Η τοποθέτηση του Α. Νταβανέλλου στην εκδήλωση της ΔΕΑ "40 χρόνια από τη Μεταπολίτευση-Η εργατική αντίσταση και η Αριστερά", στην ΕΣΗΕΑ (10/7/14).
Ο Τάκης Μαστρογιαννόπουλος έβαλε πολύ καλά το ιστορικό πλαίσιο, και μου δίνει τη δυνατότητα να κάνω κάποια σχόλια χωρίς την υποχρέωση να ακολουθήσω τις χρονολογίες. Θα κάνω λοιπόν πέντε.
Το πρώτο: Γίνεται πολύ κουβέντα για το τέλος της Μεταπολίτευσης. Στα σαράντα χρόνια που πέρασαν έχω ακούσει αυτή τη συζήτηση σε πολλούς κύκλους, θα αναφέρω τρεις γιατί κατά τη γνώμη μου αυτοί βγάζουν συμπεράσματα.
Ο πρώτος κύκλος συζήτησης για το τέλος της Μεταπολίτευσης ήταν από ένα πολύ ριζοσπαστικό κομμάτι της, πολύ κοντά σε εμάς, που αισθανόταν γύρω στο ’79-’80 ότι η εμφάνιση της εκλογικής προοπτικής σημαίνει ότι οι ρεφορμιστές θα περάσουν μέσα στα κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις, ο ρόλος τους θα μείνει κενός μέσα στο κίνημα και έτσι πολύ μικρές ομάδες ριζοσπαστών θα κληρονομήσουμε τεράστιους πολιτικούς ρόλους και τεράστιες πολιτικές δυνατότητες. Αυτό διαψεύστηκε. Όσοι το πίστευαν ήταν οι πρώτοι που τα διπλώσανε και διαλυθήκανε στην περίοδο του καλπασμού του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση. Αυτό νομίζω ότι είναι μια προειδοποίηση σε όσους πιστεύουν, ή ελπίζουν κιόλας, σε μια ήττα του ΣΥΡΙΖΑ, που τάχα θα κληρονομηθούν ευκόλως από άλλους. Αυτά είναι λάθη και δεν γίνονται έτσι τα πράγματα.
Ο δεύτερος κύκλος που ήταν πολύ πιο επικίνδυνος ήταν πάλι με φλας αριστερά, γύρω στο ’85-’89, που άρχισε η στροφή προς αυτό που και σήμερα στην αριστερά σε άλλες χώρες, στο κέντρο του συστήματος, είναι ισχυρό, δηλαδή η τάση προς τις προσωπικές πολιτικές. Για να καταλάβετε τι εννοώ θα σας πω δυο συνθήματα της εποχής: «Εκτός από τον ιμπεριαλισμό υπάρχει και η μοναξιά», «Όχι στο μανιφέστο της κλεισούρας, αλλά σε κείνο κει το μπαρ που ξενυχτά». Ήταν μια συζήτηση για το τέλος της Μεταπολίτευσης, με την οποία ένα κομμάτι της ξεφορτωνόταν τις σημαίες του, ξεφορτωνόταν τα χαρακτηριστικά του, ξεφορτωνόταν τις ιδέες του, και ανοιγόταν σε μια κατεύθυνση αναζήτησης προσωπικής λύσης στα ζητήματα, που εκείνη την εποχή έμοιαζε υποσχόμενη πολλά πράγματα, αλλά όπως γνωρίζουμε εκ των υστέρων ούτε κανένα πρόβλημα έλυσε, ούτε αυτοί που την ακολούθησαν είχαν καλή τύχη.
Το τρίτο και πιο σημαντικό είναι η τωρινή συζήτηση. Όταν από τα χείλη του Κυριακού του Μητσοτάκη, ή του Βορίδη, ή του Άδωνη του Γεωργιάδη ακούμε για το τέλος της Μεταπολίτευσης, αυτό εκφράζει δύο πράγματα. Το ένα που εκφράζει είναι μίσος για ό,τι έγινε τότε και ταυτόχρονα φόβο, ότι αυτό μπορεί να ξαναγίνει. Η γνώμη μου είναι, κι αυτό είναι και το πνεύμα αυτού που θέλω να πω, ότι πράγματι μπορεί να ξαναγίνει. Συσσωρεύονται στην κοινωνία όλες οι εκρηκτικές ύλες που μπορεί να εξαπολύσουν ένα τέτοιο κύκλο. Είναι σαφές ότι ποτέ τα πράγματα δεν γίνονται με τον ίδιο τρόπο και από αυτή την άποψη, στην προσδοκία μιας νέας εργατικής μεταπολίτευσης, δεν λέω ότι θα ξαναζήσουμε τα ίδια πράγματα με τον ίδιο τρόπο, αλλά ότι είναι πολύ πιθανό να είναι μπροστά μας μια περίοδος με μεγάλες δυνατότητες κατακτήσεων για την εργατική τάξη και τον κόσμο μας και μέσα από αυτές τις κατακτήσεις, τη δημιουργία των προϋποθέσεων όπου όλα να είναι πιθανά. Να είναι πιθανά και τα ακόμα ευρύτερα κοινωνικά και πολιτικά σχέδια.
Να περάσω στο δεύτερο σημείο. Γιατί υπάρχει στην κυρίαρχη τάξη και το μίσος και ο φόβος για τη μεταπολίτευση; Υπάρχουν δύο μύθοι, οι οποίοι δεν έχουν καμία σχέση με την πραγματικότητα.
Ο ένας είναι ότι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, επικεφαλής των παλαιών πολιτικών, αποκατέστησε τη δημοκρατία στην Ελλάδα το ’74. Δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα. Ο Καραμανλής ζούσε στο Παρίσι, και ο κύκλος των παλαιών πολιτικών που επηρέαζε, με επικεφαλής τον Αβέρωφ στην Ελλάδα, έστηνε γέφυρες με τη χούντα και καμία προοπτική ανατροπής της δεν είχε ως πρόθεση.
Ο δεύτερος μύθος είναι ότι η χούντα έπεσε από μόνη της μέσα από την εθνική προδοσία στην Κύπρο, που κι αυτό δεν παρακολουθεί το τι έγινε στην πραγματικότητα.
Η γνώμη μου είναι ότι αυτό που πράγματι συνέβη είναι μια διαδικασία εξέγερσης, βίαιης, γρήγορης ριζοσπαστικοποίησης, η οποία ξεκίνησε από πολύ απομονωμένα πράγματα, από κάποιες οργανώσεις που κρατάγαν ανοιχτό το καντηλάκι της αντίστασης, από κάποιους ανθρώπους που πήραν πρώτοι τις πρωτοβουλίες για τη δημιουργία του μαζικού αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, τα οποία πολλαπλασιάστηκαν με ρυθμούς επιταχυνόμενους από ένα σημείο και μετά, και έτσι έλυσαν ένα πράγμα το οποίο φαινόταν άλυτος κόμπος.
Γιατί αν δει κανείς την κατάσταση λίγο πριν τη Μεταπολίτευση, θα δει ότι παρουσιαζόταν ως ένας άλυτος κόμπος ο οποίος δεν έχει λύση. Η αντίληψη ήταν ότι δεν υπάρχει καμία δυνατότητα για κατακτήσεις, για αλλαγές, για προόδους, γιατί απέναντί σου έχεις ένα στρατιωτικό καθεστώς που αντιμετωπίζει τα πράγματα με το γνωστό τρόπο. Οι σταθμοί ήταν η εμφάνιση του φοιτητικού κινήματος, πολύ γρήγορά, από την κατάληψη της Νομικής, η εμφάνιση μειοψηφικά στην αρχή του βασικού πρωταγωνιστή, της σχέσης δηλαδή με τους εργαζόμενους και τις λαϊκές δυνάμεις.
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου όπου αυτές οι δυνάμεις πια δημιουργούν μια ασφυκτική απομόνωση της χούντας, την οποία για να λύσει το καθεστώς προσανατολίζεται στο πραξικόπημα στην Κύπρο και στο ενδεχόμενο ενός πολέμου με την Τουρκία, όταν έγινε η δεδομένη και προαναγγελθείσα εισβολή της Τουρκίας στην Κύπρο. Η επιστράτευση που επιχείρησε το καθεστώς ήταν φιάσκο. Όλες οι περιγραφές εκείνης της εποχής δείχνουν ότι στην πραγματικότητα η χούντα δεν τόλμησε να μοιράσει όπλα στο νέο κόσμο που προσερχόταν στους στρατώνες. Αλλά προσερχόταν με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, με συγκεκριμένο ηθικό, με συγκεκριμένη στάση απέναντι στο καθεστώς και τους αξιωματικούς.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες ήρθε η πτώση του καθεστώτος, η οποία όμως άνοιξε την ακριβώς επόμενη περίοδο. Την επόμενη περίοδο, τριών τουλάχιστον χρόνων, μεγάλων εργατικών αγώνων, με κέντρο τον πραγματικό πρωταγωνιστή αυτής της περιόδου, την εργατική τάξη και την εργατική νεολαία, η οποία καθόρισε κυριολεκτικά τις εξελίξεις. Ο σύντροφος ο Γουρλάς έχει γράψει ένα πολύ ωραίο άρθρο που περιγράφει όλα αυτά, το συνιστώ ανεπιφύλακτα. Αυτή η εισβολή της εργατικής τάξης και της εργατικής νεολαίας στις εξελίξεις έγινε με συγκεκριμένους τρόπους, την απεργία, την κατάληψη, τις μαζικές διαδηλώσεις, το χτίσιμο της αλληλεγγύης και με συγκεκριμένες οργανωτικές μορφές. Αυτή είναι η μορφή με την οποία αυτός ο κόσμος έδωσε αυτή τη μάχη. Και είχε κατακτήσεις. Η κυρίαρχη τάξη για να αντέξει αυτήν την περίοδο πλήρωσε. Είχε κατακτήσεις σε μισθούς, είχε κατακτήσεις βάζοντας τα θεμέλια του κοινωνικού κράτους, είχε κατακτήσεις πολιτικών ελευθεριών οι οποίες για την Ελλάδα είναι κυριολεκτικά πρωτόγνωρες. Η δημιουργία των σωματείων, η κατάκτηση ελευθεριών μέσα στο εργοστάσιο, η κατάκτηση δημοκρατικών δικαιωμάτων, όλα αυτά είναι πράγματα τεράστιας σημασίας, τα οποία μπορεί σήμερα να τίθενται σε αμφισβήτηση, αλλά τα προηγούμενα χρόνια μας φαίνονταν αυτονόητα, ακριβώς γιατί κατακτήθηκαν σε εκείνη την περίοδο.
Ακριβώς σε αυτό το σημείο, οργανώθηκε και η αντεπίθεση από τη μεριά της κυρίαρχης τάξης. Η κυρίαρχη τάξη ελίχθηκε όπου χρειάστηκε, χτυπούσε όπου μπορούσε, και όταν μάζεψε τις δυνάμεις της οργάνωσε την αντεπίθεσή της. Η αντεπίθεσή της είχε κέντρο ακριβώς αυτό το σημείο: το σπάσιμο των εργοστασιακών σωματείων με το νόμο 330, που είναι το σημείο καμπής αυτής της εποχής. Ο νόμος 330 που τάχα σεβόμενος τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, τάχα σεβόμενος τις γραφειοκρατικές διαδικασίες, έβαλε το στόχαστρο το συνδικαλιστικό κίνημα από τα κάτω, που στηριζόταν στις γενικές και μαζικές συνελεύσεις, στη συμμετοχή των εργατών και στις μαχητικές μορφές πάλης: στις πολυήμερες απεργίες, στις απεργίες που συνδυάζονταν με άμεση παρουσία και διαδηλώσεις κ.ο.κ.
Η τρίτη μου παρατήρηση είναι ότι η μεταπολίτευση έχει την Αριστερά της. Ακριβώς επειδή είναι μια τέτοια περίοδος ορμητικής εισόδου του κόσμου στο προσκήνιο, ο κόσμος γινόταν κόκκινος, και ακριβώς γι’ αυτό έχτιζε τα κόμματά του και τις οργανώσεις του. Είναι πραγματικά πρωτοφανές αυτό που έγινε, με τι ρυθμό αναπτύχθηκαν οι οργανώσεις και τα κόμματα της Αριστεράς. Και αυτή η ανάπτυξη έγινε μέσα από συγκεκριμένες εμπειρίες.
Σήμερα για να πειστεί κάποιος νέος αγωνιστής γιατί χρειάζεται η οργάνωση πρέπει να γίνει μέσα από συζητήσεις. Εκείνη την εποχή τα μαθήματα γίνονταν από γεγονότα τεράστιας κλίμακας. Το τελευταίο βράδυ του Πολυτεχνείου ήταν ένα απίστευτο μάθημα γιατί χρειαζόμαστε κόμματα και οργανώσεις. Όταν χιλιάδες εργάτες φεύγουν από το σπίτι τους και κατεβαίνουν στο δρόμο, εκεί η ανάγκη ότι χρειαζόμαστε κόμμα, ότι χρειαζόμαστε σχέδιο, γίνεται απτή και συγκεκριμένη.
Και έτσι ακολούθησε πραγματικά μια περίοδος η οποία κατά τη γνώμη μου είναι η οριστική αντιστροφή του εμφυλίου, η οριστική αντιστροφή της ήττας της Αριστεράς στον εμφύλιο. Ξαναχτίζονται μαζικά κόμματα και οργανώσεις της Αριστεράς, με τα χαρακτηριστικά της ιδεολογικοποίησης και της οργάνωσης, και αν αυτό είναι η δύναμη της εποχής, ταυτόχρονα είναι και η αδυναμία. Διότι η στρατηγική και η πολιτική που είχαν αυτά τα κόμματα, ήταν παράγοντας που μέτρησε στην ίδια την εξέλιξη. Από μεγάλα τμήματα των ηγεσιών της Αριστεράς υπήρξε φόβος να αντιμετωπίσουν τα θυελλώδη θέματα αυτής της εποχής.
Δεν ήταν μόνο μέσα στη δικτατορία που ένα μέρος της Αριστεράς προσανατολίστηκε στο ότι η φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος είναι η μόνη λύση. Και στη Μεταπολίτευση υπήρξε η αντίληψη ότι η πορεία με συγκεκριμένα στάδια είναι ο μόνος δρόμος. Ότι το πρώτο βήμα θα πρέπει να είναι να εμπεδωθεί η δημοκρατία, έστω υπό την πολιτική ηγεσία του Καραμανλή και μετά θα δούμε για τα επόμενα βήματα. Αυτή τη στάση εξέφρασε πιο καθαρά ο Λεωνίδας Κύρκος και η ΕΑΔΕ, αλλά ακολουθούνταν από ευρύτερα τμήματα.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες εμφανίζεται μια νέα δύναμη, αυτό που τότε ονομάζαμε επαναστατική Αριστερά, άλλοι σήμερα την ονομάζουν άκρα Αριστερά. Η πρώτη διαδήλωση για το Πολυτεχνείο, στην πρώτη επέτειο, απαγορεύτηκε από τον Καραμανλή, πραγματοποιήθηκε από ένα τμήμα, που ενώ όλοι περίμεναν ότι θα είναι λίγες εκατοντάδες ή λίγες χιλιάδες, ήταν μια εντυπωσιακή πορεία 50.000 ατόμων που βάδισαν μέχρι το Σκοπευτήριο της Καισαριανής. Δεν υπάρχει κανένας λόγος αγιοποίησης. Και στο κομμάτι της επαναστατικής Αριστεράς μπορούμε να κάνουμε κριτική και αυτοκριτική, παρόλο που δεν είναι της ώρας. Νομίζω ότι και αυτός ο χώρος που έδωσε μάχες και προσπάθησε πολλά, χαρακτηριζόταν από μεγάλες αδυναμίες. Αδυναμίες ιδεολογικές, πολιτικές και οργανωτικές που τελικά καθόρισαν το ότι δεν μπόρεσε να μαζικοποιηθεί, δεν μπόρεσε να δώσει αυτός ο χώρος τη λύση.
Τέταρτο σημείο μου ο εκλογικός δρόμος. Είναι σαφές ότι από ένα σημείο και μετά, μέσα στον κόσμο της μεταπολίτευσης, ωρίμασε η επιλογή να επιχειρήσουμε να πετύχουμε τις κατακτήσεις που επιδιώξαμε με τον εύκολο δρόμο – τον εκλογικό. Και αυτό είναι στη βάση της επικράτησης του ΠΑΣΟΚ και της νίκης του το ’81.
Υπάρχουν μεγάλες διαφορές, και δεν μπορούν να γίνονται εύκολες συγκρίσεις. Σε μια περίοδο που δεν ήταν περίοδος οικονομικής κρίσης η κυρίαρχη τάξη μπόρεσε να ανεχτεί ή να δώσει πράγματα και έτσι να χτιστεί μια σταθερότητα γύρω από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Το τι έγινε με τους μισθούς και τις κοινωνικές παροχές την περίοδο 1981-83 είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Όμως πρέπει να σταματήσει και μια μυθοποίηση γύρω από αυτή την ιστορία. Πρώτον, οι θετικές αυτές αλλαγές και κατακτήσεις κράτησαν πάρα πολύ λίγο. Πολύ λιγότερο απ’ όσο πιστεύει σήμερα ένας κόσμος που συζητάει σήμερα αφηρημένα. Για παράδειγμα το άρθρο 4, που περιόριζε τη δυνατότητα της απεργίας, ακριβώς με τον τρόπο που συζητάει σήμερα αυτή η κυβέρνηση, ήρθε πάρα πολύ σύντομα.
Έχουμε συνηθίσει να λέμε ότι το σημείο καμπής στο ΠΑΣΟΚ ήταν ο Σημίτης. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Η στροφή του ΠΑΣΟΚ στο νεοφιλελευθερισμό έγινε από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Και έγινε από πολύ νωρίς. Το πρόγραμμα σταθερότητας που έγραψε ο Σημίτης το ’85, το στήριξε ο Ανδρέας Παπανδρέου πολιτικά. Το όραμα της ΟΝΕ, με τη μορφή του ’92, της ολοκλήρωσης, και την ανάγκη να συμμετάσχουμε στην ολοκλήρωση, το έβαλε ο Παπανδρέου. Το πρόγραμμα των μεταρρυθμίσεων, των αντιμεταρρυθμίσεων όπως ξέρουμε σήμερα, για να ενταχθούμε στο ευρώ, το έβαλε ο Παπανδρέου. Και τελικά αυτή η πολιτική είναι που έστρωσε το δρόμο και στο Σημίτη και στο να έχουμε σήμερα την εξέλιξη που γνωρίζουμε όλοι.
Το τελευταίο μου σημείο είναι σε σχέση με το σήμερα. Νομίζω ότι και σήμερα η κρίση δημιουργεί μπροστά μας έναν κόμπο που μοιάζει άλυτος, όπως έμοιαζε και ο κόμπος των πολιτικών εξελίξεων μέσα στη δικτατορία. Μοιάζει οι από τα πάνω να είναι απολύτως αποφασισμένοι να προωθήσουν αυτό το πρόγραμμά τους, μοιάζει να είναι ενωμένοι πάνω στο πρόγραμμά τους και μοιάζει να μη διστάζουν σε τίποτα. Μοιάζει επίσης ότι οι από τα κάτω, οι οποίοι επιχείρησαν να αντιμετωπίσουν αυτόν τον κόμπο, έχουν φτάσει σε ένα σημείο οριακό, που δεν μπορούν να προχωρήσουν.
Η γνώμη μου είναι ότι ακριβώς γι’ αυτό είναι στην επικαιρότητα η αναγκαιότητα μιας νέας εργατικής μεταπολίτευσης. Ζούμε σε μια χώρα που είναι σαφές ότι η εργατική τάξη έβαλε τεράστια ενέργεια στην πιθανότητα να απαντήσει την κυρίαρχη πολιτική, όπως το γνωρίσαμε στην περίοδο 2010-12. Στο σημείο που βρισκόμαστε σήμερα το πρόβλημα είναι η συγκέντρωση της δύναμης της τάξης και η πολιτική της έκφραση. Και γι’ αυτό νομίζω ότι αυτό που χρειαζόμαστε πάνω απ’ όλα είναι μια πολιτική ενιαίου μετώπου μέσα στο κίνημα και μια πολιτική ενιαίου μετώπου στο πολιτικό πεδίο και στην πολιτική πάλη. Και σ’ αυτό ο καθένας μας κάνει τις επιλογές του. Αλλά με αυτό είναι που έχουμε να μετρηθούμε. Γι’ αυτό το λόγο εμείς έχουμε κάνει την επιλογή ΣΥΡΙΖΑ, γι’ αυτό το λόγο μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ δίνουμε συνεχή μάχη για τη σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, γι’ αυτό το λόγο μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ δίνουμε μάχη για τον πολιτικό του προσανατολισμό στα ζητήματα που έχουν τεράστια σημασία. Και η αναφορά στο σοσιαλισμό έχει τεράστια σημασία, και η συγκεκριμενοποίηση αυτής της αναφοράς σε μεταβατικό πρόγραμμα έχει τεράστια σημασία, και η επιμονή στις πολιτικές συμμαχίες έχει σημασία και πάνω σε αυτές τις επιλογές είναι ο μοναδικός τρόπος για να χτίζεται ένα ρεύμα πολιτικό με συλλογικότητα και δημοκρατία. Μόνο έτσι θα έχουν τον έλεγχο οι αγωνιστές, και τα πράγματα που ξεκίνησαν πριν από 40 χρόνια, και διαγράφοντας έναν ολόκληρο κύκλο και που μέσα από την κρίση επανέρχονται στην επικαιρότητα, αυτή τη φορά να μπορέσουμε να τα οδηγήσουμε σε νίκη και όχι μέσα από την παράκαμψη σε ήττα και τελικά συντριβή.