Μεγάλο τμήμα της Αριστεράς, με την πολιτική τοποθέτησή του κατά την επίσκεψη Ερντογάν στην Αθήνα, βρέθηκε κατώτερο των περιστάσεων. Ακολούθησε την πεπατημένη μιας σοσιαλσοβινιστικής παράδοσης, που δημιούργησε ο πασοκικός «πατριωτικός χώρος» στις δεκαετίες του 1980-90, μιας πολιτικής που σήμερα θεωρείται ως ένα διακομματικός κοινός «εθνικός» τόπος, αν και είναι ολοφάνερα ξεπερασμένος από τις μεγάλες γεωπολιτικές αλλαγές στην περιοχή, αλλά και από τη μεγάλη οικονομική κρίση που μαστίζει τόσο την Ελλάδα όσο και την Τουρκία και κάνει την κούρσα των εξοπλισμών και της διατήρησης των συνθηκών «θερμής ετοιμότητας» οδυνηρή πολυτέλεια και για τους δύο λαούς.
Η εκτίμηση ότι ο Ερντογάν «ήρθε στην Αθήνα κατόπιν υποδείξεων των υπερατλαντικών κέντρων», αποτυγχάνει ακόμα και στο να παρακολουθήσει την επικαιρότητα.
Η διεθνής συγκυρία, κατά των επίσκεψη, καθορίζεται από την απόφαση του Τραμπ να κλιμακώσει με πρωτοφανή βιαιότητα την επίθεση κατά των Παλαιστινίων, αναγνωρίζοντας ως πρωτεύουσα του κράτους του Ισραήλ την Ιερουσαλήμ. Η απόφαση αυτή έχει ιστορική διάσταση και θα επιφέρει αναπόφευκτα μεγάλες συγκρούσεις και ανατροπές στην περιοχή.
Ο Ερντογάν έχει ταχθεί με σαφήνεια κατά της απόφασης αυτής, μιλώντας για παραβίαση «κόκκινων γραμμών» της ιστορίας, της διπλωματίας και της κοινής λογικής, ενώ καλεί τις μουσουλμανικές και αραβικές χώρες σε συνδιάσκεψη στην Κωσταντινούπολη με στόχο να συντονιστούν οι αντιδράσεις που θα αποσκοπούν στην ανατροπή της απόφασης των ΗΠΑ. Το ήδη φανερό και γνωστό ρήγμα στις σχέσεις μεταξύ της σημερινής Τουρκίας και των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων πρόκειται να διευρυνθεί.
Η απόφαση του Τραμπ συνάντησε αντιδράσεις ακόμα και σε πολλές δυτικές πρωτεύουσες, που προβλέπουν μια ανεξέλεγκτη «τυφλή» κλιμάκωση των συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή. Με μια θλιβερή εξαίρεση: τον Αλέξη Τσίπρα. Που επισκεπτόμενος προ μηνών το Τελ Αβίβ είχε χαρακτηρίσει την Ιερουσαλήμ ως «ιστορική πρωτεύουσα» του κράτους του Ισραήλ. Πολλοί τότε ερμήνευσαν τη δήλωση του Τσίπρα ως μια απλή «χοντράδα», αποτέλεσμα άγνοιας και ελλιπούς αίσθησης για την ιστορία του παλαιστινιακού ζητήματος. Αποδεικνύεται σήμερα ότι ο ηγέτης των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είχε ενημέρωση για τις προοπτικές της αμερικανικής πολιτικής και έσπευδε ως «λαγός» να τις νομιμοποιήσει, αναζητώντας ανταλλάγματα. Σήμερα φωτίζονται καλύτερα τόσο η σπουδή του Π. Καμμένου να προσφέρει στους Αμερικανούς βάση στην Κάρπαθο (ή όπου αλλού επιθυμούν…) ως εναλλακτική λύση για την ντε φάκτο επιχειρησιακή υποβάθμιση του Ιντσιρλίκ, όσο και η εκκωφαντική σιωπή του Ν. Κοτζιά σε κάθε θέμα που αφορά τα συμφέροντα του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.
Αυτές οι εξελίξεις απαντούν με σαφήνεια στο ερώτημα «ποιος είναι με ποιον» πλέον στην περιοχή.
Πολλή κουβέντα έγινε για την πρόκληση Ερντογάν, με τις αναφορές του στη Συνθήκη της Λοζάνης.
Ο Προκόπης Παυλόπουλος ανέλαβε το ρόλο του «σκληρού», επαναλαμβάνοντας μια θέση που έχει γίνει κλισέ ακόμα και για πολλούς αριστερούς αναλυτές: «Με τη Συνθήκη της Λοζάνης δεν παίζουμε. Τελεία και παύλα!».
Είναι όμως έτσι;
Η Συνθήκη της Λοζάνης έλυσε τα ζητήματα κυριαρχίας επί των νησιών που αναφέρει ονομαστικά σε αυτήν, ενώ ρητά αναγράφει ότι για την επίλυση στα υπόλοιπα ζητήματα κυριαρχίας θα απαιτηθεί άλλη Συνθήκη, με υποχρεωτική την παρουσία και τη συναίνεση όλων των δυνάμεων που υπέγραψαν στη Λοζάνη.
Η Λοζάνη δεν μετατρέπει το Αιγαίο σε «κλειστή» ελληνική θάλασσα. Ορίζει ως «αποστρατιωτικοποιημένες ζώνες» τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και επιβάλει καθεστώς «ανεμπόδιστης ναυσιπλοΐας» στα Στενά αλλά και στο Αιγαίο.
Ακόμα και μια απλή ανάγνωση του κειμένου της Συνθήκης –που παραμένει δυσεύρετο ολόκληρο στα ελληνικά- δείχνει ότι το ελληνικό κράτος σταδιακά αναθεωρεί στην πράξη τη Συνθήκη, με τη μέθοδο των τετελεσμένων, υπολογίζοντας στην υποστήριξη των δυτικών Μεγάλων Δυνάμεων, των ΗΠΑ και της ΕΕ, με τις οποίες διατηρεί καλύτερες σχέσεις απ’ ότι η Τουρκία επί Ερντογάν.
Αυτή η υποκρισία γίνεται εφικτή για τις καθεστωτικές δυνάμεις και τα ΜΜΕ στην Ελλάδα, μόνο γιατί η Αριστερά εξακολουθεί να σιωπά επί του θέματος, ευθυγραμμιζόμενη με την «εθνική αφήγηση».
Αξίζει επίσης να υπενθυμίσουμε ότι η Συνθήκη της Λοζάνης δεν αφορά μόνο τις ελληνοτουρκικές διαφορές. Είναι η συνθήκη που καθόρισε τα σύνορα στα νότια και νοτιοανατολικά εδάφη της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που κατέρρεε. Σήμερα στη Συρία, στο Ιράκ, στο Λίβανο κ.ο.κ. τα σύνορα αυτά έχουν κουρελιαστεί και εκ των πραγμάτων επανακαθορίζονται. Η Λοζάνης, ως προς αυτό το τμήμα της, ήδη «αναθεωρείται». Το ερώτημα που ανοίγει είναι αν αυτή η «αναθεώρηση» θα αφεθεί ανεμπόδιστα στη συνεννόηση των Μεγάλων Δυνάμεων ή αν οι λαοί, τα κινήματα και οι χώρες της περιοχής θα παρέμβουν απαιτώντας πχ δικαιοσύνη για την Παλαιστίνη.
Όσο για τις αναφορές στη μειονότητα στη Θράκη, υπάρχουν κάποια σημεία στους υπαινιγμούς του Ερντογάν για τα οποία η Αριστερά στην Ελλάδα θα έπρεπε κυριολεκτικά να ντρέπεται. Ο Τούρκος πρόεδρος σημείωσε τη μεγάλη διαφορά μεταξύ του γενικού ελληνικού πληθυσμού και του πληθυσμού στις μειονοτικές περιοχές στο μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα, ως απόδειξη διακρίσεων, ενώ υπογράμμισε ότι η θρησκευτική ηγεσία στο Πατριαρχείο Κωσταντινουπόλεως εκλέγεται σε αντίθεση με τη θρησκευτική ηγεσία της μειονότητας που εξακολουθεί να διορίζεται από το ελληνικό κράτος.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Τ. Ερντογάν ηγείται μιας αντιδημοκρατικής κυβέρνησης των καπιταλιστών στην Τουρκία, έχοντας στοχοποιήσει τα κινήματα, την Αριστερά και τους Κούρδους. Είναι όμως εντυπωσιακό το γεγονός ότι από την πλευρά της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας απουσίασαν ακόμα και οι απλούστερες λεκτικές αναφορές σε αυτήν τη θεματολογία. Αντίθετα, στα πλαίσια της προετοιμασία της επίσκεψης, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ προχώρησε στη σύλληψη και κακοποίηση των 9 Κούρδων τουρκικής υπηκοότητας αγωνιστών.
Η εκ μέρους της Αριστεράς απόπειρα να ξεδιπλωθεί αντιπολιτευτική τακτική απέναντι στους Τσίπρα-Κοτζιά-Καμένο, από την σκοπιά της «εθνικής αφήγησης», είναι εκ προοιμίου καταδικασμένη. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά την επίσκεψη οι συνήθεις κεντρικοί δημοσιογράφοι και αναλυτές του «πατριωτικού χώρου» εξέφραζαν μάλλον ικανοποίηση για τους χειρισμούς του συστήματος Τσίπρα-Παυλόπουλου. Άλλωστε ήταν σαφές ότι η γραμμή της Αθήνας είχε την έγκριση και την υποστήριξη τόσο της αμερικανικής πρεσβείας όσο και των μεγάλων πρωτευουσών της ΕΕ.
Έτσι όμως δημιουργείται ένα σημαντικό πολιτικό κενό. Μένει «ορφανή» η ειλικρινής υποστήριξη της ειρήνης –με την απαίτηση να αποφύγουν και οι δύο πλευρές ενέργειες στο Αιγαίο που θα μπορούσαν να ανοίξουν τις πύλες της κόλασης- αλλά και η καταδίκη των εξοπλισμών: Που και για τις δύο χώρες έχουν λειτουργήσει σαν ο βασικός κρίκος για την πρόσδεση στην ουρά του ιμπεριαλισμού.
Από αυτήν τη σκοπιά, την αντιπολεμική-αντιμιλιταριστική-αντιιμπεριαλιστική, θα όφειλε να αντιδράσει η Αριστερά στην επίσκεψη του Ερντογάν στην Ελλάδα.