Κόκκινη κλωστή δεμένη, στην τραπεζική ανέμη τυλιγμένη, δώσε κλώτσο να γυρίσει, παραμύθι των δανείων να αρχινίσει (στην αφήγηση δεν συμμετέχει η γάτα Ιμαλαΐων…).

Μια φορά και έναν καιρό, σε μια κα­πι­τα­λι­στι­κά χρε­ο­κο­πη­μέ­νη χώρα, όπου τα σπα­σμέ­να της οι­κο­νο­μι­κής κα­τα­στρο­φής κα­λού­νταν να πλη­ρώ­σουν μα­ζι­κά οι ερ­γα­ζό­με­νοι και όχι το αστι­κό μπλοκ της οι­κο­νο­μι­κής και πο­λι­τι­κής εξου­σί­ας, που τα προ­κά­λε­σε, συ­να­ντή­θη­καν δύο πα­λιοί φίλοι. Ο ένας, ήταν πρό­ε­δρος εύ­ρω­στου, ασφα­λι­στι­κού τα­μεί­ου μιας θε­ω­ρού­με­νης 4ης εξου­σί­ας, για πολλά χρό­νια συν­δι­κα­λι­στής (τρο­μά­ρα του…) της γνω­στής ψευ­δώ­νυ­μης «αρι­στε­ράς», «της ευ­θύ­νης και του ρε­α­λι­σμού», και επι­κε­φα­λής του οι­κο­νο­μι­κού ρε­πορ­τάζ με­γά­λης, απο­γευ­μα­τι­νής εφη­με­ρί­δας. Ο άλλος, ήταν πρό­σκαι­ρα διευ­θυ­ντής γνω­στού ιν­στι­τού­του – ιδρύ­μα­τος, εξει­δι­κευ­μέ­νου στις οι­κο­νο­μι­κές και βιο­μη­χα­νι­κές έρευ­νες και με­λέ­τες, πρό­ε­δρος επί «εκ­συγ­χρο­νι­σμού» με­γά­λης τρά­πε­ζας και απο­τε­λού­σε ένα από τα αγα­πη­μέ­να παι­διά του γα­λα­ζο­πρά­σι­νου (κυ­ρί­ως του δεύ­τε­ρου, κε­ντρο­α­ρι­στε­ρού συν­θε­τι­κού…) πο­λι­τι­κού και οι­κο­νο­μι­κού κα­τε­στη­μέ­νου της χώρας.

Η συ­νά­ντη­ση τους δεν ήταν κε­ραυ­νός εν αι­θρία, ούτε σύμ­πτω­ση των και­ρών – εξάλ­λου ήταν πα­λιοί γνώ­ρι­μοι «για τις ανά­γκες του ρε­πορ­τάζ», με αμοι­βαία, προ­σω­πι­κή εκτί­μη­ση και πο­λύ­ω­ρες, με­τα­ξύ τους, συ­ζη­τή­σεις για την εκά­στο­τε, οι­κο­νο­μι­κή κα­τά­στα­ση της χώρας. Το ελα­τή­ριο όμως αυτής της συ­νά­ντη­σης, εκεί, στις χρο­νι­κές απαρ­χές της χρε­ο­κο­πί­ας, ήταν οι κοι­νές τους αγω­νί­ες για το ζο­φε­ρό όσο και ζω­τι­κής ση­μα­σί­ας μέλ­λον αφε­νός με­ρί­δας της 4ης εξου­σί­ας και αφε­τέ­ρου του τρα­πε­ζι­κού συ­στή­μα­τος. Με απλά λόγια, ο ένας θε­ω­ρού­σε ότι ο άλλος κρα­τού­σε στα χέρια του, τα κλει­διά της λύσης του προ­βλή­μα­τός του, και τού­μπα­λιν.

Ο πρό­ε­δρος του ασφα­λι­στι­κού τα­μεί­ου θε­ω­ρού­σε ότι πολύ σύ­ντο­μα, η πο­λύ­πλευ­ρη κρίση στην 4η εξου­σία – κρίση πε­ριε­χο­μέ­νου, κρίση ιδιο­κτη­σιών, κρίση οι­κο­νο­μι­κής κα­τά­στα­σης, κρίση ανα­χρη­μα­το­δό­τη­σης των δα­νεί­ων, κρίση δια­τή­ρη­σης των θέ­σε­ων ερ­γα­σί­ας… - θα κα­τα­βα­ρά­θρω­νε το τα­μείο, το οποίο δεν θα μπο­ρού­σε να κα­τα­βά­λει ούτε συ­ντά­ξεις ούτε επι­δό­μα­τα, λόγω της έλ­λει­ψης πόρων, και ως εκ τού­του, χρειά­ζο­νταν επει­γό­ντως «ενέ­σεις ρευ­στό­τη­τας» στη μη­χα­νή καύ­σης της 4ης εξου­σί­ας.

Ο διευ­θυ­ντής του ερευ­νη­τι­κού ιν­στι­τού­του προ­έ­βλε­πε ότι το τρα­πε­ζι­κό σύ­στη­μα, παιδί και ταυ­τό­χρο­να «πα­τέ­ρας» του οποί­ου υπήρ­ξε, θα έμπαι­νε σε κα­τά­στα­ση κόκ­κι­νου συ­να­γερ­μού και πα­ντε­λούς έλ­λει­ψης ρευ­στό­τη­τας, με απρό­βλε­πτες συ­νέ­πειες για τη «βιω­σι­μό­τη­τα» του – και οι πόροι που θα μπο­ρού­σαν να εξα­σφα­λι­στούν από τον Με­γά­λο Ευ­ρω­παϊ­κό Οφθαλ­μό όστις τα πάνθ’ ορά από τις πε­ριο­χές πέριξ του Μέ­λα­να Δρυ­μού, δεν θα ήταν ούτε επαρ­κείς ούτε χωρίς δυ­σβά­στα­κτους όρους και ανταλ­λάγ­μα­τα, ει­δι­κά στο σκέ­λος της στε­λέ­χω­σης των ΔΣ των «νέων» τρα­πε­ζι­κών σχη­μά­των.

Τι επι­δί­ω­κε ο πρό­ε­δρος του ασφα­λι­στι­κού τα­μεί­ου από τον φίλο του, διευ­θυ­ντή; Μια όσο το δυ­να­τό πιο αθό­ρυ­βη λύση ώστε ο πρώ­τος να συμ­βά­λει, έμπρα­κτα, στην οι­κο­νο­μι­κή ανά­τα­ξη και την πα­ρο­χή ρευ­στό­τη­τας σε με­ρί­δα (όχι όλη…) της 4ης εξου­σί­ας, που είχε μπει ήδη, σε τρο­χιά τα­χεί­ας κα­τάρ­ρευ­σης.

Τι επι­δί­ω­κε ο διευ­θυ­ντής του ερευ­νη­τι­κού ιν­στι­τού­του, από τον φίλο του, πρό­ε­δρο; Μια όσο το δυ­να­τό πιο αθό­ρυ­βη λύση, ώστε ο διευ­θυ­ντής να συμ­βά­λει, μέσα από το κύρος δήθεν «ανε­ξάρ­τη­των» με­λε­τών και ερευ­νών, οι οποί­ες θα χο­ρη­γού­νταν σε κάθε εν­δια­φε­ρό­με­νο, στην πα­ρο­χή ση­μα­ντι­κής ρευ­στό­τη­τας στο τρα­πε­ζι­κό σύ­στη­μα – ή με άλλα λόγια, στην υφαρ­πα­γή πόρων από κάθε πι­θα­νή πηγή.

Ο πρό­ε­δρος του ασφα­λι­στι­κού τα­μεί­ου διέ­θε­τε στα χέρια του, τη ρευ­στό­τη­τα των απο­θε­μα­τι­κών του τα­μεί­ου και την προ­σω­πι­κή βού­λη­ση να ρίξει οι­κο­νο­μι­κό σω­σί­βιο προ­νο­μια­κής δα­νειο­δό­τη­σης για συ­γκε­κρι­μέ­νες, προ­ε­πι­λεγ­μέ­νες και εκ προ­οι­μί­ου αμοι­βαία συμ­φω­νη­μέ­νες επι­χει­ρή­σεις της 4ης εξου­σί­ας. Ο διευ­θυ­ντής του ερευ­νη­τι­κού ιν­στι­τού­του διέ­θε­τε στα χέρια του, τα ερ­γα­λεία εύ­σχη­μης πί­ε­σης, προ­κει­μέ­νου να υπο­δεί­ξει την κα­τάλ­λη­λη τρά­πε­ζα, στην οποία θα διο­χε­τεύ­ο­νταν τα απο­θε­μα­τι­κά του ασφα­λι­στι­κού τα­μεί­ου, θα τό­νω­ναν τη ρευ­στό­τη­τα της, και δια­μέ­σου των απο­φά­σε­ων του ΔΣ της, αυτά τα απο­θε­μα­τι­κά θα ανα­χρη­μα­το­δο­τού­σαν τα δά­νεια συ­γκε­κρι­μέ­νων, προ­ε­πι­λεγ­μέ­νων και εκ προ­οι­μί­ου συμ­φω­νη­μέ­νων επι­χει­ρή­σε­ων της 4ης εξου­σί­ας – και όλα αυτά, όσο το δυ­να­τόν πιο αθό­ρυ­βα και δια­κρι­τι­κά.

 Ο διευ­θυ­ντής του ερευ­νη­τι­κού ιν­στι­τού­του ανέ­λα­βε να ντύ­σει με το κύρος μιας δήθεν «ανε­ξάρ­τη­της» με­λέ­της του ιν­στι­τού­του του, τις ενέρ­γειες του προ­έ­δρου του ασφα­λι­στι­κού τα­μεί­ου. Ο πρό­ε­δρος ανέ­λα­βε να πεί­σει το ΔΣ του ασφα­λι­στι­κού τα­μεί­ου του ότι μόνο η εξα­γο­ρά μιας τρά­πε­ζας με τα απο­θε­μα­τι­κά του τα­μεί­ου θα εξα­σφά­λι­ζε μα­κρο­πρό­θε­σμα πρώτα τη «βιω­σι­μό­τη­τα» κά­ποιων (όχι όλων…) εκ των επι­χει­ρή­σε­ων της 4ης εξου­σί­ας και δια­μέ­σου αυτής της «βιω­σι­μό­τη­τας», την μα­κροη­μέ­ρευ­ση του τα­μεί­ου, καθώς όπως θα ισχυ­ρι­ζό­ταν αρ­γό­τε­ρα, μια τέ­τοια πρω­το­βου­λία θα ολο­κλη­ρω­νό­ταν με την πα­ρο­χή δα­νεί­ων με ευ­νοϊ­κούς όρους στους ιδιο­κτή­τες των εκλε­κτών, συμ­φω­νη­μέ­νων και προ­ε­πι­λεγ­μέ­νων επι­χει­ρή­σε­ων της 4ης εξου­σί­ας. Μο­να­δι­κή από την πλευ­ράς των επι­χει­ρη­μα­τιών της 4ης εξου­σί­ας, «δέ­σμευ­ση» θα ήταν ένα βρα­χυ­πρό­θε­σμο μο­ρα­τό­ριουμ στην κα­τάρ­γη­ση θέ­σε­ων ερ­γα­σί­ας και τις μα­ζι­κές απο­λύ­σεις, ένα μο­ρα­τό­ριουμ, το οποίο θα επα­νε­ξε­τα­ζό­ταν τα­κτι­κά, «ανά­λο­γα με τις επι­κρα­τού­σες συν­θή­κες σε κάθε επι­χεί­ρη­ση» - και όποιος κα­τά­λα­βε, κα­τά­λα­βε.

Πα­ρα­μέ­νει θολό ποιος υπέ­δει­ξε ότι η κα­τάλ­λη­λη τρά­πε­ζα για αυτή την αθό­ρυ­βη και δια­κρι­τι­κή «διευ­θέ­τη­ση»  θα ήταν ακρι­βώς εκεί­νη η τρά­πε­ζα που βρί­σκε­ται, συχνά - πυκνά στον αφρό της επι­και­ρό­τη­τας και της πο­λι­τι­κής δια­μά­χης – την υπέ­δει­ξε ο πρό­ε­δρος, την υπέ­δει­ξε ο διευ­θυ­ντής ή ενε­πλά­κη και τρίτο, εν­δια­φε­ρό­με­νο πρό­σω­πο;

Σε κάθε πε­ρί­πτω­ση, το κοινό σχέ­διο του προ­έ­δρου και του διευ­θυ­ντή δεν περ­πά­τη­σε, χωρίς να έχει διευ­κρι­νι­στεί επα­κρι­βώς ποια πλευ­ρά υπα­να­χώ­ρη­σε. Το ασφα­λι­στι­κό τα­μείο δεν εξα­γό­ρα­σε την τρά­πε­ζα, η τρά­πε­ζα δεν πήρε τα απο­θε­μα­τι­κά αυτού, του­λά­χι­στον, του τα­μεί­ου, η ζωή συ­νε­χί­στη­κε – η με­λέ­τη πά­ντως του ιν­στι­τού­του και εκ­πο­νή­θη­κε και πα­ρα­δό­θη­κε στον πρό­ε­δρο «για κάθε χρήση» και ο πρό­ε­δρος ήταν πρό­θυ­μος να ενερ­γο­ποι­ή­σει τις προ­βλέ­ψεις και τις προ­τά­σεις της «στην πρώτη ευ­και­ρία».

Οι δύο πρω­τα­γω­νι­στές του πα­ρα­μυ­θιού μας συ­νε­χί­ζουν πά­ντως να πα­ρεμ­βαί­νουν στον δη­μό­σιο βίο της χρε­ο­κο­πη­μέ­νης χώρας – είτε στον μι­κρό­κο­σμο της 4ης εξου­σί­ας είτε στον πιο ευρύ κόσμο της πο­λι­τι­κής, οι­κο­νο­μι­κής εξου­σί­ας, κατά τις προ­τι­μή­σεις τους και ανά­λο­γα με τις (εξαι­ρε­τι­κά) κομ­βι­κές και υψη­λό­βαθ­μες θέ­σεις τις οποί­ες δια­δο­χι­κά κα­τεί­χαν, σε υπουρ­γι­κά συμ­βού­λια, στο ασφα­λι­στι­κό και το τρα­πε­ζι­κό σύ­στη­μα.

Όσο για την τρά­πε­ζα, πα­ρα­μέ­νει ένα μήλον της Έρι­δος και [κατά δια­βο­λι­κή σύμ­πτω­ση(;)], η έριδα που έχει ξε­σπά­σει γύρω της αφορά τα δά­νεια, τις εξα­σφα­λί­σεις και τις πα­ρο­χές σε ανα­τέλ­λο­ντες μνη­στή­ρες της 4ης εξου­σί­ας – με τα απο­θε­μα­τι­κά, τη ρευ­στό­τη­τα και την κε­φα­λαια­κή επάρ­κεια να προ­έρ­χο­νται ως επί το πλεί­στον από άλλο ασφα­λι­στι­κό τα­μείο, σαν έκτα­κτες τσι­με­ντο­ε­νέ­σεις σε σαθρά θε­μέ­λια.

Αλλά, όλα αυτά, που δια­βά­σα­τε, απο­τε­λούν κου­βά­ρι ενός μύθου, που μόνο συμ­πτω­μα­τι­κή σχέση μπο­ρεί να  έχει με τη ζώσα πραγ­μα­τι­κό­τη­τα στην Ελ­λά­δα…

Ετικέτες