Το πέπλο της πανδημίας, με την απειλή της επιδείνωσης, καλύπτει πτυχές των πολιτικών εξελίξεων, τους δίνει ένα χαρακτήρα υπόγειας φωτιάς.
Παρόλα αυτά, είναι φανερό –τόσο εμπειρικά, όσο πλέον και δημοσκοπικά– ότι ζούμε μια κρίσιμη περίοδο όπου διαμορφώνονται οι αυριανοί διαφορετικοί συσχετισμοί πολιτικής δύναμης. Η περίοδος αυτή μπορεί, ανά πάσα στιγμή, να επιταχυνθεί.
Σε μια τέτοια περίοδο, η παρέμβαση των οργανωμένων δυνάμεων της Αριστεράς είναι θεμελιώδης προϋπόθεση για το πώς θα απαντήσει ο κόσμος μας και κατά συνέπεια τι δυνατότητες θα διαμορφωθούν. Δυστυχώς, σε αυτό το κρίσιμο πεδίο, τα νέα δεν είναι ευχάριστα.
Η παρέμβαση της οργανωμένης Αριστεράς καθορίζεται από τη συνάρθρωση της στρατηγικής της με την τακτική και τη μέθοδο που κινείται μέσα στον κόσμο. Λέμε από την αρχή τη δική μας θέση: Η στρατηγική οφείλει να είναι ανατρεπτική-αντικαπιταλιστική, οι δράσεις πρέπει να εντάσσονται σε μια «συνολική αφήγηση», σε ένα «σκοπό», που στον ώριμο καπιταλισμό του 21ου αιώνα δεν μπορεί να είναι άλλος από τη σοσιαλιστική απελευθέρωση της εργαζόμενης πλειοψηφίας. Όμως αυτό, ακόμα και στην καθαρότερη εκδοχή του, δεν είναι αρκετό. Η τακτική συνδέει τη στρατηγική με την υπάρχουσα σήμερα πραγματικότητα, που καθορίζεται από το συνολικό πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης επίθεσης του κεφαλαίου αλλά και από το συγκεκριμένο επίπεδο των διαθέσεων της εργατικής τάξης και το επίπεδο ανάπτυξης του κινήματος.
Η τακτική σήμερα δεν μπορεί παρά να είναι μεταβατική: να ξεκινά από αιτήματα και αιχμές όπου πλατύ τμήμα της τάξης μας και του κόσμου καταλαβαίνει και αποδέχεται ότι πρέπει να παλέψει άμεσα και να επιχειρεί μέσα από την εμπειρία του αγώνα να διευρύνει τα μέτωπα, να κλιμακώσει μαζί με τον κόσμο την αντιπαράθεση. Η υποτίμηση ή και η συκοφάντηση της μεταβατικής τακτικής και του μεταβατικού προγράμματος (παρότι αποτελούν αναντικατάστατο τμήμα της λενινιστικής παράδοσης) είναι μια βασική αδυναμία της σύγχρονης Αριστεράς στην Ελλάδα. Και τέλος, η μέθοδος σημαίνει έμφαση στο από τα κάτω, σημαίνει δουλειά μέσα στον κόσμο και μαζί με τον κόσμο, σημαίνει συγκέντρωση δυνάμεων για να γίνει εφικτό να διεκδικηθούν νίκες. Στις σημερινές συνθήκες η μέθοδος δεν μπορεί παρά να είναι ενωτική, να αποσκοπεί στο σοβαρό συντονισμό δυνάμεων, μέσα σε παρατεταμένες προσπάθειες για να κινηθεί σοβαρά ο κόσμος μας. Κατά τη γνώμη μας, η παρέμβαση της Αριστεράς θα όφειλε να είναι αντικαπιταλιστική στη στρατηγική, ριζοσπαστική-μεταβατική στην τακτική, ενωτική/σοβαρή και σχεδιασμένη στη μέθοδό της. Δυστυχώς, σε πολλά από αυτά τα χαρακτηριστικά εκδηλώνονται σημαντικές αποκλίσεις, διαφορετικές σε κάθε «χώρο» της Αριστεράς, αλλά τελικά με σημαντικό κόστος.
Σε αυτό το άρθρο δεν θα καταπιαστούμε με τα ζητήματα του ΣΥΡΙΖΑ, παρότι η διεκδίκηση και το κέρδισμα κόσμου που παραμένει στην επιρροή του είναι πάντα ένα κρίσιμο καθήκον. Όμως η ακραία εκλογοκεντρική «νέα αρχή» του Τσίπρα θέτει πλέον τα προβλήματα της σχέσης ανάμεσα στην οργανωμένη παρέμβαση στο κίνημα, τη συγκρότηση στο κόμμα και τη διεκδίκηση πολιτικής/εκλογικής επιρροής, σε διαφορετική βάση απ’ ό,τι στις άλλες δυνάμεις της Αριστεράς.
Το ΚΚΕ
Στο χώρο του ΚΚΕ τα πράγματα είναι ποιοτικά διαφορετικά. Κρατά ένα σημαντικό κόσμο, σε οργανωμένη σχέση με την τάξη και το κίνημα, και με μια γραμμή που του επιτρέπει να στέκεται στο χώρο του ως αριστερός αγωνιστής/στρια.
Η παρούσα καθοδηγητική στελέχωση του ΚΚΕ έχει διαθέσει χρόνο και ενέργεια σε μια ιδεολογική δουλειά που θα μπορούσε να έχει ως τίτλο την αποκατάσταση του επαναστατικού χαρακτήρα των ιδεών του κόμματος. Είχαν σημασία οι επεξεργασίες της ΚΕ σε μια σειρά από θέματα ιστορίας του κόμματος και του κινήματος. Εξετάζοντες αυτές τις επεξεργασίες, έχουμε ισχυριστεί ότι αυτές οι αυτοκριτικές είναι ανεπαρκείς και αντιφατικές και εξακολουθούν να αφήνουν ακάλυπτα κεντρικά ζητήματα. Στο θέμα, όμως, που απασχολεί το παρόν άρθρο ας δεχθούμε ότι το ΚΚΕ πραγματοποιεί μια ιδεολογική στροφή προς τα αριστερά.
Στο επίπεδο της τακτικής εμφανίζονται τα μεγάλα προβλήματα. Στην πρόσφατη προσυνεδριακή συζήτηση, εμφανίστηκαν στις θέσεις της ΚΕ κάποια «ανοίγματα» για μια πιο ευέλικτη αντιμετώπιση αγωνιστικών πρωτοβουλιών σε εργατικές αντιστάσεις όπου το ΚΚΕ δεν έχει τον πρωταρχικό ρόλο (και τον έλεγχο). Αυτή η πιο ευέλικτη τακτική έγινε ορατή σε κάποιες κινηματικές «στιγμές». Όμως, άλλες θέσεις της ΚΕ έσπευσαν αμέσως να «μαζέψουν» αυτήν τη τάση, βάζοντας την έμφαση σε επιχειρήματα όπως «δεν είναι εφικτή η επίτευξη σταθερών κατακτήσεων μέσα στον καπιταλισμό» ή χαρακτηρίζοντας την ελπίδα για (έστω περιορισμένες) εργατικές νίκες εδώ και τώρα, σαν τη «βάση ανάπτυξης μικροαστικών πιέσεων πάνω στο κόμμα…».
Στο φετινό φεστιβάλ της ΚΝΕ οι νικηφόροι απεργοί της e-food έγιναν δεκτοί με ενθουσιασμό. Η απεργία στην e-food στηρίχτηκε στον προωθημένο συντονισμό των προσπαθειών, στην πραγματικότητα σε μια «συμμαχία» μεταξύ της ΣΒΕΟΔ και του Συνδικάτου Επισιτισμού-Τουρισμού. Αυτή η «συμμαχία», και η στελέχωσή της μέσα στους συγκεκριμένους χώρους, επιχείρησε ένα «άλμα»: έθεσε ένα συγκεκριμένο στόχο, ιδιαίτερα σημαντικό για τους εργαζόμενους στο χώρο της, τον πάλεψε αποφασιστικά, ζήτησε και πήρε την πιο πλατιά αλληλεγγύη, απέδειξε με τον τρόπο που πάλεψε τις αντικαπιταλιστικές προθέσεις της, και τόλμησε… να νικήσει, ανοίγοντας έναν ευρύτερο δρόμο για όλους μας. Τι από αυτά ήταν λάθος; Γιατί οι ισχυρότερες και πιο οργανωμένες δυνάμεις του ΚΚΕ σε άλλους σημαντικούς εργατικούς χώρους δεν επιχειρούν ανάλογα «άλματα»; Η απάντηση της ηγεσίας του ΚΚΕ στηρίζεται σε μια σύμφυση της τακτικής με τη στρατηγική: τέτοιες εργατικές νίκες μπορούν να διεκδικηθούν, γενικότερα, μόνο στα πλαίσια της διεκδίκησης της λαϊκής εξουσίας και λαϊκής οικονομίας, και η διεκδίκησή τους μπορεί να στηρίζεται μόνο στην ενότητα όσων συμφωνούν με το ΚΚΕ για το τι είναι λαϊκή εξουσία και λαϊκή οικονομία. Η τακτική του ΚΚΕ στους εργατικούς χώρους, υποβαθμίζοντας τη διεκδίκηση «αλμάτων» νίκης, περιορίζεται σε μια αναπαραγωγή των κομματικών δυνάμεων μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα. Η στασιμότητα του ΠΑΜΕ, τόσα χρόνια (και τι χρόνια!) μετά την ίδρυσή του, δεν ήταν μια μοιραία προκαθορισμένη εξέλιξη.
Δυστυχώς η ταύτιση της στρατηγικής με την τακτική εγκυμονεί βαρύτερες συνέπειες στον πολιτικό αγώνα. Το ΚΚΕ στις διακηρύξεις του έχει ανοίξει τη βεντάλια της αντιπαράθεσης με τον ιμπεριαλισμό/καπιταλισμό, εφ’ όλης της ύλης: πχ ιδιωτικοποιήσεις, ασφαλιστικό, εξοπλισμοί, καταπίεση των γυναικών, ρατσισμός, περιβάλλον κ.ο.κ. Ας αδιαφορήσουμε, προς στιγμή, για σημαντικά ζητήματα γραμμής σε κάποια από αυτά, για να συγκεντρωθούμε στο κομβικό: σε συνθήκες όπου το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ έχει συρρικνωθεί και ο ΣΥΡΙΖΑ βυθίζεται σε κρίση μετάλλαξης, ποιο είναι το στοιχείο που εμποδίζει το ΚΚΕ να πάρει «μεγάλες» πρωτοβουλίες σε αυτά τα θέματα, να προκαλέσει κλιμάκωση της πάλης και να επιδιώξει «άλματα» στην ανάπτυξη του κινήματος, αλλά και της επιρροής του;
Για να καλύψει αυτά τα ζητήματα, πέρα από την ταύτιση της τακτικής με τη στρατηγική, το ΚΚΕ καταφεύγει σε δύο αυτοπεριοριστικές δέσμες «επιχειρημάτων».
Αφενός, στην ταύτιση της μεταβατικής πολιτικής και του μεταβατικού προγράμματος με τον… οπορτουνισμό και τον ρεφορμισμό. Στις στήλες των εντύπων του, κάθε παραλλαγή του επίθετου «μεταβατικός» χρησιμοποιείται πλέον με έντονα αρνητική χροιά. Είμαστε σίγουροι ότι στις γραμμές του ΚΚΕ υπάρχουν άνθρωποι που θυμούνται ότι αυτά τα στοιχεία ήταν κεντρικά στην τελευταία μεγάλη συζήτηση μέσα στην Κομιντέρν, ζώντος του Λένιν (3ο και 4ο συνέδριο), και γνωρίζουν ότι η απάλειψή τους από το μαρξιστικό οπλοστάσιο μπορεί, σε συγκεκριμένες συνθήκες, να οδηγήσει ένα εργατικό κόμμα σε σημαντικές ήττες. Άλλωστε το ΚΚΕ έχει μια τέτοια πρόσφατη εμπειρία: η ήττα του από τον ΣΥΡΙΖΑ στα χρόνια του μαζικού κινήματος του 2010-12 δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου, προδιαγεγραμμένη…
Αφετέρου, η θεωρία των «αναχωμάτων». Το ΚΚΕ χαρακτήρισε, το 2015, όσους αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ ως «αναχώματα» που στήνει ο καπιταλισμός για… να περιορίσει την επιρροή του ΚΚΕ. Χαρακτηρίζει «αναχώματα» την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την άλλη άκρα Αριστερά. Το να το λέει αυτό ένα κόμμα που στην ιστορία του έχει κάνει τις πιο απίθανες πολιτικές συνεργασίες, θυμίζει αυτόν που έχει καεί με το χυλό και φυσάει και το γιαούρτι. Η τάση του ΚΚΕ προς την αναπαραγωγή αυτής της θεωρίας, είναι τμήμα τη προσπάθειας να παρουσιάσει την απόρριψη της ενότητας στη δράση ως, τάχα, αντικειμενικά επιβεβλημένη.
Η συνισταμένη όλων αυτών είναι η κατάληξη ότι, και στο πολιτικό πεδίο, το ΚΚΕ περιορίζεται στην αναπαραγωγή της πολιτικής/εκλογικής δύναμής του για μακρά περίοδο. Και μάλιστα σε επίπεδα χαμηλά σε σύγκριση με την οργανωτική δύναμή του.
Κάποιοι μαρξιστές θεωρητικοί επιμένουν ότι η πεμπτουσία της λενινιστικής τακτικής είναι η διεκδίκηση για «Άλματα! Άλματα! Άλματα!». Όσο το ΚΚΕ απέχει από αυτό το στοιχείο θα αντιμετωπίζεται από τις καθεστωτικές δυνάμεις με εκείνο το παγερό «διαφωνούμε με το ΚΚΕ, αλλά το σεβόμαστε…». Αν επιχειρήσει έξοδο από τον αυτοπεριορισμό, θα συναντήσει την άλλη γλώσσα.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπήρξε τα τελευταία χρόνια το «βασικό σχήμα» αυτού του χώρου. Μετά από αρκετά χρόνια στενής συνεργασίας, αυτοί οι σύντροφοι και συντρόφισσες θα έπρεπε να αναμετρώνται με τα καθήκοντα της μετατροπής τους σε ένα ενιαίο (σχετικά) μαζικό πολιτικό κόμμα, ξεπερνώντας τα όρια ενός χαλαρού μετώπου, καθώς οι οργανώσεις που συμμετέχουν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ δηλώνουν όλες μαρξιστικές και μάλιστα υπέρ του επαναστατικού δρόμου, έχοντας απορρίψει τον ρεφορισμό. Αντ’ αυτού, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ βρίσκεται σε μια κατάσταση διατήρησης ενός brand name, μιας δυνάμει κοινής εκλογικής λίστας, λόγω έλλειψης εναλλακτικών, ενόψει εκλογών. Οι αντιθέσεις ανάμεσα στις βασικές οργανώσεις της –το ΝΑΡ και το ΣΕΚ– έχουν γίνει δημόσιες και οι αλληλοκριτικές όλο και πιο σκληρές.
Κατά τη γνώμη μου, οι ιδεολογικοπολιτικές διαφορές μεταξύ μας σήμερα, δεν έχουν «βάθος», αντανακλούν περισσότερο αδυναμίες στη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης και μια τάση να απαντηθούν οι δυσκολίες της εποχής με μια απογείωση στα λόγια, που δεν φροντίζει να μετρά τις φράσεις με τις συνέπειές τους, όπως και με τις πραγματικές εμπειρίες των ανθρώπων γύρω μας.
Δυστυχώς όμως, αυτή η τάση έχει απλωθεί σε όλη την πολιτική ύλη, καταλήγοντας να αποτελεί εμπόδιο σε μια ενωτική και σοβαρή αντιμετώπιση της κατάστασης. Ας σταχυολογήσουμε:
-«Ολέθρια η αντιδεξιά γραμμή, απαιτείται αντισυστημική πολιτική», μας λέει το «Πριν». Ασφαλώς πάντα απαιτείται αντισυστημική πολιτική, ακόμα και στον αγώνα για τις ταπεινότερες μεταρρυθμίσεις. Η ΣΒΕΟΔ έκανε υψηλή αντισυστημική πολιτική, διεκδικώντας δουλειά με σύμβαση και όχι με μπλοκάκι. Η αντισυστημική πολιτική, για να είναι πολιτική, οφείλει να ξεκινά από την πραγματικότητα, να αντιμετωπίζει με συστηματικό τρόπο τα υπαρκτά καθήκοντα, και έτσι η αντιδεξιά πάλη είναι υποχρεωτική και απολύτως εφικτό να ξεδιπλωθεί με τρόπους τελείως διαφορετικούς από τη συναίνεση του ΣΥΡΙΖΑ και των άλλων συστημικών δυνάμεων. Η υποτίμησή της, και πολύ περισσότερο η εγκατάλειψή της, είναι μια ολέθρια ταύτιση της στρατηγικής, του αναγκαίου ιδεολογικοπολιτικού πλαισίου, με τα καθήκοντα της τακτικής. Φράσεις όπως «ενάντια στο κράτος του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού, στην προοπτική του τσακίσματός του, για την ανατροπή του πλαισίου της μνημονιακής επιτροπείας…» αποτελούν σπάνια πολιτικά αυτογκόλ: Αλήθεια σύντροφοι, η ανατροπή του μνημονιακού πλαισίου δεν είναι εφικτή πριν να διαμορφωθούν οι συνθήκες που θα επιτρέπουν το «τσάκισμα του κράτους»; Μέχρι τότε τι κάνουμε αν ανακηρύξουμε την ανατροπή των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων ως ανέφικτο στόχο;
-«Η από τα κάτω ανατρεπτική ενότητα των αγωνιζόμενων τμημάτων και ο συντονισμός τους έξω και ενάντια στη ΓΣΕΕ είναι μονόδρομος…». Με ανάλογες φράσεις, ξεδιπλώνεται μια τακτική που τσουβαλιάζει τα συνδικάτα γενικά με τη ΓΣΕΕ της εποχής του Παναγόπουλου. Ασφαλώς, η αντιμετώπιση της εκφυλισμένης και εκφυλιστικής γραμμής της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας είναι κεντρικό καθήκον της περιόδου. Όμως αυτό δεν ταυτίζεται ευθύγραμμα ούτε με το «έξω», ούτε με το «ενάντια» στις λειτουργίες γενικά των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, ούτε και πολύ περισσότερο των συνδικάτων εν γένει. Δεν είναι τυχαίο ότι η τακτική στις απεργιακές συγκεντρώσεις των συνδικάτων είναι ένα θέμα που ταλανίζει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Στις σημερινές συνθήκες δεν μπορεί κανείς να υποτιμά οποιαδήποτε ευκαιρία, οποιοδήποτε «γήπεδο», για να ενισχύσει την «ανατρεπτική ενότητα των αγωνιζόμενων τμημάτων…» (ακόμα και μέσα στα «κίτρινα», στα αντιδραστικά συνδικάτα, μας προέτρεπε πριν από δεκαετίες ο Βλαδίμηρος…). Οι «εναλλακτικές» συγκεντρώσεις, στηριγμένες σε μια μειοψηφική νεολαιίστικη παρουσία, είναι μια τακτική που έχει δοκιμαστεί από καιρό και έχει αποδειχθεί ότι απέχει από το να αποτελεί «αντίπαλο δέος» στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία.
-Οι σύντροφοι, κυρίως του ΝΑΡ, έχουν πάρει την Πρωτοβουλία για ένα σύγχρονο Κομμουνιστικό Πρόγραμμα και Κόμμα. Δικαίωμά τους, ακόμα και υποχρέωσή τους. Μας είναι εξαιρετικά προσφιλής κάθε προσπάθεια αντικαπιταλιστικών δυνάμεων για να βελτιώσουν τη συγκρότησή τους. Το πρόβλημα εμφανίζεται όταν η πορεία αυτής της προσπάθειας παρουσιάζεται ως «προϋπόθεση» και μάλιστα «πρωταρχικής σημασίας» για την επιτυχή αντιμετώπιση των καθηκόντων της συγκυρίας. Οι σύντροφοι αυτού του χώρου φτάνουν να αναπαράγουν τις συνήθειες του ΚΚΕ που καταγγέλει «αναχώματα». Το «Πριν» και το ΝΑΡ κατήγγειλαν την ίδρυση της Αριστερής Πρωτοβουλίας Διαλόγου και Δράσης ως «βιαστική εκλογική σύμπραξη» (σσ: παρά τη δική της αντίθετη δήλωση), που απέχει από το αναγκαίο «πολιτικό μέτωπο σε ρήξη με την αστική πολιτική και τον αστικό δικομματισμό, χωρίς διαχειριστικές και κυβερνητικές αυταπάτες».
Απέναντι σε αυτό το δυναμικό της Αριστεράς και του κινήματος, εμείς δεν αισθανόμαστε την ανάγκη για ενίσχυση των διαχωριστικών γραμμών. Υποστηρίζουμε συστηματικά την ενότητα δράσης μέσα στις υποχρεώσεις των αγώνων, στο πιο σοβαρό-επεξεργασμένο και διαρκές επίπεδο που μπορεί να επιτευχθεί. Υποστηρίζουμε ότι είναι εφικτός ένας ευρύτερος πολιτικός συντονισμός –πέρα από τα άμεσα ζητήματα δράσης– που θα έπρεπε να περιλαμβάνει καμπάνιες και πολιτικές πρωτοβουλίες μακρότερης πνοής. Θεωρούμε, μέσα από μια τέτοια πορεία, ως εφικτή μια αυθεντική μετωπική παρέμβαση στα καυτά κινηματικά και πολιτικά καθήκοντα που έρχονται κατά πάνω στον κόσμο μας στο επόμενο διάστημα. Οι εμπειρίες μας των τελευταίων χρόνων μας πείθουν ότι η αυτόνομη καλύτερη συγκρότηση του κάθε ρεύματος και της κάθε οργάνωσης, όχι μόνο δεν είναι σε αντίφαση με τέτοια «μετωπική» προοπτική, αλλά αντίθετα αποτελεί προϋπόθεσή της. Αυτή η συζήτηση πρέπει να διεξαχθεί σε εντιμότητα, σοβαρότητα αλλά και αποφασιστικότητα.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά