Τελικά η παρατεταμένη εφαρμογή του νεοφιλελευθερισμού, τόσο από τα συντηρητικά πολιτικά κόμματα όσο και από τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, εξάντλησε μετά από μια ολόκληρη εικοσιπενταετία τα όρια της νομιμοποίησής του...
(...)οδηγώντας το αστικό πολιτικό δίπολο (συντηρητικοί – σοσιαλδημοκράτες) στη χρεοκοπία.
Και αν οι συντηρητικοί, ως γνήσιοι εκφραστές της αστικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων, ήταν αυτοί που εγκαινίασαν τον κυβερνητικό νεοφιλελευθερισμό ( στην ελληνική περίπτωση η ΝΔ στις αρχές της δεκαετίας του 1990), στη συνέχεια δεν ήταν παρά τα σοσιαλιστικά κόμματα που ανέλαβαν να τον υπηρετήσουν, αν και εκπροσωπούσαν εκλογικά την πλειονότητα των εργατικών, λαϊκών τάξεων (Εργατικοί του Τ. Μπλερ, σοσιαλιστές του Φ. Ολάντ, σοσιαλδημοκράτες του ΠΑΣΟΚ κλπ.). Το αποτέλεσμα είναι μια απαξίωση και των δύο εκδοχών της αστικής κοινοβουλευτικής πολιτικής, πράγμα που πλέον γίνεται ορατό σε πολλές καπιταλιστικές χώρες. Ωστόσο το κυρίαρχο είναι ότι το αστικό μπλοκ εξουσίας, παρόλη την συνεχή εξουθένωση των εργαζομένων από τον μακροχρόνιο νεοφιλελευθερισμό, συνεχίζει να διατηρεί την ισχύ του, ενώ οι σοσιαλδημοκρατικές παρατάξεις είναι αυτές που καταβαραθρώνονται (από το γαλλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα μέχρι τους Δημοκρατικούς των ΗΠΑ), αφήνοντας ένα κενό εκπροσώπησης των λαϊκών τάξεων που έχουν πληγεί από τη νεοφιλελεύθερη διεθνοποίηση του κεφαλαίου.
Το κενό πολιτικής εκπροσώπησης των εργαζομένων τάξεων
Είναι αυτή η διαδρομή του αστικού πολιτικού συστήματος που οδήγησε στη χρεοκοπία του μνημονιακού πολιτικού τόξου στην περίοδο 2010 – 15 (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, ΛΑΟΣ), στην απαξίωση και κατάρρευσή του, δημιουργώντας ένα κενό εκπροσώπησης που ήρθε να καταλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ. Εντούτοις το γεγονός ότι ο κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ «αποποιήθηκε» τον εαυτό του, το ότι μεταπήδησε στο πεδίο της αστικής πολιτικής, το ότι έγινε εκφραστής των μνημονίων, ακύρωσε αυτή τη μοναδική ευκαιρία της Αριστεράς στο ευρωπαϊκό επίπεδο. Έτσι, ακολουθώντας την ίδια πορεία παραφθοράς με την ελληνική σοσιαλδημοκρατία, καταλήγει αναπότρεπτα στο ίδιο αποτέλεσμα: Να δημιουργήσει ένα πολυσήμαντο κενό πολιτικής εκπροσώπησης του εργαζόμενου και άνεργου πληθυσμού, εφόσον η νεοφιλελεύθερη πολιτική που εφαρμόζει συντηρεί, αναπαράγει κι προκαλεί νέα πλήγματα στο κοινωνικό σώμα.
Βέβαια αυτό το κενό πολιτικής εκπροσώπησης πληβειακών λαϊκών στρωμάτων δημιουργείται παράλληλα με την έκλειψη και αποψίλωση του ίδιου του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, το οποίο διαφορετικά θα μπορούσε να συγκρατήσει τα πράγματα σε μια προοδευτική αντί - νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση. Ωστόσο η υποχώρησή και αδρανοποίησή του, μαζί με την πορεία της σοσιαλδημοκρατικής κεντροαριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ, ιταλικό Δημοκρατικό Κόμμα, ΠΑΣΟΚ κλπ.), καθιστά το κενό πολιτικής εκπροσώπησης ακόμη πιο έντονο και έτσι ευάλωτο σε νεοσυντηρητικές εκπροσωπήσεις. Άλλωστε η εκπροσώπηση, τουλάχιστον στο εκλογικό επίπεδο, της εργατικής τάξης δεν αποτελεί προφανώς «μονοπώλιο» της Αριστεράς, γιατί η ταξική συνείδηση επικαλύπτεται συνήθως από την ιδεολογική χειραγώγηση.
Αν έτσι οι πολιτικές της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης φτάνουν στο σημείο να εξαντλούν τη νομιμοποίησή τους, αν οι δύο πόλοι της αστικής πολιτικής εμφανίζονται πλέον χωρίς να μπορούν να δώσουν ελπίδα και διεξόδους στον εργαζόμενο κόσμο, κι’ ακόμη περισσότερο στους ανέργους, τους ελαστικά απασχολούμενους, στη νεολαία, κι’ αν η σύγχρονη Αριστερά αδυνατεί να προβάλλει στο προσκήνιο ως το αντίπαλο δέος, καλύπτοντας ένα μέρος του κενού πολιτικής εκπροσώπησης, «αποποιούμενη» τον εαυτό της (μνημονιακή μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, «απόσυρση» του Μ. Σάντερς από την υποβολή ανεξάρτητης υποψηφιότητας κ.ά.), τότε επόμενο είναι αυτό το κενό να επιχειρείται να καλυφθεί από τις αναδυόμενες ισχυρές δυνάμεις του ακραίου νεοσυντηρητισμού, της εθνικής αναδίπλωσης, της ξενοφοβίας, του κοινωνικού συντηρητισμού, των εθνικών νομισμάτων κ.ά. Δίνουν μ’ άλλες λέξεις μια διέξοδο στις μορφές της λαϊκής δυσπραγίας και εξαθλίωσης στην κατεύθυνση αναστύλωσης της εθνικής κυριαρχίας, ενίσχυσης της εθνικής βιομηχανίας και παραγωγής, δασμολογικών φραγμών, «κάθαρσης» των εθνικών πληθυσμών από τους «ξένους», πλήρους ασυδοσίας του κεφαλαίου, κατάργησης των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών κλπ.
Το φαινόμενο έτσι της κάλυψης του πολιτικού κενού εκπροσώπησης των πληττομένων λαϊκών στρωμάτων από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική, από ακροδεξιούς σχηματισμούς τείνει να πάρει τη μορφή χιονοστιβάδας και να αναδειχθεί με αστικούς δημοκρατικούς όρους, και όχι πραξικοπηματικές διαδικασίες: ΗΠΑ, Γαλλία, Γερμανία, Βρετανία, Αυστρία , χωρίς να απαριθμεί κανείς τις πολλαπλές περιπτώσεις της Ανατολικής Ευρώπης. Η ίδια η πολιτική εικόνα του καπιταλιστικού κόσμου τείνει να αλλάξει δραστικά και με ρυθμούς επιταχυνόμενους. Γι’ αυτό άλλωστε και οι θεσμοί οργάνωσης και λειτουργίας της ευρωπαϊκής καπιταλιστικής διεθνοποίησης βλέπουν τη θέση τους να κλονίζεται, αντιμετωπίζουν μια πορεία απαξίωσής τους, που είναι απόρροια της απαξίωσης και των δύο σχηματισμών του αστικού διπολισμού (συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατικών), βρίσκονται μπροστά σε αποσχιστικά και διαλυτικά φαινόμενα.
Αυτός ο δεξιός νεοσυντηρητισμός, που εμφανίζεται μάλιστα ως «αντιστυστημισμός», δίνει πραγματικά διέξοδο στη λαϊκή απόγνωση και δυσπραγία, η οποία εντούτοις διοχετεύεται σε μια βαθειά καθεστωτική κατεύθυνση. Αν η κλασική συντηρητική διαχείριση του νεοφιλελευθερισμού έχει προκαλέσει φαινόμενα ευρύτατης εξαθλίωσης, ανεργίας και κοινωνικής απαξίωσης, αν τα σοσιαλδημοκρατικά εγχειρήματα σε πολλές κυβερνήσεις διέρρηξαν τα σχετικά κοινωνικά συμβόλαια με τον κόσμο της μισθωτής εργασίας, τότε πραγματικά βλέπει κανείς ότι η κάλυψη αυτού του πολιτικού κενού δεν μπορεί να γίνεται παρά από δυνάμεις που συνιστούν την πλέον ακραία εκδοχή του καθεστωτισμού. Αυτές αξιοποιούν τις δυσμενέστατες επιπτώσεις της καπιταλιστικής κρίσης και των νεοφιλελεύθερων πολιτικών (συντηρητικών και σοσιαλδημοκρατικών), σε μια τροχιά που εντάσσεται στον πιο πλήρη συστημισμό. Και απέναντι σ’ αυτό το σκηνικό, ποιά μπορεί να είναι τα ορόσημα μιας Αριστεράς που την διαχωρίζουν με σαφήνεια και μπορούν να την καταστήσουν επαρκή να ανασχέσει αυτή την εκφυλιστική πορεία για τα εργατικά συμφέροντα και τις λαϊκές ελευθερίες;
Προφανώς απαντήσεις είναι εξαιρετικά δύσκολο να δοθούν όταν στην πλειονότητα των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών, με εξαίρεση τις περιπτώσεις της Ιβηρικής (όπου οι δυνάμεις της Αριστεράς διαδραματίζουν έναν σχετικά πρωταγωνιστικό αντιπολιτευτικό ρόλο), το αριστερό κίνημα βρίσκεται εκτός του κεντρικού πεδίου αντιπαράθεσης του αστικού διπολισμού. Κι’ ακόμη περισσότερο το λαϊκό εργατικό κίνημα (με την εξαίρεση της γαλλικής περίπτωσης πρόσφατα) αδυνατεί να απαντήσει στις προκλήσεις, να προβάλει στο προσκήνιο, και εμφανίζεται ως εάν έχει «αποσυρθεί». Παρόλα αυτά είναι αναγκαία η αναφορά σε ορισμένα πολιτικά ορόσημα, προκειμένου να μπορεί να γίνει η αντιπαραβολή με τα χαρακτηριστικά που προάγει ο νέος ακροδεξιός νεοσυντηρητισμός, στην κατεύθυνση της εξουδετέρωσής του.
Η απάντηση μιας λαϊκής αντικαπιταλιστικής πολιτικής
Α) Σ΄ ένα πρώτο επίπεδο κυρίαρχη θέση κατέχει για τις δυνάμεις της άκρας δεξιάς η αναφορά στις αντιλήψεις για την υπεράσπιση της πατρίδας, την εξύψωση του έθνους, την γενική συστράτευση για την προαγωγή των συμφερόντων τους, μέσα σε μια διεθνή οικονομία που διατρέχεται από τον άκρατο ανταγωνισμό και τις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης. Η επιχειρηματολογία είναι απλή, απλούστερη δεν γίνεται: Εφόσον οι διαδικασίες διεθνοποίησης του κεφαλαίου και οι διεθνείς εμπορικές συμφωνίες έχουν προκαλέσει δυσμενείς κοινωνικές επιπτώσεις, τότε η διέξοδος από αυτές δεν είναι η αμφισβήτηση των κυρίαρχων καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, αλλά η επιστροφή στην «εθνική οχύρωση», που θα μπορούσε να δώσει σχετικές απαντήσεις σε λαϊκά ζητήματα. Και μπορεί οι ενοποιητικές διαδικασίες σε σύνολα χωρών, όπως στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη, να αποτελεί την κυρίαρχη πλευρά της πολιτικής των εθνικών αστικών τάξεων, εντούτοις όμως έρχονται στο προσκήνιο επιμέρους αστικές δυνάμεις που θεωρούν ότι με την «εθνική περιχαράκωση» θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικότερα τον διεθνή ανταγωνισμό (π.χ. επιβολή δασμών στα κινεζικά προϊόντα που κατακλύζουν τις αμερικανικές αγορές).
Η ακραία νεοσυντηρητική αυτή αντίληψη, ενώ προσφεύγει στην αναφορά στην επιδείνωση της κοινωνικής θέσης των λαϊκών τάξεων, εντούτοις λειτουργεί σε μια κατεύθυνση επιβολής μιας διαταξικής και τελικά υπερταξικής θεώρησης των πραγμάτων. Η προσφυγή στην πατρίδα εκφράζει ακριβώς την επιβολή αυτή της καθαίρεσης των ταξικών ανταγωνισμών, και την σε τελική ανάλυση επιβολή των αστικών συμφερόντων ως συμφερόντων όλου του ενοποιημένου έθνους. Γι’ αυτό και η πολιτική της Αριστεράς δεν μπορεί παρά να στέκεται στον αντίποδα ακριβώς αυτής της αντίληψης και πρακτικής: Ανάδειξη της προτεραιότητας των ταξικών συμφερόντων των λαϊκών στρωμάτων έναντι των εθνικιστικών επικλήσεων, διαμόρφωση όρων εργατικής διεθνιστικής αλληλεγγύης έναντι των επιμέρους πατριωτισμών. Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση, όπου ενδεχομένως η Αριστερά επιχειρεί να μιλήσει με όρους εθνικούς και πατριωτικούς, ουσιαστικά πολιτεύεται στο γήπεδο της αντίπαλης ακραίας δεξιάς παράταξης, της οποίας η νομιμοποίηση ενισχύεται κατ’ αυτό τον τρόπο.
Θα αντιταχθεί προφανώς η ακόλουθη ένσταση: Εφόσον η Αριστερά υιοθετεί την πολιτική του εργατικού διεθνιστικού συντονισμού, προκειμένου να αντιμετωπίσει την εθνικιστική έξαρση, τότε τι επιδιώκει: Την διατήρηση και επαναφορά των όρων της νεοφιλελεύθερης διεθνοποίησης του κεφαλαίου (λ.χ. κοινό νόμισμα, ελεύθερες εμπορικές ανταλλαγές, απρόσκοπτη κίνηση κεφαλαίων κλπ.); Κάθε άλλο παρά αυτό μπορεί να συμβαίνει: Η Αριστερά αναδεικνύει τα αίτια της ανεργίας και της εξαθλίωσης σημαντικών τμημάτων των λαϊκών τάξεων, επικεντρώνεται δηλαδή στη λειτουργία των μηχανισμών της κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, και επιδιώκει την κατίσχυση των εργατικών ταξικών συμφερόντων έναντι των αστικών δυνάμεων της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Επιζητεί δηλαδή την επιβολή της εισοδηματικής αναδιανομής, του γενικευμένου εργατικού ελέγχου, της θέσης σε κοινωνικοποιημένη λειτουργία των επιχειρήσεων που συνεχώς εκκαθαρίζει η καπιταλιστική κρίση κλπ. Κατ’ αυτό τον τρόπο η εργατική ταξικότητα βρίσκεται κυριολεκτικά στον αντίποδα του ακροδεξιού εθνικό – πατριωτισμού.
Β) Σ΄ ένα δεύτερο επίπεδο η ανάδειξη και η επιμονή στον ξενοφοβικό και ρατσιστικό λόγο, οι μορφές σύγχρονης «εθνοκάθαρσης», η ύψωση «τειχών» στους κάθε είδους μετανάστες, γίνεται πραγματικά για να επιτευχθεί η «καθαρότητα» των εθνικών πληθυσμών, η αντιμετώπιση των «παραβατικών» συμπεριφορών των μεταναστών, η προστασία των εθνικών φυλετικών χαρακτηριστικών, ή αποσκοπεί σε επιδιώξεις που είναι ακόμη περισσότερο επικίνδυνες και εκμεταλλευτικές; Σε καμία αναπτυγμένη καπιταλιστική κοινωνία δεν υπήρξε και ούτε μπορεί να υπάρξει «αποστείρωση» του κάθε φορά «περιούσιου» λαού, τα μεταναστευτικά κύματα συνεχίζουν να λειτουργούν παρόλους τους θανάσιμους κινδύνους που εγκυμονούν οι διαδρομές τους, και δύσκολα θα σταματήσουν να εισρέουν, εφόσον η απόγνωση και εξαθλίωση στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες της Αφρικής, της Ασίας, της Αμερικής, ωθούν τους ανθρώπους στην αναζήτηση του πλέον στοιχειωδώς ανθρωπίνου μέλλοντος.
Στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες τα κύματα ρατσισμού και ξενοφοβίας δεν αποσκοπούν τόσο στην «εκδίωξη» των κάθε είδους μεταναστών, αλλά απεναντίας στην διαμόρφωση του κατάλληλου κλίματος τρομοκρατίας, έτσι ώστε η παροχή της εργασίας τους να γίνεται με τους πλέον ευτελείς όρους. Και επιπρόσθετα, αυτή η εντελώς απαξιωμένη απασχόληση, παράλληλα με την λειτουργία του σχετικού υπερπληθυσμού των ανέργων, να ασκούν τη μεγαλύτερη δυνατή πίεση στην ενεργό μισθωτή εργασία, προκειμένου να αποδεχθεί την αποψίλωση των εισοδημάτων και δικαιωμάτων της. Ένα πολυπληθές πλέγμα μικρομεσαίων επιχειρήσεων, εν αντιθέσει προς τις μεγάλες καπιταλιστικές μονάδες που βασίζονται κύρια στην εξαγωγή μορφών σχετικής υπεραξίας, χρησιμοποιεί την «μαύρη» εργασία των μεταναστών προκειμένου να στηρίξει την ανταγωνιστικότητα της επιχειρηματικής του δραστηριότητας. Γι’ αυτούς τους λόγους η πολιτική της Αριστεράς σ’ αυτό το πεδίο, πέραν της ανάδειξης του ζητήματος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χρειάζεται να επιδιώκει την ισότητα στις αμοιβές, στα δικαιώματα, στις συνθήκες εργασίας όλου του εργαζόμενου κόσμου, γεγονός που προστατεύει κατά τον πλέον αποτελεσματικό τρόπο και το κοινωνικό επίπεδο της εθνικής μισθωτής εργασίας.
Γ) Σ’ ένα τρίτο πεδίο, η σχετική εναντίωση του ακροδεξιού συντηρητισμού στις διαδικασίες καπιταλιστικής διεθνοποίησης, και η πριμοδότηση της στήριξης και ανάπτυξης των «εθνικών βιομηχανιών», η απόσχιση από τις ευρύτερες οικονομικές ολοκληρώσεις, η επιστροφή στα εθνικά νομίσματα, φαντάζουν από μια άποψη αναγκαία μέτρα απέναντι στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Βέβαια παρόλο που η πλειονότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων υποστηρίζει σθεναρά την ένταξη και λειτουργία στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Ευρωζώνη, εντούτοις δεν μπορεί παρά και τμήματα των επιμέρους εθνικών αστικών τάξεων να πριμοδοτούν τον «εθνικό» χαρακτήρα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, γιατί κατ’ αυτό τον τρόπο μπορούν να αντιμετωπίσουν τον οξύτατο διεθνή ανταγωνισμό.
Δυστυχώς μια τέτοια αντίληψη, τουλάχιστον από ποιοτική άποψη, χαρακτηρίζει οπτικές του ίδιου του αριστερού κινήματος: Πρωταρχική αποχώρηση από το κοινό νόμισμα και την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, επενδυτική στήριξη της «εθνικής» ανάπτυξης του καπιταλισμού, παραγωγική ανασυγκρότηση. Εφόσον επιτευχθούν αυτοί οι στόχοι σ’ ένα περιβάλλον «εθνικής» ανεξαρτησίας, θα μπορεί να αναδειχθεί το πεδίο για την λήψη «φιλολαϊκών» μέτρων, που να συμπληρώνουν την αυτοδύναμη καπιταλιστική ανάπτυξη. Και στις δύο περιπτώσεις ο «εθνικός» καπιταλισμός τίθεται κυριολεκτικά στο απυρόβλητο: Χαρακτηριστικό το σύνθημα στην πρόσφατη επέτειο του Πολυτεχνείου, από δυνάμεις της Αριστεράς: «Εμπρός λαέ σήκω και πολέμα, ΕΕ και ΔΝΤ σου πίνουνε το αίμα». Μέσα σ’ αυτό το συνθηματολογικό πλαίσιο που βρίσκεται ο ελληνικός καπιταλισμός, η κρίση υπερσυσσώρευσής του, οι μαζικές εκκαθαρίσεις επιχειρήσεων, η κατακόρυφη αποψίλωση μισθών και δικαιωμάτων, η υπερδιόγκωση της ανεργίας; Μα προφανώς τίθεται στο απυρόβλητο εφόσον για τα δεινά της ελληνικής εργατικής τάξης φταίνε οι «ξένοι» επικυρίαρχοι, και έτσι η όποια «ταξική» αντιπαράθεση διεξάγεται εκτός του πεδίου των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων.
Μ’ αυτά τα δεδομένα η Αριστερά δεν μπορεί παρά να θέτει στο επίκεντρό της την καπιταλιστική κρίση και τους όρους ριζοσπαστικής της υπέρβασης προς όφελος των δυνάμεων της μισθωτής εργασίας και σε βάρος του επιχειρηματικού κεφαλαίου. Ως απόρροια και μόνον μιας τέτοιας αντικαπιταλιστικής πολιτικής μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς κατά τρόπο ρηξικέλευθο και συγκρουσιακό τις επιβολές και τις υπαγορεύσεις της ζώνης του ευρώ. Διαφορετικά τα όρια μεταξύ της άκρας δεξιάς και Αριστεράς τείνουν να εξαφανιστούν, και η εθνικό-πατριωτική και αναπτυξιολογική πολιτική δυνάμεων της Αριστεράς να διευκολύνει τελικά αντικειμενικά (και ανεξαρτήτως προθέσεων) την άνοδο και ενίσχυση των νεοσυντηρητικών δυνάμεων.
Δ) Τέλος, σ’ ένα τέταρτο επίπεδο, το κύμα της ακροδεξιάς σε Ευρώπη και Αμερική, χαρακτηρίζεται από την επιδίωξη καθαίρεσης των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών, όπως και της φορολογίας του επιχειρηματικού κεφαλαίου (υποτίθεται εμπόδιου στην ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας): Μια τέτοια πολιτική στερεί τον κρατικό προϋπολογισμό από τα έσοδα φορολόγησης της καπιταλιστικής κερδοφορίας, επιρρίπτει ολόκληρο το βάρος της φοροδοτικής ικανότητας στους ώμους του εργαζόμενου λαού, και υπονομεύει ανοιχτά τη δυνατότητα διασφάλισης πόρων για τη λειτουργία της δημόσιας υγείας και εκπαίδευσης, για την κάλυψη της συνταξιοδοτικής δαπάνης κλπ.
Από αυτή την άποψη η παρέμβαση της Αριστεράς είναι κεφαλαιώδους σημασίας, αν μη τι άλλο γιατί το κοινωνικό κράτος πρόνοιας υπήρξε η σημαντικότερη κατάκτηση του λαϊκού κινήματος στην μέχρι σήμερα πορεία του. Και από αυτή την άποψη δεν μπορεί να προβάλλονται «υβριδικές» και «ερμαφρόδιτες» πολιτικές, που επιχειρούν να εντάξουν σταδιακά τις δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες, με διαδικασίες ΣΔΙΤ, στη σφαίρα επιχειρηματικής δραστηριότητας του ιδιωτικού κεφαλαίου. Χρειάστηκε ο βραβευμένος «Ντάνιελ Μπλέηκ» του Κεν Λόουτς για να υπενθυμίσει για μια καινούρια φορά την κατάσταση ολοκληρωτικής αποδιάρθρωσης του κοινωνικού κράτους πρόνοιας της υπερσυντηρητικής Βρετανίας. Έτσι για να μπορεί να λειτουργήσει ένα πλήρες δίκτυο δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών, είναι περισσότερο από αναγκαία η δραστική φορολογία της κερδοφορίας του κεφαλαίου.