Bασισμένο στην τοποθέτηση στο Πολιτικό Συμβούλιο της ΛΑΕ (2/12/2018)
Το κεντρικό ζήτημα αφορά στην αντίφαση που εμφανίζει η ΛΑΕ μεταξύ των αποφάσεων που καταγράφονται στα κείμενα και της δημόσιας εκφώνησης. Υπάρχουν τοποθετήσεις που τονίζουν πως αυτή η διαφορά δεν υφίσταται ή εν πάση περιπτώσει είναι μέσα στα όρια του συμβιβασμού των οργανώσεων που συγκροτούν τη ΛΑΕ π.χ. στην ανάλυση και την κατεύθυνση που περιγράφει το εισηγητικό κείμενο.
Εν τούτοις ήδη ακούσαμε απ’ τα πιο αρμόδια χείλη εκείνα ακριβώς τα σημεία που περιγράφουν με τον πιο καθαρό τρόπο την διαφορά, τόσο στη ανάλυση όσο και στις επιλογές. Οι θέσεις ότι «δεν υπάρχει σήμερα αριστερός κόσμος να μας ακολουθήσει» όπως και ότι «δεν είμαστε κόμμα διαμαρτυρίας» περιγράφουν με σαφήνεια και ειλικρίνεια τη διαφορετική προσέγγιση της περιόδου. Το «κόμμα διαμαρτυρίας», διατύπωση «κακόηχη», αποτελεί ωστόσο καθιερωμένη έκφραση στο δίπολο «κόμμα διαμαρτυρίας – κόμμα εξουσίας». Έτσι προκύπτει ότι τα κόμματα που δεν είναι «διαμαρτυρίας» (υποτίθεται πρέπει να) έχουν κυβερνητική, προγραμματική εναλλακτική πρόταση, σχέδιο για όλη χώρα, γεωπολιτική γραμμή, εθνικό ακροατήριο κ.λ.π.
Δίπλα σ’ αυτό υπάρχει η προφανής πραγματικότητα ότι σημαντικό μέρος του «αριστερού κόσμου» - που (όπως υποστηρίζεται) δεν αποτελεί διαθέσιμη ή έστω κατά προτεραιότητα «δεξαμενή» για τη ΛΑΕ – θα ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ ενώ ο υπόλοιπος συσπειρώνεται στο ΚΚΕ, στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και σε άλλες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς- που δεν έχουν ανταποκριθεί στα ενωτικά καλέσματά μας. Και βέβαια εκλογικά ένα μέρος θα βρεθεί στην αποχή. Ο προσανατολισμός σ’ αυτά τα ακροατήρια, με διαφορετικές δυσκολίες τακτικής για τον κόσμο που πιέζεται από το εκλογικό/ πολιτικό δίλλημα «Τσίπρας – Μητσοτάκης», διαφορετικές για το ΚΚΕ, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ κ.λ.π. δεν εξασφαλίζει πολλά και πάντως ούτε εύκολα ούτε σίγουρα, σ ένα κόμμα που φιλοδοξεί να εμφανίζεται σήμερα και στις εκλογές ως «όχι κόμμα διαμαρτυρίας».
Έτσι λοιπόν ευδοκιμούν οι «διερευνήσεις» προς «πλατύτερα» ακροατήρια τόσο κοινωνικά όσο ιδεολογικοπολιτικά. Η πίεση για την πολιτική έκφραση μιας κοινωνικής δυναμικής που δεν υφίσταται στην πραγματικότητα, έρχεται και συναντά το αφήγημα της παραγωγικής ανασυγκρότησης, του εθνικού σχεδίου με την δραχμή και βέβαια την «πολυδιάστατη» εξωτερική πολιτική…
Η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική κατά τη γνώμη μας. Ζούμε σε ιστορικές συνθήκες πολύ σημαντικές και δύσκολες για την Αριστερά. Συνθήκες αρνητικές τόσο για το κίνημα όσο και για την πολιτική Αριστερά καθώς κυριαρχούν οι δεξιές πιέσεις που εκφράζονται είτε ως συστημικός ρεαλισμός (δεξιά/κεντροδεξιά, σοσιαλδημοκρατία/κεντροαριστερά και «ακραίο κέντρο») είτε ως ακροδεξιά και φασισμός. Κοινός τόπος πέρα από τις όποιες πολιτικές διαφορές η υπεράσπιση του συστήματος (καπιταλισμός) και η – πάντα ταξική - λιτότητα. Η περίπτωση Μπολσονάρου στην Βραζιλία είναι το πιο πρόσφατο παράδειγμα όμως ο Σαλβίνι και η Λίγκα στην Ιταλία του PCI αλλά και της εμπειρίας του Μουσολίνι και πιο πρόσφατα της Γένοβας και της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, είναι το πιο ηχηρό σε εμάς. Ο κίνδυνος της «ιταλοποίησης» δηλαδή της μείωσης μέχρι εξαφάνισης της Αριστεράς είναι εντελώς υπαρκτός στη σημερινή Ελλάδα.
Ο κύκλος δεκαετιών που άνοιξε με το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα και γέννησε τους πειραματισμούς των «πλατιών κομμάτων» της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ακόμη κι αν δεν έχει κλείσει οριστικά βρίσκεται πάντως σε υπαρξιακή καμπή. Οι ριζοσπαστικές, αριστερές αντικαπιταλιστικές ιδέες που είχαν την ηγεμονία αντιπαρέβαλαν την εναλλακτική παγκοσμιοποίηση των «από κάτω» στη νεοφιλελεύθερη, καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση. Σήμερα την ηγεμονία στην αντιπαγκοσμιοποιητική αμφισβήτηση έχουν αποκτήσει οι ιδέες της «επιστροφής» στο έθνος – κράτος, ο εθνικισμός και μαζί ο ρατσισμός ακόμη και ο ανοιχτός φασισμός. Δυστυχώς ακόμη και τμήματα της Αριστεράς παρασύρονται στη δίνη αυτή και κατρακυλούν σε αλλότρια για την Αριστερά ιδεολογικά και πολιτικά πεδία, όπως η περίπτωση της Σάρα Βάγκενκνεχτ από το Die Linke.
Ωστόσο το σύστημα τόσο πανευρωπαϊκά/ διεθνώς όσο και στην Ελλάδα δεν έχει πετύχει μια νέα, ανανεωμένη ισορροπία στην οικονομία, στους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς, στο πεδίο της ανάταξης των κοινωνικών συναινέσεων και της εύρυθμης εναλλαγής των συστημικών πολιτικών πόλων. Αυτή η συνθήκη τροφοδοτεί και οξύνει διαρκώς τις ταξικές αντιθέσεις και μαζί τους το πολιτικό κενό εκπροσώπησης.
Κινήματα ενίοτε ευτυχώς ξεσπούν όπως τα «κίτρινα γιλέκα» στην Γαλλία στα οποία γίνονται τόσες αναφορές. Όμως να θυμίσουμε πως το στοίχημα είναι η ύπαρξη ισχυρής ριζοσπαστικής Αριστεράς που να μπορεί να διεκδικήσει την ιδεολογική ηγεμονία ειδάλλως μπορεί να καταστραφούν και πολύ μεγαλύτερης έκτασης κινήματα όπως συνέβη με την «Αραβική Άνοιξη». Απ’ αυτή τη σκοπιά η άποψη ότι η σύγχρονη διακύβευση για την Αριστερά αφορά στη διεκδίκηση από τους φασίστες της «επιστροφής» στο έθνος – κράτος (και συνάμα στον οικονομικό και όχι μόνο εθνικισμό) κόντρα στην παγκοσμιοποίηση είναι κυριολεκτικά «εκτός τόπου και χρόνου». Κι όμως η άποψη αυτή αν και δεν υπάρχει σε κανένα κείμενο αποφάσεων εκφωνείται ως «στρατηγική σύλληψη» της ΛΑΕ.
Η αρνητική και συνάμα απαιτητική περίοδος για το κίνημα και την Αριστερά γίνεται αντιληπτή μέσα στον «κόσμο της Αριστεράς», σε πλήθος ανθρώπων που σήμερα είναι απογοητευμένοι και εκτός οργανώσεων αλλά και εντός αυτών. Πολλοί/ες συμπεραίνουν την ανάγκη για τη συσπείρωση και τη συγκέντρωση της δύναμης της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, το πολιτικό κενό που σαφώς βρίσκεται στ’ αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ και την ανάγκη πρωτοβουλιών που θα διεκδικήσουν την αλλαγή του πολιτικού χάρτη της Ριζοσπαστικής Αριστεράς και θα διεκδικήσουν την απάντηση στον κίνδυνο της Δεξιάς/ ακροδεξιάς όπως και της «ιταλοποίησης». Η ζύμωση σ’ αυτή την κατεύθυνση, στο φάσμα ΛΑΕ – ΑΝΤΑΡΣΥΑ – αποχωρήσαντες από τον ΣΥΡΙΖΑ το 2015- άλλες οργανώσεις και συλλογικότητες της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, είναι σήμερα έντονη και εκτεταμένη. Η εγκατάλειψη (δια της σχετικοποίησης) αυτού του πεδίου που στην πραγματικότητα απαιτεί προσήλωση και επιμονή από την πλευρά της ΛΑΕ, στο όνομα της δυστοκίας των εκλογικών συμμαχιών συνιστά κορυφαίο και αδικαιολόγητο λάθος.
Για τη ΛΑΕ απαιτείται εδώ και τώρα αριστερή στροφή στη δημόσια εκφωνούμενη πολιτική και σε επιλογές που καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τη φυσιογνωμία του σχήματος αδικώντας κατάφορα τα μέλη του και τις προσπάθειες που καταβάλλουν στο εργατικό κίνημα και στους χώρους δουλειάς, στον αντιφασιστικό, αντιρατσιστικό αγώνα, στο γυναικείο, στη νεολαία και στις γειτονιές σχεδόν πάντα μαζί μ’ αυτόν τον «κόσμο της Αριστεράς» που δήθεν δεν μπορούμε να απευθυνθούμε με επιτυχία και να κινητοποιήσουμε. Όμως πέρα από τις εκλογές που κι αυτές δεν αντιμετωπίζονται απλά με «φαεινές ιδέες» και επικοινωνιακά «κόλπα» - πολύ περισσότερο με πλήρη αδυναμία διάκρισης μεταξύ αριστερής και δεξιάς αντιπολίτευσης στο ΣΥΡΙΖΑ - υπάρχουν οι πραγματικές, ουσιαστικές προκλήσεις για τη Ριζοσπαστική Αριστερά και το κίνημα στις οποίες πρέπει να υποτάσσονται οι εκλογικές τακτικές και όχι το αντίθετο. Ιδιαίτερα στις μέρες μας…