Η πτώση του τείχους και η αρχή της κατάρρευσης του κρατικού καπιταλισμού

Το 1989 υπήρξε ένας «τρομερός» χρόνος. Από αυτούς που δημιουργούν βαθιά σημάδια στην ιστορία κι έχουν συνέπειες. Που για να ξεπεραστούν, θα χρειαστούν διαδοχικά «μεγάλα γεγονότα» και προσπάθειες εκατομμυρίων ανθρώπων σε ολόκληρο τον κόσμο.

Οι αλλαγές που είχαν αρχίσει στην ΕΣΣΔ το 1985, με την ανάδειξη του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στη θέση του γενικού γραμματέα του ΚΚΣΕ, επιταχύνθηκαν ραγδαία. Έγινε φανερό ότι το «κέντρο» του ΚΚΣΕ έχανε πλέον τον έλεγχο πάνω στις πολιτικές και οικονομικές «μεταρρυθμίσεις» της Γκλασνόστ και της Περεστρόικα, ενώ οι εξελίξεις έπαιρναν την κατεύθυνση που ολοκληρώθηκε στις 26 Ιανουαρίου του 1991 με τη διάλυση της ΕΣΣΔ, την αυτονόμηση των χωρών-«δορυφόρων» της στην Ανατολική Ευρώπη και τη γρήγορη στροφή τους προς τη Δύση.

Σε αυτή την πορεία κατάρρευσης, οι δυνάμεις του παλιού καθεστώτος δεν αντέταξαν την παραμικρή αντίσταση. Ούτε ένα μεγάλο εργοστάσιο, ούτε κάποια σημαντική μερίδα της διανόησης, ούτε ένα υπολογίσιμο τμήμα του στρατού και των κρατικών μηχανισμών, δεν κινήθηκε για να υπερασπίσει αυτό που κάποτε παρουσιαζόταν ως «υπαρκτός σοσιαλισμός». Αντίθετα, η μεγάλη μάζα των κομματικών και κρατικών γραφειοκρατιών οργάνωνε ολοφάνερα αυτή τη στροφή, μετατρεπόταν ταχύτατα από «συλλογικός ιδιοκτήτης» των μέσων παραγωγής και του κράτους, από τη διαβόητη «νομενκλατούρα» της εποχής από τον Στάλιν και μετά, στους εξατομικοποιημένους καπιταλιστές του άγριου νεοφιλελευθερισμού που εγκαταστάθηκε στην ΕΣΣΔ και σε όλη την περιοχή της κάποτε κραταιάς ΚΟΜΕΚΟΝ.

Στη βάση της κοινωνίας, μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης και των λαϊκών δυνάμεων κινητοποιούνταν για να επιταχύνουν την κατάρρευση. Ήταν η συνέχεια των εργατικών εξεγέρσεων και των συκοφαντημένων λαϊκών αγώνων, που είχαν συνταράξει την εσωτερική πολιτική ζωή στις κοινωνίες της Ανατολικής Ευρώπης, ήδη από το 1953.

Όπως εμείς στη Δύση είχαμε αυταπάτες για τη φύση του «σοσιαλισμού» στην Ανατολή, έτσι κι αυτοί στην Ανατολή είχαν αυταπάτες για τη «δημοκρατία» στη Δύση. Έχασαν τον έλεγχο των αγώνων τους, που πέρασε στα χέρια πολιτικών δυνάμεων που υποστήριξαν την επέκταση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού στην Ανατολική Ευρώπη.

Οι συνέπειες στη Δύση ήταν τεράστιες. Ο νεοφιλελεύθερος καπιταλισμός, στην περίοδο που είχαν εγκαινιάσει ο Ρίγκαν και η Θάτσερ, έβρισκε νέα ορμή στη δεκαετία του ’90 μέσω της δυνατότητας εξάπλωσης στην Ανατολή. Τα μεγάλα ρεφορμιστικά εργατικά κόμματα στη Δύση συγκλονίστηκαν. Τα μαζικά ΚΚ, που είχαν παίξει καθοριστικό ρόλο στις μεταπολεμικές εξελίξεις, μπήκαν σε μια πορεία είτε αυτοδιάλυσης (Ιταλία, Ισπανία κλπ), είτε συρρίκνωσης (Γαλλία). Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα βρήκαν το άλλοθι για να επιταχύνουν δραματικά τη σοσιαλφιλελεύθερη μετάλλαξή τους. Σε μια περίοδο όπου το εργατικό κίνημα ήδη πιεζόταν από τη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική αναδιάρθρωση και επιθετικότητα, σε μια περίοδο όπου οι δυνάμεις της μετά το 1968 διεθνούς επαναστατικής Αριστεράς δεν ήταν επαρκείς ούτε ποσοτικά ούτε ποιοτικά για να αναλάβουν το καθήκον της οργάνωσης των εργατικών αγώνων, η διαλυτική υποχώρηση των μαζικών ρεφορμιστικών κομμάτων μετατράπηκε σε κρίση και υποχώρηση της εργατικής αντίστασης.

Δεν αφορούσε μόνο τους αγώνες, αλλά και το πεδίο των ιδεών. Η κατάρρευση του σταλινισμού (γιατί αυτό είναι το «1989») θα μπορούσε, σε τελευταία ανάλυση, να είναι ένα βαθιά απελευθερωτικό γεγονός. Για δεκαετίες αυτό το γεγονός αποτελούσε την προϋπόθεση για μια δημιουργική αναγέννηση του επαναστατικού μαρξισμού, για μια επανασύνδεση της αυθεντικά μαρξιστικής στρατηγικής με τις πλατιές εργατικές και λαϊκές πρωτοπορίες, όπως είχε γίνει στα χρόνια γύρω από το 1917.

Όμως, επίσης, για δεκαετίες οι πανίσχυροι μηχανισμοί των μαζικών ΚΚ στη Δύση υποστήριζαν στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος ότι το αυθεντικό «παιδί» του 1917 ήταν ο «υπαρκτός σοσιαλισμός» στην ΕΣΣΔ. Σε αυτό συμφωνούσαν οι καθεστωτικές καπιταλιστικές δυνάμεις, αλλά και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, που όριζαν τον σταλινισμό ως βολικό αντίπαλό τους. Οι μικρές δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς, παρόλη τη σημαντική ενίσχυσή τους μετά το διεθνές 1968 και παρά τη «ρωγμή» που είχε ανοίξει η διαφοροποίηση της Κίνας του Μάο και οι κριτικές των αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων, δεν αρκούσαν για να αντιστρέψουν την κατάσταση. Προσέφεραν πολύτιμες υπηρεσίες, ειδικά οι δυνάμεις του τροτσκιστικού ρεύματος, που θύμιζαν τις ανατροπές στη δεκαετία του ’30, την αντίσταση και το τραγικό τέλος της πλειοψηφίας των στελεχών του μπολσεβικισμού του ’17. Όμως παρέμεναν μειοψηφικές.

Μετά το 1989 η ιδεολογική επίθεση των καθεστωτικών δυνάμεων, με την ενίσχυση της σοσιαλδημοκρατίας, έγινε καταιγιστική. Το σύνθημα για το «τέλος της ιστορίας» υποστηρίχθηκε από εκατοντάδες βιβλία, χιλιάδες συνέδρια, εκατομμύρια άρθρων στο «μεγάλο» Τύπο. Με στόχο να πείσουν τις μάζες ότι οι επαναστάσεις δεν είναι μόνο ανώφελες, αλλά και επικίνδυνες: οδηγούν, τάχα αντικειμενικά, σε δικτατορικά εκμεταλλευτικά καθεστώτα. Σε πολλές χώρες, ειδικά στο «κέντρο» του καπιταλιστικού συστήματος, αυτή η καμπάνια είχε αποτελέσματα. Που εκδηλώνονταν πολιτικά με την ισχύ του δόγματος ΤΙΝΑ («Δεν Υπάρχει Εναλλακτική») απέναντι στην εναλλαγή των δεξιών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στην κυβερνητική εξουσία, με μια καταθλιπτική σύγκλιση υπέρ των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων που υπαγόρευε το κεφάλαιο.

Ήταν αυτό που μας καλεί να αναγνωρίσουμε ο Ντανιέλ Μπενσαΐντ: «μια στρατηγική ήττα».

Ασφαλώς όχι οριστική, όχι ιστορική. Ο «τυφλοπόντικας» της εργατικής αντίστασης εξακολουθούσε να σκάβει στο υπέδαφος. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 ο μεγάλος απεργιακός χειμώνας στη Γαλλία εγκαινίαζε την περίοδο της κλιμάκωσης της πάλης ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό, για να πάρει λίγο αργότερα τη σκυτάλη το μεγάλο διεθνές κίνημα ενάντια στη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, με το Σιάτλ, τη Γένοβα, τη Φλωρεντία, τις μεγάλες αντιπολεμικές κινητοποιήσεις της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα. Με το σύνθημα «Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός!».

Τα μεγάλα γεγονότα που ακολούθησαν, με τους αγώνες στη Λατινική Αμερική, τις αραβικές εξεγέρσεις, την εργατική-λαϊκή αντίσταση στη νότια Ευρώπη κατά το ξέσπασμα της κρίσης του 2008 κ.ο.κ. είναι τμήματα της κολοσσιαίας προσπάθειας για να βγει το εργατικό κίνημα και η παγκόσμια Αριστερά από τον βάλτο που τη βύθισε η κρίση/κατάρρευση του σταλινισμού. Οι αγώνες και οι δεμένες με αυτούς πολιτικές ανατροπές είναι αναντικατάστατες προϋποθέσεις γι’ αυτή την «έξοδο».

Όχι όμως και οι μοναδικές. Τριάντα χρόνια μετά το σεισμό του 1989, οι αντιπαραθέσεις σχετικά με τα συμπεράσματα που πρέπει να βγάλει η Αριστερά, παραμένουν κρίσιμες. Το να καταλάβουμε παραμένει ένα καθήκον σημαντικό.

Κρατικός καπιταλισμός

Στη μετεπαναστατική Ρωσία μέχρι το 1928-1929 το ζήτημα της εξουσίας είχε απαντηθεί με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Τα σοβιέτ είχαν μετατραπεί σε εικονικές σκιές. Όλη η εξουσία είχε μεταφερθεί στα χέρια της κομματικής γραφειοκρατίας, που συνενωνόταν ταχύτατα με την κρατική γραφειοκρατία και τους «διευθυντές» των μεγάλων παραγωγικών μονάδων. Στη δεκαετία του ’30 αυτό το «στρώμα» έλυσε με αιματηρό τρόπο τους λογαριασμούς του με κάθε πιθανό αντίπαλο: μέσα στην εργατική τάξη, που έχασε κάθε δυνατότητα συλλογικής έκφρασης, μέσα στο κόμμα όπου θερίστηκαν όλες οι τάσεις του ’17 (Τρότσκι, Ζινόβιεφ-Κάμενεφ, Μπουχάριν είναι μόνο οι γνωστές «κορυφές»), στους αγρότες και, τελικά, στον Κόκκινο Στρατό.

Η γραφειοκρατία μετατράπηκε σε μια νέα κυρίαρχη τάξη. Τα μέλη της δεν έλεγχαν ατομικά τα μέσα παραγωγής, που παρέμεναν στην ιδιοκτησία του κράτους. Έλεγχαν όμως αποκλειστικά το κράτος και μέσα από αυτό την παραγωγή και την οικονομία. Το καθεστώς μετατράπηκε (όχι και τόσο «ειρηνικά»…) σε γραφειοκρατικό κρατικό καπιταλισμό, όπως πρωτοποριακά προειδοποίησαν μαρξιστές όπως η Ρ. Ντουναγέφσκαγια ή, πολύ πιο καθαρά, ο Τόνι Κλιφ.

Είναι γνωστή μια αντίρρηση πολλών μαρξιστών, που ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να υπάρχει καπιταλισμός χωρίς την ατομική ιδιοκτησία των καπιταλιστών πάνω στα μέσα παραγωγής. Η άποψη αυτή δεν μειονεκτεί μόνο στην ανάλυση της μετεπαναστατικής Ρωσίας, αλλά επίσης στην κατανόηση του καπιταλισμού στη Δύση.

Ο Ένγκελς μας έχει προειδοποιήσει ότι η ανάπτυξη και η συγκέντρωση του κεφαλαίου ωθεί σε υποβάθμιση το ζήτημα της ατομικής ιδιοκτησίας. Στα τραστ και στα μονοπώλια εμφανίζεται η έννοια της συλλογικής ιδιοκτησίας, όπως και, σε μεγάλο βαθμό, η εισαγωγή του σχεδίου σε βάρος του «αυθόρμητου» ανταγωνισμού μέσα στις αγορές. Αυτά ισχύουν περισσότερο σήμερα μέσα στις γιγάντιες πολυεθνικές: αλήθεια ποια είναι η έννοια του «ιδιοκτήτη» στην ΑΕ που προκύπτει από τη συνένωση της PSA και της FIAT-Chrysler στον κλάδο της παραγωγής αυτοκινήτων;

Όμως, μεσολάβησε μια πιο συγκεκριμένη ιστορική πτυχή: Ο καπιταλισμός του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, του Μεσοπολέμου και του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου πέρασε μέσα από μια μακρά περίοδο ανάπτυξης/ανταγωνισμού, μέσα από την πολεμική προσπάθεια για κυριαρχία, με άμεση συνέπεια την τεράστια ενίσχυση του ρόλου του κράτους στην οικονομία και στην παραγωγή. Η κρατικοκαπιταλιστική ανάπτυξη καθόρισε την ιστορία του καπιταλισμού και στη Δύση.

Ο γραφειοκρατικός κρατικός καπιταλισμός στην ΕΣΣΔ «ταίριαζε» για μεγάλο χρονικό διάστημα με τη δυναμική του διεθνούς καπιταλισμού. Και αυτό είναι η βάση για την ερμηνεία των «επιτυχιών» του στον ανταγωνισμό με τη Δύση στο ίδιο χρονικό διάστημα. Όμως όχι χωρίς προβλήματα. Η στασιμότητα και οι απώλειες στο πεδίο της ανταγωνιστικότητας σε πολλούς κλάδους της παραγωγής ήταν η βάση για τις απόπειρες «μεταρρυθμίσεων» στο καθεστώς, πολύ πριν τον Γκορμπατσόφ, με πιο σημαντική την περίοδο του Χρουστσόφ στα μέσα της δεκαετίας του ’50, που συνδέθηκε με την πρώιμη και επιφανειακή «αποσταλινοποίηση» του 20ού συνεδρίου του ΚΚΣΕ. Η ερμηνεία εκείνης της πολιτικής ως μιας πρώτης απόπειρας «ανατροπής από τα μέσα» (ερμηνεία προσφιλής στους οπαδούς του σταλινισμού…) είναι εκτός τόπου και χρόνου: ο Χρουστσόφ ήταν ο επικεφαλής της άμυνας στο Στάλινγκραντ και όταν χρειάστηκε να δοκιμαστεί η αποφασιστικότητά του, δεν δίστασε να στείλει τα τανκς στην Ουγγαρία το 1956.

Οι «μεταρρυθμίσεις» που αποσκοπούσαν σε ένα μεγαλύτερο άνοιγμα στην παγκόσμια αγορά, σε μια «φιλελευθεροποίηση» που θα επέτρεπε μια ευρύτερη και πιο αποδοτική οργάνωση των κοινωνικών συμμαχιών της κυρίαρχης κρατικοκαπιταλιστικής νομενκλατούρας, είχαν περιορισμένα αποτελέσματα και σύντομα ανακόπηκαν, οδηγώντας στην ανατροπή της ηγεσίας Χρουστσόφ και στην περίοδο της «στασιμότητας» επί Μπρέζνιεφ.

Οι αλλαγές στο διεθνές πεδίο έβαλαν στο καθεστώς καθοριστικές πιέσεις. Με το ξέσπασμα της κρίσης του 1973, ο καπιταλισμός στη Δύση άρχισε σταδιακά να διαμορφώνει τις απαντήσεις του, τόσο σχετικά με την κρίση, όσο και απέναντι στις μεγάλες κοινωνικές κατακτήσεις του κινήματος της δεκαετίας του ’60. Η άνοδος στην εξουσία του Ρίγκαν και της Θάτσερ σηματοδότησε το ξέσπασμα της νεοφιλελεύθερης επίθεσης του κεφαλαίου. Οι «αναδιαρθρώσεις» που ενσωμάτωναν στην παραγωγή τις νέες τεχνολογίες, οι ιδιωτικοποιήσεις, η βαθιά διάβρωση του κοινωνικού κράτους, έγιναν παντού το κέντρο της πολιτικής των κυρίαρχων τάξεων και των κυβερνήσεών τους.

Το καθεστώς στην Ανατολή, παραμένοντας στάσιμο στις παλιότερες συνταγές, έχανε ολοφάνερα την κούρσα του ανταγωνισμού. Η ήττα των Ρώσων κατά την εισβολή τους στο Αφγανιστάν σήμανε συναγερμό: απέδειξε ότι η καθυστέρηση περιλάμβανε πλέον και τον καθοριστικής σημασίας πολεμικό τομέα.

Αυτή ήταν η δυναμική που έσπρωχνε ξανά προς τους «μεταρρυθμιστές»: μετά τον θάνατο του Μπρέζνιεφ, ο Αντρόποφ και μετά το σύντομο «διάλλειμα» του Τσερνιέκο, ο Γκορμπατσόφ. Οι ηγέτες που σημάδεψαν αυτή την πορεία (ο Χρουστσόφ του Στάλινγκραντ, ο Αντρόποφ και ο Γκορμπατσόφ της KGB…) βγήκαν μέσα από τα σπλάχνα του καθεστώτος, καθορίζονταν από τις εσωτερικές πιέσεις που αυτό αντιμετώπιζε και όχι από κάποια υποθετική «επιρροή» της Δύσης. Γι’ αυτό είχαν την υποστήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας της κρατικοκαπιταλιστικής νομενκλατούρας. Αυτό αποδείχθηκε, όταν ένα εξαιρετικά μειοψηφικό τμήμα επιχείρησε να αντιδράσει στις «μεταρρυθμίσεις» Γκορμπατσόφ με το πραξικόπημα. Κατέρρευσαν σε 2-3 μέρες και άνοιξαν το δρόμο στον ανεξέλεγκτο καλπασμό του Γέλτσιν, σε μια πορεία εμπέδωσης του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού χωρίς προσχήματα και χωρίς αναισθητικό για τα τραύματα που η μετατροπή των κρατικοκαπιταλιστών σε ολιγάρχες προκαλούσε στην κοινωνική πλειοψηφία.

Ο Γκορμπατσόφ, παρά την πλειοψηφική υποστήριξη από τη νομενκλατούρα, δεν ήταν παντοδύναμος. Έχασε τελείως τον έλεγχο πάνω στην Περεστρόικα και στη Γκλάσνοστ, γιατί η καθυστέρηση που είχε προϋπάρξει ήταν σημαντική, γιατί οι νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις δεν ήταν πλέον εφικτό να εισαχθούν στην ΕΣΣΔ με σταδιακό και ομαλό τρόπο. Το καθεστώς είχε να περάσει μέσα από μια χαοτική και επικίνδυνη κρίση.

Σήμερα, υπό την ηγεσία του Πούτιν, έχει σε μεγάλο βαθμό ανασυνταχθεί. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Πούτιν προέρχεται επίσης από τα σπλάχνα του παλιού καθεστώτος, από τις μυστικές υπηρεσίες που, μέσα στη γενικότερη γραφειοκρατική χαύνωση, παρέμειναν το κύριο «πολιτικό» κέντρο, το κέντρο που γνώριζε καλύτερα απ’ όλους τι πραγματικά συμβαίνει στην ΕΣΣΔ. Ούτε είναι τυχαίο ότι στο σύγχρονο καθεστώς στη Ρωσία, η κυρίαρχη τάξη, από τους ολιγάρχες μέχρι τους στρατιωτικούς, συσπειρώνεται γύρω από μια «αφήγηση» που ενσωματώνει όλες τις παραδόσεις του μεγαλορωσικού εθνικισμού: από τον Ιβάν τον Τρομερό, στον Στάλιν και σήμερα στον Πούτιν.

Εργατικές εξεγέρσεις

Όλη αυτή η πορεία δεν ξεδιπλώθηκε χωρίς εσωτερικό αντίπαλο δέος. Στη Δύση είναι βαθιά υποτιμημένη η ιστορία της ταξικής αντίστασης στην Ανατολή σε όλη αυτή την εποχή.

Αντίσταση που κορυφωνόταν, συχνά, σε εξεγέρσεις που συντάραξαν την Ανατολική Ευρώπη. Στην Ανατολική Γερμανία το 1953, στην Ουγγαρία το 1956, στην Τσεχοσλοβακία το 1968, στην Πολωνία του ’50, του ’60 και του ’80 κ.ο.κ.

Οι εξεγέρσεις αυτές συκοφαντήθηκαν από ένα μεγάλο τμήμα της Αριστεράς στη Δύση, που τις θεώρησε σαν υποκινούμενες από τον ιμπεριαλισμό. Αυτό δεν είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα: Αφενός, οι ιμπεριαλιστές δεν κάνουν τις δουλειές τους με εργατικά κινήματα, με συνδικάτα και εξεγερτικές συνήθειες, που έχουν την επικίνδυνη ιδιότητα να εξαπλώνονται πέρα από σύνορα. Αφετέρου, η πραγματική ιστορία του «Ψυχρού Πολέμου» είναι ότι επρόκειτο για αντιπαράθεση, αλλά για πειθαρχημένη αντιπαράθεση, στη βάση της «ειρηνικής συνύπαρξης».

Οι δύο «πόλοι» κυριαρχίας αναγνώριζαν την πρωτοκαθεδρία του καθενός στο να λύνει, όσο βίαια κι αν χρειαστεί, τα προβλήματα στον αναγνωρισμένο χώρο επιρροής του, στην εσωτερική του αυλή. Αυτό ερμηνεύει την «αυτοσυγκράτηση» των ΗΠΑ και της ΕΟΚ απέναντι σε γεγονότα όπως η ρωσική εισβολή στην Ουγγαρία ή στην Τσεχοσλοβακία, αλλά και τη «χαλαρή» στάση της ΕΣΣΔ απέναντι στην αμερικανική επιδρομή στο Βιετνάμ ή στη χούντα του Βιντέλα στην Αργεντινή.

Οι εξεγέρσεις στην Ανατολική Ευρώπη στράφηκαν συχνά στην εργατική επαναστατική παράδοση. Η Ουγγαρία το ’56 είχε ως βασική διεκδίκηση το «όλη η εξουσία στα σοβιέτ». Στην Πολωνία η παρατεταμένη αντίσταση ανέδειξε την κριτική του καθεστώτος ως κρατικοκαπιταλιστικό (με την «Ανοιχτή Επιστολή στο Κόμμα» των Κουρόν και Μοτζελέφσκι) και οργανωνόταν με βάση τις εργατικές και σοσιαλιστικές παραδόσεις της αντίστασης. Το γεγονός ότι μέσα στη χαοτική κλιμάκωση της κρίσης γύρω από το 1989 αυτό το «ρεύμα» έχασε την πολιτική μάχη, ηττήθηκε από τις ιδέες και τους οπαδούς του ρεύματος που υποσχόταν την ελευθερία μέσα από τη στροφή στην αγορά και στην ατομική ιδιοκτησία, δεν πρέπει να μας εκπλήσσει. Κι εμείς, άλλωστε, στη Δύση συχνά ηττηθήκαμε μέσα από την πρόσδεση στην ουρά αστικών δημοκρατικών δυνάμεων και ιδεών.

Έξοδος

Η κατάρρευση του σταλινικού κρατικού καπιταλισμού είναι ένα γεγονός κοσμοϊστορικής σημασίας. Έχει συντελεστεί παντού: για παράδειγμα στην Κίνα, η ΚΕ του ΚΚ Κίνας εξακολουθεί να βρίσκεται στην κορυφή μιας πυραμίδας εξουσίας, μεγάλης ισχύος. Κανείς όμως δεν μπορεί πλέον να ισχυριστεί ότι η «κινεζοποίηση» αποτελεί «όραμα» για τους εργάτες σε όποια γωνιά της γης.

Οι συνέπειες της κατάρρευσης υπήρξαν, τελικά, σκληρές για όλους μας, ακόμα και για όσους προειδοποιούσαν από παλιότερα για τον εκφυλισμό του καθεστώτος εκεί. Τιτάνιες δυνάμεις εργάστηκαν και εργάζονται για να συμπαρασύρει η κατάρρευση του γραφειοκρατικού κρατικού καπιταλισμού το απελευθερωτικό όραμα του 1917.

Το «Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός!» υπήρξε μια «στιγμή» ανασυγκρότησης. Όμως, όπως λέει ο Μπενσαΐντ, το σύνθημα αυτό εκφράζει μια «ουτοπική αμηχανία». Ποιος είναι αυτός ο κόσμος και πώς θα φτάσουμε εκεί; Στην απάντηση σε αυτά τα ερωτήματα η εργατική-σοσιαλιστική-επαναστατική παράδοση του 1917, η παράδοση της 3ης Διεθνούς στην εποχή του Λένιν, είναι αναντικατάστατης σημασίας.

Οι παραδόσεις «ξαναζωντανεύουν», όταν συνδέονται στην πράξη με πλατιές κοινωνικές πρωτοπορίες, όταν γίνονται οδηγός για δράση μεγάλων σύγχρονων κινημάτων. Αυτό είναι το κεντρικό καθήκον της σύγχρονης εποχής. Που άρχισε μετά το «1989» και συνεχίζεται, με τα πάνω της και τα κάτω της, ακόμα και σήμερα. Το γεγονός ότι στην κατεύθυνση αυτή «εργάζονται» εκατομμύρια άνθρωποι διεθνώς (στη Χιλή, στο Εκουαδόρ, στην Αλγερία, στο Ιράκ, στο Λίβανο, στη Γαλλία, στην Καταλονία κ.ο.κ.) είναι η βάση για την αισιόδοξη εκτίμηση: Το εργατικό κίνημα και η κομουνιστική Αριστερά θα βγουν από το βάλτο που βυθίστηκε το κρατικοκαπιταλιστικό καθεστώς.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες