Ο σύντροφος Ομάρ Χασάν βρέθηκε στη Συρία για να καταγράψει την πραγματικότητα μετά την πτώση του Μπασάρ αλ Άσαντ για λογαριασμό της εφημερίδας Red Flag. Θα αναδημοσιεύουμε τις διαδοχικές ανταποκρίσεις του, αυτές που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά από το elaliberta.gr, αλλά και επόμενες. Σε αυτό το κείμενο, ο Ομάρ συζητά με τους πρωταγωνιστές της εξέγερσης του 2011 στην Νταράα, το λίκνο της εξέγερσης κατά του καθεστώτος το 2011.

Στη Νταράα, οι ήρωες της επανάστασης σχεδιάζουν το μέλλον τους μέσα στα ερείπια

«Κάθε οικογένεια έχει πληρώσει ένα τίμημα για την ελευθερία μας», εξηγεί ένας μεσήλικας άνδρας, με τα σκούρα μάτια του να προδίδουν καταπιεσμένη απόγνωση. «Κάποιοι έχασαν τα σπίτια τους, άλλοι έχασαν χρόνια από τη ζωή τους και άλλοι έχασαν τα παιδιά τους, είτε ως εξόριστοι είτε ως μάρτυρες». Προτιμώντας να παραμείνει ανώνυμος από το φόβο της τιμωρίας, πέρασε επτά χρόνια στη φυλακή για το έγκλημα να ζει στη συριακή πόλη Νταράα, το επαναστατικό πνεύμα της οποίας ήταν ένα διαρκές αγκάθι στο πλευρό του καθεστώτος. Επέστρεψε στο σπίτι του, μια παράγκα σε έναν καταυλισμό προσφύγων για Σύριους εκτοπισμένους κατά τη διάρκεια της ισραηλινής κατοχής των Υψιπέδων του Γκολάν, για να βρει τη γειτονιά του κατεστραμμένη. Άλλη μια συριακή πόλη που μετατράπηκε σε ερείπια.

Η Νταράα ήταν ένα από τα λίκνα της λαϊκής επανάστασης κατά του Άσαντ, όταν μια ομάδα είκοσι περίπου εφήβων συνελήφθη και βασανίστηκε για αντικυβερνητικά γκράφιτι. Η τοπική αντίδραση στην κακοποίησή τους ήταν η σπίθα που ενέπνευσε μια ηρωική εξέγερση που διήρκεσε περισσότερο από μια δεκαετία. «Δεν καταλαβαίναμε τότε την πλήρη σημασία αυτού που κάναμε», εξηγεί ο Μουαουίγια, ένας από τους εφήβους που συμμετείχαν στη δράση[1]. «Ήμασταν ακόμα παιδιά».

Αλλά η εμπειρία των βασανιστηρίων στις φυλακές του Άσαντ του δίδαξε όλα όσα έπρεπε να γνωρίζει για τη βαρβαρότητα της δικτατορίας. Του εμφύσησε μια ισόβια δέσμευση να αγωνίζεται για τη δικαιοσύνη. «Μας βασάνιζαν τόσο άσχημα, χρησιμοποιώντας ηλεκτροσόκ, ξεριζώνοντας τα νύχια μας ... ήταν σκληρό». Ένας άλλος ντόπιος εξηγεί ότι τον κρέμασαν για δύο εβδομάδες από τους καρπούς του και του επέτρεπαν μόνο ένα δεκάλεπτο διάλειμμα κάθε μέρα για μια γουλιά νερό. Οι δεσμοφύλακες ήλπιζαν να μετατρέψουν τους ακτιβιστές σε πληροφοριοδότες και να μάθουν «ποιος μας χρηματοδοτούσε», εξηγεί ο Μουαουίγια. «Αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν είχε αντίκτυπο. Όταν με άφησαν ελεύθερο, πέρασα τους επόμενους πέντε ή έξι μήνες σε ειρηνικές διαδηλώσεις που δέχονταν συνεχώς επιθέσεις, πρώτα με γκλομπ και μετά με σφαίρες και βόμβες».

Αυτή ήταν η μοίρα του επαναστατικού κινήματος σε όλη τη Συρία εκείνη την εποχή. Στην Αίγυπτο και την Τυνησία, τα καθεστώτα εγκατέλειψαν τις ηγετικές φιγούρες τους προκειμένου να διατηρήσουν τον πυρήνα του κυβερνητικού οικοδομήματος, του οποίου η στρατιωτική, οικονομική και πολιτική ισχύς παρέμενε άθικτη. Υπολόγισαν ότι μια τέτοια κίνηση θα διασφάλιζε καλύτερα την εξουσία τους μακροπρόθεσμα. Η βάναυση καταστολή των διαδηλωτών στο Μπαχρέιν και τη Συρία αποδείχθηκε ότι αποτελούσε εναλλακτική επιλογή. Και στις δύο περιπτώσεις, η δικτατορία είχε πολύ στενή βάση, και στην περίπτωση της Συρίας, ήταν πολύ δεμένη με την προσωπικότητα και την οικογένεια του ηγέτη, για να επιχειρήσει την αιγυπτιακή μέθοδο. «Έτσι, μετά από λίγο, δημιουργήσαμε τον Ελεύθερο Συριακό Στρατό για να αντεπιτεθούμε».

Ο Μουαουίγια εξηγεί ότι ο Ελεύθερος Συριακός Στρατός ήταν μια αρκετά χαλαρή οργάνωση, γείτονες που οπλίζονταν για να υπερασπιστούν τις κοινότητές τους ενάντια σε ένα αφάνταστα βίαιο κράτος. «Αρχικά, ήταν κυρίως μικρές ομάδες νέων παιδιών που γνώριζαν ο ένας τον άλλον, ας πούμε 20-50 άτομα», λέει. «Θα είχαν έναν αρχηγό που θα συνεργαζόταν με άλλες παρόμοιες ομάδες στην ευρύτερη περιοχή. Τελικά αναπτύξαμε μια ενιαία διοίκηση». Αυτή η διαδικασία οργάνωσης χρειάστηκε χρόνο και, σύμφωνα με τον Μουαουίγια, δεν ξεπέρασε ποτέ το επίπεδο της επαρχίας Νταράα. Παρά το όνομά του, ο FSA δεν ήταν ποτέ ένας εθνικός στρατός, με συντονισμένα σχέδια μάχης και πόρους. Αντίθετα, ήταν, ανάλογα με την περιοχή, ένα μείγμα πρώην στρατιωτών που είχαν αυτομολήσει στην επανάσταση και ντόπιων πολιτών που είχαν οπλιστεί για να υπερασπιστούν τις οικογένειές τους.

Όπως και σε άλλα μέρη της Συρίας, η επανάσταση ήταν ιδιαίτερα ισχυρή στις φτωχότερες, εργατικές περιοχές της Νταράα, ο λαός της οποίας είχε υποστεί τις χειρότερες επιπτώσεις της δικτατορίας των διαπλεκόμενων καπιταλιστών. Δεν πρόκειται για μια τουριστική περιοχή, ούτε για μια περιοχή ευνοημένη από φυσικές ομορφιές ή πόρους. Αντίθετα, η μία γενιά μετά την άλλη κέρδιζε τα προς το ζην καλλιεργώντας το πετρώδες έδαφος, ενώ τα κατώτερα στρώματα των εργαζομένων ζούσαν σε σκηνές στη γη όπου εργάζονταν. Οι κεντρικοί δρόμοι της πόλης είναι σκονισμένοι και ερειπωμένοι, ακόμη και για τα συριακά δεδομένα. Το μοναδικό ξενοδοχείο της φανερώνει την απόλυτη αποκοπή του καθεστώτος από τον λαό του. Σαφώς σχεδιασμένο για επίσημες επισκέψεις, το ισόγειο είναι πολυτελές σε κλασικό αραβικό στυλ, χτισμένο από μάρμαρο, χρυσό και γυαλί. Ξεχάστε τις φτωχογειτονιές έξω.

Με εξαιρετικές δυσκολίες και γενναιότητα, ο FSA στη Νταράα απελευθέρωσε μεγάλες εκτάσεις της επαρχίας για σημαντικά χρονικά διαστήματα, συμπεριλαμβανομένων πολλών προαστίων και μικρών αγροτικών πόλεων. Μέχρι το 2024, το μόνο τμήμα που δεν έλεγχαν ήταν η καρδιά της πρωτεύουσας της Νταράα, η οποία παρέμενε υπό έντονη στρατιωτική κατοχή.

Αν και οι κάτοικοι της Νταράα είναι δικαίως υπερήφανοι για την ηρωική τους αντίσταση, αυτή έχει αφήσει στην περιοχή τους σημάδια που την έχουν κάνει αγνώριστη. Η άφιξη από τη Σουουέιντα ήταν σαν να μπαίνεις σε μια άλλη χώρα. Κάθε σπίτι στον αυτοκινητόδρομο είναι σημαδεμένο από τη σύγκρουση και ολόκληρα προάστια έχουν γίνει ερείπια. Ο οδηγός μου κάνει μια απρογραμμάτιστη παράκαμψη για να μου δείξει τι έκανε το καθεστώς. Περνάμε μέσα από το προάστιο Αλ-Μανσέγια, το οποίο βρίσκεται στην κορυφή ενός μικρού λόφου, και είναι σαν να βρίσκομαι ξανά στο Γιαρμούκ ή στη Χαράστα. Κάθε δεύτερο σπίτι έχει ισοπεδωθεί∙ τα παιδιά παίζουν ποδόσφαιρο στα συντρίμμια.

Όλη αυτή η καταστροφή είναι το προϊόν δεκατριών ετών χερσαίων και εναέριων επιθέσεων. Ορισμένα τμήματα της Νταράα αποτέλεσαν πεδίο μάχης πολλές φορές. Άλλα ήταν ως επί το πλείστον ελεύθερα αλλά υπέστησαν ατελείωτους βομβαρδισμούς από ψηλά. Ο αδελφός του Μουαουίγια, ο Μοχάμμαντ, μου δείχνει την τρύπα τριών μέτρων στην οροφή του σπιτιού του, όπου χτύπησε μια βόμβα βαρελιού, καταστρέφοντας έναν ολόκληρο όροφο της πολυκατοικίας του, καθώς και μια κρεβατοκάμαρα από κάτω. Η περίφραξη των κατεστραμμένων περιοχών είναι το καλύτερο που μπορούν να κάνουν προς το παρόν. Δεν μπορούν να αντέξουν οικονομικά ούτε να τρώνε σωστά κάθε μέρα, πόσο μάλλον να ξαναχτίσουν.

Η ρωσική πολεμική αεροπορία φέρει επίσης μεγάλη ευθύνη για τις ζημιές, καθώς εξαπέλυε το ένα κύμα βομβαρδισμών μετά το άλλο από την αεροπορική βάση Χμεϊμίμ. Ένα αγόρι, περίπου 11 ετών, μου λέει ότι συνήθιζαν να δέχονται προειδοποιητικά τηλεφωνήματα από φίλους στη Δαμασκό, που τους έδιναν λίγα πολύτιμα λεπτά για να αναζητήσουν καταφύγιο πριν αρχίσουν να πέφτουν οι βόμβες. Πολλοί άνθρωποι εγκατέλειψαν την περιοχή, αναζητώντας καταφύγιο στην Ιορδανία ή τον Λίβανο, ενώ ορισμένοι μαχητές στάλθηκαν στο Ίντλιμπ στα βόρεια στο πλαίσιο διαφόρων εκεχειριών. Αλλά πολλοί άλλοι δεν είχαν άλλη επιλογή από το να παραμείνουν. Ένας άνδρας λέει ότι πέρασε μήνες ζώντας στον κοντινό τηλεφωνικό σταθμό χωρίς αποχέτευση, νερό ή ηλεκτρικό ρεύμα.

Ο Φαϊσάλ, δάσκαλος και μέλος μιας επιτροπής βάσης για την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών, εξηγεί ότι η περιοχή είχε αρχικά 40 σχολεία, αλλά μέχρι το 2018 μόνο τέσσερα είχαν μείνει όρθια. Οι αντάρτες έχουν χτίσει άλλα δεκαέξι από τότε, λέει με υπερηφάνεια. Οι οικογένειες εδώ σαφώς εκτιμούν ιδιαίτερα την εκπαίδευση, το μέλλον των παιδιών τους αποτελούσε μεγάλο μέλημα ακόμη και μέσα στη φρίκη του πολέμου: «Δεν θέλαμε τα παιδιά να χάσουν ούτε μια μέρα από το σχολείο, και δεν έχασαν», λέει μ’ ένα πλατύ χαμόγελο η Χανάαν, μια άλλη δασκάλα της περιοχής. Παραδέχεται όμως ότι ο πόλεμος επηρέασε άσχημα τη νέα γενιά. «Είναι ψυχικά άρρωστοι, υποχωρούν από τους δυνατούς θορύβους», λέει, ανακατεύοντας τα μαλλιά ενός αγοριού δίπλα της.

Υπάρχουν και άλλες πρωτοβουλίες για τη βελτίωση των υπηρεσιών στην περιοχή. Ο Νάγαμ, ένας ντόπιος ακτιβιστής που συνάντησα στη Δαμασκό πριν από δύο εβδομάδες, ηγείται μιας εκστρατείας για την επαναφύτευση δέντρων που είχαν κοπεί για θέρμανση κατά τη διάρκεια του πολέμου. «Βλέπω ότι η επαναφύτευση δέντρων στη Νταράα εξυπηρετεί δύο σκοπούς», λέει. «Πρώτον, πρόκειται για την αποκατάσταση της φυσικής ομορφιάς στη Νταράα. Δεύτερον, το βλέπω ως έναν τρόπο διατήρησης των ψυχών και της μνήμης των μαρτύρων της επανάστασης».

Τα πολλά τζαμιά της περιοχής ανοικοδομούνται επίσης σιγά σιγά, αφού το καθεστώς τα κατέστρεψε σχεδόν όλα. Σε αυτή την αρκετά θρησκευόμενη και σε μεγάλο βαθμό σουνιτική πόλη, οι χώροι αυτοί αποτελούν ζωτικό κέντρο της κοινωνικής ζωής όσο και τόπο προσευχής. Είναι συγκινητικό να βλέπεις χιλιάδες από αυτούς τους εξαθλιωμένους ανθρώπους να συγκεντρώνονται για την προσευχή της Παρασκευής σε ένα τζαμί που έχει μερικώς καταστραφεί, έχοντας επιβιώσει, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά, από τη συστηματική τρομοκρατία των τελευταίων 54 ετών.

Ο Μουαουίγια δεν εξισανικεύει την ένοπλη φάση της εξέγερσης, λέγοντας ότι «τα πράγματα άρχισαν να γίνονται μπερδεμένα όταν άρχισαν να έρχονται χρήματα και όπλα από έξω». Αναμείχθηκαν κάποιοι επιτήδειοι και απατεώνες, μερικοί από τους οποίους έβγαλαν πολλά χρήματα μεταπωλώντας όπλα που προορίζονταν για την αντίσταση. Ο Μουαουίγια είναι φανερά θυμωμένος με αυτό, επιμένοντας ότι ήταν δυνατό να παραμείνει κανείς καθαρός αν πολεμούσε για τους σωστούς λόγους. Είναι ενθαρρυντικό να βλέπεις αυτόν τον άνθρωπο να επιμένει στις αρχές του μέσα σε μια κατάσταση κοινωνικής και οικονομικής κατάρρευσης, όταν το καθεστώς έχει καταστήσει αδύνατη κάθε φυσιολογική ζωή.

Τον τελευταίο καιρό, ορισμένες από τις ταξιαρχίες του FSA στη Νταράα έχουν αρχίσει να συνδέονται με την HTS. Τους προσέλκυσε η μεγαλύτερη χρηματοδότηση και οργάνωσή της, αλλά και η επιτυχία της, όπως θεωρούσαν, στη διακυβέρνηση της επαρχίας του Ίντλιμπ. «Τα πράγματα είναι εξαιρετικά εκεί, σχεδόν σαν την Ευρώπη», ισχυρίζεται ένας ένοπλος φρουρός που περιπολεί στους δρόμους. Μετακόμισε στο Ίντλιμπ μόλις πριν από λίγους μήνες, αφού ο πατέρας του διορίστηκε σε ηγετική θέση μέσα στην HTS. Επέστρεψαν θριαμβευτικά στη Νταράα, στο πλαίσιο της πορείας της HTS προς το νότο μέσω της Χάμα, της Χομς και της Δαμασκού. «Είμαστε στην HTS, αλλά όλοι οι μαχητές εδώ είναι ντόπιοι», τονίζει. Ο συναγωνιστής του δεν πήγε ποτέ στο Ίντλιμπ, αλλά έχει ενταχθεί στην HTS για παρόμοιους λόγους. Πολιτικοποιήθηκε για πρώτη φορά όταν τον πυροβόλησαν στην πλάτη σε ηλικία εννέα ετών επειδή έπαιζε στη βεράντα του σπιτιού του κατά τη διάρκεια μιας κυβερνητικής απαγόρευσης κυκλοφορίας.

Υπάρχουν πολλοί μαχητές που δεν έχουν ενταχθεί στην HTS. Ο Μουαουίγια τονίζει ότι παραμένει ανεξάρτητος και ότι, σε κάθε περίπτωση, η HTS δεν θα υπάρχει για πολύ ακόμα. «Έχει τελειώσει. Όλες οι ομάδες θα ενωθούν στον συριακό στρατό. Και μετά θα γίνουν εκλογές. Πρέπει να γίνουν».

Συνολικά, η κυρίαρχη εντύπωση από τη Νταράα είναι ένα αίσθημα κάπως εφησυχασμένης ανακούφισης, που απέχει πολύ από τον ενθουσιασμό και τη ζωντάνια της κεντρικής Δαμασκού. Ο κόσμος είναι αισιόδοξος, αλλά τα βάσανα των προηγούμενων ετών είναι ανεξίτηλα, μελανιές, χαραγμένα τόσο στο φυσικό τους περιβάλλον όσο και στον συλλογικό τους ψυχισμό.

Αυτό οφείλεται εν μέρει στις τρομερές οικονομικές συνθήκες που μαστίζουν τη Νταράα και μεγάλο μέρος της Συρίας. Ο Μουαουίγια και η οικογένειά του συνεχίζουν να ζουν σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας, όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι που γνωρίζει. Η εργασία είναι δύσκολο να βρεθεί και δεν αμείβεται καλά. Η ελευθερία δεν έχει ακόμη αυξήσει τη δυνατότητα κανενός να αγοράσει τρόφιμα ή ντίζελ για θέρμανση. Ούτε έχει αντιμετωπίσει την ακραία έλλειψη ηλεκτρικού ρεύματος, η οποία σημαίνει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν περισσότερες από δύο ώρες την ημέρα. Αρκετοί άνθρωποι εξοργίζονται επίσης για την έλλειψη βιώσιμων κατοικιών στην περιοχή. «Είσαι τυχερός να βρεις ένα μόνο κλειστό δωμάτιο για όλη σου την οικογένεια», λέει ένας από αυτούς.

Εάν πρόκειται να οικοδομηθεί μια βιώσιμη και καλύτερη Συρία από τις στάχτες της δυναστείας Άσαντ, θα πρέπει να ικανοποιήσει αυτές τις βασικές ανάγκες – στη Νταράα και σε ολόκληρη την υπόλοιπη χώρα.

*Μετάφραση: elaliberta.gr

** Το πρωτότυπο κείμενο στα αγγλικά: https://redflag.org.au/article/in-daraa-heroes-of-the-revolution-plan-th...