Κοινωνική μέριμνα, οικονομική βοήθεια, θεσμοί διαμεσολάβησης

Βρισκόμαστε λίγα εικοσιτετράωρα πριν από την ανάρτηση προς δημόσια διαβούλευση του νομοσχεδίου του Υπουργείου Δικαιοσύνης για την αναμόρφωση του Οικογενειακού Δικαίου. Στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου έχουν τεθεί οι προωθούμενες αλλαγές στο μοντέλο άσκησης της γονικής μέριμνας και επιμέλειας των παιδιών σε περίπτωση διάστασης ή διαζυγίου των γονέων. 

Καθώς το νομοσχέδιο βαίνει προς την ολοκλήρωσή του, η πόλωση γύρω από το ζήτημα της υποχρεωτικής κοινής επιμέλειας (συνεπιμέλειας) κορυφώνεται: από τη μία πλευρά βλέπουμε συλλόγους και ομάδες μπαμπάδων να τάσσονται αναφανδόν υπέρ της νομοθετικής κατοχύρωσης του κοινού και αδιάσπαστου των γονικών ευθυνών και δικαιωμάτων, της εναλλασσόμενης κατοικίας και της ισόχρονης ανατροφής των παιδιών από τον κάθε γονέα. Από την πλευρά του το φεμινιστικό κίνημα στέκεται κριτικά απέναντι στη σχετική μεταρρύθμιση, διατυπώνοντας κρίσιμες επιφυλάξεις για το τι μπορεί να σημαίνει σε πραγματικές συνθήκες το νέο μοντέλο για τις ζωές των γυναικών.

Σε προηγούμενο άρθρο είχαμε επισημάνει ότι το περιεχόμενο που ο Έλληνας νομοθέτης σκόπευε να προσδώσει στη συνεπιμέλεια δεν είχε επαρκώς αποσαφηνιστεί. Βαίνοντας προς την δημόσια διαβούλευση επί του νομοσχεδίου, αρχίζουν να διαφαίνονται καθαρότερα οι βασικοί άξονες της μεταρρύθμισης. Πρώτον, ορίζεται ότι ο χρόνος επικοινωνίας του παιδιού με το γονέα με τον οποίο δεν διαμένει (υπολογιζόμενος σε ετήσια, σε μηνιαία είτε εβδομαδιαία βάση), δεν μπορεί να είναι μικρότερος του 1/3 του συνολικού κατανεμόμενου χρόνου. Συγχρόνως, εισάγεται ρητά στο νόμο η πρόβλεψη για «από κοινού και εξίσου άσκηση γονικής μέριμνας» (κάτι που ήδη αποτελεί πάγια σχεδόν πρακτική των δικαστηρίων), εκτός αν συμφωνηθεί να ανατεθεί σε έναν από τους γονείς. Εισάγεται , επίσης, σε περίπτωση διαφωνίας των γονέων το στάδιο της διαμεσολάβησης, που αν δεν αποδώσει, η υπόθεση θα οδηγείται σε δικαστική κρίση.

Κεντρικό επιχείρημα των υποστηρικτών του νέου μοντέλου είναι ότι «καθιερώνεται η αρχή της μη διάκρισης μεταξύ των γονέων», συμβάλλοντας έτσι στη de facto εξίσωση των δύο φύλων στις οικογενειακές σχέσεις και στην άρση των αναχρονιστικών έμφυλων στερεοτύπων. Με αυτή τη λογική, από ορισμένους εγκαλείται και το ίδιο το φεμινιστικό κίνημα για την αρνητική του τοποθέτηση απέναντι στο νέο νομοσχέδιο. Ωστόσο, η εναντίωση στο μοντέλο της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας στη βάση του έμφυλου στερεοτύπου «γυναίκα- μητέρα» όχι μόνο δεν απηχεί το λόγο του φεμινιστικού κινήματος, αλλά είναι και διαμετρικά αντίθετη με τα αιτήματα, τις επιδιώξεις και τους αγώνες του. Αυτονόητα, λοιπόν, η θέση της πλειοψηφίας του δεν εκκινεί από μία τέτοια θεώρηση, αλλά από την αγωνία για τις δυσβάσταχτες συνέπειες που διαφαίνεται ότι το νέο μοντέλο θα έχει στις ζωές χιλιάδων γυναικών, και ιδίως των κοινωνικά και οικονομικά πιο αδύναμων.

Το γενικόλογο φιλελεύθερο επιχείρημα περί ισότητας των γονέων δεν μπορεί να «καθαγιάσει» το μέτρο ως γνήσια εξισωτικό και προοδευτικό. Κι αυτό γιατί κλείνει τα μάτια στην υπαρκτή ανισότητα και καταπίεση των γυναικών: οι γυναίκες είναι εκείνες που αμείβονται λιγότερο, εκείνες στις οποίες η ανεργία και η ελαστική εργασία ενδημούν, εκείνες που κατά κανόνα έχουν τους λιγότερους πόρους, με αποτέλεσμα η οικονομική εξάρτηση από το σύζυγο να είναι σύνηθες φαινόμενο. Συγχρόνως, οι γυναίκες είναι συχνά τα θύματα εξουσιαστικών, τοξικών ή κακοποιητικών σχέσεων, από τις οποίες -ελλείψει της παραμικρής κρατικής στήριξης- είναι εξαιρετικά δύσκολο να (ξε)φύγουν. Το μέτρο της υποχρεωτικής συνεπιμέλειας πλασματικά λαμβάνει την ισότητα ως κεκτημένη (!), θέτοντας υπό διακύβευση θετικά μέτρα που αποτέλεσαν κατάκτηση των γυναικείων κινημάτων μεταπολιτευτικά (χαρακτηριστικό παράδειγμα η αναλογική μείωση της διατροφής που συνεπάγεται η συνεπιμέλεια). Περιορίζει, έτσι, ακόμη περισσότερο την ελευθερία των γυναικών να τερματίζουν έναν καταπιεστικό γάμο, με το ψυχολογικό βάρος της μερικής απώλειας του παιδιού να λειτουργεί εκβιαστικά στις αποφάσεις τους.

Τι τομές χρειαζόμαστε στο θεσμό της οικογένειας

Πέραν της παραπάνω κρίσιμης προβληματικής, αυτό που απουσιάζει εκκωφαντικά από τη δημόσια συζήτηση γύρω από το νομοσχέδιο είναι το προς ποια κατεύθυνση θέλουμε συνολικά να αναμορφωθεί το οικογενειακό δίκαιο. Πρόκειται για ένα ερώτημα που «ακουμπά» την ίδια τη φύση του θεσμού της οικογένειας και πώς την αντιλαμβανόμαστε. Το «προοδευτικό» νομοσχέδιο της Κυβέρνησης εισάγει μία «ανώδυνη» μεταρρύθμιση, η οποία όχι μόνο δεν αμφισβητεί την «καθεστηκυία τάξη» των οικογενειακών σχέσεων, αλλά αντίθετα τη διατηρεί ανέπαφη: τα βάρη και το κόστος της φροντίδας (νοικοκυριό, ανατροφή παιδιών, φροντίδα ηλικιωμένων) παραμένουν στα άτομα, ενώ το κράτος αποσύρεται όλο και περισσότερο. Έτσι, σε συνθήκες πανδημίας και ενώ συνεχίζεται επιθετικά η διάλυση του κοινωνικού κράτους, η Κυβέρνηση εφευρίσκει ένα βολικό άλλοθι.

Η απουσία προοδευτικού προσανατολισμού στην προωθούμενη μεταρρύθμιση είναι εμφανής, αν το νομοσχέδιο ιδωθεί συνολικά. Την ίδια ώρα που επιφανείς υποστηρικτές της συνεπιμέλειας διατρανώνουν την «ωριμότητα» της ελληνικής κοινωνίας να υιοθετήσει το μέτρο, ελλείπει η παραμικρή αναφορά σε ένα αίτημα που έχει εδώ και χρόνια ωριμάσει μέσα από τις διεκδικήσεις των κινημάτων, αυτό του γάμου και της τεκνοθεσίας για τα ομόφυλα ζευγάρια. (Βλέπουμε, λοιπόν, ότι το νομοσχέδιο της Κυβέρνησης είναι ενδεικτικό της απροθυμίας να αναγνωρίσει ως αποδεκτά μοντέλα οικογένειας διαφορετικά από το «κανονικό» πυρηνικό μοντέλο με κέντρο αποκλειστικά το ετερόφυλο ζευγάρι). 

Όπως έχουμε επισημάνει ξανά μέσα από την αρθρογραφία μας, η διευρυμένη συμμετοχή του κράτους στα βάρη της ανατροφής των παιδιών είναι η υλική προϋπόθεση για να αποτελέσει η ελεύθερη συναίνεση τη βάση των σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων. Όσο το κράτος εξακολουθεί να «φορτώνει» το κόστος της κοινωνικής αναπαραγωγής στην ιδιωτική σφαίρα, τόσο θα συντηρείται ο υπάρχων καταμερισμός μέσα στην οικογένεια, η γυναικεία απλήρωτη εργασία, οι στερεότυποι έμφυλοι ρόλοι. Χρειαζόμαστε μία κοινωνία, όπου η κάλυψη των αναγκών της οικογενειακής φροντίδας θα γίνεται από το κράτος μέσω δημόσιων και δωρεάν δομών και υπηρεσιών (δημόσιοι παιδικοί σταθμοί και κέντρα δημιουργικής απασχόλησης, δημόσιες κουζίνες, πλυντήρια, γηροκομεία, κ.ό.κ), καθώς και οικονομικών ενισχύσεων στους οικονομικά αδύναμους γονείς. Συγχρόνως, ισότιμη κρατική στήριξη και νομική κατοχύρωση/αναγνώριση θα πρέπει να παρέχεται σε όλες τις μορφές οικογένειας (ετερόφυλα/ ομόφυλα ζευγάρια σε γάμο ή συμβίωση, μονογονεϊκές οικογένειες, κ.ά,) κόντρα σε αποκλεισμούς και δυσμενείς διακρίσεις. Σε όλη τη διάρκεια της οικογενειακής ζωής και της ανατροφής των παιδιών θα πρέπει να υπάρχει πρόσβαση σε δημόσια και δωρεάν ψυχοκοινωνική στήριξη (οικογενειακή συμβουλευτική, υπηρεσίες παιδοψυχολόγων, αναπτυξιολόγων, κοινωνικών λειτουργών ,κ.ό.κ.).

Θεωρούμε ότι σε αυτή τη λογική θα πρέπει να αναζητηθεί και η λύση στο ζήτημα της επιμέλειας. Η συνεργασία μεταξύ των γονέων που χωρίζουν δε θα πρέπει να επιβληθεί με όρους υποχρεωτικότητας, αλλά με την παροχή από το κράτος των εργαλείων εκείνων που θα εξαντλούν τις δυνατότητες συναίνεσης: δωρεάν και δημόσια διαμεσολάβηση επικουρούμενη από κοινωνικούς λειτουργούς και συμβούλους ψυχικής υγείας, ίδρυση οικογενειακών δικαστηρίων που θα στελεχώνονται από εξειδικευμένους λειτουργούς και εμπειρογνώμονες σε ζητήματα παιδικής κακοποίησης και ενδοοικογενειακής βίας. Τέλος, απαιτούμε να αλλάξει ήδη από σήμερα η εγκληματική διαχείριση από τα κρατικά όργανα των καταγγελιών σεξιστικής βίας, ώστε η δυσκολία της απόδειξης να μη γίνει το βήμα για την έκδοση επικίνδυνων αποφάσεων υπέρ του κακοποιητή.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες