Σε αντίθεση με τη διατεταγμένη αισιοδοξία των κυβερνητικών στελεχών περί «εξόδου από τα μνημόνια και την επιτήρηση», η σκληρή πραγματικότητα είναι πως οι μηχανισμοί της επιτήρησης βαθαίνουν διαρκώς, δημιουργώντας ένα ασφυκτικό πλαίσιο υπερεποπτείας ακόμη και σε λεπτομέρειες της κυβερνητικής πολιτικής.

Τις ώρες που γράφονταν αυτές οι γραμμές, οι δανειστές απειλούσαν ότι δεν θα εκταμιευτεί η δόση, αν η κυβέρνηση δεν τεκμηριώσει με τι χρήματα θα πληρώσει τους 6.500 συμβασιούχους των ΟΤΑ! Είναι μια έγκληση στην πειθαρχία του προγράμματος, αλλά και μια απόδειξη ότι οι δανειστές –καθώς και συμφέροντα που συνδέονται με αυτούς– έχουν πλέον τόσο λεπτομερή γνώση των δεδομένων του ελληνικού δημόσιου τομέα, του ελληνικού κράτους εν γένει, των κομμάτων, αλλά και του επιχειρηματικού τομέα, ώστε δεν υπάρχει «περιοχή» της κυβερνητικής πολιτικής, ούτε καν δευτερεύουσα, που να διαφεύγει της σκληρής επιτήρησης. 

Καθόλου τυχαία, τα… πειθαρχικά μέτρα ενάντια στην κυβέρνηση συγκεντρώνονται τώρα στο δημόσιο τομέα, εκεί που η κυβέρνηση επιχειρούσε να χτίσει ένα ίχνος «αφήγησης» και «στρατηγικής συμμαχίας».

Κυβερνητική «προσαρμογή» στο Δημόσιο

Πριν τεθεί ζήτημα με τους 6.500 συμβασιούχους των ΟΤΑ, οι δανειστές φρόντισαν να εντάξουν στη λεγόμενη τεχνική συμφωνία με τις μεσοπρόθεσμες δεσμεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης (το Μεσοπρόθεσμο ως το 2022) για τις προσλήψεις στο δημόσιο τομέα, πολύ σκληρές δεσμεύσεις. Ενώ μέχρι και το 2016 ο αριθμός των προσλήψεων ήταν ελαφρώς χαμηλότερος σε σχέση με τον αριθμό των αποχωρήσεων, το 2017 ο αριθμός των προσλήψεων μειώνεται σημαντικά, ενώ το 2018 και το 2019 οι προσλήψεις… απαγορεύονται: 208 το 2018 και 160 το 2019! Αντίθετα, ο αριθμός των προβλεπόμενων προσλήψεων ξεπερνά τον αριθμό των αποχωρήσεων το 2020 και το 2021!

Τώρα οι δανειστές, με την πίεση στο ζήτημα των συμβασιούχων, κλείνουν κάθε οδό διαφυγής ακόμη και για πολύ περιορισμένο πολιτικό «παιχνίδι» με προσλήψεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.

Η οικονομική εξοικονόμηση δεν είναι σημαντική. Πρόκειται για καθαρά πολιτικό μέτρο, στο πλαίσιο του προγράμματος πολιτικής προσαρμογής… της κυβέρνησης. Το γεγονός ότι η δυνατότητα προσλήψεων ξανανοίγει… μετά τις εκλογές υπογραμμίζει την ωμότητα και τον άκομψο χαρακτήρα αυτής της προσαρμογής: κάνοντας δώρο τις νέες προσλήψεις στην επόμενη κυβέρνηση (με βάση τα σημερινά δεδομένα, του Κυριάκου Μητσοτάκη), οι δανειστές θέλουν να καταστρέψουν με τον πιο εμφατικό και έντονα συμβολικό τρόπο την κυβερνητική «αφήγηση» ότι «αν έρθει ο Μητσοτάκης, θα κάνει απολύσεις», αντιστρέφοντας τα δεδομένα!
Έτσι, η πολυδιαφημισμένη «στρατηγική συμμαχία» με τους δημόσιους υπαλλήλους μπορεί να εξελιχθεί σε στρατηγική πολιτική ήττα για την κυβέρνηση. Τα «κρατούμενα» από την πρόσφατη απεργία των εργαζομένων στην καθαριότητα και η οξεία αντίφαση ανάμεσα στις κυβερνητικές δεσμεύσεις για προσλήψεις (5.000 στην υγεία εξήγγειλε ο Τσίπρας, επαναπρόσληψη 2.500 στον τομέα καθαριότητας στους δήμους δεσμεύτηκε ο Σκουρλέτης) είναι γραμμάτια που θα… διαμαρτυρηθούν λίαν συντόμως…   

Δηλητηριασμένος «ωφέλιμος» χρόνος

Όμως, συνολικά ο «ωφέλιμος» χρόνος που κερδίζει η κυβέρνηση με τη συμφωνία, λόγω απομάκρυνσης ως τα μέσα του 2018 ή και αργότερα των σεναρίων πολιτικής αστάθειας, εκλογών κ.λπ., είναι δηλητηριασμένος. Το «μαστίγιο», σε όλη τη διάρκεια αυτού του διαστήματος, θα είναι… ανελέητο.

Το «μεγάλο ραντεβού» του 2018 είναι ανοιχτό σε κάθε εξέλιξη, μη αποκλειόμενων και πολύ δυσάρεστων σεναρίων.

Η προοπτική του 2018 επιβάλλει πειθαρχία στις… αντεργατικές πολιτικές μέχρι το 2018, όπως έχουν δρομολογηθεί από την πρώτη και τη δεύτερη αξιολόγηση:   

- Τα μέτρα αναγκαστικής είσπραξης (κατασχέσεις, πλειστηριασμοί) θα γίνουν τσουνάμι. Στο Δημόσιο (που ήδη πρωτοπορεί σε αυτό το έργο) θα προστεθούν και οι τράπεζες, ακόμη και φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα (με πιο πρόσφατη την… ενεργοποίηση στο ζήτημα αυτό του δήμου Αθηναίων). Η έκταση που θα πάρουν τα μέτρα αναγκαστικής είσπραξης μέσα στο 2017 και το 2018 θα είναι ιστορικά πρωτοφανής –προκαλώντας ανάλογης έκτασης κοινωνική δυσαρέσκεια και εκλογικές-πολιτικές απώλειες για την κυβέρνηση.

- Η ενσωμάτωση της περικοπής των κοινωνικών επιδομάτων στους μισθούς, αλλά και οι περικοπές στις συντάξεις από την «ωρίμανση» του νόμου Κατρούγκαλου, θα βιωθούν σε μεγάλη έκταση από το 2017.

- Η λεγόμενη «διεύρυνση της φορολογικής βάσης», με τη σκληρή φορολόγηση ελεύθερων επαγγελματιών και αγροτών, θα φανείς στις φετινές φορολογικές δηλώσεις –το σοκ είναι ήδη μεγάλο μόνο από την «εμπειρία» της κατάθεσης των δηλώσεων.   

Οι συμβολικού χαρακτήρα αντιπερισπασμοί, όπως έξοδος στις αγορές, ανάπτυξη-έξοδος από την ύφεση, οριακή μείωση του επίσημου δείκτη ανεργίας κ.λπ., όταν συνδυάζονται με εκτεταμένη κοινωνική δυστυχία, όχι μόνο δεν αρκούν για να αντισταθμίσουν τη δυσαρέσκεια, αλλά μπορεί και να την αυξήσουν ακόμη περισσότερο –οι εργαζόμενες τάξεις θα βγάλουν χρήσιμα συμπεράσματα από το γεγονός ότι η ανάπτυξη και η έξοδος στις αγορές συνδυάζονται με επιδείνωση των όρων της ζωής τους.

Ενεργά πολιτικά ρήγματα

Ωστόσο, οι πολιτικές νάρκες στο δρόμο της κυβέρνησης δεν περιορίζονται μόνο σε αυτά. Πρέπει να συνυπολογίσουμε τουλάχιστον δύο ακόμη ενεργά πολιτικά ρήγματα που μπορούν ανά πάσα στιγμή να προκαλέσουν αν όχι ισχυρές πολιτικές δονήσεις, πάντως αξιόλογη πολιτική φθορά:

Πρώτο, η τρίτη αξιολόγηση. Ξεκινά από τον Οκτώβριο και στο κέντρο της θα έχει τα λεγόμενα «αναπτυξιακά» μέτρα. Δηλαδή τον παραμερισμό όλων των «εμποδίων για την ανάπτυξη». Πώς θα παραμεριστούν αυτά τα «εμπόδια»;

- Με την πλήρη συμμόρφωση με την περίφημη «εργαλειοθήκη» του ΟΟΣΑ.

- Με την ταχύτατη εκδίκαση υποθέσεων που αφορούν επενδύσεις, ώστε αυτές να υλοποιούνται εξίσου ταχύτατα –και ασύδοτα, χωρίς εμπόδια και χωρίς κανόνες. 

- Με μέτρα που θα ευνοούν παντοιοτρόπως το «επιχειρείν» –όλα για τις επιχειρήσεις.

- Με μέτρα περαιτέρω διάλυσης των εργασιακών σχέσεων και εγγυήσεων (επιχειρησιακές και ατομικές συμβάσεις, ομαδικές απολύσεις κ.λπ.), αλλά και μέτρα ενάντια στον εργατικό συνδικαλισμό (ουσιαστικά… κατάργηση των απεργιών με την απαίτηση για κήρυξη απεργίας με την ψήφο του 50% των εργαζομένων –ούτε καν των μελών του συνδικάτου).  

Δεύτερο, ο επιχειρηματικός και θεσμικός «εμφύλιος» στον οποίο έχει εμπλακεί η κυβέρνηση, εξαιτίας του «βουλιμικού» τρόπου που επείγεται να αποκτήσει ερείσματα στα μίντια, στο δικαστικό σώμα, στο σύμπαν της ελληνικής διαπλοκής και των μνημονιακών μηχανισμών εξουσίας. Πριν ένα περίπου χρόνο, η πρώτη πανωλεθρία ήρθε με το φιάσκο στην υπόθεση της αδειοδότησης των καναλιών. Τώρα, είναι η υπόθεση του ισοβίτη Γιαννουσάκη που, πέρα από το γεγονός ότι έδωσε σε έναν Μαρινάκη την ευκαιρία να παραστήσει τον υπερασπιστή της… νομιμότητας, απειλεί ευθέως τη θέση του υπουργού Άμυνας και την κυβέρνηση με πολιτική –πέρα από ηθική– κρίση.

Όπως έδειξαν η υπόθεση Σαββίδη, η λυσσαλέα μάχη για τον ΔΟΛ και το MEGA, η κατάρρευση του Πήγασου και η μεγάλη αναδιάταξη δυνάμεων και ισχύος στην κορυφή της επιχειρηματικής πυραμίδας, οι σεισμικές δονήσεις θα είναι διαρκείς και πολιτικά επίφοβες για την κυβέρνηση.

Το… σύνδρομο της Στοκχόλμης

Το «καρότο» της αποφυγής μιας άμεσης-καταστροφικής για την ίδια πολιτικής κρίσης και σχετικής σταθεροποίησης (εκτός απροόπτου, που δεν μπορεί να αποκλεισθεί) δεν σηματοδοτεί κάποια ευκαιρία σοβαρής πολιτικής ανάκαμψης για τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση. Δεν πρόκειται μόνο για το γεγονός ότι ο όποιος ωφέλιμος χρόνος είναι «δηλητηριασμένος», αλλά και για το συνολικό πολιτικό εγκλωβισμό του κυβερνώντος κόμματος και της κυβέρνησης. Όπως το είπε ο Γιώργος Χουλιαράκης, ο εγκλωβισμός αυτός αφήνει για την κυβέρνηση μόνο μία διέξοδο: να αναλάβει «χωρίς περιττές αμφιταλαντεύσεις» την περίφημη «ιδιοκτησία» του προγράμματος. Έχοντας ηττηθεί κατά κράτος σε όλες τις απόπειρες να βρει «χώρο» εντός του προγράμματος για κάποια ίχνη «φιλολαϊκής» πολιτικής, αντισταθμισμάτων κ.λπ., έχοντας υπογράψει τα πάντα, έχοντας διαπιστώσει ότι με όλα αυτά όχι μόνο δεν αποκτά βαθμούς ελευθερίας στην άσκηση πολιτικής, αλλά υφίσταται όλο και βαθύτερη και πιο λεπτομερή επιτήρηση σε κάθε πτυχή της κυβερνητικής πολιτικής, είναι τώρα αναγκασμένη να αναζητήσει «χώρο» για τη δική της επιβίωση στο πλαίσιο του προγράμματος. Δεν ψάχνει πια χώρο για άλλη πολιτική –αν υποθέσουμε ότι μετά τον Ιούλιο του 2015 υπήρχαν αυταπάτες για κάτι τέτοιο– αλλά χώρο για τη δική της επιβίωση εντός του προγράμματος, σε πλήρη συμφιλίωση με τις πειθαρχίες που αυτό επιβάλλει.    

Το «καρότο», για το οποίο μιλήσαμε παραπάνω, δεν είναι μόνο πολύ λίγο σε σχέση με το ανελέητο «μαστίγιο», αλλά αποκτάει κάποιο νόημα μόνο σε συνδυασμό με το «σύνδρομο της Στοκχόλμης»: ύστερα από μια περίοδο προετοιμασίας που η κυβέρνηση έγινε «βιαστής» των εργαζόμενων τάξεων, τώρα «καθοδηγείται» ως το σημείο που θα αγαπήσει η ίδια τους βιαστές της.  

Ωστόσο, δεν μας περισσεύουν δάκρυα για την κυβέρνηση. Οι εργαζόμενες τάξεις βρίσκονται αντιμέτωπες με ένα απάνθρωπο καθεστώς συσσώρευσης του κεφαλαίου με σκληρή εκμετάλλευση της εργασίας και μπροστά σε μια ιστορική πρόκληση: αν θα αποδεχθούν τη «μοίρα» να ζήσουν σε ένα τέτοιο καθεστώς για τις επόμενες δεκαετίες. Η απάντηση, το ΟΧΙ που πρέπει να αποδείξουμε ότι δεν τελείωσε τον Ιούλιο του 2015, δεν είναι υπόθεση αφηρημένης θεώρησης, αλλά οργάνωσης και αγώνα!

*Αναδημοσίευση από την «Εργατική Αριστερά», φ. 387