Έχει περάσει ακριβώς ένας αιώνας από τότε που μια ομάδα νεαρών Σέρβων εθνικιστών δολοφόνησε στο Σεράγεβο, στις 28 Ιουνίου του 1914, τον αρχιδούκα Φραγκίσκο Φερδινάνδο, διαδόχο της αυτοκρατορίας των Αψβούργων, και τη συζύγο του Σοφία. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε τη σπίθα που άναψε την πυρκαγιά του αιματηρού πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Οπως τόνισε αργότερα και ο Τρότσκι, που τότε διέμενε στη Βιέννη «Μερικοί νεαροί Σέρβοι, σχεδόν παιδιά, δολοφονώντας το Διάδοχο του θρόνου των Αψβούργων, πυροδότησαν γεγονότα ανυπολόγιστης σημασίας. Αυτοί οι εθνικιστές και ρομαντικοί επαναστάτες περίμεναν λιγότερο από τον καθένα τις συνέπειες της τρομοκρατικής τους πράξης».

ΟΙ ΒΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΠΟΥ ΠΛΗΣΙΑΖΕ

Τα σύννεφα, βέβαια, του πολέμου σκέπαζαν απειλητικά, ήδη - από την αρχή της δεκαετίας του 1910 - την Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο. Το «επεισόδιο του Αγαδίρ» με το οποίο, τον Ιούλιο του 1911, η Γερμανία και Γαλλία βρέθηκαν στα πρόθυρα μιας πολεμικής σύγκρουσης, ο ιταλο-τουρκικός πόλεμος που εκδηλώθηκε τον ίδιο χρόνο στην Τριπολίτιδα, καθώς και  το ξέσπασμα του πρώτου βαλκανικού πολέμου, στα 1912 - που απειλούσε την «πυριτιδαποθήκη» της βαλκανικής χερσονήσου - προμήνυαν το ολοκαύτωμα του αιματηρού και καταστροφικού πρώτου παγκοσμίου πολέμου.

Οι απειλητικές αυτές εξελίξεις προκάλεσαν μεγάλες ανησυχίες στο οργανωμένο εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Μέσα σε αυτές τις ζοφερές  συνθήκες το Γραφείο της 2ης Διεθνούς αποφάσισε να συγκαλέσει εκτάκτως, το Νοέμβριο του 1912, στη Βασιλεία της Ελβετίας το 9ο συνέδριο με στόχο η Διεθνής να τοποθετηθεί και να προτείνει λύσεις ενάντια στον επικείμενο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Το συνέδριο της Βασιλείας συνήλθε από τις 24 μέχρι τις 25 Νοεμβρίου του 1912. Στο συνέδριο έλαβαν μέρος 555 σύνεδροι από 23 χώρες. Αν και η συμμετοχή ήταν εντυπωσιακή το κλίμα του συνεδρίου ήταν ιδιαίτερα βαρύ. Την ημέρα της έναρξης του συνεδρίου οργανώθηκαν μεγάλες αντιπολεμικές διαδηλώσεις στις οποίες μίλησαν σοσιαλιστές από όλο τον κόσμο. Ο Ζωρές, σε έναν από του πιο όμορφους λόγους του, καταδίκασε τον πόλεμο χρησιμοποιώντας στίχους από την Καμπάνα του Σίλλερ: «Καλώ τους ζωντανούς να αμυνθούν εναντίον του τέρατος που προβάλει στον ορίζοντα».

Η απειλή του επερχόμενου πολέμου δημιούργησε κατά τη διάρκεια του συνεδρίου ένα ενωτικό κλίμα ανάμεσα στις διάφορες τάσεις της Διεθνούς. Η διακήρυξη του συνεδρίου εγκρίθηκε ομόφωνα. Το ίδιο το συνέδριο αναγνώρισε με «ικανοποίηση…την πλήρη ομοφωνία που υπάρχει ανάμεσα στα σοσιαλιστικά κόμματα και τα συνδικάτα όλων των χωρών στο πρόβλημα του πολέμου ενάντια στον πόλεμο». Η μακροσκελής διακήρυξη, αφού μνημόνευε τις αντιπολεμικές αποφάσεις των προηγουμένων συνεδρίων, διαπίστωνε τώρα τους άμεσους κινδύνους που θα προέκυπταν από ένα ολοκληρωτικό πόλεμο και παρότρυνε κόμματα, συνδικάτα και οργανώσεις να συνεχίσουν με αποφασιστικότητα την αντιπολεμική τους δράση. Απευθύνθηκε ιδιαίτερα στους Βαλκάνιους σοσιαλιστές οι οποίοι ήδη βρίσκονταν στην εμπόλεμη ζώνη του πρώτου βαλκανικού πολέμου. Η διακήρυξη τόνιζε «Οι σοσιαλιστές των Βαλκανίων ύψωσαν με ηρωικό θάρρος τις διεκδικήσεις τους για μια δημοκρατική Ομοσπονδία…Το συνέδριο ζητεί ιδιαίτερα από τους σοσιαλιστές των Βαλκανίων να αντιταχτούν εντονότατα όχι μόνο ενάντια στο ξαναζωντάνεμα της εχθρότητας μεταξύ Σερβίας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας και Ελλάδας, αλλά και ενάντια σε κάθε καταπίεση των βαλκανικών λαών που βρίσκονται τη στιγμή αυτή στο άλλο στρατόπεδο, δηλαδή των Τούρκων και των Αλβανών». Καταδίκασε, επίσης, τον τσαρισμό και απευθύνθηκε στους εργαζόμενους της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Βρετανίας υπενθυμίζοντας τους ότι το ιστορικό καθήκον της εργατικής τάξης είναι η ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος που προκαλούσε τους καταστροφικούς πολέμους.

Το πιο σημαντικό, όμως, ήταν ότι η διακήρυξη απευθύνθηκε στους «εργάτες όλων των χωρών να αντιτάξουν στον καπιταλιστικό ιμπεριαλισμό τη δύναμη της διεθνούς αλληλεγγύης του προλεταριάτου» και προειδοποίησε την άρχουσα τάξη για το τι θα γινόταν σε περίπτωση ενός γενικευμένου πολέμου: «Οι κυβερνήσεις ας θυμηθούν - απειλούσε η διακήρυξη  της Διεθνούς - ότι ύστερα από το γαλλογερμανικό πόλεμο ακολούθησε η Παρισινή Κομμούνα , ότι ο ρωσοϊαπωνικός πόλεμος έβαλε σε κίνηση τις επαναστατικές δυνάμεις της ρωσικής αυτοκρατορίας, ο ανταγωνισμός στο κυνήγι των εξοπλισμών οδήγησε σε μια χωρίς προηγούμενο όξυνση των ταξικών αντιθέσεων στην Αγγλία και την ηπειρωτική Ευρώπη και εξαπέλυσε τεράστιες απεργίες». Η διακήρυξη δεν δίστασε, επίσης, να τονίσει ότι «Οι προλετάριοι θεωρούν έγκλημα να πυροβολούν οι μεν τους δε για χάρη των κεφαλαιοκρατικών κερδών, της φιλοδοξίας των δυναστειών ή της δόξας των μυστικών διπλωματικών συμφωνιών». Ο Λένιν αναγνώρισε αργότερα ότι η «Η Διακήρυξη της Βασιλείας είναι η συνόψιση ενός τεράστιου προπαγανδιστικού και διαφωτιστικού υλικού για όλη την εποχή της ΙΙ Διεθνούς, των χρόνων 1889-1914. Η Διακήρυξη αυτή συνοψίζει, χωρίς υπερβολές, εκατομμύρια και εκατομμύρια προκηρύξεις, άρθρα εφημερίδων, βιβλία, λόγους σοσιαλιστών όλων των χωρών …».[1]

ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ ΣΤΟΝ ΑΣΤΙΚΟ ΕΘΝΙΚΙΣΜO

Την περίοδο αυτή οι ηγέτες της μαρξιστικής αριστεράς θεωρούσαν, ακόμα, τη Διεθνή ως το μόνο μέσο για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από την επικείμενη βαρβαρότητα του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Αποδείχθηκε, όμως, ότι οι προοπτικές αυτές ήταν υπό όρους. Γιατί όταν ήρθε η ώρα τα μεγάλα λόγια των ηγετών της 2ης Διεθνούς να γίνουν πράξη οι σοσιαλδημοκράτες ηγέτες έτρεξαν να υποστηρίξουν τα συμφέροντα των δικών τους κυρίαρχων τάξεων στον πόλεμο. Το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, το SPD, με ψήφους 78 κατά 14 αποφάσισε να υποστηρίξει τον πόλεμο και αποδέχθηκε το σύνθημα «της υπεράσπισης της πατρίδας» δηλώνοντας ότι «σε ώρα πολέμου δεν θα εγκαταλείψουμε την πατρίδα». Ο ηγέτης και εκπρόσωπος της δεξιάς πτέρυγας του κόμματος Φ. Σάϊντεμαν δε δίστασε  να υποστηρίξει με κυνικότητα ότι «εμείς στη Γερμανία έχουμε καθήκον να αμυνθούμε. Έχουμε καθήκον να υπερασπίσουμε τη χώρα της πιο προχωρημένης σοσιαλδημοκρατίας από τη ρωσική σκλαβιά…εμείς οι σοσιαλδημοκράτες με το γεγονός ότι προσχωρήσαμε στη Σοσιαλιστική Διεθνή δεν πάψαμε να είμαστε Γερμανοί»! Ο Φολμάρ, μάλιστα έδωσε τις διεθνείς διαστάσεις αυτής της καταστροφικής  πολιτικής: «Δεν είναι αλήθεια πως Διεθνής σημαίνει το ίδιο με το αντεθνικός. Δεν είναι αλήθεια πως δεν έχουμε πατρίδα». Και ο «αριστερός» Χάαζε ακολούθησε: «Τώρα βρισκόμαστε στο αδυσώπητο γεγονός του πολέμου. Μας απειλεί η φρίκη των εθνικών επιδρομών. Πρέπει να ψηφίσουμε όχι κατά του πολέμου αλλά να λύσουμε το ζήτημα της χορήγησης των μέσων που είναι απαραίτητα για την υπεράσπιση της χώρας». Από το σύνολο της κοινοβουλευτικής ομάδας μόνο 15 βουλευτές ήταν αντίθετοι με τον πόλεμο. Ο Πάουλ Φρέλιχ αναφέρει ότι «Από τους 111 βουλευτές, οι 15 εκφραστήκανε εναντίον. Ανάμεσα σε αυτούς, ο Λήμπκνεχτ, ο Χάαζε, ο Λέντεμπουρ, ο Ρούλε, ο Λένσχ. Σ’ αυτήν όμως τη μειοψηφία επιβλήθηκε η κομματική πειθαρχία και τους αρνήθηκαν το δικαίωμα να ψηφίσουν σύμφωνα με τις απόψεις τους. Έτσι στις 4 Αυγούστου η σοσιαλδημοκρατική κοινοβουλευτική ομάδα ψήφισε μονολιθικά τις πιστώσεις»[2]  Ωστόσο, το βράδυ της 4ης Αυγούστου του 1914 μια έκτακτη συγκέντρωση στο σπίτι της Ρ. Λούξεμπουργκ - στην οποία συμμετείχαν η Ρόζα, ο Μέρινγκ και ο Κάρσκι - αποφάσιζε τη συσπείρωση της ριζοσπαστικής αριστεράς και την εναντίωση της στην προδοτική ηγεσία. Έτσι, δημιουργήθηκε με τη συμμετοχή της Κλ. Τσέτκιν, του Κ. Λήμπκνεχτ και άλλων συντρόφων τους η μαρξιστική τάση της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας που έμεινε στην ιστορία με το όνομα «Σπάρτακος». Όπως έγραψε αργότερα και η Κλάρα Τσέτκιν, προλογίζοντας την μπροσούρα της Λούξεμπουργκ «Γιούνιους» «Από αυτούς τους βίαιους στα λόγια κριτικούς της σοσιαλδημοκρατικής πλειοψηφίας μόνον ο Κ. Λήμπκνεχτ τόλμησε, και μαζί με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον Φ. Μέρινγκ και μένα αψηφήσαμε την αγιότατη πειθαρχία του κόμματος, αυτήν που κατάστρεψε τους χαρακτήρες και τις πεποιθήσεις». Στις 12 Δεκεμβρίου ο Κ. Λήμπκνεχτ, παραβιάζοντας την πειθαρχία, καταψήφισε τις πολεμικές δαπάνες κρατώντας ψηλά τη σημαία του διεθνισμού. Και όταν ο Μπέτμαν Χόλβεγκ, ο Γερμανός καγκελάριος, ρώτησε με στο γερμανικό κοινοβούλιο, το «Ράϊχστανγκ», αν υπήρχε κανείς που να μην αναγνωρίζει το δίκαιο της Γερμανίας σε αυτό τον πόλεμο, μια γεμάτη δύναμη φωνή ακούστηκε. Ήταν ο Καρλ Λήμπκνεχτ ο οποίος μέσα στην υστερία των φιλοπόλεμων τόλμησε να καταγγείλει: «Κύριοι, ο εχθρός δεν βρίσκεται έξω από τη χώρα, αλλά μέσα σε αυτή: στις τράπεζες, στα εμποροβιομηχανικά επιμελητήρια, στα ανάκτορα, στα επιτελεία…».

ΠΡΟΔΟΣΙΑ

Ήταν τόσο μεγάλη και τόσο απροσδόκητη η προδοσία που ακόμα και ο Λένιν πίστεψε πως το φύλλο της εφημερίδας «Φόρβερτς», η οποία ήταν το κύριο όργανο της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και το οποίο υποστήριξε τις πολεμικές πιστώσεις του Κάϊζερ, ήταν παραχαραγμένο από το γερμανικό επιτελείο! Με αυτό τον τρόπο το SPD, το πανίσχυρο κόμμα της 2ης Διεθνούς, ατιμάστηκε από τη φοβερή προδοσία των ηγετών του Νόσκε, Έμπερτ, Σάϊντεμαν και λοιπών «υπερασπιστών της πατρίδας». Και δεν ήταν μόνο αυτοί.

Στη Γαλλία η ηγεσία του Σοσιαλιστικού κόμματος SFIO ψήφισε υπέρ των πολεμικών πιστώσεων, της κατάστασης πολιορκίας, της στρατιωτικής λογοκρισίας και της απαγόρευσης των απεργιών! Στις 2 Αυγούστου του 1914 ο Βαγιάν, που μέχρι τότε απειλούσε με γενική απεργία το ξέσπασμα του πολέμου - στα 1905 ο Βαγιάν είχε δημοσιεύσει στο Σοσιαλιστή με αφορμή τις συγκρούσεις του Μαρόκου την περίφημη προκήρυξη που κατέληγε στο επαναστατικό σύνθημα «καλλίτερα εξέγερση παρά πόλεμος» - τώρα, όμως, επιχειρώντας μια θεαματική στροφή προς τον σοσιαλ-πατριωτισμό και την υπεράσπιση των γαλλικών ιμπεριαλιστικών συμφερόντων, υποστήριξε πως «οι σοσιαλιστές θα εκπληρώσουν το χρέος τους απέναντι στην πατρίδα, τη δημοκρατία και την επανάσταση».

Στο Βέλγιο η συνεδρίαση του Γενικού Συμβουλίου του Εργατικού κόμματος αποφάσισε, στις 2 Αυγούστου, να παραιτηθεί από τις αντιπολεμικές διαδηλώσεις, ακύρωσε την προγραμματισμένη για τις 3 του μήνα διαδήλωση και έδωσε εντολή στην κοινοβουλευτική ομάδα του κόμματος να ψηφίσει υπέρ των πολεμικών πιστώσεων. Με σοβινιστικές προκηρύξεις καλούσε το βέλγικο λαό να υποστηρίξει τον πόλεμο ενώ ο ηγέτης του κόμματος και πρόεδρος του Διεθνούς Σοσιαλιστικού Γραφείου Ε. Βαλντερβέλντε προσχώρησε, ως υπουργός του βασιλέως, στην αστική κυβέρνηση.

Στην Αυστρία η σοσιαλδημοκρατική ηγεσία αν και δεν υποχρεώθηκε να ψηφίσει τις πολεμικές δαπάνες - από το γεγονός ότι δεν συνήλθε το αυστριακό κοινοβούλιο - δεν μπόρεσε, ωστόσο, να απαλλαγεί από τον παραδοσιακό φαταλισμό της. Ο Β. Άντλερ μοιρολατρικά ομολογούσε: «Ο πόλεμος έχει ήδη αρχίσει…Πρέπει να ξέρετε ότι τώρα, όταν εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι βρίσκονται ήδη στο δρόμο για το μέτωπο και ο στρατιωτικός νόμος έχει επιβληθεί στο εσωτερικό της χώρας, κάθε δράση είναι αδύνατη».

Η συνθηκολόγηση μπροστά στη δοκιμασία του πολέμου και η υποχώρηση των παραδοσιακών ηγεσιών σήμαινε ότι αυτό που έσβηνε δεν ήταν ο σοσιαλισμός αλλά η πρόσκαιρη ιστορική του έκφραση, όπως αυτή είχε αποκρυσταλλωθεί στα σοσιαλιστικά κόμματα της 2ης Διεθνούς. Η προδοσία, μπροστά στον πόλεμο, πήρε τεράστιες διαστάσεις. Ο Κ. Χουίσμαν, γραμματέας του Διεθνούς Σοσιαλιστικού Γραφείου, έστειλε τότε χαιρετιστήριο τηλεγράφημα στον ηγέτη του δανικού κόμματος για την υπουργοποίηση του: «Είδα στις εφημερίδες ότι διοριστήκατε υπουργός. Τα εγκάρδια μου συγχαρητήρια. Έτσι λοιπόν έχουμε ήδη σε όλο τον κόσμο δέκα σοσιαλιστές υπουργούς. Οι δουλειές προχωρούν. Τους καλύτερους χαιρετισμούς». Ήταν φανερό ότι η Διεθνής, ως όργανο των συμφερόντων της παγκόσμιας εργατικής τάξης, ήταν πλέον νεκρή. Κατέρρεε άδοξα μπροστά σε αυτή τη σοβαρή δοκιμασία.

Στην Ιταλία το Σοσιαλιστικό κόμμα, με το ξέσπασμα του πολέμου, πρόβαλε το σύνθημα «όχι πόλεμο, ουδετερότητα». Στη σύσκεψη του Λουγκάνο, τον Σεπτέμβριο του 1914, οι Ιταλοί και οι Ελβετοί σοσιαλιστές μπορούσαν ακόμα να υποστηρίζουν ότι ο πόλεμος είναι «συνέπεια της ιμπεριαλιστικής πολιτικής των μεγάλων δυνάμεων…εγκληματική προσπάθεια για την εξόντωση του κινήματος  του προλεταριάτου και της σοσιαλδημοκρατίας». Ο Λένιν, που δεν υποτιμούσε τον κίνδυνο του εθνικισμού στο ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα δεν δίστασε να προειδοποιήσει: «Δεν εξιδανικεύουμε καθόλου το Ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, δεν εγγυόμαστε καθόλου ότι θα φανεί πέρα για πέρα σταθερό σε περίπτωση ανάμιξης της Ιταλίας στον πόλεμο». Και πραγματικά μετά την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο το ιταλικό κόμμα τροποποιώντας την πολιτική του υποστήριξε την ενδιάμεση θέση «Ούτε να παρούμε μέρος στον πόλεμο-ούτε να τον σαμποτάρουμε».

Ο Κάουτσκυ, που στα 1909, στην περίφημη μπροσούρα του Ο δρόμος προς την εξουσία είχε υποστηρίξει την άμεση σχέση πολέμου και επανάστασης και στα 1912 είχε υπογράψει την αντιπολεμική διακήρυξη της Βασιλείας, ακολούθησε, σε αυτή την αποφασιστική καμπή, μια «κεντρώα», συμβιβαστική πολιτική. «Απλούστατα δεν είναι αλήθεια - υποστήριζε ο Κάουτσκυ σε ένα άρθρο του στη Die Newe Zeit τον Μάϊο του 1915 - ότι ο πόλεμος είναι καθαρά ιμπεριαλιστικός, ότι με το ξέσπασμα του έμπαινε το δίλλημα: ιμπεριαλισμός ή σοσιαλισμός, ότι τα σοσιαλιστικά κόμματα και οι προλεταριακές μάζες της Γερμανίας, της Γαλλίας και από πολλές απόψεις και της Αγγλίας ρίχτηκαν χωρίς να το σκεφτούν, μόνο με την έκκληση μιας χούφτας κοινοβουλευτικών ανδρών, στην αγκαλιά  του ιμπεριαλισμού, πρόδωσαν το σοσιαλισμό και έτσι προκάλεσαν μια χρεοκοπία χωρίς προηγούμενο σε όλη την ιστορία». Ακόμα, έφτασε στο σημείο να υποστηρίξει ότι η Διεθνής «δεν είναι αποτελεσματικό μέσο κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ουσιωδώς είναι ένα όργανο ειρήνης. Και αυτό με διπλή έννοια: πάλη για την ειρήνη και ταξική πάλη κατά τη διάρκεια της ειρήνης»! 

Οι συνεπείς μαρξιστές, οι οποίοι είχαν κατηγορήσει με λόγια σκληρά τους εθνικιστές, δεν δίστασαν να κατηγορήσουν με την ίδια σκληρότητα και τους «κεντρώους» υποστηρικτές του στείρου πασιφισμού και της «χρυσής μέσης οδού». Οι Ολλανδοί Γκόρτερ και Πάννεκουκ χαρακτήρισαν τις απόψεις του Κάουτσκυ ως «παθητικό ριζοσπαστισμό» ενώ ο Λένιν, με πάθος τόνιζε, στις οριοθετήσεις του, ότι «καθήκον για κάθε ειλικρινή σοσιαλιστική, για κάθε τίμια προλεταριακή πολιτική (αφήνω πια τη συνειδητά μαρξιστική πολιτική) είναι κατά κύριο λόγο και πρώτα από όλα το συνεπές, συστηματικό, θαρραλέο και ανεπιφύλακτο ξεσκέπασμα της πασιφιστικής και δημοκρατικής υποκρισίας της δικής σου κυβέρνησης και της δικής σου αστικής τάξης…Αυτή την άμεση υποχρέωση τους δεν την κατάλαβαν καθόλου ο Τουράτι και Σία, ο Κάουτσκυ και Σία, ο Λονγκέ, ο Μερχάϊμ και Σία, που αντιπροσωπεύουν ολόκληρο ρεύμα στο διεθνή σοσιαλισμό και οι οποίοι στην πράξη, αντικειμενικά, όσο και αν είναι αγαθότατες οι προθέσεις τους, βοηθάνε απλώς και μόνο καθενός «τη δική του» ιμπεριαλιστική τάξη να εξαπατά τους λαούς, να εξωραΐζει τους ιμπεριαλιστικούς της σκοπούς».

Έτσι, δεν έμενε παρά στους Μπολσεβίκους, τη μαρξιστική τάση της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας, στους «Σπαρτακιστές», τη ριζοσπαστική αριστερά του γερμανικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, στους «Στενούς», την αριστερή πτέρυγα των Βουλγάρων σοσιαλδημοκρατών, στους «Τριμπουνιστές», τους αριστερούς ριζοσπάστες των Ολλανδών σοσιαλιστών, στους Σέρβους σοσιαλδημοκράτες, στις αριστερές ομάδες της Σουηδικής και Δανικής σοσιαλδημοκρατίας, σε μικρές ομάδες σοσιαλιστών και συνδικαλιστών στη Γαλλία κλπ, να κρατήσουν την επαναστατική αντίθεση στον πόλεμο.

Η Κεντρική Επιτροπή του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού κόμματος της Ρωσίας, της τάσης των μπολσεβίκων, στην περίφημη διεθνιστική της διακήρυξη Ο Πόλεμος και η Σοσιαλδημοκρατία, καταδίκασε τις σοβινιστικές αντιλήψεις υποστηρίζοντας ότι «Η μετατροπή του σημερινού ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο είναι το μοναδικά σωστό προλεταριακό σύνθημα. Το δείχνει η πείρα της Κομμούνας, το καθόρισε η απόφαση της Βασιλείας (1912) και απορρέει από όλες τις συνθήκες του ιμπεριαλιστικού πολέμου…».[3]  

Στη Βουλγαρία το Μανιφέστο των αριστερών «Στενών» του εργατικού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος καταδίκασε και αυτό τον πόλεμο: «Οι ιμπεριαλιστές-κηδεμόνες των βαλκανικών λαών, ερεθίζοντας τις επιθετικές διαθέσεις των εκεί αστικών τάξεων και των βασιλίσκων, οδήγησαν τους λαούς στο τρομερό ολοκαύτωμα από όπου βγήκαν κατεστραμμένοι και εξαντλημένοι».

Η ΜΑΡΞΙΣΤΙΚΗ ΤΑΣΗ

Για μια ακόμα φορά, και μέσα στη μαύρη περίοδο του πολέμου, η Διεθνής, ως μια επαναστατική οργάνωση, υπήρχε μόνο στην προοπτική και τη μέθοδο μιας ομάδας στελεχών. Εκείνη την περίοδο οι ηγέτες που αποτελούσαν και τη ριζοσπαστική πτέρυγα στους κόλπους της 2ης Διεθνούς, βρέθηκαν ουσιαστικά απομονωμένοι. Ωστόσο, ήταν αποφασισμένοι, μέσα στο κύμα του σοβινισμού που εμφανίσθηκε τον Αύγουστο του 1914 και παρέσυρε τις ηγετικές ομάδες της διεθνούς οργάνωσης, να κρατήσουν ψηλά τη σημαία του διεθνισμού και της σοσιαλιστικής επανάστασης. Ήταν, λοιπόν, δικό τους καθήκον να διατηρήσουν τις επαναστατικές παραδόσεις του μαρξισμού, τη στιγμή που η 2η Διεθνής διαλυόταν μέσα στη δίνη του ιμπεριαλιστικού πολέμου, ανίκανη να δώσει προοπτικές στους αγώνες της εργατικής τάξης διεθνώς. 

Την ίδια χρονιά συνήλθε στο Τσίμερβαλντ της Ελβετίας, από τις 5 μέχρι τις 8 Σεπτεμβρίου του 1915 με πρωτοβουλία των Ιταλών σοσιαλιστών, μια συνδιάσκεψη στην οποία προσκλήθηκαν «όλες οι εργατικές οργανώσεις που έμειναν πιστές στην αρχή της πάλης των τάξεων και της διεθνούς αλληλεγγύης» και στην οποία έλαβαν μέρος 38 εκπρόσωποι σοσιαλδημοκρατικών κόμματων. Στη συνδιάσκεψη η αριστερά, η ριζοσπαστική πτέρυγα της συνδιάσκεψης είχε όλους κι’ όλους 8 αντιπροσώπους οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν Ρώσοι. Στα 1915 οι διεθνιστές όλου του κόσμου χωρούσαν, όπως χωράτευαν και οι σύνεδροι του Τσίμερβαλντ, μέσα σε τέσσερα αμάξια! Ο Τρότσκι, που έλαβε μέρος στη συνδιάσκεψη, σημείωσε αργότερα στις αναμνήσεις του, ότι ο Ελβετός σοσιαλιστής Γκρίμμ, υπεύθυνος για την οργάνωση της συνδιάσκεψης «Βρήκε για τις συνεδριάσεις ένα μέρος δέκα χιλιόμετρα από τη Βέρνη σε ένα μικρό χωριό, τα Τσίμερβαλντ, ψηλά στα βουνά. Οι αντιπρόσωποι στριμώχτηκαν μέσα σε τέσσερα αμάξια κι ανέβηκαν στα βουνά Οι περαστικοί κοίταζαν θαμπωμένοι τούτο το παράξενο καραβάνι…Μερικές μέρες αργότερα το όνομα Τσίμερβαλντ, της ολότελα άγνωστης αυτής πόλης, αντήχησε. σε όλο τον κόσμο. Το γεγονός αυτό προξένησε τρομερή εντύπωση στον ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου μας. Σαν γνήσιος Ελβετός δήλωσε στον Γκριμμ, ότι ήταν σίγουρος πως η αξία του ακινήτου θα αυξανόταν και κατά συνέπεια ήταν διατεθειμένος να προσφέρει ένα γερό ποσό για την ίδρυση της ΙΙΙ Διεθνούς. Πάντως, πιστεύω, πως πολύ γρήγορα θα άλλαζε γνώμη».[4]

Η συνδιάσκεψη του Τσίμερβαλντ, η οποία αποτέλεσε τη συσπείρωση των σοσιαλιστών που ήταν αντίθετοι με τον πόλεμο, υιοθέτησε ένα μανιφέστο που καυτηρίαζε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο: «Όποιοι και να είναι οι άμεσα υπεύθυνοι για τα έκτροπα αυτού το πολέμου, ένα είναι βέβαιο: ο πόλεμος που προκάλεσε όλο αυτό το χαός είναι αποτελεσμα του ιμπεριαλισμού…Οι θεσμοί του καπιταλιστικού καθεστώτος που ορίζουν την τύχη των λαών: οι κυβερνήσεις, μοναρχικές ή δημοκρατικές, η μυστική διπλωματία, οι ισχυρές οργανώσεις των εργοδοτών, τα αστικά κόμματα, ο καπιταλιστικός Τύπος, η Εκκλησία: όλους αυτούς τους βαραίνει η ευθύνη αυτού του πολέμου, ο οποίος προήλθε από ένα κοινωνικό σύστημα που τους συντηρεί, που το υποστηρίζουν και το οποίο δεν εξυπηρετεί παρά μόνο τα δικά τους συμφέροντα».

Στόχος της συνδιάσκεψης του Τσίμερβαλντ η αναδιοργάνωση του εργατικού κινήματος: «Σε αυτή την αφόρητη κατάσταση έχουμε συναντηθεί, εμείς, οι εκπρόσωποι των Σοσιαλιστικών κομμάτων και των συνδικάτων ή των μειοψηφιών αυτών, εμείς, Γερμανοί, Γάλλοι, Ιταλοί, Ρώσοι, Πολωνοί, Λεττονοί, Ρουμάνοι, Βούλγαροι, Σουηδοί, Νορβηγοί, Ολλανδοί και Ελβετοί, εμείς που στεκόμαστε στο έδαφος όχι της εθνικής αλληλεγγύης με την εκμεταλλευτική τάξη αλλά της διεθνούς αλληλεγγύης των εργατών και της ταξικής πάλης. Έχουμε συναντηθεί για να ανανεώσουμε τους σπασμένους δεσμούς των διεθνών σχέσεων και να καλέσουμε την εργατική τάξη να αναδιοργανωθεί και να ξεκινήσει την πάλη για την ειρήνη».

Η συνδιάσκεψη απέρριψε, ωστόσο, την πρόταση της ριζοσπαστικής, μαρξιστικής τάσης, που έμεινε στην ιστορία ως η «Αριστερά του Τσίμερβαλντ». Η αριστερή τάση, αν και δήλωσε ότι «ψηφίζουμε υπέρ του μανιφέστου επειδή το θεωρούμε ως ένα κάλεσμα στην πάλη και σε αυτή την πάλη ανυπομονούμε να βαδίσουμε δίπλα σε άλλα τμήματα της Διεθνούς», κατέθεσε μια συμπλήρωματική δήλωση - που ζήτησε μάλιστα να συμπεριληφθεί και στα επίσημα πρακτικά - η οποία ανέφερε ότι «Το μανιφέστο που υιοθετήθηκε από τη Συνδιάσκεψη δεν μας ικανοποιεί τελείως...Το μανιφέστο δεν περιέχει καμιά ξεκάθαρη αναφορά σχετικά με τους μεθόδους πάλης κατά του πολέμου».

 Την περίοδο αυτή η ριζοσπαστική αριστερά της Διεθνούς, οριοθετημένη από τις πασιφιστικές αντιλήψεις, είχε υιοθετήσει μια σκληρή αντιπολεμική στάση: «Άρνηση των πολεμικών πιστώσεων, έξοδος των σοσιαλιστών υπουργών από τις αστικές κυβερνήσεις …προπαγάνδα στα χαρακώματα υπέρ της διεθνούς αλληλεγγύης, υποστήριξη των οικονομικών απεργιών με σύγχρονη προσπάθεια μετατροπής τους σε πολιτικές απεργίες, εμφύλιος πόλεμος και όχι κοινωνική ειρήνη».

Η συνδιάσκεψη, παρά το γεγονός ότι απέρριψε την πρόταση για τη δημιουργία της 3ης Διεθνούς, συγκρότησε, ωστόσο, μια «Διεθνή Σοσιαλιστική Επιτροπή» (ISK), με τους Γκριμμ, Μοργκάρι και Νεν και με έδρα τη Βέρνη, η οποία αποτέλεσε και το οργανωτικό κέντρο της αριστερής πτέρυγας της 2ης Διεθνούς. Όπως ανέφερε και το Δελτίο που εξέδωσε η Επιτροπή, στο τεύχος Νο 1 της 21ης Σεπτεμβρίου του 1915 «Η Γραμματεία αυτή δεν πρέπει σε καμιά περίπτωση να υποκαταστήσει το σημερινό Διεθνές Σοσιαλιστικό Γραφείο, και πρέπει να διαλυθεί μόλις το Γραφείο γίνει όργανο που θα ανταποκρίνεται πέρα για πέρα στον προορισμό του».

Στη νέα συνδιάσκεψη που συνήλθε στο Κίενταλ, από τις 24 μέχρι τις 30 Απριλίου του 1916, και στην οποία συμμετείχαν 43 αντιπρόσωποι από 10 χώρες, η αριστερά αύξησε τη δύναμη της σε 12. Για μια ακόμα φορά, όμως, το σχέδιο απόφασης που παρουσίασε η ομάδα των μπολσεβίκων για να γίνει  έκκληση προς την εργατική τάξη σε όλες τις εμπόλεμες χώρες με το επαναστατικό σύνθημα «Καταθέστε τα όπλα. Πρέπει να τα στρέψετε μονάχα ενάντια στον κοινό εχθρό, ενάντια στις καπιταλιστικές κυβερνήσεις» απορρίφθηκε από την κεντρώα και δεξιά πλειοψηφία της συνδιάσκεψης. Η συνδιάσκεψη του Κίενταλ απέρριψε, επίσης, τις θεμελιώδεις αρχές της μαρξιστικής πτέρυγας για τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε εμφύλιο, για την ήττα στον πόλεμο των δικών τους κυβερνήσεων και την οργάνωση της 3ης Διεθνούς. Η συνδιάσκεψη αρνήθηκε, επίσης, να διακόψει τις σχέσεις της με τα ηγετικά όργανα της 2ης Διεθνούς και να δημιουργήσει τις βάσεις για μια νέα Διεθνή. Ο ίδιος ο Λένιν αναγνώρισε, στα 1916, ότι «ένα από τα κύρια λάθη του Τσίμερβαλντ και του Κίενταλ και μια από τις βασικές αιτίες για την πιθανή χρεοκοπία αυτών των εμβρύων της 3ης Διεθνούς είναι ακριβώς ότι το ζήτημα της πάλης ενάντια στον οπορτουνισμό δεν είχε μπει ανοιχτά…Ο οπορτουνισμός νίκησε- προσωρινά στο εργατικό κίνημα της Ευρώπης».

Παρόλα αυτά, οι συνδιασκέψεις του Τσίμερβαλντ και του Κίενταλ ήταν αυτές που δημιούργησαν τις βάσεις για τη συνένωση όλων των διεθνιστικών στοιχείων που θα αποτελούσαν, αργότερα, την 3η Διεθνή. Ήταν η απρόσμενη προδοσία από τους ηγέτες της 2ης Διεθνούς που δημιούργησε μια κατάσταση όπου οι διεθνιστές όλου του κόσμου πηγαίνοντας αντίθετα με το ρεύμα αποτελούσαν μια ασήμαντη μειοψηφία. Η απομόνωση, η αδυναμία και η προσπάθεια να βάλουν τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στον μαρξισμό και τον σοβινισμό είχε ως αποτέλεσμα αυτοί οι ηγέτες, ορισμένοι από τους οποίους θα οδηγούσαν αργότερα την εργατική τάξη στην εξουσία, να έχουν την τάση να γίνουν υπεραριστεροί. Έτσι, από το 1914 και μετά ο Ζηνόβιεφ εκφράζοντας το επαναστατικό πνεύμα της αριστερής, μαρξιστικής τάσης της Διεθνούς και αναφερόμενος στο «σύνθημα της επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας» τόνιζε ότι «Πρέπει να υψώσουμε τη σημαία του εμφυλίου πολέμου…Το καθήκον μας είναι να προετοιμαστούμε για τις μάχες που έρχονται και να συνηθίσουμε και εμείς και ολόκληρο το εργατικό κίνημα σε τούτη την ιδέα: ή θα πεθάνουμε ή θα νικήσουμε κάτω από τη σημαία του εμφυλίου πολέμου».

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΠΗΓΕΣ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ

Για να διαχωρίσουν, λοιπόν, οι συνεπείς μαρξιστές τη θέση τους από τους σοσιαλ-σοβινιστές ηγέτες της 2ης Διεθνούς αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στις θεμελιώδεις αρχές του μαρξισμού. Έτσι, όλα τα προβλήματα που είχαν απασχολήσει την προηγούμενη περίοδο τον Μαρξ και τον Ένγκελς μπήκαν και πάλι στην ημερήσια διάταξη. Η ευθύνη του ιμπεριαλισμού για τον πόλεμο, το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης των εθνοτήτων, η κατάληψη της εξουσίας, η δικτατορία του προλεταριάτου, ο διαχωρισμός από την πολιτική και την τακτική του σοβινισμού, του μεταρρυθμισμού και του κεντρισμού ήταν τα θεμελιώδη καθήκοντα που έμπαιναν στο προλεταριάτο μέσα στην ιμπεριαλιστική εποχή. Έτσι, στο σύνθημα της «υπεράσπισης της πατρίδας» στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο αντιπαράθεσαν την προλεταριακή επανάσταση. Στον αστικό στρατό την εργατική πολιτοφυλακή: «ούτε μια πεντάρα και ούτε ένας άνθρωπος για τον τακτικό στρατό και την αστική πολιτοφυλακή», αυτό ήταν το κύριο σύνθημα των μαρξιστών που ήταν αντίθετοι με τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Ωστόσο, δεν έκαναν το ολέθριο σφάλμα να υποκύψουν στον τυχοδιωκτισμό και τον εξτρεμισμό. Ο Λένιν πολλές φορές θύμιζε ότι «το μποϊκοτάρισμα του πολέμου είναι ανόητη φράση. Οι κομμουνιστές πρέπει να πάνε σε οποιονδήποτε αντιδραστικό πόλεμο». Οι μαρξιστές δεν αρνήθηκαν ποτέ ότι είναι απαραίτητο να εξετάζεται κάθε πόλεμος συγκεκριμένα, ιστορικά. Ο πρώτος παγκόσμιος πόλεμος υπήρξε, χωρίς αμφιβολία, η συνέχιση της αντιδραστικής πολιτικής των δύο στρατοπέδων, πολιτική που εμφανίσθηκε πάνω στη βάση και μέσα στο σύνολο των σχέσεων της ιμπεριαλιστικής εποχής. Από την πλευρά αυτή ο Λένιν εύστοχα υποστήριξε ότι «το καθήκον μου, το καθήκον του εκπροσώπου του επαναστατικού προλεταριάτου, είναι να προετοιμάσω την παγκόσμια προλεταριακή επανάσταση, μοναδική σωτηρία από τη φρίκη του πολέμου».

Οι βασικές και θεμελιώδεις αρχές, το πέρασμα στον ιμπεριαλισμό, αναλύθηκαν εμπεριστατωμένα από το νέο ηγέτη του διεθνούς εργατικού κινήματος, τον Ν. Λένιν, ο οποίος το 1916 και μέσα στο ολοκαύτωμα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου έγραψε το μνημειώδες έργο του Ο ιμπεριαλισμός ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, και επαληθεύθηκαν από την κρίση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος, το επαναστατικό ξέσπασμα που ακολούθησε τον πόλεμο και τη ρωσική επανάσταση του 1917.

Αντίθετα με τις υποχωρήσεις και τους συμβιβασμούς των «ρεαλιστικών» και «πατριωτικών» ηγετικών ομάδων της 2ης Διεθνούς οι θεωρητικές αναλύσεις του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό αποτελούσαν μια ανεκτίμητη προσφορά στη θεωρητική μαρξιστική σκέψη- θεωρητική συμβολή που ανέλυε μέσα σε μια αλληλουχία όλη την κοσμοϊστορική εξέλιξη της εποχής καθώς και τα επαναστατικά καθήκοντα που έθετε η εποχή αυτή στην εργατική τάξη. «Ο παλιός καπιταλισμός έφαγε τα ψωμιά του - υποστήριξε ο Λένιν στο μεγάλο αυτό έργο του - Ο καινούργιος είναι το πέρασμα σε κάτι άλλο…Ο 20ος λοιπόν αιώνας – να το σημείο ριζικής στροφής από τον παλιό στον καινούργιο καπιταλισμό, από την κυριαρχία του κεφαλαίου γενικά στην κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου». Ως εκ τούτου «Αν θα χρειαζόταν να δοθεί ένας όσο το δυνατόν πιο σύντομος ορισμός του ιμπεριαλισμού - συνεχίζει ο Λένιν - θα έπρεπε να πούμε ότι ο ιμπεριαλισμός είναι το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού».[5]

Ο Λένιν ποτέ δεν σταμάτησε να υποστηρίζει ότι, μέσα σε αυτές τις συνθήκες η αντίληψη ότι ο παγκόσμιος πόλεμος ήταν «ένα πόλεμος για να τελειώνουν όλοι οι πόλεμοι» αποτελούσε μια διαστρέβλωση της πραγματικότητας από τους συντηρητικούς ηγέτες οι οποίοι  αποτελούσαν ακόμα τις ηγετικές ομάδες των περισσότερων ευρωπαϊκών κόμματων. Στις σφοδρές του πολεμικές ενάντια στον κάθε είδους σοβινισμό ο Λένιν υποστήριζε μα πάθος ότι η λύση για να βγει η κοινωνία από το αδιέξοδο του αιματηρού παγκοσμίου πολέμου ήταν μια αλυσίδα από σοσιαλιστικές επαναστάσεις σε ολόκληρη την Ευρώπη. «Ο ιμπεριαλισμός - έγραφε ο Λένιν σε ένα πρόλογο του βιβλίου τον Ιούλη του 1920 - είναι η παραμονή της κοινωνικής επανάστασης του προλεταριάτου».[6]  Οι αρχές αυτές βρήκαν τη δικαίωση τους στη ρωσική επανάσταση του 1917, κάτω από την ηγεσία του κόμματος των μπολσεβίκων, την οποία ακολούθησε το επαναστατικό ξέσπασμα από τη μια γωνιά της Ευρώπης στην άλλη από το 1917 μέχρι το 1923. Και δεν ήταν παρά λίγο καιρό αργότερα που οι εργάτες όχι μόνο ήταν στην εξουσία στη Ρωσία αλλά και μια νέα διεθνής χτιζόταν μέσα στην τρομερή εποχή της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα μας.

Ο παγκόσμιος πόλεμος προκάλεσε ένα τεράστιο επαναστατικό ξέσπασμα που στο πέρασμα του παρέσυρε χώρες που βρίσκονταν σε διαφορετικό στάδιο εξέλιξης. Οι καθυστερημένες χώρες, οι οποίες υπέφεραν κάτω από τα ασήκωτα βάρη του πολέμου, βρέθηκαν στην πρώτη σειρά της κατάρρευσης. Η Ρωσία βρέθηκε την περίοδο αυτή στη δίνη του επαναστατικού κυκλώνα. «Η αλυσίδα έσπασε στον πιο αδύναμο κρίκο της».

 

[1] Ν. Λένιν: Η χρεοκοπία της ΙΙ Διεθνούς, τόμος 27ος σελ. 103.

[2] Ο Πάουλ Φρέλιχ αναφέρει ότι «Από τους 111 βουλευτές, οι 15 εκφραστήκανε εναντίον. Ανάμεσα σε αυτούς, ο Λήμπκνεχτ, ο Χάαζε, ο Λέντεμπουρ, ο Ρούλε, ο Λένσχ. Σ’ αυτήν όμως τη μειοψηφία επιβλήθηκε η κομματική πειθαρχία και τους αρνήθηκαν το δικαίωμα να ψηφίσουν σύμφωνα με τις απόψεις τους. Έτσι στις 4 Αυγούστου η σοσιαλδημοκρατική κοινοβουλευτική ομάδα ψήφισε μονολιθικά τις πιστώσεις». (Φρέλιχ, όπ.π, σελ. 258).

[3] Λένιν: τόμος 26ος σελ. 22.

[4] Λ. Τρότσκι: Η ζωή μου, σελ. 237.

[5] Λένιν: Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, τόμος 27ος σελ. 348,9 και 392.

[6] Λένιν: Ο ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, τόμος 27ος σελ. 314.