Μετά τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων των stress tests των ευρωπαϊκών τραπεζών, που διεξήγαγε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οι κυβερνώντες και η Τράπεζα της Ελλάδος με θριαμβευτικές ανακοινώσεις επιχαίρουν για την επιτυχία όλων των ελληνικών τραπεζών.
Αφήνοντας κατά μέρος την ευρύτερη κριτική που δέχονται τα stress tests της ΕΚΤ από έγκυρους αναλυτές σε όλο τον κόσμο, από τη σκοπιά των ελληνικών τραπεζών είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι τα stress tests διεξήχθησαν με τα οικονομικά στοιχεία Δεκεμβρίου 2013 (στατικό σενάριο), αλλά για τα τελικά αποτελέσματα χρησιμοποιήθηκαν στοιχεία του 2014, δηλαδή οι πρόσφατες Αυξήσεις Μετοχικού Κεφαλαίου και οι παρεμβάσεις μέσω των σχεδίων αναδιάρθρωσης (δυναμικό σενάριο).
Έτσι, υπάρχει μια κρίσιμη παράμετρος, που αποσιωπά η Κυβέρνηση, καθώς 3 από τις 4 ελληνικές συστημικές τράπεζες περιλαμβάνονται στον πίνακα των 25 ευρωπαϊκών τραπεζών, που στο τέλος του 2013 είχαν κεφαλαιακό έλλειμα (shortfall), και αυτό παρά την ανακεφαλαιοποίηση που είχε προηγηθεί. Το έλλειμμα για τις 3 ελληνικές τράπεζες είναι 8, 7 δις, αναδεικνύοντας για μια ακόμα φορά την αποτυχία των ανακεφαλαιοποιήσεων του 2013, για την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ μίλησε από την πρώτη στιγμή.
Έτσι, το επιτυχές αποτέλεσμα για τις ελληνικές τράπεζες μετά τον συνυπολογισμό των πρόσφατων ΑΜΚ του 2014, προκύπτει σε μεγάλο βαθμό μέσα από τη ζημία (dilution) του ΤΧΣ και του Ελληνικού Δημοσίου, που υπολογίζεται σε 8 δις, καθώς οι νέες ανακεφαλαιοποιήσεις έγιναν με ιδιωτικά κεφάλαια σε τιμές σημαντικά χαμηλότερες από τις τιμές κτήσεις του 2013, αλλά και από τις χρηματιστηριακές τιμές εκείνης της εποχής.
Παράλληλα, ο τρόπος με τον οποίο μειώνονται οι αρχικές κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών, αποτελεί εφτασφράγιστο μυστικό, γιατί τα σχέδια αναδιάρθρωσης των τραπεζών, που συμφωνήθηκαν με την Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της ΕΕ (DGComp), δεν δημοσιοποιούνται, ενώ η υλοποίησή τους σε πολλές περιπτώσεις ανατρέπει τις προηγούμενες αισιόδοξες εκτιμήσεις.
Η ευστάθεια του ελληνικού τραπεζικού συστήματος οφείλεται στη γενναία ενίσχυση των ελληνικών τραπεζών από το Ελληνικό Δημόσιο, που επιβάρυνε το δημόσιο χρέος κατά 50 δις, τη στιγμή που δεν υπήρξε η ίδια κρατική μέριμνα για τα ασφαλιστικά ταμεία και τους μικροομολογιούχους. Παράλληλα, το Ελληνικό Δημόσιο είναι αυτό που εγγυάται την κάλυψη ενδεχόμενων κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών στο εγγύς μέλλον, μέσα από το χάρισμα της αναβαλλόμενης φορολογίας συνολικού ύψους πάνω από 10 δις, χωρίς να λαμβάνει ως αντάλλαγμα μετοχές, που αντιστοιχούν στο ποσό αυτό. Και όμως, το Ελληνικό Δημόσιο, δεν μπορεί να ασκήσει οποιονδήποτε έλεγχο ούτε να έχει λόγο στη διοίκηση των τραπεζών, μια παγκόσμια πρωτοτυπία, που ξεπερνά κάθε προηγούμενο.
Όσον αφορά στη «διευρυμένη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στις τράπεζες», η οποία «επιτρέπει τη σταδιακή επιστροφή των ποσών, που έχει δανειστεί από το Ελληνικό Δημόσιο, και, συνεπώς, τη σημαντική μείωση του δημοσίου χρέους», που επισημάνθηκε από κύκλους του ΥΠΟΙΚ, μάλλον αποκαλύπτει τις προθέσεις της Κυβέρνησης για ξεπούλημα των μετοχών του ΤΧΣ, με τη δικαιολογία ότι πρόκειται για την επιστροφή του κόστους της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών. Το κόστος, όμως, για το Ελληνικό Δημόσιο δεν είναι μόνο τα 25 δις της ανακεφαλαιοποίησης αλλά και τα 14 δις της εξυγίανσης (χρηματοδότηση του funding gap). Υπενθυμίζουμε, τις παλαιότερες κυβερνητικές εξαγγελίες, κατά την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικού τραπεζικού συστήματος το 2013, ότι με την υπεραξία των μετοχών, μέσα από την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, επρόκειτο να επιστραφεί στο Ελληνικό Δημόσιο το συνολικό κόστος διάσωσης των τραπεζών. Όμως, με τις πρόσφατες ΑΜΚ του 2014, που η νομιμότητά τους χρήζει λεπτομερούς ελέγχου, προκλήθηκε απομείωση της αξίας των μετοχών του ΤΧΣ (dilution), η οποία υπολογίζεται, (ανακοίνωση του ΤΧΣ 26/9) σε περίπου 8 δις.
Οι κυβερνώντες διατυμπανίζουν ότι μετά τα επιτυχή αποτελέσματα των stress tests οι ελληνικές τράπεζες θα προχωρήσουν στην παροχή ρευστότητας προς την πραγματική οικονομία και στη ρύθμιση των κόκκινων δανείων. Και αυτό το Success Story, όμως, είναι παραπλανητικό και θα απογοητεύσει για μια ακόμα φορά τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, καθώς αφορά αποκλειστικά στα συμφέροντα των τραπεζιτών και της διαπλεκόμενης ολιγαρχίας.
Οι τράπεζες, ακόμα και επαρκώς κεφαλαιοποιημένες, δεν έχουν ευχέρεια για την παροχή ρευστότητας για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας, λόγω των αυστηρών περιορισμών του νέου πλαισίου της Βασιλείας ΙΙΙ και της σφιχτής απευθείας εποπτείας από την ΕΚΤ, αρχής γενομένης από τις 4/11/2014. Έτσι, η όποια ρευστότητα θα συνεχίσει να διοχετεύεται στους γνωστούς ημετέρους, ενώ ακόμη περισσότερες επιχειρήσεις θα οδηγηθούν σε κλείσιμο. Παράλληλα, τα τραπεζοκεντρικά προγράμματα ρύθμισης χρεών που προωθούνται, δεν είναι προσαρμοσμένα στις πραγματικές δυνατότητες αποπληρωμής των δανειοληπτών, ενώ δεν υπάρχει πρόθεση να συμπεριλάβουν σε αυτά τουλάχιστον την προστασία των πλέον ευπαθών και εξαθλιωμένων. Έτσι, παρόλο που οι τράπεζες δημοσιεύουν ισολογισμούς με κέρδη και παρουσιάζουν κεφαλαιακή υπερπάρκεια, αυτό που θα ακολουθήσει τους επομενους μήνες είναι οι κατασχέσεις και οι πλειστηριασμοί σπιτιών και περιουσιακών στοιχείων των υπερχρεωμένων.
Είναι σαφές ότι στόχος της Κυβέρνησης και της Τράπεζας της Ελλάδος είναι να προλάβουν τις πολιτικές εξελίξεις και να εκποιήσουν τις τράπεζες, πριν ο ΣΥΡΙΖΑ αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας και μπλοκάρει το «χάρισμα» των μετοχών, που κατέχει το ΤΧΣ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεσμεύεται ότι με τη δημόσια ιδιοκτησία και τον κοινωνικό έλεγχο του τραπεζικού συστήματος, που εξυγιάνθηκε και ανακεφαλαιοποιήθηκε με δημόσιο χρήμα, και παράλληλα με σημαντικές τομές, όπως η Δημόσια Αναπτυξιακή Τράπεζα και ένα δίκτυο πολλών μικρών τραπεζών, άλλων εξειδικευμένων σε συγκεκριμένους τομείς και άλλων τοπικού – περιφερειακού χαρακτήρα, θα θέσει την τραπεζική λειτουργία στην υπηρεσία όχι των μεγαλομετόχων αλλά της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας, με στόχο την ανάκαμψη της κοινωνίας, τη βιώσιμη ανάπτυξη και την αειφορία.