Η απεργία των καθηγητών ήρθε σε μία περίοδο όπου κυριαρχούσε η άποψη ότι ο κόσμος δεν τραβάει και ότι το κίνημα είναι νεκρό. Η προληπτική χρήση του χουντικού μέτρου της επιστράτευσης πυροδότησε μαζικότατες συνελεύσεις και απεργιακές αποφάσεις σε ποσοστό πάνω από 90%, αποδεικνύοντας ότι η αφήγηση που λέει ότι τίποτα δε γίνεται μπορεί ανά πάσα στιγμή να καταρρεύσει από κάποιο απρόβλεπτο κοινωνικό γεγονός.
Απέδειξε επίσης ότι υπάρχουν κοινωνικές δυνάμεις διαθέσιμες για την οργάνωση της ανατροπής στη διάθεση του κινήματος και της Αριστεράς. Έτσι, παρά την αρνητική έκβαση της μάχης, είναι φανερό πλέον πως τα περιθώρια ελιγμών της κυβέρνησης έχουν αρχίσει να στενεύουν καθώς δεν θα μπορεί να συνεχίσει να πηγαίνει για πολύ διάστημα ακόμη με την πολιτική της πυγμής απέναντι στο εργατικό κίνημα. Ύστερα από την επιστράτευση των απεργών της ΠΟΕ-ΟΤΑ, του Μετρό και των ναυτεργατών, αυτή τη φορά απειλήθηκε να ανοίξει ένα σοβαρό κοινωνικό μέτωπο αφού η εκτίμηση για μία επιχείρηση ρουτίνας από τη μεριά της κυβέρνησης χρειάστηκε την ξεδιάντροπη στήριξη της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας για να επιβληθεί.
Αυτό που ανέδειξε από την πρώτη στιγμή η απεργία των καθηγητών είναι ότι στην περίοδο όλοι οι επιμέρους συνδικαλιστικοί αγώνες παίρνουν χαρακτήρα μετωπικής πολιτικής αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση και μπορούν να λειτουργήσουν ως θρυαλλίδα για την κατάρρευσή της και το ξήλωμα του μνημονίου. Η κυβέρνηση απέδειξε για μία ακόμη φορά ότι στρατηγική της είναι να κεντρικοποιεί τις επιμέρους μάχες, να τις πολιτικοποιεί, να τις ιδεολογικοποιεί, να επιστρατεύει όλα της τα μέσα (το κράτος, τα ΜΜΕ, τα κόμματά της και ούτω καθεξής), διαμορφώνοντας έτσι ένα συνολικό πολιτικό και κοινωνικό συσχετισμό δύναμης ενάντια στην απεργία. Ακριβώς γι' αυτό όλοι οι αγώνες της περιόδου έχουν πλέον πολιτικό χαρακτήρα και χρειάζονται από τη μεριά της Αριστεράς οργάνωση, πολιτική στήριξη, πολιτική κάλυψη και όχι μόνο συμπαράσταση - πολύ περισσότερο αν αυτή είναι απλώς λεκτική.
Αυτό σημαίνει πολύ συγκεκριμένα πράγματα: Την απερίφραστη πολιτική στήριξη στους αγώνες και κατάθεση συγκεκριμένων προτάσεων στο κίνημα για την οργάνωσή τους. Ειδικότερα για το θέμα της πολιτικής επιστράτευσης των καθηγητών, αυτό σήμαινε όχι μόνο την ανάγκη ευθείας καταγγελίας της παραβίασης του συντάγματος και του ιδιότυπου κοινοβουλευτικού βοναπαρτισμού, αλλά κυρίως την οργάνωση πολιτικού αγώνα στην κοινωνία με συγκεντρώσεις και συλλαλητήρια ενάντια στο συνεχές κουρέλιασμα των στοιχειωδών δημοκρατικών δικαιωμάτων με στόχο την άρση της επιστράτευσης. Επιπλέον, επειδή βρισκόμαστε σε συνθήκες ταξικού πολέμου και σε όλους τους εργατικούς αγώνες πλέον επικρέμαται η απειλή της απόλυσης, μια κρυστάλλινη εκδήλωση συμπαράστασης, ιδιαίτερα εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ -ως αξιωματικής αντιπολίτευσης και μεγαλύτερης δύναμης στο χώρο της Αριστεράς- όφειλε να συνοδεύεται και από ρητή δέσμευση για αποκατάσταση των θυμάτων της απεργίας από την κυβέρνηση της Αριστεράς. Με αυτόν τον τρόπο ο τρόμος της απόλυσης που βάραινε στις πλάτες χιλιάδων καθηγητών, γεγονός που ήξερε και αξιοποίησε η συνδικαλιστική γραφειοκρατία για να επιβάλει τη λήξη της απεργίας, θα μπορούσε να έχει αντιστραφεί.
Η αυτονομία των κινημάτων δεν μπορεί να προβάλλεται σαν άλλοθι για την έλλειψη καθαρής πολιτικής κάλυψης, ενεργητικής πολιτικής στήριξης και οργάνωσης της αλληλεγγύης στους αγώνες. Στο βαθμό που έχει ένα ριζοσπαστικό περιεχόμενο, σημαίνει δύο πράγματα: Ότι η Αριστερά δεν πρέπει να επεμβαίνει στα κινήματα για να τα ελέγξει γραφειοκρατικά ή να απονευρώσει και ακυρώσει τη δυναμική τους, και ότι αυτοί που συμμετέχουν στο κίνημα σέβονται και περιφρουρούν τις αποφάσεις των συλλογικών του διαδικασιών και λογοδοτούν στη βάση. Δεν μπορεί, λοιπόν, στο όνομα της αυτονομίας των κινημάτων να παραβιάζονται και οι δύο αυτές προϋποθέσεις. Ούτε μπορεί λέγοντας αυτονομία των κινημάτων να εννοούμε ότι θα αφήνονται τα κινήματα αβοήθητα να «βγάλουν το φίδι από την τρύπα» μόνα τους. Αλλιώς, η επίκληση της αυτονομίας των κινημάτων, σε συνθήκες μάλιστα που όλοι οι αγώνες κεντρικοποιούνται και πολιτικοποιούνται βίαια από την ίδια τη μνημονιακή κυβέρνηση, λειτουργεί αναπόφευκτα σαν πολιτική φυγομαχία.
Στο βαθμό που επικράτησαν τέτοιες λογικές, οι μαχόμενες δυνάμεις του συνδικαλιστικού χώρου, παρά την κινητοποίηση αλληλεγγύης χιλιάδων αγωνιστών-ριών της βάσης της Αριστεράς, βρέθηκαν πολιτικά μόνες τους απέναντι στο ανοιχτό σαμποτάζ και την προβοκάτσια των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ. Με αυτή την έννοια, ο αγώνας των εκπαιδευτικών δεν κρίθηκε με εσωτερικούς συνδικαλιστικούς όρους, αλλά με όρους κεντρικούς πολιτικούς και συνολικά κοινωνικούς: στο βαθμό που η Αριστερά δεν οργάνωσε ένα ευρύ κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο για τη στήριξη του αγώνα και δεν έδειξε αποφασιστικότητα στην πολιτική του κάλυψη, ο αγώνας δεν μπορούσε να νικήσει μόνο με τις εσωτερικές, συνδικαλιστικές δυνάμεις του χώρου των εκπαιδευτικών.
Είναι επομένως υποκρισία να πέφτει το «κρίμα» στους συνδικαλιστές του χώρου, όταν η ευθύνη είναι πρώτα και κύρια της Αριστεράς, πολύ περισσότερο που οι συνδικαλιστές του χώρου δεν λειτούργησαν ούτε ανεξάρτητα από πολιτικές επιρροές ούτε σαν εντολοδόχοι της αγωνιζόμενης βάσης.
To φινάλε ήρθε με ένα ρεσιτάλ συνδικαλιστικής τρίπλας που προετοιμαζόταν μέρες πριν, οδηγώντας έναν ολόκληρο κλάδο, αλλά και όσους έξω απ’ αυτόν είχαν κινητοποιηθεί, σε σκληρή ήττα, χωρίς καν να δοθεί ο αγώνας και αφού πρώτα «διορθώθηκε» η ψήφος της βάσης. Εκ των υστέρων, πολλές αναλύσεις μπορούν να γίνουν για το αν τη μέρα της συνέλευσης των προέδρων των ΕΛΜΕ υπήρχαν όντως οι προϋποθέσεις για το σπάσιμο της επιστράτευσης. Το μόνο σίγουρο είναι ότι από την ημέρα της ψήφισης της απεργίας στις τοπικές ΕΛΜΕ μέχρι την απόφαση των προέδρων η επιστράτευση ήταν γνωστή σε όλους-ες. Επομένως το ζήτημα που έμπαινε μετά την ψήφιση της απεργίας ήταν το πώς θα οργανωθεί έτσι ώστε να σπάσει η επιστράτευση. Αντί όμως να τεθεί αυτός ο στόχος, η ηγεσία της ΟΛΜΕ, αξιοποιώντας και την έλλειψη οποιουδήποτε σοβαρού σχεδιασμού από τη μεριά των παρατάξεων της Αριστεράς – και κυρίως την εχθρικότητα από τη μεριά του ΚΚΕ, προσπάθησε να βρει σωσίβιο στη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ. Όταν όμως αδειάστηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, διαπίστωσε σαν Πόντιος Πιλάτος πως δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για την απεργία. Στην πραγματικότητα, η κύρια προϋπόθεση που δεν υπήρχε από την αρχή ήταν η αποφασιστικότητα και ο αντίστοιχος σχεδιασμός να τηρηθεί η απόφαση για την απεργία, κάτι που απαιτούσε να δοθεί στα σοβαρά μια μετωπική σύγκρουση με την κυβέρνηση για να σπάσει η επιστράτευση.
Το ερώτημα που προκύπτει σε πολλούς αγωνιστές-τριες είναι γιατί η συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΟΛΜΕ αναγκάστηκε να φτάσει σε τέτοιο σημείο εξευτελισμού αν δεν ήθελε εξαρχής τη σύγκρουση; Η απάντηση είναι ότι ξαφνιάστηκε. Η ΠΑΣΚΕ και η ΔΑΚΕ πρότειναν την πενθήμερη απεργία, ευελπιστώντας πως με διαπραγματευτικό όπλο τις πανελλαδικές εξετάσεις θα πετύχουν έναν καλύτερο συμβιβασμό με την κυβέρνηση. Αγνόησαν ότι η πολιτική του «νόμου και της τάξης» είναι στρατηγική επιλογή για την κυβέρνηση και θεμελιώδης τρόπος οικοδόμησης κοινωνικών συμμαχιών σε αυτήν την περίοδο, και άρα δεν θα γινόταν καμία εξαίρεση στον κανόνα. Έτσι προέκυψε η επιστράτευση της κυβέρνησης. Αυτή όμως αντί να προκαλέσει αποθάρρυνση, προκάλεσε μαζικότατη κινητοποίηση στον κλάδο, υπερψήφιση της απεργίας και μαζικές κινητοποιήσεις σε όλη τη χώρα. Σε αυτό το σημείο, οι γραφειοκράτες μην έχοντας περιθώριο ελιγμού άρχισαν πλέον να ζυμώνουν ανοιχτά την ιδέα «να μη γυρίσουμε στο σχολείο με σκυμμένα κεφάλια» και να σπέρνουν την τρομοκρατία των απολύσεων. Έτσι -μαζί και με τις τεράστιες ευθύνες της Αριστεράς στις οποίες αναφερθήκαμε- προέκυψαν οι «μη συντρέχουσες προϋποθέσεις»...
Στην πραγματικότητα, αυτό που κατάφεραν είναι όχι μόνο να γυρίσουν οι καθηγητές με σκυμμένα κεφάλια, επιστρατευμένοι ύστερα από μια απεργία που δεν έγινε, αλλά και η ΟΛΜΕ να έχει υποστεί ένα σοβαρό πλήγμα. Είναι τραγικό ότι το σύνολο της Αριστεράς, παρά τις αγωνιστικές διαθέσεις των καθηγητών αλλά και του κόσμου της Αριστεράς, έδειξε πλήρη αδυναμία να δώσει τη μάχη. Μετά από το ανοιχτό άδειασμα από το ΚΚΕ, δυστυχώς και οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ κατέληξαν να γίνουν μέρος του προβλήματος. Είναι η πρώτη φορά που σε αγώνα -και μάλιστα τέτοιας κρισιμότητας- ο ΣΥΡΙΖΑ χρεώνεται παραβίαση της εντολής της βάσης και άρα υπονόμευση του αγώνα, συμμαχία (αντικειμενικά) με ΠΑΣΚΕ – ΔΑΚΕ για να υλοποιηθεί αυτή η παραβίαση και να σπάσει αυτή η απεργία, έλλειψη πολιτικής βούλησης (και όχι απλή αδυναμία) να στηρίξει πολιτικά χωρίς προϋποθέσεις τον αγώνα. Αυτό είναι ένα σημείο καμπής για τον ΣΥΡΙΖΑ, μια «χρέωση» με μεγάλες συνέπειες για τη φυσιογνωμία του, την αξιοπιστία του στον κόσμο της Αριστεράς και του κινήματος, την ίδια τη μαχητική και κινηματική του ικανότητα. Θα χρειαστεί γενναία και δημόσια αυτοκριτική και πολλές «αποδείξεις» συνέπειας για να αναστραφούν αυτές οι συνέπειες.
Σε αυτή τη βάση θα πρέπει εδώ και τώρα να αποφασιστεί ότι στο εξής στηρίζουμε πολιτικά και οργανώνουμε ενεργητική πολιτική κάλυψη και αλληλεγγύη σε όλους τους αγώνες των εργαζομένων χωρίς προϋποθέσεις, χωρίς νουθεσίες για επίδειξη «σοβαρότητας» και «υπευθυνότητας», χωρίς ναι μεν αλλά.
Οι δυνάμεις των Παρεμβάσεων - Συσπειρώσεων, που στηρίζονται κυρίως από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αν και σαφώς στήριξαν τον αγώνα, δεν έβαλαν κεντρικά στο σχεδιασμό τους από την αρχή την άρση της επιστράτευσης, προσδοκώντας όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ στην άσκηση πιέσεων κυρίως στην ΑΔΕΔΥ και σε ομοσπονδίες για να βγάλουν απεργία. Δεν έδειξαν εμπιστοσύνη από την αρχή στη δυνατότητα να πραγματοποιηθεί η απεργία από την ΟΛΜΕ μόνη της, γι' αυτό και δεν δούλεψαν σε αυτήν την κατεύθυνση, με συνέπεια η πρόταση για «500 απεργούς συνδικαλιστές» που κατέθεσαν στη σύσκεψη των προέδρων να έχει περισσότερο συμβολικό χαρακτήρα. Ωστόσο, όλα αυτά ήταν αδυναμίες σε μια γενικά συνεπή αγωνιστική γραμμή.
Ύστερα απ’ όλα αυτά, πρέπει να βγάλουμε ένα συμπέρασμα: οι αγωνιστικοί πόροι της εργατικής τάξης δεν έχουν εξαντληθεί, μεγάλοι αγώνες ξεσπούν και αγωνιστικές διαθέσεις εκφράζονται, κάθε τέτοιος μεγάλος αγώνας βάζει το «ερώτημα» της πάλης για την ανατροπή της μνημονιακής κυβέρνησης, κάθε τέτοιος αγώνας γίνεται «αυτόματα» κεντρικό κοινωνικό και πολιτικό μέτωπο και αναμέτρηση και μπορεί να δοθεί αποτελεσματικά μόνο υπό τον όρο ότι η Αριστερά θα πρωταγωνιστεί στη συγκρότηση ενός τέτοιου συνολικού κοινωνικού και πολιτικού σχηματισμού μάχης. Το αίτημα πρέπει να είναι «Κάτω η κυβέρνηση της μνημονιακής δικτατορίας».
Τέλος, πρέπει να απαντήσουμε στην αντίληψη που διαχέεται -και μάλιστα συχνά από τους υπεύθυνους του σπασίματος της απεργίας- ότι «δεν υπήρχαν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις» για να νικήσει ο αγώνας. Το συμπέρασμα αυτό είναι λάθος: η ευθύνη είναι όλη στην Αριστερά, και όχι στο κίνημα (που τάχα «δεν τραβάει»). Αν ο αγώνας είχε οργανωθεί και δοθεί με τους όρους που μπορούσε και έπρεπε, τότε η ήττα δεν θα ήταν καθόλου αυτονόητη. Σε κάθε περίπτωση όμως είναι προτιμότερη μια ήττα ύστερα από μάχη παρά η ήττα χωρίς μάχη. Διότι τέτοιες ήττες φέρνουν αποθάρρυνση και αποσυσπείρωση και οδηγούν στην αυτοεπιβεβαιούμενη προφητεία ότι «ο κόσμος δεν τραβάει», ότι οι αγώνες «δεν έχουν τις προϋποθέσεις για να νικήσουν», άρα ότι η κυβέρνηση του μνημονίου είναι παντοδύναμη. Και εν τέλει όλα αυτά καταλήγουν στη μοιρολατρία και την υποταγή.
Η πολιτική συνέπεια όλων αυτών δεν είναι λιγότερο σημαντική: ο στόχος της κυβέρνησης της Αριστεράς παύει να εμπνέει μια πολιτική κατεύθυνση ανατροπής της μνημονιακής κυβέρνησης, ρήξης και ανατροπής, και εκφυλίζεται μια διαδικασία παθητικής και μοιρολατρικής αναμονής των εκλογών και μιας «κυβερνητικής αλλαγής» που υπ’ αυτούς τους όρους δεν θα έχει τις προϋποθέσεις να τα βάλει με το σύστημα και θα εγκλωβιστεί σε μια αριστερή διαχείρισή του.
18 Μάη 2013