Η Ριζοσπαστική Αριστερά δεν έχει άλλο δρόμο παρά να διευρύνει την επιρροή της στην εργατική τάξη, στους ανέργους και στους συνταξιούχους, τα κατ’ εξοχήν λαϊκά στρώματα των «από κάτω», πράγμα που θα αντισταθμίσει τις όποιες μικροαστικές απώλειες προς την αστική πολιτική.

Σ’ ολόκληρη την μεταπολιτευτική 35ετία (1974 – 2009) η πλειονότητα των εργατικών στρωμάτων της μισθωτής εργασίας (ιδιωτικού τομέα, δημοσίου, κοινωφελών επιχειρήσεων) αντιπροσωπεύονταν πολιτικά από την ελληνική σοσιαλδημοκρατία. Η συντηρητική παράταξη βασίζονταν κυρίως στις εκπροσωπήσεις (πέραν προφανώς της αστικής τάξης) στην πλειονότητα των μικροαστικών στρωμάτων, και σε σημαντικό βαθμό των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα. Το ΚΚΕ εκπροσωπούσε ορισμένα τμήματα της παραδοσιακής εργατικής τάξης, καθώς και στρώματα των παραδοσιακών μικροαστικών τάξεων. Η Ριζοσπαστική Αριστερά ήταν ο κατ’ εξοχήν πολιτικός σχηματισμός που βασίζονταν σχεδόν αποκλειστικά, από την άποψη των κοινωνικών αντιπροσωπεύσεων, σε διανοητικά στρώματα της μισθωτής εργασίας του δημόσιου τομέα και της παραδοσιακής μικροαστικής τάξης της πνευματικής εξίσου εργασίας.

          Ωστόσο η παρατεταμένη καπιταλιστική κρίση σε συνδυασμό με την άτεγκτη μνημονιακή πολιτική (2008 – 2014), οδήγησε στην απονομιμοποίηση τα αστικά κυβερνητικά κόμματα του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, ιδιαίτερα μάλιστα του πρώτου εφόσον αυτό έκφραζε πολιτικά ευρέα στρώματα της μισθωτής εργασίας (44% στις βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου 2009). Αυτή, σε σύνδεση με το μεγάλο πανεργατικό απεργιακό κίνημα (2010 – 2012) επέφερε την μαζική μεταστροφή των εργατικών στρωμάτων, των ανέργων, της νεολαίας και των συνταξιούχων προς τα αριστερά, πράγμα που αποτυπώθηκε στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 2012 και του Ιανουαρίου 2015. Προς την κατεύθυνση της αριστερής διεξόδου στράφηκαν εξίσου κατώτερα ή ακόμη και μεσαία στρώματα  των μικροαστικών τάξεων που έβλεπαν την οικονομική τους δραστηριότητα να υφίσταται πλήγματα και τελικά παραγωγική καταστροφή.

          Κατ’ αυτό τον τρόπο η ανάδειξη της κυβέρνησης κοινωνικής σωτηρίας του ΣΥΡΙΖΑ με την σύμπραξη των ΑΝ.ΕΛΛ., βασίστηκε κοινωνικά στα λαϊκά εργατικά στρώματα, για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού αριστερού κινήματος εδώ και δεκαετίες, σε συμμαχία με ορισμένα τμήματα των μικροαστικών τάξεων. Βέβαια σ’ αυτό το σημείο χρειάζεται να επισημανθεί ότι ο «σκληρός πυρήνας» των μικροαστικών τάξεων παραμένει στη σφαίρα του αστικού πολιτικού συνασπισμού, όπως έχει καταδειχθεί άλλωστε με τις εκλογές στο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδας, στους ιατρικούς και δικηγορικούς συλλόγους, στο Οικονομικό Επιμελητήριο, στα εμποροβιοτεχνικά επιμελητήρια κλπ. όπου καταγράφονται συσχετισμοί αντίθετοι αυτών των εθνικών εκλογικών αναμετρήσεων. Σ’ αυτές τις εκλογές αυτών των φορέων οι δυνάμεις της Ριζοσπαστικής Αριστεράς αποσπούσαν ποσοστά κατά μέσο όρο της τάξης του 15%, σε σχέση με τις συντηρητικές δυνάμεις (ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ), που κρατούσαν υψηλά ποσοστά εκπροσώπησης, περί το 40% ή και την πλειοψηφία. Απεναντίας, οι δυνάμεις της διανοητικής εργασίας που εντάσσονται στη σφαίρα των μισθωτών εργαζομένων κράτησαν έναν σταθερό πλειοψηφικό προσανατολισμό: Χαρακτηριστικό το παράδειγμα των καθηγητών της μέσης εκπαίδευσης όπου στις εκλογές των ΕΛΜΕ επικράτησαν κατά κράτος οι αριστερές δυνάμεις.

          Είναι περισσότερο από προφανές ότι μια διαδικασία ριζοσπαστικού κοινωνικού μετασχηματισμού, απαιτεί την υποστήριξη πρωτίστως των λαϊκών τάξεων και παράλληλα την συμμαχία τους με τμήματα των μικροαστικών τάξεων. Το δίδαγμα τουλάχιστον από την εμπειρία της Λαϊκής Ενότητας της Χιλής (1970 – 1973) είναι εύγλωτο από κάθε άποψη : Συμπαράταξη των μικροαστών με την αστική τάξη στην προσπάθεια ανατροπής της σοσιαλιστικής κυβέρνησης του προέδρου Σ. Αλλιέντε. Ωστόσο στη σημερινή συγκυρία καταγράφεται μια σχετική αποστασιοποίηση των μικροαστικών τμημάτων που είχαν κάνει την πολιτική εκλογική επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση. Αυτό προέρχεται από το γεγονός της μακρόχρονης διαπραγμάτευσης των πέντε μηνών, από τον φόβο της ενδεχόμενης κήρυξης χρεοστασίου της χώρας, από την αντίληψη γενικά ότι μια πιθανή νομισματική και οικονομική διαταραχή θα οδηγούσε στην «απώλεια» των τραπεζικών τους καταθέσεων, που δεν είναι ευκαταφρόνητες. Μ’ άλλες λέξεις τα μικροαστικά αυτά στρώματα που «αιωρούνται» ανάμεσα στην αστική ηγεμονία και την αριστερή προοπτική, τείνουν να γείρουν εκ νέου προς την πλευρά της αστικής κοινωνικής συμμαχίας.

          Μπροστά σ’ αυτή την πολιτική μετατόπιση, η Ριζοσπαστική Αριστερά δεν έχει άλλο δρόμο παρά να διευρύνει την επιρροή της στην εργατική τάξη, στους ανέργους και στους συνταξιούχους, τα κατ’ εξοχήν λαϊκά στρώματα των «από κάτω», πράγμα που θα αντισταθμίσει τις όποιες μικροαστικές απώλειες προς την αστική πολιτική. Η σταθεροποίηση και διεύρυνση της ριζοσπαστικής επιρροής στον λαϊκό εργαζόμενο κόσμο δεν μπορεί να γίνει παρά με την πιο γρήγορη και αποτελεσματική υλοποίηση του προγράμματος κοινωνικής σωτηρίας της Θεσσαλονίκης, πράγμα που θα καταστήσει την εργατική επιλογή προς τα αριστερά μεσοπρόθεσμα πανίσχυρη. Μια τέτοια προοπτική απαιτεί :

          Α) Στο επίπεδο της μισθωτής εργασίας της καπιταλιστικής παραγωγής την τάχιστη επαναφορά του κατώτατου μισθού των 750 ευρώ και την άμεση ισχύ και λειτουργία των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, με την ταυτόχρονη αυστηρή και συστηματική παρέμβαση των Επιθεωρήσεων Εργασίας που βρίσκονται σε αποδιάρθρωση και αδυναμία ισχυρών ελέγχων για την πληρωμή των εργαζομένων που συνήθως δεν πληρώνονται παρά με πολύμηνες καθυστερήσεις, και για την εφαρμογή του κατώτατου μισθού και των μισθών των κλαδικών συμβάσεων.

          Β) Στο επίπεδο του κόσμου της ανεργίας, όπου επικρατούν καταστάσεις απόγνωσης και παραφθοράς, και όπου μόνον το 15% του συνόλου των ανέργων παίρνουν το γλίσχρο επίδομα των 360 ευρώ, απαιτείται κατεπειγόντως η χορήγηση επιδόματος ανεργίας στο σύνολο του άνεργου εργατικού δυναμικού, και η έναρξη δημιουργίας των εκατοντάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας, προσωρινής έστω διετούς απασχόλησης. Διαφορετικά αυτός ο κόσμος, εφόσον διαπιστώσει ότι δεν εφαρμόζονται αυτά τα μέτρα θα οδηγηθεί σε καταστάσεις πολιτικής απογοήτευσης, που εγκυμονούν ευνόητους πολιτικούς κινδύνους.

          Γ) Τέλος στο επίπεδο των συνταξιούχων που στην μεγάλη τους πλειοψηφία είναι χαμηλοσυνταξιούχοι χρειάζεται η διασφάλιση της χορήγησης της 13ης σύνταξης στους συνταξιούχους κάτω των 700 ευρώ, η απόκρουση κάθε απαίτησης παραπέρα μείωσης των κύριων και επικουρικών συντάξεων, και η σταδιακή αποκατάστασή τους με βάση την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας για την αντισυνταγματικότητα των νόμων του 2012 που μείωναν παράνομα τις συνταξιοδοτικές παροχές. Και από αυτή την άποψη μια γενναία πράξη κοινωνικής αλληλεγγύης των συνταξιούχων που βρίσκονται πάνω από τα 700 ευρώ θα ήταν η χορήγηση αυτής της σταδιακής αποκατάστασης των συντάξεων σε επιδόματα ανεργίας των μακροχρόνια ανέργων.

          Αυτή η δέσμη μέτρων κατεπείγουσας προτεραιότητας για την κοινωνική σωτηρία του εργαζόμενου λαού, εφόσον πάρουν γρήγορα σάρκα και οστά είναι σε θέση να ικανοποιήσει τις πιο στοιχειώδεις λαϊκές προσδοκίες για την απαλλαγή από την πολιτική των μνημονίων (που χρειάζεται να έχει υλική και απτή μορφή) και την ανάταξη της αξιοπρεπούς υπόστασής του. Τα μικροαστικά στρώματα που προσέγγισαν τον ΣΥΡΙΖΑ και σήμερα αποσκιρτούν από τη λαϊκή συμμαχία που αποτυπώθηκε στο εκλογικό αποτέλεσμα της 25ης Ιανουαρίου, μπορεί να βαδίσουν τον δρόμο της παλινδρόμησής τους μπροστά στις δυσκολίες του ριζοσπαστικού κυβερνητικού εγχειρήματος. Το μπλοκ των λαϊκών δυνάμεων των εργαζομένων, ανέργων, συνταξιούχων και νεολαίας μπορεί να διευρυνθεί και να ενδυναμωθεί με την ταχεία πραγματοποίηση των προγραμματικών δεσμεύσεων του ΣΥΡΙΖΑ.

Ετικέτες