Την ώρα που τα νοσοκομεία, εν μέσω πανδημίας, καταρρέουν από την έλλειψη προσωπικού και εξοπλισμού, η κυβέρνηση Μητσοτάκη προχωρά στην προκλητική ενίσχυση της αεροπορικής εταιρείας Aegean με 120 εκατομμύρια ευρώ.
Η κεφαλαιακή ενίσχυση της Aegean, η οποία έχει λάβει επιπλέον άμεση ή έμμεση στήριξη δεκάδων εκατομμυρίων μέσω των φιλοεπιχειρηματικών μέτρων κατά της πανδημίας (αποζημιώσεις εισιτηρίων, αναστολές συμβάσεων, κάλυψη ασφαλιστικών εισφορών, δάνεια από τις τράπεζες με την εγγύηση του δημοσίου κ.ά.), θα γίνει μέσω της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου. Χωρίς όμως το Δημόσιο να λάβει μετοχές για αυτή τη χρηματοδότηση, παρά μόνο δικαίωμα προαίρεσης για την απόκτηση μετοχών.
Το όλο σχέδιο τελεί υπό έγκριση από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, που ως γνωστόν «απεχθάνεται» τις κρατικές ενισχύσεις του ιδιωτικού τομέα, στο όνομα του «αθέμιτου ανταγωνισμού». Εκτός αν πρόκειται για «εθνικούς λόγους», όπως αυτούς που επικαλέστηκε ο υπουργός μεταφορών Α. Καραμανλής, για να δικαιολογήσει τη γενναία παροχή προς την ιδιωτική εταιρεία, θυμίζοντάς μας ότι, πάντοτε, το ισχυρότερο κόμμα των «αντικρατιστών» ολιγαρχών, είναι το ίδιο το (αστικό) κράτος.
Διαφορετικά, για να μην πληρώσουν οι μέτοχοι της Aegean, θα πληρώσουμε όλοι εμείς από τις τσέπες μας τα 120 εκ., για μια ιδιωτική επιχείρηση που στο τέλος του 2019 είχε ρευστότητα 510 εκ. ευρώ. Το πιθανότερο, τα χρήματα αυτά θα είναι δανεικά και αγύριστα, όπως και στην πρόσφατη περίπτωση της τράπεζας Πειραιώς που δεν προτίθεται να πληρώσει το κουπόνι του μετατρέψιμου ομολόγου, ύψους 165 εκατ. ευρώ, από την κρατική στήριξη του 2015.
Την ίδια ώρα, η Aegean, έχει προχωρήσει σε δεκάδες απολύσεις εργαζομένων σε πολλά τμήματα πανελλαδικά τους τελευταίους μήνες, με ορισμένες από αυτές να καταπατούν και την εργατική νομοθεσία, ξεπερνώντας τον επιτρεπόμενο μηνιαίο αριθμό απολύσεων. Παρά τα δώρα της κυβέρνησης (που δήθεν διασφαλίζουν τις θέσεις εργασίας), η αεροπορική εταιρεία συνεχίζει να φορτώνει την πεσμένη κερδοφορίας της, στις πλάτες όσων έχτισαν το «θαύμα» των εκατοντάδων προορισμών και του ελληνικού τουρισμού. Παρά τις ανακοινώσεις της Aegean για την αναιμική επιβατική κίνηση όμως, η εταιρεία παρέλαβε κανονικά, στις 21 Νοεμβρίου, το έβδομο Airbus Α320neo και το δεύτερο A321neo από μια συνολική παραγγελία 46(!) νέων αεροσκαφών.
Ποιος θυμάται την Ολυμπιακή;
Πέρα από το προφανές, ότι δηλαδή για την κυβέρνηση αποτελεί πολιτική προτεραιότητα η οικονομική ενίσχυση κρατικοδίαιτων καπιταλιστών (όπως και των μηχανισμών καταστολής), έναντι της Υγείας, της Παιδείας, των ΜΜΜ, των μισθών και των συντάξεων, υπάρχει και μια ακόμα πτυχή στην ιστορία της Aegean. Η πλήρης χρεοκοπία του νεοφιλελεύθερου ιδεολογήματος για τον «υπέρογκο δημόσιο τομέα», που επιβαρύνει τον προϋπολογισμό και καθιστά αναπόφευκτες τις ιδιωτικοποιήσεις.
Το παραπάνω επιχείρημα περί σπατάλης (μαζί με το αφήγημα για τους τεμπέληδες συνδικαλιστές και τους καλοπληρωμένους δημόσιους υπαλλήλους που κάθονται) χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον στο ξεπούλημα της πάλαι ποτέ Ολυμπιακής, επί κυβέρνησης Κ. Καραμανλή, με τελικό «εκτελεστή» της υποχρεωτικής ιδιωτικοποίησης, τον σημερινό υπουργό Περιβάλλοντος (και αντιπρόεδρο της ΝΔ) Κ. Χατζηδάκη.
Η Ολυμπιακή Αεροπορία (Ολυμπιακές Αερογραμμές από το 2003) ήταν για δεκαετίες ο εθνικός αερομεταφορέας, με κομβικό ρόλο στις δημόσιες μεταφορές μιας νησιωτικής χώρας, όπως η Ελλάδα. Το Μάρτιο του 2009 το ελληνικό δημόσιο συμφώνησε στη μεταβίβασή του στον ιδιωτικό όμιλο MIG (Marfin Investment Group) του Ανδρέα Βγενόπουλου, παρά τις τότε αντιδράσεις. Είχε προηγηθεί ένα πολυετές σίριαλ καταγγελιών από ανταγωνιστές, ισχυρές πιέσεις από την ΕΕ και φυσικά η συστηματική απαξίωση της εταιρείας και η διαρκής μείωση προσωπικού, με σκοπό την παράδοσή της στους ιδιώτες.
Η νέα εταιρεία ονομάζεται Olympic Air τον Σεπτέμβριο του 2009 και κληρονομεί, πέρα από το όνομα, το εταιρικό λογότυπο, τα δικαιώματα προσγείωσης και την τεχνική βάση, αλλά μόνο μέρος του προσωπικού, που προσελήφθη με νέους όρους. Οι πτήσεις εξωτερικού από 1.1.10 αναλαμβάνονται από ξένες εταιρείες και σταδιακά η Aegean της οικογένειας Βασιλάκη, αποκτά περισσότερους επιβάτες από την Ολυμπιακή. Στις 22 Φεβρουαρίου 2010, η Ολυμπιακή και ο κύριος ανταγωνιστής της, Aegean Airlines, ανακοίνωσαν ότι έχουν καταλήξει σε συμφωνία για συγχώνευση. Η συγχώνευση αναμενόταν να ολοκληρωθεί στα τέλη του 2010, εφόσον εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Μετά από μια πρώτη απορριπτική απόφαση το 2011, τον Οκτώβριο του 2013 η επιτροπή ανταγωνισμού της ΕΕ (με εκείνο τον απίθανο κοινοτικό επίτροπο X. Αλμούνια) έδωσε τελικά την έγκρισή της για τη συγχώνευση. Στις 23 Οκτωβρίου 2013, ολοκληρώθηκε η εξαγορά του 100% των μετοχών της Ολυμπιακής από την Aegean Airlines, καθιστώντας την Olympic Air θυγατρική της πρώτης, εξυπηρετώντας κυρίως τις λεγόμενες «άγονες γραμμές» των νησιών. Τη μερίδα του λέοντος από το υπερατλαντικό δίκτυο της ΟΑ ανέλαβε η Lufthansa, που στο μεταξύ εντάσσει στο δίκτυο περιφερειακών συνεργατών της την Αegean.
Το διαβόητο κρατικό μονοπώλιο που αναπαρήγαγαν τα μιντιακά παπαγαλάκια της εποχής εκείνης, έγινε μέσα σε λίγο καιρό ένα ιδιωτικό μονοπώλιο (με μικρότερη εμβέλεια σε πτήσεις εξωτερικού και μικρότερα αεροσκάφη σε σχέση με την Ολυμπιακή), το οποίο απολαμβάνει μέχρι και τώρα πακτωλό κρατικού χρήματος. Ο περίφημος ανταγωνισμός, που θα μείωνε τις τιμές στα εισιτήρια, πήγε περίπατο. Οι επιβάτες με τις αυξήσεις των εισιτηρίων και οι εργαζόμενοι με απολύσεις και ελαστικές σχέσεις εργασίας (όχι μόνο στην Ολυμπιακή, αλλά και στα αεροδρόμια, καθώς απολύθηκαν από τις εταιρείες που είχαν αναλάβει τις υπηρεσίες τροφοδοσίας και άλλες υπηρεσίες) πλήρωσαν το επενδυτικό πλάνο της Aegean.
Η ιστορία της Ολυμπιακής, αποτελεί μια εμβληματική περίπτωση όπου μέσω σταδιακής απαξίωσης και τμηματικής πώλησης, μια δημόσια επιχείρηση μεταφορών (και η έτοιμη χρυσοφόρα αγορά της) χαρίστηκε στο βασικό της ανταγωνιστή, απαλλαγμένη από χρέη και προσωπικό.
Σήμερα, μπροστά στο μεγάλο φαγοπότι που στήνεται γύρω από τα δημόσια αγαθά (ενέργεια, ελεύθεροι χώροι κ.ά.) με στόχο να έχουν μεγαλύτερα κέρδη οι μεγαλοκαρχαρίες ιδιοκτήτες εταιρειών, είναι χρήσιμο να θυμόμαστε τι έγινε την τελευταία φορά που μας μιλούσαν για τον «αποτελεσματικό» ιδιωτικό τομέα που -τάχα- «θα πάψει να επιβαρύνει το κράτος».