Η συζήτηση στους κυβερνητικούς κύκλους σχετικά με την τριτοβάθμια εκπαίδευση, το τελευταίο διάστημα, επικεντρώνεται σε αυτό που συστηματικά αποκαλούν «απελευθέρωση του πανεπιστημίου από το κρατικό μονοπώλιο και την κρατική γραφειοκρατία».
Η ερμηνεία και η βαθύτερη ουσία του αφηγήματος αυτού δεν προκύπτει μόνο μέσα από την προσπάθεια ανάλυσης του πολιτικού λόγου που αφορά τις επικείμενες νομοθετικές ρυθμίσεις (προσπάθεια δαιμονοποίησης του δημόσιου χαρακτήρα του πανεπιστημίου), αλλά και απ’ την έως τώρα στόχευση της πολιτικής της Νέας Δημοκρατίας γύρω από το δημόσιο πανεπιστήμιο.
Παρακάμπτοντας το άρθρο 16
Το άρθρο 28 του συντάγματος αναφέρει πως «οι διεθνείς συμβάσεις από την επικύρωσή τους με νόμο υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη» και ανοίγει τον δρόμο για την παράκαμψη του άρθρου 16, μέσα απ’ το οποίο θεσμοθετείται ο αποκλειστικός, δημόσιος χαρακτήρας του ελληνικού πανεπιστημίου, με ήδη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις μέχρι την οριστική αναθεώρησή του. Ουσιαστικά, πρόκειται για παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων στην ελληνική επικράτεια, όπως το Yale, το Harvard, το Preston, τα οποία κερδοσκοπικά ή μη, θα λειτουργούν με δίδακτρα και σε ανταγωνιστική βάση με τα δημόσια πανεπιστημιακά ιδρύματα. Σημαντικό παράδειγμα για την αφετηρία του σχεδιασμού αυτού αποτέλεσε η ίδρυση Διεθνούς Κέντρου Εκπαίδευσης του Columbia στην Αθήνα, σε μία προσπάθεια δημιουργίας τετελεσμένων.
Άλλωστε, η πολυετής λειτουργία παραρτημάτων ιδιωτικών κολεγίων και η αναγνώριση των πτυχίων που παρέχουν, δημιουργεί μία ντε φάκτο πραγματικότητα. Ο ιδιωτικός τομέας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης λειτουργεί, νομιμοποιείται και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη συνολική «παράδοση» της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στην αγορά. Επιπλέον, η περικοπή της κρατικής φοιτητικής μέριμνας έχει επιτρέψει την είσοδο του ιδιωτικού τομέα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, μέσα από εργολαβίες, όπως φοιτητικές λέσχες. Η ακαδημαϊκή έρευνα, μέσα από επιχειρησιακές επιχορηγήσεις ή μέσα από συνεργασίες με μεγάλα επιχειρηματικά «πρότζεκτ» έχει εισάγει ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια στην παραγόμενη έρευνα, επιχειρηματικά ή/και κρατικά συμφέροντα διαμορφώνουν το πλαίσιο σπουδών και εξασφαλίζουν απλήρωτο εργατικό δυναμικό και εργαλεία γι’ ακόμη μεγαλύτερη κερδοφορία.
Ο υπουργός Παιδείας κ. Πιερρακάκης επεξεργάζεται το σχέδιο παράκαμψης του άρθρου 16 και προγραμματίζει να το εισάγει στην βουλή για δημόσια διαβούλευση το Δεκέμβρη. Χαρακτηριστικά, προβάλει το μοντέλο λειτουργίας της ανώτατης εκπαίδευσης της Κύπρου, όπου στο μεγαλύτερο ποσοστό της καλύπτεται από ιδιωτικά πανεπιστήμια. Ο βασικός στόχος, σύμφωνα με τον αρμόδιο υπουργό, είναι η μετατροπή της Ελλάδας σε ακαδημαϊκό κόμβο της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, τόσο λόγω του υψηλού, ακαδημαϊκού της επιπέδου όσο και της προνομιακής, γεωγραφικής της θέσης, προσελκύοντας έτσι ξένους φοιτητές (προβλέπεται και η παροχή βίζας για όποιον ξένο φοιτητή επιθυμεί να σπουδάσει στην Ελλάδα) αλλά και για Έλληνες που επιλέγουν το εξωτερικό για την φοίτησή τους.
Τα κριτήρια και τους όρους λειτουργίας των ξένων παραρτημάτων θα θεσπίσει η ΕΘΑΑΕ «Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης». Κύριοι άξονες θα είναι η αξιολόγηση κι επιλογή του ακαδημαϊκού προσωπικού, των φοιτητών-τριών και η δυνατότητα συνεργασίας ξένων παραρτημάτων με εγχώριους ιδιωτικούς ή κρατικούς φορείς. Αντί κατ’ ελάχιστο να είναι αρμόδιο το Υπουργείο Παιδείας, η αξιολόγηση των κριτηρίων λειτουργίας για παραρτήματα ξένων πανεπιστημίων θα γίνεται από μία ανεξάρτητη αρχή, στην οποία θα εκπροσωπείται και η αγορά μέσω της συμμετοχής ιδιωτικών φορέων.
Υποβάθμιση του δημόσιου πανεπιστημίου
Πέρα απ’ το επιχείρημα που προτάσσει την συνταγματική αυθαιρεσία, την σημασία του δημόσιου κοινωνικού αγαθού της εκπαίδευσης και την κοινωνική αναγκαιότητα της ελεύθερης και δίκαιης προσφοράς της σε όλους, ειδικά σε μία συγκυρία όξυνσης των ταξικών ανισοτήτων, έχει σημασία και η θέση που βρίσκονται τα δημόσια πανεπιστημιακά ιδρύματα εν’ όψει του ανταγωνισμού που θα δημιουργήσει η προσέλκυση των ξένων επενδύσεων στην χώρα.
Το 2022, μόλις 4,2% του ΑΕΠ αξιοποιήθηκε συνολικά για την παιδεία, λίγες μόνο μονάδες πάνω από το 3,54% που κατευθύνθηκε στους εξοπλισμούς. Έτσι, λόγω της υποχρηματοδότησης, το δημόσιο πανεπιστήμιο αυτή τη στιγμή βρίσκεται υποστελεχωμένο αλλά και ελλιπές ως προς τις υποδομές, με παραδείγματα φοιτητών να πέφτουν απ’ τα παράθυρα ή να «κολυμπούν» σε πλημμυρισμένους διαδρόμους μετά από βροχή. Ταυτόχρονα, βρίσκεται σε θέση όπου φαντάζει δυσπρόσιτο, τόσο λόγω της ελάχιστης βάσης εισαγωγής, όσο και των υπέρογκων ποσών που απαιτούνται απ’ την ελληνική οικογένεια για την προετοιμασία των πανελλαδικών εξετάσεων σε ιδιωτικά φροντιστήρια. Το στεγαστικό ζήτημα που όλο και διογκώνεται σε συνδυασμό με τα εξαιρετικά αυστηρά κριτήρια που προϋποτίθεται για δωρεάν στέγαση και σίτιση, μετατρέπει την φοίτηση στα περιφερειακά τμήματα σε όλο και πιο κοστοβόρο εγχείρημα. Τα δεδομένα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα ένα σημαντικό κομμάτι του κόστους φοίτησης να επωμίζεται στις πλάτες του-της φοιτητή-τριας κάνοντας όλο και πιο δύσκολο κάποιος/α να μπορέσει να περάσει σε κάποιο πανεπιστήμιο και να ολοκληρώσει τις σπουδές του/της. Τέλος, οι νομοθετικές ρυθμίσεις περί ν+2 και εξίσωσης των πτυχίων δημόσιου και ιδιωτικού πανεπιστημίου, καθιστούν το δημόσιο πανεπιστήμιο απόλυτα εντατικοποιημένο και χωρίς ουσιαστικά εφόδια στην αγορά εργασίας.
Επομένως, η διαρκής υποβάθμιση του δημόσιου χαρακτήρα του ελληνικού πανεπιστημίου, εντείνει το ανταγωνιστικό προβάδισμα του ιδιωτικού και τις ευκαιρίες κερδοσκοπίας πάνω στο αγαθό της παιδείας. Άρα από κοινωνικό, δημόσιο αγαθό, η τριτοβάθμια εκπαίδευση οδηγείται σταδιακά σε πεδίο σύγκρουσης ιδιωτικών συμφερόντων, όπως συνέβη και με το αγαθό του ρεύματος που, με τον τρόπο αυτό, μόνο βραχνά αποτέλεσε για τον κόσμο της εργασίας και των λαϊκών στρωμάτων, που με πολύ μεγάλη δυσκολία μπορούν να ανταποκριθούν στους υπέρογκους λογαριασμούς.
Να υπερασπιστούμε τη δημόσια δωρεάν παιδεία
Η συστηματική υποβάθμιση των δημόσιων υποδομών και η παρουσίαση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας ως ευεργέτη αρωγό είναι συνήθης πρακτική του νεοφιλελευθερισμού, τον οποίο υπηρετεί ευλαβικά η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Κάτω από το πρόσχημα της διεθνοποίησης, της αναβάθμισης, της εξωστρέφειας, κρύβεται η διάθεση ενός, ακόμη, κοινωνικού δικαιώματος στον βωμό του κέρδους των μεγάλων κεφαλαίων και της μείωσης των κρατικών δαπανών για τις κοινωνικές ανάγκες. Αυτό που απουσιάζει απ’ την εγχώρια ανώτατη εκπαίδευση δεν είναι οι συνεργασίες με πανεπιστήμια του εξωτερικού, αλλά η δυνατότητα πρόσβασης των μη προνομιούχων στο θεμελιώδες, ανθρώπινο δικαίωμα της μόρφωσης και της εξασφάλισης εφοδίων για αξιοπρεπή διαβίωση. Εποφθαλμιούν στην συσσώρευση της σπουδάζουσας νεολαίας, που, φυσικά, θα έχει την οικονομική επιφάνεια ν’ ανταποκριθεί στο όλο και αυξανόμενο κόστος φοίτησης, και την διόγκωση του ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού, έρμαιου στην εκμετάλλευση των αφεντικών και τις δυσμενείς συνθήκες της αγοράς, χωρίς διεκδικήσεις και κοινωνικούς αγώνες για την βελτίωση της ζωής τους.
Μάλιστα, σύμφωνα με σχετική της ανακοίνωση, και η ΠΟΣΔΕΠ («Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Διδακτικού κι Ερευνητικού Προσωπικού») εναντιώνεται στο νομοσχέδιο και δηλώνει πως προτεραιότητα δεν θα πρέπει ν’ αποτελεί η συνεργασία με ξένους φορείς, αλλά η ενδυνάμωση και στήριξη του Δημόσιου πανεπιστημίου. Το αφήγημα τους, επίσης, δεν έχει πείσει, ούτε θα καταφέρει ν’ αδρανοποιήσει τους-τις φοιτητές-τριες, που ήδη οργανώνουν την αντίδραση τους με αποφάσεις σε γενικές συνελεύσεις, καταλήψεις και μαζική παρουσία στον δρόμο. Η εμπειρία των αγώνων κατά του νομοσχεδίου Κεραμέως- Χρυσοχοΐδη είναι πρόσφατη και ιδιαίτερα ελπιδοφόρα. Μαζικά, ενωτικά και συντονισμένα από τα κάτω, φοιτητές-τριες, καθηγητές και διοικητικοί, μπορούμε να τους χαλάσουμε τα σχέδια, να υπερασπιστούμε το δικό μας ελεύθερο πανεπιστήμιο, που θα είναι διεθνιστικό κι ανοιχτό για όλους, και όχι «διεθνοποιημένο».
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά