­στα­ση κα­τα­στο­λής που βρί­σκο­νται τα δεύ­τε­ρα, είναι δυ­σχε­ρέ­στα­τη η δια­μόρ­φω­ση των όρων της εναλ­λα­κτι­κής ρι­ζο­σπα­στι­κής διε­ξό­δου. Με ποιους τρό­πους άρα μπο­ρεί ο υπο­κει­με­νι­κός πα­ρά­γο­ντας να ενερ­γο­ποι­ή­σει την ερ­γα­τι­κή πλειο­ψη­φία του πλη­θυ­σμού, να επι­λύ­σει αυτό τον γρίφο ;

Β) Κα­τό­πιν, σ’ ό,τι αφορά το πο­λι­τι­κό επί­πε­δο στην ευ­ρύ­τη­τά του, η προ­ο­πτι­κή της αρι­στε­ρής εναλ­λα­κτι­κής διε­ξό­δου έχει να αντι­με­τω­πί­σει την μέχρι σή­με­ρα ήττα και των τριών εκ­δο­χών του προ­ο­δευ­τι­κού αρι­στε­ρού κι­νή­μα­τος : Την χρε­ο­κο­πία της ελ­λη­νι­κής σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας, που από τον με­ταρ­ρυθ­μι­σμό κα­τέ­λη­ξε στο νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό και στη μνη­μο­νια­κή πο­λι­τι­κή, εξού και η εκλο­γι­κή της κα­τάρ­ρευ­ση. – Την ήττα του ιστο­ρι­κού κομ­μου­νι­στι­κού ανα­το­λι­κού προ­τύ­που του «υπαρ­κτού σο­σια­λι­σμού» που έχει συ­μπα­ρα­σύ­ρει και τα αντί­στοι­χα κομ­μου­νι­στι­κά κόμ­μα­τα στην πο­λι­τι­κή πε­ρι­θω­ριο­ποί­η­ση. – Την απο­τυ­χία της ελ­λη­νι­κής Ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς που από φο­ρέ­ας προ­ώ­θη­σης με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κών πα­ρεμ­βά­σε­ων με­τα­τρά­πη­κε σε στυ­λο­βά­τη των πο­λι­τι­κών των μνη­μο­νί­ων. Βέ­βαια η αιτία αυτών των ηττών στην ιστο­ρία του λαϊ­κού κι­νή­μα­τος δεν προ­έρ­χε­ται ούτε από την φύση του κομ­μου­νι­στι­κού ή σο­σια­λι­στι­κού κι­νή­μα­τος ούτε από την ανε­πάρ­κεια της μαρ­ξι­στι­κής θε­ω­ρί­ας του επι­στη­μο­νι­κού σο­σια­λι­σμού.

Κα­θο­ρι­στι­κός πα­ρά­γο­ντας και στις τρεις αυτές πε­ρι­πτώ­σεις (εμπει­ρί­ες ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ και ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ) στά­θη­κε το γε­γο­νός ότι η κί­νη­ση των λαϊ­κών τά­ξε­ων προς την επι­ζή­τη­ση με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κών αλ­λα­γών και στρα­τη­γι­κών στό­χων­χει­ρα­φέ­τη­σης, ηγε­μο­νεύ­τη­κε ασφυ­κτι­κά από στρώ­μα­τα των κυ­ρί­αρ­χων τά­ξε­ων του αστι­κού συ­να­σπι­σμού εξου­σί­ας, πράγ­μα που προ­κά­λε­σε την απο­τυ­χία τους. Στο με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κό ερ­γα­τι­κό κί­νη­μα της με­τα­πο­λί­τευ­σης ηγε­μό­νευ­σε η αστι­κή πο­λι­τι­κή του ΠΑΣΟΚ, που σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση επε­δί­ω­κε την μα­κρο­πρό­θε­σμη στα­θε­ρο­ποί­η­ση των κα­πι­τα­λι­στι­κών σχέ­σε­ων εκ­με­τάλ­λευ­σης και εξου­σί­ας. -  Στο συν­δι­κα­λι­στι­κό λαϊκό κί­νη­μα της πα­ρα­δο­σια­κής Αρι­στε­ράς ηγε­μό­νευ­σε η αντί­λη­ψη του «σο­βιε­τι­κού σο­σια­λι­σμού» του ΚΚΕ, που δεν ήταν παρά η επι­κυ­ριαρ­χία της κρα­τι­κής, κομ­μα­τι­κής και επι­χει­ρη­μα­τι­κής γρα­φειο­κρα­τί­ας επί της ερ­γα­τι­κής τάξης, μέσα σ’ ένα πλαί­σιο δε­σπο­τι­κού κρα­τι­κού κα­πι­τα­λι­σμού. – Στο ρι­ζο­σπα­στι­κό κί­νη­μα ερ­γα­τι­κής εκ­προ­σώ­πη­σης που ήταν ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ηγε­μό­νευ­σε στην τριε­τή τε­λι­κή πε­ρί­ο­δο της εξέ­λι­ξής του(Ιού­νιος 2012 – Ιού­λιος 2015) η μι­κρο­α­στι­κή εκ­συγ­χρο­νι­στι­κή πο­λι­τι­κή των νέων μι­κρο­α­στι­κών τά­ξε­ων της δια­νοη­τι­κής ερ­γα­σί­ας, που επέ­φε­ρε την αστι­κή πο­δη­γέ­τη­ση του φαι­νο­μέ­νου.

Και στις τρεις πε­ρι­πτώ­σεις οι δυ­νά­μεις της ερ­γα­τι­κής χει­ρα­φέ­τη­σης δεν στά­θη­καν επαρ­κείς να απο­κτή­σουν τον συ­νο­λι­κό έλεγ­χο και να απο­τυ­πώ­σουν την δική τους ηγε­μο­νία. Έτσι σή­με­ρα η αρι­στε­ρή εναλ­λα­κτι­κή διέ­ξο­δος (σε σχέση με τα μνη­μό­νια, το δη­μό­σιο χρέος, την κρίση υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης, τον κορσέ της ζώνης του ευρώ κλπ.) έχει να επι­τε­λέ­σει το τι­τά­νιο έργο της υπέρ­βα­σης αυτών των τριών ιστο­ρι­κών χρε­ο­κο­πιών, προ­βάλ­λο­ντας στο προ­σκή­νιο με εντε­λώς και­νού­ριους όρους που να υπερ­βαί­νουν τα υλικά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά των ετε­ρο­γε­νών ηγε­μο­νιών επί των λαϊ­κών ερ­γα­τι­κών δυ­νά­με­ων. Ανα­δει­κνύ­ε­ται η επάρ­κεια και το σθέ­νος να ση­κω­θεί αυτό το ιστο­ρι­κό βάρος, τρο­φο­δο­τώ­ντας ένα γε­νι­κευ­μέ­νο κί­νη­μα κα­θο­λι­κής χει­ρα­φέ­τη­σης και απε­λευ­θέ­ρω­σης, να ποιος είναι ένας δεύ­τε­ρος γόρ­διος δε­σμός που έχου­με να λύ­σου­με.

Γ) Στη συ­νέ­χεια, καί­ριας ση­μα­σί­ας είναι τόσο ο δια­φω­τι­σμός του πο­λι­τι­κού υπο­κει­μέ­νου, όσο και των ερ­γα­τι­κών και λαϊ­κών συλ­λο­γι­κο­τή­των από την κρι­τι­κή μαρ­ξι­στι­κή ανά­λυ­ση της σύγ­χρο­νης οι­κο­νο­μι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Αυτό γιατί με αφε­τη­ρία το κρί­σι­μο με­ταίχ­μιο του 1990 (κα­τάρ­ρευ­ση «υπαρ­κτού σο­σια­λι­σμού», έναρ­ξη νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης επέ­λα­σης),  κυ­ριάρ­χη­σαν τα δόγ­μα­τα και οι μυ­θο­λο­γί­ες της νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης ιδε­ο­λο­γί­ας, εκτο­πί­ζο­ντας τις προη­γού­με­νες μαρ­ξι­στι­κές επιρ­ρο­ές. Ακρι­βώς στη διάρ­κεια της δε­κα­πε­ντα­ε­τί­ας του «με­τα­πο­λι­τευ­τι­κού ρι­ζο­σπα­στι­σμού» (1974 – 1989), είχε υπάρ­ξει μια σχε­τι­κή άν­θι­ση των πο­λύ­μορ­φων ρευ­μά­των του μαρ­ξι­σμού, με ισχυ­ρές απο­κλί­σεις με­τα­ξύ τους, όμως πά­ντο­τε με την επι­μο­νή στην μαρ­ξι­στι­κή ανα­φο­ρά : Ρεύ­μα­τα του σο­βιε­τι­κού, ανα­νε­ω­τι­κού, σο­σια­λι­στι­κού, αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κού μαρ­ξι­σμού, που προ­φα­νώς και αντι­μά­χο­νταν με­τα­ξύ τους, ωστό­σο δια­τη­ρού­σαν ανοι­χτό το πεδίο της λαϊ­κής ιδε­ο­λο­γι­κής ανα­ζή­τη­σης.

Εντού­τοις ήδη από την δε­κα­ε­τία του 1980 και κυ­ρί­ως στο επό­με­νο διά­στη­μα προ­έ­κυ­ψε μία έντο­νη με­τα­στρο­φή εν­σω­μά­τω­σης των μαρ­ξι­στι­κών κρι­τι­κών ρευ­μά­των στους αστι­κούς κρα­τι­κούς μη­χα­νι­σμούς και εξί­σου στην πα­νε­πι­στη­μια­κή εκ­παί­δευ­ση, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο απο­χαι­ρε­τού­σαν τα επα­να­στα­τι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά, την ανε­ξαρ­τη­σία και την έρευ­να σε σχέση με την  ίδια την εξέ­λι­ξη του ερ­γα­τι­κού και λαϊ­κού κι­νή­μα­τος. Η κα­τάρ­ρευ­ση προ­φα­νώς του ανα­το­λι­κού κοι­νω­νι­κού προ­τύ­που, οι σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κές με­ταλ­λά­ξεις των με­γά­λων δυ­τι­κο­ευ­ρω­παϊ­κών ΚΚ, καθώς και το αδιέ­ξο­δο του ενιαί­ου Συ­να­σπι­σμού στο με­ταίχ­μιο του 1990, ήταν αυτά που τρο­φο­δό­τη­σαν την πε­ρι­θω­ριο­ποί­η­ση της μαρ­ξι­στι­κής ανα­λυ­τι­κής σκέ­ψης. Επι­κρά­τη­σε έτσι μέχρι σή­με­ρα μια αρι­στε­ρή πο­λι­τι­κή στις διά­φο­ρες εκ­δο­χές της, χωρίς όμως ιδιαί­τε­ρη δια­σύν­δε­ση με την μαρ­ξι­στι­κή θε­ω­ρία και πο­λι­τι­κή, με επι­ζή­μιες πο­λι­τι­κές συ­νέ­πειες. Δεν έχει να σκε­φτεί κα­νείς παρά το ολο­κλη­ρω­τι­κό δια­ζύ­γιο της πλειο­νό­τη­τας των δυ­νά­με­ων του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ με τον μαρ­ξι­σμό, το εξο­βε­λι­σμό του από κάθε κοι­νω­νι­κή και οι­κο­νο­μι­κή ανά­λυ­ση, την επι­κρά­τη­ση έτσι του εμπει­ρι­σμού, γε­γο­νός που συ­νέ­βα­λε και αυτό στην μνη­μο­νια­κή του με­τα­στρο­φή.

Φυ­σι­κά οι συ­νέ­πειες της σχε­τι­κής απο­στα­σιο­ποί­η­σης Αρι­στε­ράς και μαρ­ξι­σμού είναι πο­λύ­μορ­φες. Αρκεί ένα και μόνον πα­ρά­δειγ­μα για να το κα­τα­δεί­ξει : Η ανα­φο­ρά στα συ­νε­χή μνη­μό­νια ως αφε­τη­ρία της ση­με­ρι­νής λαϊ­κής εξα­θλί­ω­σης, και άρα της ανά­γκης κα­τάρ­γη­σής τους, ενώ πο­λι­τι­κά είναι η εν­δε­δειγ­μέ­νη και ανα­γκαία, δεν είναι επαρ­κής στην ερ­μη­νεία των μνη­μο­νί­ων και στην απο­τύ­πω­ση των όρων απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας μιας αντι­μνη­μο­νια­κής πο­λι­τι­κής.  Απε­να­ντί­ας εκεί­νο που συμ­βαί­νει είναι ότι στο επί­κε­ντρο βρί­σκε­ται εδώ και μια οκτα­ε­τία η με­γά­λη κρίση υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης του κε­φα­λαί­ου με την τρα­γι­κή συ­νέ­πεια της μα­ζι­κής ανερ­γί­ας, και η αστι­κή τάξη της χώρας από κοι­νού με την ένωση των ευ­ρω­παϊ­κών αστι­κών τά­ξε­ων, επέ­βα­λαν τα μνη­μό­νια για να εξα­σφα­λί­σουν την αντι­με­τώ­πι­ση της κρί­σης από το επι­χει­ρη­μα­τι­κό κε­φά­λαιο. Κατά συ­νέ­πεια ακόμη και αν τα μνη­μό­νια ακυ­ρω­θούν, αυτό δεν μπο­ρεί να έχει απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τα παρά σε συ­νάρ­τη­ση με μια πο­λι­τι­κή που επι­ζη­τεί την έξοδο από την κρίση σε μια αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή κα­τεύ­θυν­ση προς όφε­λος της μι­σθω­τής ερ­γα­σί­ας και σε βάρος του κε­φα­λαί­ου. Στην πρώτη πε­ρί­πτω­ση επι­κρα­τεί ένας εμπει­ρι­σμός, που φυ­σι­κά προ­σα­να­το­λί­ζει σε ανα­γκαί­ε­ςαλ­λά ανε­παρ­κείς κα­τευ­θύν­σεις, στην δεύ­τε­ρη η μαρ­ξι­στι­κή οι­κο­νο­μι­κή ανά­λυ­ση της κρί­σης ανα­πα­ρα­γω­γής του κε­φα­λαί­ου, που μπο­ρεί να υπο­δεί­ξει τους δρό­μους υπέρ­βα­σής της από τη σκο­πιά των λαϊ­κών τά­ξε­ων.

Το με­γα­λύ­τε­ρο μέρος των μαρ­ξι­στών δια­νο­ου­μέ­νων, δια­φο­ρε­τι­κών απο­χρώ­σε­ων, έχουν με­τα­τρα­πεί σε ορ­γα­νι­κούς δια­νο­ου­μέ­νους των αστι­κών κρα­τι­κών μη­χα­νι­σμών, ενώ οι εστί­ες λει­τουρ­γί­ας της ορ­γα­νι­κής δια­νό­η­σης της ερ­γα­τι­κής τάξης είναι πε­ριο­ρι­σμέ­νες. Στη ση­με­ρι­νή πε­ρί­ο­δο η κρίση έχει ανα­δεί­ξει μια «πε­ρίσ­σεια» δια­νοη­τι­κού δυ­να­μι­κού στο πρό­σω­πο των δε­κά­δων χι­λιά­δων νέων που είναι κά­το­χοι μιας μορ­φής πα­νε­πι­στη­μια­κής γνώ­σης, και στε­ρού­νται των δυ­να­το­τή­των απα­σχό­λη­σης και άρα κοι­νω­νι­κής εν­σω­μά­τω­σης και ανέ­λι­ξης στην κοι­νω­νι­κή ιε­ραρ­χία. Μπο­ρεί μέσα στα πλαί­σια αυτού του δια­νοη­τι­κού δυ­να­μι­κού, που απορ­ρί­πτε­ται από το ση­με­ρι­νό σύ­στη­μα της αστι­κής κυ­ριαρ­χί­ας, ν’ αν­θί­σει μια και­νού­ρια άνοι­ξη του μαρ­ξι­στι­κού δια­φω­τι­σμού, απα­ραί­τη­της προ­ϋ­πό­θε­σης για κάθε προ­ο­πτι­κή γε­νι­κευ­μέ­νης λαϊ­κής χει­ρα­φέ­τη­σης, να λει­τουρ­γή­σει αυτό το δυ­να­μι­κό ως «δια­με­σο­λα­βη­τής» με­τα­ξύ της μαρ­ξι­στι­κής θε­ω­ρί­ας και της ερ­γα­ζό­με­νης κοι­νω­νί­ας ;

Ετικέτες