Συμβολή στον διάλογο για την Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της Λαϊκής Ενότητας
Στις τέσσερεις δεκαετίες της μεταπολιτευτικής διαδρομής της ελληνικής κοινωνίας, η μεγάλη πλειονότητα της εργατικής τάξης και της μισθωτής εργασίας ευρύτερα, στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα της οικονομίας, επέλεξε την πολιτική της εκπροσώπηση είτε δια μέσου της σοσιαλδημοκρατίας, είτε στη σημερινή περίοδο δια μέσου της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η μία διαδικασία κράτησε ένα μακρόχρονο διάστημα, με αφετηρία τις βουλευτικές εκλογές του 1977, όπου το ΠΑΣΟΚ είχε αναδειχθεί αξιωματική αντιπολίτευση με 27% της λαϊκής ετυμηγορίας, μέχρι την εκλογική αναμέτρηση του Ιουνίου 2012, όπου πλέον καταγράφηκε η κατάρρευση των σοσιαλδημοκρατικών πολιτικών εκπροσωπήσεων των λαϊκών τάξεων. Η διατήρηση του ΠΑΣΟΚ στο κέντρο της πολιτικής ζωής της χώρας επί μια ολόκληρη 35ετία οφείλονταν κυρίως στο γεγονός ότι στη δεκαετία του 1980, όπου κατείχε την διακυβέρνηση επί δύο συνεχόμενες τετραετίες, άσκησε μια μεταρρυθμιστική πολιτική, μέσα στα πλαίσια βέβαια της σταθεροποίησης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής.
Οι ιστορικές μετατοπίσεις των λαϊκών εκπροσωπήσεων
Έτσι ενδεικτικά δημιούργησε το εκτενές δίκτυο των τεχνολογικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, προχώρησε στην θεσμοθέτηση και εφαρμογή του ΕΣΥ, υλοποίησε τον εκδημοκρατισμό της συνδικαλιστικής νομοθεσίας, άσκησε μια στοιχειωδώς αναδιανεμητική εισοδηματική πολιτική κλπ. Έτσι, παρόλη την μεγάλη μεταστροφή του στα μέσα της δεκαετίας του 1990 προς το νεοφιλελευθερισμό, διατήρησε τις πολιτικές εργατικές του εκπροσωπήσεις επί μια ολόκληρη 20ετία, επειδή ακριβώς οι λαϊκές τάξεις, παρόλη αυτή την μεταστροφή, το έβλεπαν ως τον «φορέα φιλολαϊκής πολιτικής», απέναντι στην συντηρητική παράταξη που ανοιχτά υπερασπίζονταν τα συμφέροντα της αστικής τάξης και των ανώτερων μικροαστικών στρωμάτων. Η υιοθέτηση της μνημονιακής πολιτικής από την άνοιξη του 2010 και μέχρι το καλοκαίρι του 2012 επέφερε την απονομιμοποίηση της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, και οι εκλογές του Ιανουαρίου 2015 επισφράγισαν την μαζική μετατόπιση της κοινωνικής της βάσης προς τα αριστερά, και στην προκειμένη περίπτωση τον ΣΥΡΙΖΑ.
Παράλληλα, η μακροχρόνια κυριαρχία της σοσιαλδημοκρατίας βασίζονταν στις οργανικές σχέσεις που είχαν αναπτυχθεί ανάμεσα σε βασικές μορφές του εργατικού συνδικαλισμού (εργοστασιακά σωματεία, δημόσιοι υπάλληλοι, κοινωφελείς επιχειρήσεις) και στην πολιτική πρακτική του ΠΑΣΟΚ, τουλάχιστον στις δεκαετίες 1980 – 90. Δεν επρόκειτο δηλαδή απλά για την έκφραση των εκλογικών προτιμήσεων της πλειονότητας της εργατικής τάξης, αλλά ακόμη περισσότερο για την οργανική σύνδεση των κοινωνικών πρακτικών με την πολιτική διακυβέρνηση ή αντιπολίτευση της σοσιαλδημοκρατίας. Αυτοί οι δεσμοί διατηρήθηκαν ακόμη και μέχρι σήμερα, παρόλη προφανώς την καταφανή παραφθορά και καθίζηση των αντίστοιχων θεσμικών συνδικαλιστικών εκπροσωπήσεων.
Στην σύγχρονη περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, προς τον οποίο πραγματοποιήθηκε η στροφή προς τα αριστερά των εργαζομένων στρωμάτων, τα πράγματα εξελίσσονται εντελώς διαφορετικά, γιατί ακριβώς απουσιάζουν και οι δύο όροι που είχαν κρατήσει την ελληνική σοσιαλδημοκρατία στο επίκεντρο της πολιτικής ζωής της χώρας. Από τη μια πλευρά ο σχηματισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, αφότου εδώ και έναν χρόνο ανέλαβε την κυβερνητική διαχείριση, δεν άσκησε κανενός είδους κοινωνική αναδιανεμητική πολιτική, παρά τις περί του αντιθέτου δεσμεύσεις του, γιατί ακριβώς ήδη από το καλοκαίρι του 2012 είχε δρομολογήσει μια πορεία προσέγγισης με την αστική τάξη της χώρας και την ευρωπαϊκή ένωση των αστικών τάξεων, και υπόκλισης στα συμφέροντα της καπιταλιστικής ανάπτυξης.Το «να πληρώσουν οι πλούσιοι» ή η αποκατάσταση του κατώτατου μισθού και των αποδοχών των συλλογικών συμβάσεων εξοβελίστηκαν από το οπτικό πεδίο της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Απεναντίας με την εφαρμογή του 3ου μνημονίου όχι μόνον διατήρησε και συνέχισε την πολιτική εισοδηματικής λιτότητας σε βάρος των λαϊκών τάξεων, αλλά επιβάρυνε ακόμη περισσότερο την φορολόγησή τους, δεν αντιμετώπισε την υπερμεγέθη ανεργία και μειώνει ακόμη παραπέρα τις ήδη αποψιλωμένες συντάξεις.
Αλλά και από την άλλη πλευρά, η Ριζοσπαστική Αριστερά δεν διαμόρφωσε σχέσεις οργανικής εκπροσώπησης των κυριαρχούμενων τάξεων, δηλαδή ανάδειξης ενδιάμεσων συνδικαλιστικών διαμεσολαβήσεων : Η παρουσία των εργατικών δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ, παρόλη την σχετική τους ριζοσπαστικότητα, παρέμειναν περιθωριακό φαινόμενο, κάτω από την βαριά σκιά της εκλογικής επιρροής και εκπροσώπησης. Έτσι οι πολιτικές σχέσεις της σημερινής κυβερνητικής πλειοψηφίας (μια και άλλωστε η υπόσταση του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ έχει εξανεμιστεί), με τα εκπροσωπούμενα λαϊκά στρώματα είναι εξαιρετικά εύθραυστες και περιορισμένης χρονικής εμβέλειας, σε σχέση με την ιστορική εμπειρία του ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ αντιπροσώπευσε έναν αυθεντικό μεταρρυθμιστικό σχηματισμό, που είχε τα δύο βασικά χαρακτηριστικά της σοσιαλδημοκρατίας : Αναδιανεμητική πολιτική και κοινωνικές εκπροσωπήσεις. Οδηγήθηκε στην χρεοκοπία γιατί υποκλίθηκε στις ανάγκες αποκατάστασης της κερδοφορίας ενός ελληνικού καπιταλισμού σε βαθειά κρίση, και εξ αυτού του λόγου έχασε την λαϊκή του νομιμοποίηση.
Απεναντίας ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αντιπροσωπεύει ένα τέτοιου είδους πολιτικό φαινόμενο, γιατί ούτε αναδιανεμητική πολιτική είχε το σθένος να εφαρμόσει, ούτε και εργατικές συνδικαλιστικές εκπροσωπήσεις να συγκροτήσει. Μ’ αυτή την έννοια δεν μπορεί να ταυτίζεται με την ιστορική σοσιαλδημοκρατία, παρόλο που κατέληξε και αυτός στη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξή του εφόσον απουσίαζαν τα δύο θεμελιώδη σοσιαλδημοκρατικά χαρακτηριστικά. Έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ υπήρξε περισσότερο η πολιτική έκφραση ενός λαϊκού ριζοσπαστισμού, συγκροτημένου στο έδαφος της αντιπαλότητας στη μνημονιακή πολιτική, που όμως από τη στιγμή που αναδείχθηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση και έβαλε πλώρη για την κυβερνητική εξουσία, κυριαρχήθηκε από τμήματα των μικροαστικών τάξεων της διανοητικής εργασίας, τα οποία και αποτύπωσαν την δική τους εκσυγχρονιστική, φιλοευρωπαϊκή και αστική σε τελική ανάλυση ηγεμονία για την πορεία των πραγμάτων.
Η απονομιμοποίηση της κυβερνητικής πολιτικής με όλα τα μνημονιακά μέτρα που εφαρμόζει δημιουργεί εκ νέου ρήγμα ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και στα εκπροσωπούμενα εργατικά στρώματα, που παραμένουν χωρίς πολιτική εκπροσώπηση στο επίπεδο άμυνας και προάσπισης των θεμελιωδών ταξικών τους συμφερόντων, γεγονός που καθιστά την Ριζοσπαστική Αριστερά στα σίγουρα σαφή μειοψηφία στο επίπεδο των λαϊκών προτιμήσεων. Εντούτοις αυτή η εκ των πραγμάτων «αποστασιοποίηση» της εργαζόμενης πλειοψηφίας, μετά την διπλή ιστορική ήττα του σοσιαλδημοκρατικού μεταρρυθμισμού και του μικροαστικού εκσυγχρονισμού, δεν μεταστρέφεται άμεσα προς άλλες κατευθύνσεις που θα μπορούσε να βαδίσει.
Δρόμοι ερμητικά κλειστοί για την εργαζόμενη πλειοψηφία
Το ΚΚΕ το οποίο δεν αξιοποίησε ούτε στο ελάχιστο την λαϊκή στροφή προς τα αριστερά στα προηγούμενα χρόνια (απεναντίας είδε τις δυνάμεις του να συρρικνώνονται), συνεχίζει να αδυνατεί να αποτελέσει ελκτικό πόλο λαϊκής πολιτικής συσπείρωσης, παρόλη την φαινομένη «δυναμική» των ισχνών ούτως ή άλλως κοινωνικών του εκπροσωπήσεων. Αυτό δεν οφείλεται στο γεγονός ότι οι εργατικές συνειδήσεις δεν είναι αρκετά «ώριμες», ούτε στο ότι προκαλεί δέος με τις μεγάλες οικονομικές αλλαγές που ευαγγελίζεται. Απεναντίας τα λαϊκά στρώματα δεν το πλαισιώνουν, παρόλες τις μετακινήσεις που έχουν καταγραφεί στα τελευταία χρόνια γιατί : Συνεχίζει και προβάλλει ως πρότυπο κοινωνικής οργάνωσης τον δεσποτικό κρατικό καπιταλισμό του «υπαρκτού σοσιαλισμού», πράγμα εξαιρετικά απωθητικό για τις εργατικές τάξεις της Δύσης. – Λειτουργεί πολιτικά θέτοντας την στρατηγική στο πεδίο της τακτικής, εξοβελίζοντας το σοσιαλιστικό μέλλον στο υπερπέραν και αδυνατώντας να συνδέσει οργανικά το κίνημα του ιστορικού παρόντος με μια αντικαπιταλιστική προοπτική κλπ.
Παράλληλα αυτός ο εργατικός κόσμος του ιδιωτικού τομέα, των συνταξιούχων, των ανέργων και της νεολαίας, αποδεικνύεται ότι σε καμία περίπτωση δεν μεταστρέφεται προς το νεοναζισμό της Χρυσής Αυγής, για πολλαπλούς λόγους : Πρώτα απ’ όλα γιατί διέπεται από μια ιστορική δημοκρατική παράδοση καθόλη τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους του 20ου αιώνα και από το γεγονός ότι έχει υποφέρει τα μέγιστα από δικτατορίες και διώξεις του κράτους της εθνικοφροσύνης. – Στη συνέχεια γιατί αυτό το πολιτικό μόρφωμα είναι πραγματικά εγκληματική οργάνωση (που εντούτοις κυκλοφορεί και δρα ελεύθερο, παρόλες τις ποινικές διώξεις που είχαν ασκηθεί), που δεν μπορεί να συσπειρώσει παρά λούμπεν κοινωνικά στοιχεία του «μαύρου μετώπου» (μηχανισμοί ασφαλείας, εθνικιστικά κέντρα, εκκλησιαστικοί κύκλοι) και παραφθαρμένες μερίδες της μικροαστικής τάξης. Είναι εντελώς διαφορετική η περίπτωση του γαλλικού Εθνικού Μετώπου, που δεν έχει αναδείξει σε καμία περίπτωση εγκληματικές δραστηριότητες και έχει κατορθώσει να προσελκύσει λαϊκά στρώματα που ιστορικά άφησε ακάλυπτα το γαλλικό ΚΚ.
Τέλος η «αποστασιοποίηση» των λαϊκών τάξεων από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να στραφεί προς την κλασική συντηρητική παράταξη της ΝΔ, γιατί από ιστορικό πολιτικό και κοινωνικό ένστικτο ο εργαζόμενος κόσμος νιώθει απέχθεια προς μια παράταξη που έχει συμβάλλει σε όλα τα δεινά της νεοελληνικής ιστορίας. Η ΝΔ δεν μπορεί να συγκεντρώνει παρά την στήριξη της αστικής τάξης και των μικρομεσαίων στρωμάτων, καθώς και τμήματος της δημοσιοϋπαλληλίας, και έτσι η απήχησή της έχει οροφή που δεν μπορεί να ξεπεράσει, τουλάχιστον με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα της. Άλλωστε είναι καθαρή και ανοιχτή η εχθρότητα της συντηρητικής παράταξης προς τον κόσμο των κυριαρχούμενων τάξεων, στον οποίο δεν μπορεί να δώσει καμία προοπτική.
Παράμετροι της κοινωνικής κατάστασης της εργατικής τάξης
Μ’ αυτά τα δεδομένα, πώς εμφανίζεται τελικά η κοινωνική «κατάσταση» της μισθωτής εργασίας στις σημερινές συνθήκες όπου επιχειρείται η υλοποίηση ενός νέου μνημονίου, στην ίδια τροχιά με εκείνα του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ;
1)Στο οικονομικό επίπεδο είναι χαρακτηριστική η εξαθλίωση που έχει καταλάβει μεγάλα τμήματα της εργαζόμενης πλειοψηφίας (άνεργοι, χαμηλοσυνταξιούχοι, εργαζόμενοι με ελαστική απασχόληση ή στην ζώνη της αδήλωτης εργασίας, χαμηλοσυνταξιούχοι, νεολαία απόφοιτη των ΑΕΙ και των ΤΕΙ κλπ.). Και ταυτόχρονα η ριζική υποβάθμιση των υπολοίπων στρωμάτων της μισθωτής εργασίας (εργαζόμενοι ιδιωτικού και δημόσιου τομέα κ.ά.) συμπληρώνει μια συνολική εικόνα που τείνει να έχει πλέον τριτοκοσμικά χαρακτηριστικά, και να οδηγείται ευθέως στην υποβάθμιση των λαϊκών τάξεων βαλκανικών χωρών στην τελευταία εικοσιπενταετία της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης (π.χ. Βουλγαρίας, Ρουμανίας).
2)Στο κοινωνικό επίπεδο, η μεγάλη πλειονότητα των λαϊκών στρωμάτων δεν διαθέτει πλέον συλλογικότητες ανάπτυξης συνδικαλιστικών πρακτικών, τουλάχιστον αμυντικής φύσης, αν όχι επιθετικής αντεπίθεσης. Με μοναδική εξαίρεση την λειτουργία συνδικαλιστικών εκπροσωπήσεων στον δημόσιο τομέα (όπου όμως η επαναπρόσληψη των υπαλλήλων που είχαν απολυθεί δημιουργεί μια αδράνεια και στασιμότητα), οι τρεις άλλες κατηγορίες (εργαζόμενοι καπιταλιστικής παραγωγής, άνεργοι και πλειοψηφικά νέοι, συνταξιούχοι), βρίσκονται αντικειμενικά σε καθεστώς ισχυρής καταστολής εξ αιτίας δύο παραγόντων : Από τη μια πλευρά της παραλυτικής επίδρασης των ανέργων επί της ενεργού εργασίας, της απουσίας συλλογικής δικτύωσης εντός των τάξεων της ανεργίας, και της δυσχέρειας κίνησης μεγάλου μέρους των συνταξιούχων για καθαρά αντικειμενικούς λόγους (καταπόνηση ζωής, ασθένειες κ.ά.). – Από την άλλη πλευρά, τα πλήγματα εισοδηματικής λιτότητας που έχουν καταφέρει οι μνημονιακές πολιτικές την τελευταία πενταετία, καθιστούν την δυνατότητα απεργιακής κινητοποίησης εξαιρετικά οδυνηρή από μισθολογική άποψη αν όχι απαγορευτική.
3)Τέλος, στο πολιτικό επίπεδο, συνεχίζεται η ενστικτωδώς ταξική στάση των εργαζομένων προς τα κλασικά αστικά πολιτικά κόμματα του μνημονιακού τόξου (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι), δηλαδή η απόρριψή τους. Εντούτοις, ο ανεπαρκής τρόπος προσέγγισης του κοινωνικού ζητήματος και της κίνησης των λαϊκών τάξεων από την πλευρά της παραδοσιακής κομμουνιστικής Αριστεράς δεν προσελκύει τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, ενώ οποιαδήποτε μεταστροφή τους προς το νεοναζισμό αποκρούεται με απέχθεια. Έτσι εκείνο που κυρίως κυριαρχεί ακόμη σήμερα είναι η απογοήτευση, η σύγχυση, η αποστασιοποίηση, η αδρανοποίηση, που υποδηλώνει μια στάση διάψευσης των προσδοκιών από την διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς όμως αυτό να οδηγεί την λαϊκή εκλογική του επιρροή, κατά τρόπο ενεργό, προς εναλλακτικούς ριζοσπαστικούς προσανατολισμούς και αριστερές εναλλακτικές λύσεις.
Αυτοί είναι οι λόγοι που στο πολιτικό προσκήνιο έχουν αναδειχθεί με αντίστοιχες ισχυρές κινητοποιήσεις μόνον τμήματα των μεσαίων και κατώτερων μερίδων των μικροαστικών τάξεων, ιδιαίτερα της διανοητικής (δικηγόροι, μηχανικοί) και της χειρωνακτικής (αγρότες) εργασίας, με αφορμή την κοινωνική αντιπαλότητα απέναντι στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση που συνεχίζει την αποψίλωση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων. Τα στρώματα αυτά έχουν την δυνατότητα ως εκ της επαγγελματικής τους θέσης, να προχωρούν σε μακροχρόνια κινητοποίηση, που προφανώς έχει οικονομικό κόστος για τα ίδια, ωστόσο όμως δεν φτάνει στο σημείο που να προκαλεί ανήκεστο βλάβη στην παραγωγική τους κατάσταση (με την παρατεταμένη αποχή τους δεν χάνουν τους ελκυστήρες, τα χωράφια, το γραφείο ή την πελατεία τους). Η μισθωτή εργασία που βρίσκεται στην κατάσταση ισχυρής καταστολής, ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, αλλά και σε έναν βαθμό στο δημόσιο, αδυνατεί να βγει αγωνιστικά στο πολιτικό προσκήνιο, με αποτέλεσμα η συνολική συνδικαλιστική πίεση που έχει ασκηθεί στο τελευταίο δίμηνο Ιανουάριου – Φεβρουάριου 2016, να είναι μεν σημαντική, μακριά όμως από το αναγκαίο επίπεδο του να είναι αποτελεσματική.
Η ανέφικτη εκδοχή της Κεντροαριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ
Μ’ αυτά τα δεδομένα δύο είναι οι προοπτικές πολιτικής έκφρασης ενός σημαντικού μέρους των λαϊκών στρωμάτων : Είτε η συνέχιση της διατήρησής τους στο πεδίο της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, με παράλληλα φαινόμενα αδρανοποίησης και αποχής, είτε η μεταστροφή τους σε μια ριζοσπαστική εναλλακτική αντιμνημονιακήδιέξοδο καθολικής κοινωνικής χειραφέτησης. Στην πρώτη περίπτωση, που βρίσκει το αντίστοιχό της στην κυβέρνηση της Κεντροαριστεράς του Δημοκρατικού Κόμματος στην Ιταλία, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα λειτουργεί βέβαια ως δύναμη της Αριστεράς, ρόλο που έχει εγκαταλείψει με την πολιτική του 3ου μνημονίου, αλλά ως κυβερνητική διαχείριση της Κεντροαριστεράς, που κατορθώνει να ισορροπεί ανάμεσα στα μνημονιακά μέτρα και σε μέτρα «ανακούφισης» των κοινωνικά «ασθενεστέρων και αδυνάμων». Εγκατάλειψη λοιπόν των μεγάλων ριζοσπαστικών προσδοκιών, γείωση στο πεδίο του «πολιτικού ρεαλισμού» και αποφυγή της επιδείνωσης των όρων ζωής και εργασίας των λαϊκών τάξεων με μέτρα που έχουν ως αναφορά την κοινωνική αλληλεγγύη και το πρόγραμμα ανθρωπιστικής βοήθειας (επιλεκτική χορήγηση στοιχειώδους διατροφής και ρεύματος όπως και νοσοκομειακής περίθαλψης σε ακραία αναξιοπαθούσες ομάδες του πληθυσμού).
Πιστεύεται δηλαδή ότι μ’ αυτό τον πολιτικό δυισμό θα αποτυπωθεί μια κεντροαριστερή φυσιογνωμία, που μέσα στις παρούσες συνθήκες (πιέσεων των θεσμών, προσφυγικής κρίσης, κινδύνων νέας χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης, ανόδου των ευρωπαϊκών εθνικισμών κλπ.), και το τελευταίο μνημόνιο θα μπορεί πιστά να εφαρμόζει, αλλά και να διαμορφώνει ένα στοιχειώδες «δίχτυ ασφαλείας» στα πιο εξαθλιωμένα τμήματα του πληθυσμού της χώρας. Μ’ αυτό τον τρόπο η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα κατορθώσει να διατηρήσει ένα σημαντικό μέρος της προηγούμενης εκλογικής της επιρροής, να παραμείνει στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό ως ο δημοκρατικός φιλολαϊκός πόλος του σημερινού διπολισμού, και έτσι να ξεφύγει χωρίς μεγάλες απώλειες από τη διέλευση ανάμεσα στις συμπληγάδες πέτρες. Ωστόσο αποδεικνύεται ότι αυτός ο δυισμός είναι σαφέστατα ετεροβαρής, εφόσον με τα μέτρα που εφαρμόζει πλήττουν ισχυρά τα συμφέροντα όχι μόνον της εργατικής τάξης, αλλά και συνολικότερα των μεσαίων και κατώτερων μικροαστικών στρωμάτων της πόλης και της υπαίθρου.
Τα παραδείγματα που προσφέρει η σύγχρονη πραγματικότητα αφθονούν : Εξαέρωση επικουρικών ταμείων και ισχυρή μείωση κυρίων συντάξεων με το νέο τρόπο υπολογισμού τους. – Διατήρηση και προσαύξηση των μέτρων φορολογικής επιβάρυνσης των εργαζομένων και συνταξιούχων, όπως η αυξημένη έμμεση φορολογία, ο φόρος επί της κατοικίας κ.ά. – Επιτάχυνση της εκχώρησης στο ιδιωτικό επιχειρηματικό κεφάλαιο των δημόσιων επιχειρήσεων που και παραγωγική λειτουργία εξασφαλίζουν, και κερδοφορία παρουσιάζουν κλπ. Τέτοιου είδους γενικευμένα πλήγματα που αφορούν την συντριπτική πλειονότητα της εργαζόμενης κοινωνίας, δεν μπορούν κατά κανέναν τρόπο να αντισταθμιστούν από μέτρα «παράλληλου προγράμματος», τη στιγμή που δεν αντιμετωπίζουν το μείζον ζήτημα της ανεργίας που προκαλεί τη λαϊκή εξαθλίωση, ούτε το πρόβλημα της νοσοκομειακής περίθαλψης (οι λίστες αναμονής έχουν διευρυνθεί, το ιατρικό προσωπικό σπανίζει, η υλικοτεχνική και φαρμακευτική υποδομή παραφθείρονται) κλπ.
Άλλωστε από την άλλη πλευρά οι απαιτήσεις του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου όπως αναδεικνύονται από τους θεσμικούς του εκπροσώπους (τράπεζες, ευρωπαϊκά όργανα κλπ.) στις ατελεύτητες διαδικασίες διαπραγμάτευσης, γίνονται ολοένα και πιο απαιτητικές. Και επειδή η απομείωση του δημόσιου χρέους, μετά την ολοκλήρωση της τρέχουσας αξιολόγησης αποτελεί μια «φαντασίωση» της σημερινής κυβέρνησης (απλά το μόνο που συζητείται είναι η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής και το ύψος των επιτοκίων), ουσιαστικά η εφαρμογή του 3ου μνημονίου γίνεται έτσι ώστε να διαμορφώνονται οι όροι υιοθέτησης ενός 4ου μνημονίου και ούτω καθεξής. Κατά συνέπεια η τροχιά στην οποία κινείται ο μνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ εκφεύγει και του πεδίου της Κεντροαριστεράς «αλά ιταλικά» και προσγειώνεται ανώμαλα στο έδαφος της γυμνής αστικής διαχείρισης. Κι’ είναι αυτό που καθιστά συνεχώς εντονότερη την απονομιμοποίηση της κυβέρνησης σε σχέση με τις λαϊκές της εκπροσωπήσεις.
Οι σύνθετοι όροι της ριζοσπαστικής εναλλακτικής λύσης
Αν λοιπόν η σημερινή κυβέρνηση οδηγείται στην απονομιμοποίησή της, και εφόσον άλλες διέξοδοι εμφανίζονται ανεδαφικές να ακολουθήσουν οι εργαζόμενες δυνάμεις, τότε ως μοναδική διέξοδος προβάλλει μια εναλλακτική λύση με αντιμνημονιακά, ριζοσπαστικά και αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά, που βασίζεται τόσο σε στόχους άμυνας του κινήματος, όσο και σε μεταβατικές ριζοσπαστικές επιδιώξεις, καθώς και σε μια γενική στρατηγική κατεύθυνση της καθολικής λαϊκής χειραφέτησης. Βέβαια μια τέτοια προοπτική δεν μπορεί να προκύψει αυτοματοποιημένα, αν δηλαδή δεν διαμεσολαβήσει η υλική πραγματοποίηση αυτής της απονομιμοποίησης, μια διαδικασία σύνθετη, όπως αυτή άλλωστε που είχε οδηγήσει τον ΣΥΡΙΖΑ στην κατάκτηση της διακυβέρνησης της χώρας, με την απώλεια της νομιμοποίησης της μνημονιακής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Η εκ νέου στροφή των λαϊκών στρωμάτων προς τα αριστερά δεν είναι εκ των προτέρων δεδομένη.
Οι παράγοντες που μπορούν να καθορίσουν μια τέτοια εξέλιξη στην σημερινή περίοδο είναι πολλαπλοί, μεταξύ των οποίων : Η αντιπολιτευτική κίνηση του κοινωνικού και εργατικού κινήματος. – Ένα ισχυρό ρεύμα διανοητικού διαφωτισμού των λαϊκών συνειδήσεων με όρους ανάλυσης και κριτικής της τρέχουσας πραγματικότητας. –Μια συστηματική επιχειρηματολογία που αποδομεί με πειστικούς όρους τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο των αστικών δυνάμεων. – Μια πολιτική πρόταση που διαμορφώνει συγκεκριμένα τους εναλλακτικούς όρους της γενικευμένης κοινωνικής χειραφέτησης. Απαιτείται η συνδρομή όλων αυτών των όρων προκειμένου να προαχθεί η διάρρηξη των σχέσεων εκπροσώπησης του ΣΥΡΙΖΑ με μεγάλα εργατικά και λαϊκά στρώματα.
Δεν μπορεί προφανώς να υπάρξει διέξοδος με την συνδρομή ενός και μόνον από αυτούς τους παράγοντες. Το αγωνιστικό κοινωνικό κίνημα όπως συμβαίνει σήμερα με το ασφαλιστικό νομοσχέδιο (αγρότες, δικηγόροι, εργαζόμενοι δημόσιου τομέα), ακόμη και αν κατορθώσει να επιφέρει την ακύρωση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, δεν είναι αυτονόητα ικανό να ανοίξει εναλλακτικούς πολιτικούς δρόμους. Μια ενδεχόμενη αποχώρηση από τις νομισματικές και δημοσιονομικές ρυθμίσεις της ζώνης του ευρώ εξίσου δεν είναι από μόνη της επαρκής, αν δεν συνοδεύεται από βαθιούς αντικαπιταλιστικούς μετασχηματισμούς στο εσωτερικό του επιχειρηματικού τομέα της ελληνικής οικονομίας κλπ. Πρόκειται άρα για μια πολυσύνθετη διαδικασία κοινωνικής, πολιτικής και διανοητικής φύσης, στα πλαίσια της οποίας ο υποκειμενικός παράγοντας έχει να διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο. Απ’ αυτή την άποψη εκείνο που χρειάζεται ευθύς εξαρχής να επισημανθεί είναι το γεγονός ότι σ’ όλα αυτά τα πεδία της ταξικής διαπάλης ορθώνονται Γόρδιοι Δεσμοί που και πρέπει να επιλυθούν προκειμένου να ανοίξει ο εναλλακτικός ριζοσπαστικός δρόμος.
Α) Κατ’ αρχήν σ’ ό,τι αφορά την ίδια την κινηματική διάσταση της μισθωτής εργασίας και των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων των μικροαστικών τάξεων, σ’ όλη τη δίμηνη συγκυρία (Ιανουάριος – Φεβρουάριος 2016) της αντιπαράθεσης για την ασφαλιστική μεταρρύθμιση, αναδείχθηκε μια μεγάλη ανισομέρεια, τέτοια που να υπονομεύει την αποτελεσματική έκβαση του κινήματος. Από τη μια πλευρά τα μικρομεσαία στρώματα της διανοητικής (δικηγόροι, μηχανικοί) και της χειρωνακτικής (αγρότες) εργασίας δρομολόγησαν κινητοποιήσεις παρατεταμένου χαρακτήρα (διακοπή λειτουργίας δικαστηρίων, αποκλεισμοί εθνικών οδών) με όρους δημοκρατικότητας (μπλόκα στην ύπαιθρο, επιτροπές αγώνα), που πραγματικά επέφεραν ισχυρό πλήγμα στην ασκούμενη κυβερνητική πολιτική.
Εντούτοις από την άλλη πλευρά, στη σφαίρα της μισθωτής εργασίας, με την σχετική εξαίρεση ορισμένων τομέων του δημοσίου (τοπική αυτοδιοίκηση, καθηγητές μέσης εκπαίδευσης), ο κύριος όγκος των εργατικών δυνάμεων (εργαζόμενοι ιδιωτικού τομέα, άνεργοι, αδήλωτη εργασία, συνταξιούχοι), δεν κατόρθωσαν να κινητοποιηθούν λόγω των καταστρεπτικών μνημονιακών πολιτικών (παράλυση εργαζομένων από την πίεση των ανέργων, αντικειμενική αδυναμία συνταξιούχων, διαλυτική κοινωνική κατάσταση ανέργων κλπ.). Έτσι, ακόμη και αν οι κινητοποιήσεις των πρώτων επιφέρουν ορισμένα αποτελέσματα, με δεδομένη την κατάσταση καταστολής που βρίσκονται τα δεύτερα, είναι δυσχερέστατη η διαμόρφωση των όρων της εναλλακτικής ριζοσπαστικής διεξόδου. Με ποιους τρόπους άρα μπορεί ο υποκειμενικός παράγοντας να ενεργοποιήσει την εργατική πλειοψηφία του πληθυσμού, να επιλύσει αυτό τον γρίφο ;
Β) Κατόπιν, σ’ ό,τι αφορά το πολιτικό επίπεδο στην ευρύτητά του, η προοπτική της αριστερής εναλλακτικής διεξόδου έχει να αντιμετωπίσει την μέχρι σήμερα ήττα και των τριών εκδοχών του προοδευτικού αριστερού κινήματος : Την χρεοκοπία της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, που από τον μεταρρυθμισμό κατέληξε στο νεοφιλελευθερισμό και στη μνημονιακή πολιτική, εξού και η εκλογική της κατάρρευση. – Την ήττα του ιστορικού κομμουνιστικού ανατολικού προτύπου του «υπαρκτού σοσιαλισμού» που έχει συμπαρασύρει και τα αντίστοιχα κομμουνιστικά κόμματα στην πολιτική περιθωριοποίηση. – Την αποτυχία της ελληνικής Ριζοσπαστικής Αριστεράς που από φορέας προώθησης μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων μετατράπηκε σε στυλοβάτη των πολιτικών των μνημονίων. Βέβαια η αιτία αυτών των ηττών στην ιστορία του λαϊκού κινήματος δεν προέρχεται ούτε από την φύση του κομμουνιστικού ή σοσιαλιστικού κινήματος ούτε από την ανεπάρκεια της μαρξιστικής θεωρίας του επιστημονικού σοσιαλισμού.
Καθοριστικός παράγοντας και στις τρεις αυτές περιπτώσεις (εμπειρίες ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ) στάθηκε το γεγονός ότι η κίνηση των λαϊκών τάξεων προς την επιζήτηση μεταρρυθμιστικών αλλαγών και στρατηγικών στόχωνχειραφέτησης, ηγεμονεύτηκε ασφυκτικά από στρώματα των κυρίαρχων τάξεων του αστικού συνασπισμού εξουσίας, πράγμα που προκάλεσε την αποτυχία τους. Στο μεταρρυθμιστικό εργατικό κίνημα της μεταπολίτευσης ηγεμόνευσε η αστική πολιτική του ΠΑΣΟΚ, που σε τελική ανάλυση επεδίωκε την μακροπρόθεσμη σταθεροποίηση των καπιταλιστικών σχέσεων εκμετάλλευσης και εξουσίας. - Στο συνδικαλιστικό λαϊκό κίνημα της παραδοσιακής Αριστεράς ηγεμόνευσε η αντίληψη του «σοβιετικού σοσιαλισμού» του ΚΚΕ, που δεν ήταν παρά η επικυριαρχία της κρατικής, κομματικής και επιχειρηματικής γραφειοκρατίας επί της εργατικής τάξης, μέσα σ’ ένα πλαίσιο δεσποτικού κρατικού καπιταλισμού. – Στο ριζοσπαστικό κίνημα εργατικής εκπροσώπησης που ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ, ηγεμόνευσε στην τριετή τελική περίοδο της εξέλιξής του(Ιούνιος 2012 – Ιούλιος 2015) η μικροαστική εκσυγχρονιστική πολιτική των νέων μικροαστικών τάξεων της διανοητικής εργασίας, που επέφερε την αστική ποδηγέτηση του φαινομένου.
Και στις τρεις περιπτώσεις οι δυνάμεις της εργατικής χειραφέτησης δεν στάθηκαν επαρκείς να αποκτήσουν τον συνολικό έλεγχο και να αποτυπώσουν την δική τους ηγεμονία. Έτσι σήμερα η αριστερή εναλλακτική διέξοδος (σε σχέση με τα μνημόνια, το δημόσιο χρέος, την κρίση υπερσυσσώρευσης, τον κορσέ της ζώνης του ευρώ κλπ.) έχει να επιτελέσει το τιτάνιο έργο της υπέρβασης αυτών των τριών ιστορικών χρεοκοπιών, προβάλλοντας στο προσκήνιο με εντελώς καινούριους όρους που να υπερβαίνουν τα υλικά χαρακτηριστικά των ετερογενών ηγεμονιών επί των λαϊκών εργατικών δυνάμεων. Αναδεικνύεται η επάρκεια και το σθένος να σηκωθεί αυτό το ιστορικό βάρος, τροφοδοτώντας ένα γενικευμένο κίνημα καθολικής χειραφέτησης και απελευθέρωσης, να ποιος είναι ένας δεύτερος γόρδιος δεσμός που έχουμε να λύσουμε.
Γ) Στη συνέχεια, καίριας σημασίας είναι τόσο ο διαφωτισμός του πολιτικού υποκειμένου, όσο και των εργατικών και λαϊκών συλλογικοτήτων από την κριτική μαρξιστική ανάλυση της σύγχρονης οικονομικής πραγματικότητας. Αυτό γιατί με αφετηρία το κρίσιμο μεταίχμιο του 1990 (κατάρρευση «υπαρκτού σοσιαλισμού», έναρξη νεοφιλελεύθερης επέλασης), κυριάρχησαν τα δόγματα και οι μυθολογίες της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας, εκτοπίζοντας τις προηγούμενες μαρξιστικές επιρροές. Ακριβώς στη διάρκεια της δεκαπενταετίας του «μεταπολιτευτικού ριζοσπαστισμού» (1974 – 1989), είχε υπάρξει μια σχετική άνθιση των πολύμορφων ρευμάτων του μαρξισμού, με ισχυρές αποκλίσεις μεταξύ τους, όμως πάντοτε με την επιμονή στην μαρξιστική αναφορά : Ρεύματα του σοβιετικού, ανανεωτικού, σοσιαλιστικού, αντικαπιταλιστικού μαρξισμού, που προφανώς και αντιμάχονταν μεταξύ τους, ωστόσο διατηρούσαν ανοιχτό το πεδίο της λαϊκής ιδεολογικής αναζήτησης.
Εντούτοις ήδη από την δεκαετία του 1980 και κυρίως στο επόμενο διάστημα προέκυψε μία έντονη μεταστροφή ενσωμάτωσης των μαρξιστικών κριτικών ρευμάτων στους αστικούς κρατικούς μηχανισμούς και εξίσου στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αποχαιρετούσαν τα επαναστατικά χαρακτηριστικά, την ανεξαρτησία και την έρευνα σε σχέση με την ίδια την εξέλιξη του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Η κατάρρευση προφανώς του ανατολικού κοινωνικού προτύπου, οι σοσιαλδημοκρατικές μεταλλάξεις των μεγάλων δυτικοευρωπαϊκών ΚΚ, καθώς και το αδιέξοδο του ενιαίου Συνασπισμού στο μεταίχμιο του 1990, ήταν αυτά που τροφοδότησαν την περιθωριοποίηση της μαρξιστικής αναλυτικής σκέψης. Επικράτησε έτσι μέχρι σήμερα μια αριστερή πολιτική στις διάφορες εκδοχές της, χωρίς όμως ιδιαίτερη διασύνδεση με την μαρξιστική θεωρία και πολιτική, με επιζήμιες πολιτικές συνέπειες. Δεν έχει να σκεφτεί κανείς παρά το ολοκληρωτικό διαζύγιο της πλειονότητας των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ με τον μαρξισμό, το εξοβελισμό του από κάθε κοινωνική και οικονομική ανάλυση, την επικράτηση έτσι του εμπειρισμού, γεγονός που συνέβαλε και αυτό στην μνημονιακή του μεταστροφή.
Φυσικά οι συνέπειες της σχετικής αποστασιοποίησης Αριστεράς και μαρξισμού είναι πολύμορφες. Αρκεί ένα και μόνον παράδειγμα για να το καταδείξει : Η αναφορά στα συνεχή μνημόνια ως αφετηρία της σημερινής λαϊκής εξαθλίωσης, και άρα της ανάγκης κατάργησής τους, ενώ πολιτικά είναι η ενδεδειγμένη και αναγκαία, δεν είναι επαρκής στην ερμηνεία των μνημονίων και στην αποτύπωση των όρων αποτελεσματικότητας μιας αντιμνημονιακής πολιτικής. Απεναντίας εκείνο που συμβαίνει είναι ότι στο επίκεντρο βρίσκεται εδώ και μια οκταετία η μεγάλη κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου με την τραγική συνέπεια της μαζικής ανεργίας, και η αστική τάξη της χώρας από κοινού με την ένωση των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων, επέβαλαν τα μνημόνια για να εξασφαλίσουν την αντιμετώπιση της κρίσης από το επιχειρηματικό κεφάλαιο. Κατά συνέπεια ακόμη και αν τα μνημόνια ακυρωθούν, αυτό δεν μπορεί να έχει αποτελεσματικότητα παρά σε συνάρτηση με μια πολιτική που επιζητεί την έξοδο από την κρίση σε μια αντικαπιταλιστική κατεύθυνση προς όφελος της μισθωτής εργασίας και σε βάρος του κεφαλαίου. Στην πρώτη περίπτωση επικρατεί ένας εμπειρισμός, που φυσικά προσανατολίζει σε αναγκαίεςαλλά ανεπαρκείς κατευθύνσεις, στην δεύτερη η μαρξιστική οικονομική ανάλυση της κρίσης αναπαραγωγής του κεφαλαίου, που μπορεί να υποδείξει τους δρόμους υπέρβασής της από τη σκοπιά των λαϊκών τάξεων.
Το μεγαλύτερο μέρος των μαρξιστών διανοουμένων, διαφορετικών αποχρώσεων, έχουν μετατραπεί σε οργανικούς διανοουμένους των αστικών κρατικών μηχανισμών, ενώ οι εστίες λειτουργίας της οργανικής διανόησης της εργατικής τάξης είναι περιορισμένες. Στη σημερινή περίοδο η κρίση έχει αναδείξει μια «περίσσεια» διανοητικού δυναμικού στο πρόσωπο των δεκάδων χιλιάδων νέων που είναι κάτοχοι μιας μορφής πανεπιστημιακής γνώσης, και στερούνται των δυνατοτήτων απασχόλησης και άρα κοινωνικής ενσωμάτωσης και ανέλιξης στην κοινωνική ιεραρχία. Μπορεί μέσα στα πλαίσια αυτού του διανοητικού δυναμικού, που απορρίπτεται από το σημερινό σύστημα της αστικής κυριαρχίας, ν’ ανθίσει μια καινούρια άνοιξη του μαρξιστικού διαφωτισμού, απαραίτητης προϋπόθεσης για κάθε προοπτική γενικευμένης λαϊκής χειραφέτησης, να λειτουργήσει αυτό το δυναμικό ως «διαμεσολαβητής» μεταξύ της μαρξιστικής θεωρίας και της εργαζόμενης κοινωνίας ;