Η διεθνής εικόνα επιβεβαιώνει με πλήθος παραδειγμάτων πως διανύουμε μια περίοδο μεγάλης συστημικής αστάθειας και απρόβλεπτων εξελίξεων καθώς η Ιστορία επιταχύνει τον βηματισμό της κυρίως μέσα από την ένταση των συστημικών αδιεξόδων.

«Στιγμιότυπα» ρευστότητας εμφανίζονται με μεγάλη συχνότητα. Ο Τραμπ αρνείται να δώσει χειραψία στην Μέρκελ, στην επίσημη συνάντησή τους ενώ ταυτόχρονα ηττάται διαδοχικά στο εσωτερικό καθώς δεν καταφέρνει να περάσει την αντιμεταναστευτική ρύθμιση που την ακυρώνουν δικαστές ούτε όμως και την κατάργηση του «Ομπάμακερ» αυτή την φορά με την «αυτομόληση» δεκάδων ρεπουμπλικάνων γερουσιαστών. Στην Ευρώπη οι ηγέτες των κρατών μελών της ΕΕ μέσω της πρόσφατης διακήρυξης της Ρώμης, ομολογούν την στρατηγική της υποχώρηση με την επισημοποίηση του χαρακτήρα των «πολλών ταχυτήτων», όσο κι αν αυτό μένει να αποδειχτεί τι σημαίνει στ’ αλήθεια. Το ίδιο κείμενο περιλαμβάνει την διαπίστωση: «Η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει πρωτοφανείς προκλήσεις, τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και στο εσωτερικό της: περιφερειακές συρράξεις, τρομοκρατία, αυξανόμενες μεταναστευτικές πιέσεις, προστατευτισμός, κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες» που σημαίνει στο λεξιλόγιο της μαρξιστικής αριστεράς πόλεμο, εθνικισμό, ρατσισμό και ένταση των ταξικών αντιθέσεων.

Θλιβερή φιγούρα μεταξύ των ευρωπαίων ηγετών ο έλληνας πρωθυπουργός που, έχοντας αποτύχει πλήρως να κατασκευάσει μια δήθεν εικόνα πετυχημένης αντίστασης στα εργασιακά, βρέθηκε στην δεινή θέση να απολογείται για άλλη μια φορά πως αν και δεν είναι αυτή η Ευρώπη που θέλει και πως… αν και το σκέφτηκε πολύ να υπογράψει την διακήρυξη, εν τέλει υπέκυψε. Γραμμή «τραβάτε με κι ας κλαίω». Απάντησε έτσι και στο ερώτημα για την προοπτική και το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης για την δεύτερη αξιολόγηση, τουλάχιστον ως προς την κυβέρνηση. Εξάλλου η εναλλακτική επιλογή, αυτή των εκλογών, δεν είναι απλά ζήτημα απόφασης του ΣΥΡΙΖΑ για τη νίκη ή την απόδραση. Υπάρχει εδώ ένα σημαντικότερο πρόβλημα για την ανυπόληπτη κυβερνώσα, μνημονιακή «αριστερά» που κρύβει την απόλυτη γελοιοποίηση. Με ποια κεντρική προεκλογική διακύβευση; Η εγκατάλειψη της τρέχουσας κυβερνητικής γραμμής απαιτεί την ανάδειξη του δρόμου της ρήξης! Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς και την εντυπωσιακά ασύδοτη, ακροδεξιά, εθνικιστική και συνάμα αμερικανόδουλη κίνηση του Καμένου μπορεί να αντιληφθεί τις, ισχνές πλην ενδεικτικές του κλίματος, αντιδράσεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ.

Παρά ταύτα, η κυβέρνηση αντιμετωπίζει μια αξιωματική αντιπολίτευση αδύναμη και διαιρεμένη. Η ΝΔ με ηγεσία τον Κυριάκο Μητσοτάκη αλλάζει μέρα παρά μέρα γραμμή για το αν θα ψηφίσει τα μέτρα που ζητούν οι δανειστές ή  θα υπονομεύσει την κυβέρνηση ώστε να έρθει στην εξουσία πάση θυσία και να αναλάβει αυτή από κυβερνητική θέση την… «καυτή πατάτα».

Οι συνθήκες αυτές «θεωρητικά» είναι ευνοϊκές για την αριστερά καθώς το πολιτικό σύστημα παραμένει απολύτως ασταθές και το πολιτικό κενό «ηχηρό». Ακόμη και η ακροδεξιά που αποτελεί τον επικίνδυνο ανταγωνιστή της σε τέτοιες περιόδους και αναπτύσσεται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες σήμερα, αντιμετωπίζει δυσκολίες στην χώρα καθώς δεν αποτελεί άμεση, αυτόνομη συστημική επιλογή (μετέχει στα διλλήματα και τις αντιθέσεις εντός της «ευρωπαϊστικής» ΝΔ) και η σκληρή, ναζιστική εκδοχή της ΧΑ είναι στριμωγμένη στο εδώλιο του κατηγορούμενου και μοιάζει να έχει πιάσει ταβάνι – όσο κι αν αποτελεί πάντα ελλοχεύοντα κίνδυνο με αυξημένο ποσοστό. 

Εντούτοις, δυστυχώς η αριστερά μοιάζει πιο αμήχανη και σοκαρισμένη από την ίδια την κοινωνία και ιδιαίτερα από τον κόσμο της εργασίας και τα κατώτερα λαϊκά στρώματα και τάξεις που όσο κι αν δεν βρίσκουν ακόμη τον βηματισμό προς το μαζικό κίνημα ήδη εμφανίζονται πολλά «μικρά ρυάκια» της αντίστασης, σε χώρους δουλειάς, γειτονιές, νεολαία, κινήματα αντιρατσισμού και αλληλεγγύης. Στην Αθήνα το υπουργείο Εργασίας αποτελεί καθημερινό προορισμό κάθε λογής μικρών διαδηλώσεων και συγκεντρώσεων. Εξάλλου, μπορεί να είναι σωστή η διαπίστωση ότι η πολιτική αριστερά δεν «κατασκευάζει» τα κινήματα θα ήταν όμως μεγάλη υποκρισία να πούμε πως η αδυναμία της δεν μετέχει και μάλιστα πολύ σημαντικά στο πρόβλημα.

Επίσης δεν πρέπει να αγνοήσουμε ότι η ενδεχόμενη ανάπτυξη κινήματος δεν έχει αυτονόητα αριστερό και ταξικό πρόσημο. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος της ακροδεξιάς και του φασισμού προκύπτει όταν αυτός καταφέρει να αγκαλιάσει μαζικές κοινωνικές αντιδράσεις και εκφράσεις που βρέθηκαν εντελώς αποκομμένες και ορφανές από τη συλλογική εμπειρία και τις ιδέες της κοινωνικής απελευθέρωσης σαν αποτέλεσμα εκφυλισμένων και γραφειοκρατικών συνδικάτων και μιας πολιτικής αριστεράς που δεν μπόρεσε να συνδεθεί με τις επείγουσες και καθημερινά οξυνόμενες ανάγκες της εργατικής τάξης, της νεολαίας, του λαού. Ο ιστορικός κανόνας δεν πρέπει να λησμονείται: στο ίδιο ιστορικό έδαφος της κρίσης και της πολιτικής αστάθειας ευδοκιμεί ο ρατσισμός, ο εθνικισμός και ο πόλεμος όπως ταυτόχρονα και η άνοδος του ταξικού, εργατικού κινήματος και της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Το πιο ενδεχόμενο θα επικρατήσει κρίνεται κάθε φορά από την έκβαση της πάλης. Στους χώρους δουλειάς, στις γειτονιές, στα στέκια της νεολαίας, στον δρόμο, στο κοινοβούλιο, στην σφαίρα των ιδεών. Σ’ αυτή την εποχή ζούμε σήμερα.

Μαζική αριστερή πολιτική

Το ερώτημα που συμπυκνώνει την πολιτική πρόκληση για την αριστερά αφορά στην μαζική πολιτική. Μπορεί να υπάρξει γραμμή μαζών με αριστερό, ριζοσπαστικό και αντικαπιταλιστικό πρόσημο σήμερα, στην Ελλάδα, στις συγκεκριμένες ευρωπαϊκές και διεθνείς συνθήκες;

Δυστυχώς, για την ώρα, οι απαντήσεις που δίνονται από τα περισσότερα τμήματα της αριστεράς διακατέχονται από ηττοπάθεια και σεχταρισμό που συχνά φτάνει στον …αλληλοσπαραγμό! Φαινόμενο που, πέρα από τις οργανωμένες συλλογικότητες, οι οποίες ασφαλώς έχουν την μεγαλύτερη ευθύνη, εκτείνεται και σε μερίδα απογοητευμένου κόσμου της αριστεράς. Παρατηρούμε, ιδιαίτερα στα «μέσα κοινωνικής δικτύωσης», συμπεριφορές πραγματικής «ανθρωποφαγίας» μεταξύ ανθρώπων που σε μια προηγούμενη φάση έδιναν την μάχη από το ίδιο μετερίζι, στον δρόμο του αγώνα. Αυτού του είδους ο ακραίος σεχταρισμός, η εξατομικοποίηση και η απελπισία δεν λυτρώνει καμιά πίκρα και καμιά απογοήτευση αλλά αντίθετα καταστρέφει την προοπτική της επειγόντως αναγκαίας ανασυγκρότησης του κινήματος και της «κοινότητας της αριστεράς». Το πρώτο βήμα σ’ αυτή την ολισθηρή κατηφόρα είναι ο «αντικατοπτρισμός». Όσοι και όσες, συλλογικά ή ατομικά, το αντιλαμβάνονται αυτό οφείλουν να κάνουν ότι μπορούν για να φρενάρουν το καταστροφικό φαινόμενο που αποδομεί συστηματικά τον «κόσμο της αριστεράς» και τον μετατρέπει σε ακίνδυνο για το σύστημα.      

Ωστόσο το πρόβλημα ξεκινά από τις οργανώσεις και μάλιστα από τις μεγαλύτερες. Ο σεχταρισμός μεταξύ των οργανώσεων της αριστεράς που ευδοκιμεί στις μέρες μας και αναπτύσσεται, όσο κι αν κρύβεται πίσω από «επαναστατικές αναλύσεις» και βερμπαλιστική προπαγάνδα αποτελεί στην πραγματικότητα σεχταρισμό προς το ίδιο το κοινωνικό υποκείμενο, προς τον κόσμο της εργασίας, προς τη νεολαία, προς την πληττόμενη κοινωνική πλειοψηφία. Πολύ περισσότερο όταν δεν είναι καν σεχταρισμός «αριστερίστικος» αλλά «μεταμοντέρνος» και «δεξιόστροφος».

Αν ορισμένες οργανώσεις έχουν συμπεράνει ότι η περίοδος «έκλεισε» και ετοιμάζονται να «βγάλουν τον χειμώνα», κατασκευάζοντας εσωτερικούς μικρόκοσμους «επαναστατικής γυμναστικής»  όπως περίπου συνέβη σε παρελθούσες δεκαετίες διαπράττουν, κατά την γνώμη μας, μεγάλο σφάλμα. Η περίοδος είναι εντελώς διαφορετική από τις δεκαετίες του ’90 και του 2000, όπου ακόμη λειτουργούσε η μαζική ρεφορμιστική δυνατότητα της σοσιαλδημοκρατίας και βέβαια «λεφτά υπήρχαν». Σήμερα ακόμη και η αμυντική προσέγγιση απαιτεί «βήμα προς τα εμπρός».

Αν η μια εκδοχή και έκφραση της ηττοπάθειας είναι ο σεχταρισμός η άλλη είναι η εγκατάλειψη της αναφοράς στην εργατική τάξη ως πρωτοπορία (αντικειμενικά) και της αντικαπιταλιστικής, σοσιαλιστικής στρατηγικής ως επίκαιρος, ιστορικά, στόχος. Η αναβίωση ως «ζόμπι» του διαταξικού «λαϊκομετωπισμού». Η κυριαρχία των εθνικών μύθων επί του ταξικού, κοινωνικά απελευθερωτικού «αφηγήματος». Η επιμονή στην αιματοβαμμένη από τις ήττες του εργατικού, κομμουνιστικού κινήματος, σταλινική θεωρία της «εξάρτησης και των σταδίων» και η  παραλλαγή της, στην αναζήτηση της στρατηγικής του «σοσιαλισμού σε μια μόνο χώρα». Ακόμη και οι πιο «καλοπροαίρετες» προσεγγίσεις της προτεραιότητας του στόχου της «εθνικής ανεξαρτησίας» (αυτές δηλαδή που δεν πάσχουν από ιδεολογικές εμμονές ή /και από τις δεσμεύσεις συγκρότησης των ομάδων τους) σαν μεταβατικό στόχο που μπορεί να μετεξελιχθεί, κάνουν επίσης λάθος. Στην Ελλάδα του 2017, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης του καπιταλισμού και της ΕΕ η εμπειρία δείχνει ότι δεν αναπτύσσεται κανένα κίνημα εθνικής αυτοδιάθεσης. Το οικονομικό – ταξικό στοιχείο παραμένει κυρίαρχο στις κοινωνικές αντιδράσεις και στις αυθόρμητες εκφράσεις τους.    

Μεταβατική αντίληψη και πρόγραμμα

Στο επίκεντρο βρίσκεται η έννοια της «μετάβασης» και συνακόλουθα η μεταβατική αντίληψη. Αντίληψη που, μαζί με το «ενιαίο μέτωπο», καθόρισαν τις επιλογές των επαναστατών της πρώτης περιόδου της τρίτης Διεθνούς (πριν δυσφημιστεί από την στρεβλωτική, αντεπαναστατική επικράτηση του σταλινισμού) – για να θυμηθούμε και την μεγάλη οκτωβριανή επανάσταση που φέτος κλείνει 100 χρόνια. Αντιλήψεις διαποτισμένες από την πεποίθηση πως «η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας» που έχουν στο επίκεντρο την υποχρέωση του συνειδητού παράγοντα να λειτουργεί πάντα στην κατεύθυνση της συγκέντρωσης της δύναμης της τάξης και δια της ηγεμονίας της, της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Σήμερα η συγκέντρωση της δύναμης του εργατικού, μαζικού κινήματος είναι πιο αναγκαία από ποτέ. Και μάλιστα απαιτεί την συγκέντρωση της δύναμης της πολιτικής αριστεράς στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό καθώς η πάλη έχει χαρακτηριστικά υπεράσπισης της μνήμης του κινήματος και του περιεχομένου της Αριστεράς (ιδέες, στρατηγική, «αφήγημα») γενικά ως εναλλακτική στο βάρβαρο καπιταλιστικό καθεστώς, στην εποχή της ιστορικής διαστρέβλωσης, της συκοφαντίας, της μεταμοντέρνας λήθης. Είναι πάνω απ’ όλα πάλη της Αριστεράς ενάντια στα κυρίαρχα ιδεολογήματα που σήμερα, μέσα στην κρίση, εμφανίζονται συμπυκνωμένα στην δήθεν «αντικειμενική» οικονομική επιστήμη και τις εκδοχές της αναζήτησης της ανάπτυξης. 

Δεν χωρά αμφιβολία πως η πικρή κατάληξη της εμπειρίας του ΣΥΡΙΖΑ έπληξε την αξιοπιστία πτυχών της μεταβατικής αντίληψης. Κυρίως δυσφήμισε το σύνθημα «κυβέρνηση της Αριστεράς». Εντούτοις οι κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ ουδέποτε είχαν την παραμικρή σχέση με το περιεχόμενο του μεταβατικού στόχου. Για αυτό δεν υπάρχει κανένας λόγος υπεράσπισης οιασδήποτε στιγμής αυτής της κυβερνητικής πορείας σήμερα. Όσοι και όσες δώσαμε την μάχη μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ πρέπει ευθαρσώς να πούμε πως ηττηθήκαμε και να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα για τον επόμενο γύρο.

Η μεταβατική αντίληψη δεν επιδιώκει και δεν μπορεί ποτέ να παράξει «αποκρυσταλλωμένο» και «ολοκληρωμένο» μεταβατικό πρόγραμμα από τώρα ως τον Σοσιαλισμό. Αποτελεί μέθοδο παραγωγής προγραμματικών και πολιτικών στόχων σε διάλογο με την ίδια την δράση των κοινωνικών, εργατικών και άλλων, πρωτοποριών στην κίνησή τους να ανατρέψουν το καθεστώς. Δεν παράγει «αφήγηση» αλλά όπλα αντίστοιχα με τις προκλήσεις που το ίδιο το μαζικό κίνημα αντιμετωπίζει και τις μάχες που δίνει επιδιώκοντας να τις συνδέει ουσιαστικά (όχι προπαγανδιστικά – διακηρυκτικά) με τον στρατηγικό αντικαπιταλιστικό, σοσιαλιστικό στόχο.

Απ’ αυτή την άποψη η «επαναστατική προσμονή» που απορρίπτει κάθε είδους μεταβατική προσέγγιση είναι εν τέλει, μέσα από την ηττοπάθεια και τον αριστερισμό, μια «δεξιά» γραμμή στην περίοδο όσο και αυτή που αντιλαμβάνεται ως «ρεαλιστική» μαζική γραμμή την κυριολεκτική στροφή δεξιά. 

Τέλος υφέρπει στην περίοδο και μια ακόμη πρόκληση που ενδέχεται να παράξει σφάλμα. Αφορά στην αποδοχή από την αντικαπιταλιστική αριστερά του ρεφορμιστικού χαρακτήρα της, υποταγμένης στη νεοφιλελεύθερη στρατηγική, σοσιαλδημοκρατίας και κεντροαριστεράς και μάλιστα συχνά από κυβερνητική θέση, μέσα στην κρίση, απέναντι στον κίνδυνο της δεξιάς και ακροδεξιάς.

Η σοσιαλδημοκρατία όπως εξάλλου και ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσαν να κατατάσσονται γενικά στον ρεφορμισμό. Αν και στην εποχή της υποταγής της στη νεοφιλελεύθερη στρατηγική και στην υπηρέτησή της από κυβερνητικές θέσεις ανοίγει μια ολόκληρη συζήτηση για το τι σημαίνει πολιτικός ρεφορμισμός σήμερα. Παρά ταύτα η απόρριψη της γραμμής της συνεργασίας με την κεντροαριστερά και πολύ περισσότερο με την κυβερνώσα αποτέλεσε την ισχυρότερη θέση που επέτρεψε τη συγκρότηση μαζικών αντινεοφιλελεύθερων συσπειρώσεων της ριζοσπαστικής αριστεράς (πλατιά κόμματα). Η οπισθοχώρηση απ’ αυτή την γραμμή και η επιλογή πολιτικών μετώπων μ’ αυτόν τον χώρο σημαίνει την εκτίμηση για το «κλείσιμο» της περιόδου (κατά την άποψή μας λανθασμένη) και, κατά εθνική περίπτωση, αποτελεί επίσης έκφραση ηττοπάθειας.  

Στην Ελλάδα της «προδοσίας» του ΣΥΡΙΖΑ είναι δύσκολο να αναπτυχθεί μια τέτοια προσέγγιση. Σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες όμως, όπως πχ στη Βρετανία δεν είναι απίθανο ενδεχόμενο.

Ο ορίζοντας της περιόδου είναι ανοιχτός

Εκτιμούμε ότι η περίοδος παραμένει ανοιχτή ως προς τις εξελίξεις και τις δυνατότητες χωρίς να υποτιμούμε τις ήττες και τον αρνητικό συσχετισμό. Ειδικά στην Ελλάδα οι συνθήκες όχι απλά επιτρέπουν αλλά επιβάλουν την διαρκή και αυξανόμενη επιμονή στην «μετωπική» συγκέντρωση δύναμης της αριστεράς, καθώς ένα πολύ σημαντικό κοινωνικό τμήμα, με όρους αριστερής πολιτικής συνείδησης, παραμένει ανέστιο και αναζητά την μαζική αριστερή απάντηση στον ΣΥΡΙΖΑ ενώ ταυτόχρονα η συνεχιζόμενη ταξική επίθεση των μνημονίων και η μεγάλη ρευστότητα του πολιτικού σκηνικού αυξάνουν εν δυνάμει αυτό το ακροατήριο. Είναι τραγικό η πολιτική αριστερά να εξάγει πιο αρνητικά συμπεράσματα απ’ ότι η ίδια κοινωνία και να αφήσει να στραφεί η πλούσια όσο και αντιφατική της πείρα σε δεξιούς δρόμους ή στην ακύρωση της αποστράτευσης.

Υποστηρίζουμε το αδιαίρετο τρίπτυχο σαν επαρκές για την συγκρότηση της εναλλακτικής με μαζικούς όρους: ριζοσπαστική προγραμματική γραμμή ρήξης με τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική της λιτότητας, ενότητα και μέτωπο της αριστεράς και εργατική/λαϊκή συμμετοχή και δράση κινηματική.

Η μαζική, ριζοσπαστική, προγραμματική γραμμή είναι βασισμένη σε τρεις απλές αλλά πραγματικά επαναστατικές επιλογές:

Α) Ανατροπή και αναστροφή της λιτότητας. Στα χρόνια των μνημονίων έχει επιτευχθεί μια τεράστια μεταφορά πλούτου και ισχύος προς το μεγάλο κεφάλαιο καταργώντας εργατικές και λαϊκές κατακτήσεις δεκαετιών. Καμιά αριστερή πολιτική δεν μπορεί να δεχτεί αυτά τα αποτελέσματα ως τετελεσμένα. Την ανεργία, τους μισθούς και τα δικαιώματα (ΣΣΕ, απεργία, απολύσεις κ.α.), την κοινωνική ασφάλιση, τις συντάξεις, την Υγεία και την Παιδεία… Η μεγάλη διαφορά από την κυρίαρχη αφήγηση είναι ότι θέτουμε την αναδιανομή σαν προτεραιότητα και προϋπόθεση για την λειτουργία της οικονομίας. Με μοχλό το δημόσιο, αναδιοργανωμένο στην βάση μιας ουσιαστικής δημοκρατίας με επίκεντρο τις εθνικοποιήσεις, κοινωνικοποιήσεις – πρώτα από όλα των τραπεζών και των ΔΕΚΟ και στήριξη από τον ίδιο τον λαό μέσω θεσμών εργατικού και λαϊκού ελέγχου.

Β) Απόρριψη του χρέους και άμεση παύση πληρωμών τοκοχρεωλυσίων. Χωρίς αυτό δεν μπορεί να υλοποιηθεί κανένα φιλολαϊκό πρόγραμμα.

Γ) Αυτή η πολιτική απαιτεί την άμεση σύγκρουση με τους δανειστές και τα ευρωπαϊκά διευθυντήρια. Σημαίνει την έξοδο από το ευρώ απ’ τα κάτω και απ’ τ’ αριστερά. Είναι σαφές ότι αυτό το πρόγραμμα όχι μόνο δεν αφήνει κανένα περιθώριο σε συναινετικές διαδικασίες με τον Σόιμπλε και την παρέα του αλλά ταυτόχρονα βρίσκεται σε ευθεία αντίθεση με τον αστικό, ακροδεξιό «ευρωσκεπτικισμό» που όψιμα αρχίζουν να ψελλίζουν και αστικοί παράγοντες στην χώρα (ΣΕΒ, ΧΑ κ.α.) Να το πούμε ξεκάθαρα: δεν υπάρχουν δύο νομισματικά σχέδια του ευρώ και της δραχμής αλλά δύο ταξικά, ιδεολογικοπολιτικά σχέδια: της αριστεράς και των από κάτω και της δεξιάς και των από πάνω. Το σχέδιο της αριστεράς είναι σχέδιο ρήξης και ανατροπής της νεοφιλελεύθερης λιτότητας, του χρέους και του ευρώ.

Το δεύτερο σκέλος αφορά στην ενότητα της αριστεράς, στο μέτωπο. Το μέτωπο αφορά στην συγκέντρωση της δύναμης και στην ανάληψη της ευθύνης. Πολύ περισσότερο σήμερα μετά την δυσφήμιση της «κυβέρνησης της Αριστεράς» και της έννοιας της αριστεράς συνολικότερα από τον μνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος που δεν θέλει τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά δεν θέλει και τον Μητσοτάκη. Θέλει την αριστερή εναλλακτική στον μνημονιακό ΣΥΡΙΖΑ.

Εάν η αριστερά εμφανιζόταν συγκεντρωμένη σε μέτωπο τι απήχηση θα είχε σήμερα; Δεν είμαστε αφελείς και έχουμε ασφαλώς επίγνωση των δυσκολιών του μετώπου. Η ΛΑΕ, στην οποία συμμετέχουμε εξάλλου είναι ένα μικρό μέτωπο διαφορετικών καταβολών της αριστεράς. Όμως η ευθύνη βρίσκεται σ’ αυτούς που απορρίπτουν το κάλεσμα με διάφορα προσχήματα και πρώτα απ’ όλους το ΚΚΕ. Τα περί οπορτουνισμού και το τσουβάλιασμα της αριστερής εναλλακτικής στο μπλοκ των εθνικιστών είναι προσχήματα. Όπως εξάλλου και τα επιχειρήματα της, υπό την ηγεμονία του ΝΑΡ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ για τη δήθεν μη ξεκάθαρη στάση απέναντι στην ΕΕ.

Όλοι έχουν εκτίμηση για την ιστορική δυνατότητα σύγκλισης σε γραμμή ρήξης με την ΟΝΕ και στο βασικό ριζοσπαστικό πρόγραμμα. Το ζήτημα αφορά στο ρίσκο, στην ανάληψη της ευθύνης.

Το τρίτο σκέλος του τρίπτυχου αφορά στη συμμετοχή και την δράση σε αντίθεση με την ανάθεση. Συμμετοχή και δημοκρατία στην οργάνωση, στο κόμμα, στο κίνημα, στην κοινωνική εναλλακτική. Σήμερα  χρειαζόμαστε πολιτικά και οργανωτικά/κινηματικά στελέχη και όχι πάσης φύσεως «ειδικούς», στην οικονομία, στην διοίκηση, στην βουλή και στην … αυριανή κυβέρνηση. Απεργιακή δράση, άμεση δράση εδώ και τώρα, δράση ενάντια στα ασύδοτα ντόπια αφεντικά, δράση αλληλεγγύης, δράση αντιφασιστική και αντιρατσιστική, δράση ενάντια στην απειλή του πολέμου, δράση οργάνωσης και οικοδόμησης συλλογικοτήτων, νέων εναλλακτικών συνδικάτων, δράση ενωτική, δράση και συμμετοχή στον πολιτικό φορέα με την μορφή της εσωκομματικής δημοκρατίας.

Ετικέτες