Tα συνθήματα που με έκαναν να αντριχιάσω ήταν: «Justicia de mierda estas juzgando a ella» ,«Νο es abuso es violacón». «Δικαιοσύνη *** δικάζεις εκείνη, αντί αυτόν» και «Αν δεν πεις οχι, επίσης είναι βιασμός».
Αυτα τα δύο πολύ απλά συνθήματα συγκεντρώνουν την ουσία του εγκλήματος του βιασμού τόσο στην εσωτερική έννομη τάξη της Ισπανίας αλλά και της Ελλάδας. Δεν θα επεκταθώ χωρικά, για να αποφύγω σφάλματα πανεπιστημονισμού. Κατα τη γνώμη που υποστηρίζεται εδώ, κάθε έγκλημα έχει νομική ανάλυση, εφόσον εμπεριέχεται στο σώμα ενός νομικού κειμένου και καθορίζει τις επiτρεπτές και μη κοινωνικά συμπεριφορές, αλλά εξίσου σημαντική είναι και η η κοινωνικοπολιτική του ανάλυση. Το ποινικό δίκαιο αξιολογεί κοινωνικές συμπεριφορές και πράξεις που αναπτύσσονται εντός των ανθρωπίνων σχέσεων. Το θετικό ή αρνητικό πρόσημο της αξιολόγησης αυτής , δεν υπαγορεύεται από κάποια έξω-κοινωνική ιδέα , αλλά επηρεάζεται έντονα από τις αντιλήψεις και την κυρίαρχη ιδεολογία της κοινωνίας, εντός της οποίας εφαρμόζεται. Έτσι, το θετικό δίκαιο βρίσκεται σε ένα συνεχή διάλογο με την κοινωνία, τις ιδέες της και τείνει να αποτυπώνει των συσχετισμό των δυνάμεων και των συγκρούσεων εντός αυτής.
Οι σκέψεις που θα ακολουθήσουν αναφέρoνται στον ομαδικό βιασμό της 18χρονης κοπέλας που έλαβε χώρα από 5 υπερβολικά «κανονικούς» νεαρούς στο φεστιβάλ του San Fermin 2016 στην Pamplona της Ισπανίας. Οι δράστες-βιαστές διατηρούσαν για προσωπική τους επικοινωνία μια ομαδική συνομιλία στο whatsapp , όπου αυτοαποκαλούνταν manada, δηλαδή αγέλη, κοπάδι. Την ομαδική αυτή συνομιλία χρησιμοποιούσαν ως χώρο έκφρασης των μισογυνιστικών και σεξιστικών αντιλήψεων άλλοτε μιλώντας γενικά και άλλοτε με αναφορές σε συγκεκριμένες γυναίκες. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επίθεσης κατά του θύματος, οι δράστες μαγνητοσκόπησαν μέρος του βιασμού ενώ στο τέλος, αφαίρεσαν το κινητό του θύματος.
Η δικαστική απόφαση, δεν αναγνώρισε τη σύσταση του εγκλήματος του βιασμού, αλλά αυτού της σεξουαλικής κακοποίησης (sexual abuse) κατ' εξακολούθηση (εφόσον έλαβαν χώρα περισσότερες από μια κολπικές και πρωκτικές διεισδύσεις), επιβάλλοντας ποινή 9 χρόνων. Σύμφωνα με τη δικαστική κρίση κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών , δεν καταφάσκεται η ύπαρξη βίας και συνεπώς, οι δράστες δεν μπορούν να καταδικαστούν ως αυτουργοί βιασμού. Συγκεκριμένα, ο δικαστής Ricardo González σχολίασε ότι αυτό που παρατηρεί στα καταγεγραμμένα βίντεο από τους δράστες είναι «σεξουαλικές πράξεις σε ένα πλαίσιο διασκέδασης και χαράς.»
Στο άρθρο 179 του ισπανικού ποινικού κώδικα ορίζεται ο βιασμός, ως έκφραση του εγκλήματος υπό τη γενική ονομασία και τυποποίηση «σεξουαλική επίθεση». Προϋποθέτει διείσδυση κολπική ή πρωκτική ή στοματική με μέλη του ανθρώπινου σώματος ή με οποιοδήποτε αντικείμενο , όπως και έγινε. Προϋποθέτει η διείσδυση να έγινε με άσκηση βίας ,όπως και έγινε. Απαιτεί να χρησιμοποιήθηκε βία ή εκφοβισμός του θύματος, όπως και έγινε, ώστε ο δράστης να επιτύχει τη διείσδυση κατά τους παραπάνω τρόπους. Και όμως, στα μάτια της ισπανικής δικαιοσύνης, αυτά δεν είναι αρκετά για να καταδικαστεί για το έγκλημα του βιασμού.
Αντίθετα οι δικαστές, παρά την ύπαρξη βίντεο και μηνυμάτων στη σχετική συνομιλία των δραστών (βιαστών), έκριναν ότι πρόκειται για σεξουαλική κακοποίση [ασέλγεια (!) κατα τον ελληνικό ποινικό κώδικα]. Την κρίση αυτή θεμελίωσαν στο σκεπτικό ότι, πράγματι υπήρξε διείσδυση, ωστόσο αυτή δεν έγινε με τη βία ή τον εκφοβισμό και άρα όχι ενάντια στη θέληση του θύματος, διοτι οι δράστες απλώς έκαναν κατάχρηση της εξουσίας και της υπεροχής τους για να τελέσουν την αξιοποινη πράξη, αποστερώντας στην ουσία από το θύμα τη δυνατότητα να δημιουργήσει και να εκφράσει ελεύθερα την θέλησή του(νομικός ορισμός της σεξουαλικής κακοποίησης, άρθρο 181.3 του ισπανικού ποινικού κώδικα). Στο πόρισμα αυτό έφτασαν, δικάζοντας στην ουσία τη συμπεριφορά του θύματος, υποστηρίζοντας ότι δεν αντιστάθηκε επαρκώς και χρησιμοποιώντας τη συμπεριφορά του θύματος του βιασμός ως ενοχοποιητικό στοιχείο και ως απόδειξη της εικαζόμενης συναίνεσής της.
Και ακριβώς σε αυτό το σημείο ανακύπτουν τα προβλήματα και οι ελλέιψεις ενός νομικού συστήματος , καθώς και μιας κοινωνικής πραγματικότητας εμποτισμένης από την κουλτούρα του βιασμού και ένα σωρό πατριαρχικών αντιλήψεων που λαβώνουν ανεπανόρθωτα την αξιοπρέπεια, σωματική ακεραιότητα και προσωπικότητα μιας γυναίκας, ως ατόμου και ως πολιτικού υποκειμένου. Η πραγματικότητα αυτή αποτυπώνεται στους νόμους της κοινωνίας της , αλλά και στην ερμηνεία των νόμων από τη δικαιοσύνη.
Για να εκκινήσει η ποινική διαδικασία, χρειάζεται η εισαγγελική πρόταση και στη συνέχεια – κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο- θα ακολουθήσει η προφορική απόδειξη των πραγματικών περιστατικών, έτσι ώστε οι δικαστές να κρίνουν σε ποιον νομικό κανόνα θα υπαχθούν τα αποδεδειγμένα πραγματικά περιστατικά , κάνοντας αν χρειαστεί επιτρεπτή μεταβολή της κατηγορίας.
Και ακριβώς σε αυτό το σημείο ανακύπτει το επίμαχο πρόβλημα.
Τι είναι βία και ποιος θα το κρίνει; Αν ο/ η σύντροφός μου με βρίζει κάθε μέρα και με μειώνει, δεν είναι βία, απλά και μόνο επειδή δεν σήκωσε χέρι επάνω μου; Η αυστηρότητα της νομικής σκέψης είναι φορές που παραμερίζει τον ανθρώπινο ψυχισμό κρίνοντας μόνο εκ των εξωτερικευμένων πράξεων. Μόνο αν με χτυπήσουν είναι βία; Αλλά αν με βιάσουν και εγώ από σοκ, φόβο ή από οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν μπορέσω να αντιδράσω, σημαίνει ότι συναίνεσα στην επίθεσή σου;
Μόνο αν φέρω τα τραύματα του χτυπήματός σου, τις μελανιές που προκάλεσες στο κορμί μου είναι βία; Αν παγωμένη δέχτηκα κάθε βιαιότητα στο κορμί μου, γιατί φοβήθηκα, γιατί τρόμαξα, γιατί δεν ήξερα τη συνέχεια, τότε σημαίνει ότι το ήθελα;
Πραγματικά πρόκειται για συναισθηματικά φορτισμένο κείμενο, γιατί δεν μπορώ να καταλάβω πως είναι δυνατό να δικάζεται τελικά , όχι ο δράστης, αλλά ένα πρόσωπο που δέχτηκε την ύπατη προσβολή στην αξιοπρέπεια, στην προσωπικότητα και στη σεξουαλικότητα του. Πώς είναι δυνατό να απαιτούμε αντίσταση, δηλαδή εξωτερικευμένη σωματική κίνηση που δηλώνει συνειδητά την αντίθεση στην επερχόμενη ή εκτελούμενη σεξουαλική πράξη, σε μια στιγμή που χάνεις την αυτοκυριαρχία σου; Αν δεν βγάλω κιχ απο φόβο, συναίνεσα? Υπερβάλλοντας λίγο ήθελα να ρωτήσω , αν το γεγονός ότι δεν αντιστάθηκα στο ληστή , σημαίνει ότι ήθελα να μου κλέψει το πορτοφόλι και ότι το αποδέχτηκα;
Η αυστηρότητα της νομικής σκέψης παραβλέπει ψυχολογικούς όρους και νόρμες μιας ανθρώπινης συμπεριφοράς. Το σοκ, το άγχος, οι απανωτές δυσοίωνες σκέψεις που εκείνη τη στιγμή κατακλείζουν ένα μυαλό είναι κατάλληλες και αναγκαίες συνθήκες για να αποτρέψουν και να κάμψουν την οποιαδήποτε αντίσταση. Η συμπεριφορά αυτή , όμως δεν μπορεί να εξισώνεται με συναίνεση.
Επιπλέον, τι είναι συναίνεση και πώς εκφράζεται. Ενα βροντερό λεκτικά ή με άλλο τρόπο (νεύμα, χειρονομία) ναι ισοδυναμεί με συναίνεση. Σύμφωνες. Γιατί όμως ένα βροντερο όχι λεκτικά ή με άλλον τρόπο (απαλό σπρώξιμο, απλανές βλέμμα, φόβος) δεν ισοδυναμεί με όχι,ή τουλάχιστον με μη συναίνεση.
Κατα την προσωπική μου γνώμη, εδώ εισερχόμαστε στο πεδίο της σχέσης νόμου και κοινωνίας. Ποιες αντιλήψεις μας υπαγορεύουν πως να αξιολογήσουμε μια συμπεριφορά.
Ο βαθύς και κεκαλυμμένος σεξισμός του νομικού συστήματος και η κουλτούρα του βιασμού («με αυτά που φόραγε τα ήθελε», «γιατί έπινε μόνη της το βράδυ») στο επίπεδο τηςκοινωνίας, επιτρέπουν τη δευτερογενή θυματοποίηση του θύματος κατα τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας. Οι δικαστές ζητούν από το θύμα να αποδείξει τη μη συναίνεση του. Αυτό , όμως, στην ξύλινη γλώσσα της πλειοψηφίας των δικαστών μεταφράζεται σε ανάγκη ύπαρξης σωματικών σημαδιών που θα αποδεικνύουν την αντίσταση (μελανιές, εκδορές, πληγές κτλ). Πράγμα αδύνατο αν λάβουμε υπόψη την καθυστέρηση εκδίκασης των ποινικών υποθέσεων, αλλά επίσης και αν λαβουμε υπόψη ότι δεν χρειάζεται πάντα να ασκηθεί σωματική βία ώστε να πραγματοποιηθεί ο βιασμός, εφόσον το θύμα είναι αδύνατο να αντιδράσει λόγω φόβου, σοκ κτλ.
Κλείνοντας αυτό τον κουραστικό χείμαρρο,καταλήγω στο ότι ο φεμινισμός δεν είναι μπανάλ. Ο φεμινισμός δεν είναι άχρηστος και φτάνει με τις «μετριοπαθείς δηλώσεις» : «εγώ δεν είμαι υπέρ, αλλά ούτε και κατά». Οι δηλώσεις αυτές είναι επικίνδυνες και μου θυμίζουν ρήσεις όπως «εγώ δεν είμαι ρατσιστής, αλλά...». Τα «αλλά» είναι επικίνδυνα και νομιμοποιούν-κανονικοποιούν συμπεριφορές σεξιστικές. Κάποιες φορές χρειάζεται να διαλέγεις ξεκάθαρα πεδίο. Και οι γυναίκες στην Ισπανία διάλεξαν. Βγήκαν στους δρόμους και φώναξαν.