Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο τεύχος 10 του περιοδικού "Κόκκινο" (καλοκαίρι 2018), στα πλαίσια αφιερώματος στο διεθνές "1968". Γίνεται σήμερα ιδιαίτερο επίκαιρο στις συζητήσεις γύρω από την εξέγερση ενάντια στο ρατσισμό και την αστυνομική βία στις ΗΠΑ, που ρίχνει διαφορετικό "φως" στην κατακλείδα του άρθρου.

Αν κανείς καλούταν τη δεκαετία του ’50 να προβλέψει τη χώρα από την οποία θα ξεκινούσε το επόμενο μεγάλο κύμα ριζοσπαστικής αμφισβήτησης του καπιταλισμού διεθνώς, οι ΗΠΑ μάλλον θα βρίσκονταν στις τελευταίες του επιλογές.

Η χώρα γνώριζε την εκρηκτική οικονομική ανάπτυξη της μεταπολεμικής περιόδου και βρισκόταν στο κέντρο των «χρυσών δεκαετιών» του καπιταλισμού. Ένα πολύ σοβαρό τμήμα του πληθυσμού είτε έβλεπε όντως το βιοτικό του επίπεδο να βελτιώνεται, είτε είχε την ελπίδα ότι αυτό θα βελτιωθεί. Ήταν η εποχή του American Dream. Και αυτή η κατάσταση έδειχνε μόνιμη: Η ταραχώδης (οικονομικά και πολιτικά) δεκαετία του ’30 έμοιαζε ένα μακρινό παρελθόν το οποίο δεν θα επέστρεφε ποτέ. Ήταν η εποχή μιας «μεταρρυθμιστικής αισιοδοξίας» κατά την οποία ανθούσαν ιδέες που ισχυρίζονταν ότι ο καπιταλισμός ήταν τελικά σε θέση να λύσει τις αντιφάσεις του (κάτι το οποίο παρήγαγε και το αντίστροφο αποτέλεσμα μιας «επαναστατικής απαισιοδοξίας», που θεωρούσε ότι η εργατική επανάσταση στον δυτικό κόσμο ήταν πλέον ανέφικτη).

Κοινωνικά, ήταν μια χώρα βαθιά συντηρητική. Στις διαφημιστικές αφίσες, στην τηλεόραση της εποχής κυριαρχούσε η γνώριμη εικόνα της χαμογελαστής απαστράπτουσας από ευτυχία και καλοσύνη νοικοκυράς, που περιμένει με την ποδιά της κι ένα ζεστό πιάτο φαΐ στο όμορφο σπίτι στα προάστια τον καλοντυμένο σύζυγο να γυρίσει επίσης χαρούμενος από την καλοπληρωμένη δουλειά και να χαιρετίσει τα ροδομάγουλα, κατάξανθα, σχεδόν βγαλμένα από αφίσες του Τρίτου Ράιχ παιδιά τους.

Ο κοινωνικός συντηρητισμός ήταν το «επίστρωμα» του πολιτικού συντηρητισμού. Είναι η εποχή του Ψυχρού Πολέμου. Οι ΗΠΑ έχουν περάσει από τη λαίλαπα του μακαρθισμού, ένα ασύλληπτο κυνήγι μαγισσών που μπόρεσε να εξουδετερώσει κάθε ριζοσπαστική φωνή στις ΗΠΑ. Όποιος επέκρινε την κυβέρνηση, όποιος διαδήλωνε, όποιος διατύπωνε την οποιαδήποτε αριστερή-προοδευτική άποψη (για τον πόλεμο, για το ρατσισμό, για τη φτώχεια κλπ) χαρακτηριζόταν αμέσως «συνοδοιπόρος των κομουνιστών» και «άνθρωπος της Μόσχας». Μαύρες λίστες, απολύσεις, διώξεις, εκκαθαρίσεις μέσα στο εργατικό κίνημα και τις κοινωνικές οργανώσεις είχαν επιβάλει σιωπητήριο. 

Εκτός από την «κατασταλτική» της πλευρά, η ιδεολογία του Ψυχρού Πολέμου είχε και την «ηγεμονική» της. Η εικόνα που φιλοτεχνούσε η αμερικανική άρχουσα τάξη για τον εαυτό της ήταν αυτή της «σπουδαιότερης δημοκρατίας στον πλανήτη», της ηγέτιδας δύναμης του «ελεύθερου κόσμου». Με τις δάφνες του «καλού πολέμου» ενάντια στη Γερμανία του Χίτλερ ακόμα φρέσκες, το «αντιολοκληρωτικό επιχείρημα», που πλέον στρεφόταν ενάντια στον κομουνισμό, μπορούσε να πείσει ευρύτερα. Πόσο μάλλον όταν το προωθούσε μια προπαγανδιστική μηχανή που σήμερα μπορεί να μας φαίνεται γκροτέσκα στην αισθητική και την επιχειρηματολογία της, αλλά η ισχύς, η μεθοδικότητα και η επιρροή της κάνει τους σημερινούς υποστηρικτές της θεωρίας «των δύο άκρων» να μοιάζουν μέλη αθώας φιλολογικής λέσχης προβληματισμού. Φυσικά η ίδια η σκληρή πραγματικότητα στην ΕΣΣΔ διευκόλυνε το έργο των θινκ τανκς, που πάσχιζαν να αποδείξουν ότι «οι Κόκκινοι» είναι η μεγαλύτερη απειλή για τις δημοκρατικές ελευθερίες. 

Στον αμερικανικό Νότο, επιβίωνε ακόμα η ρατσιστική νομοθεσία που προέκυψε μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο (γνωστή με το όνομα Τζιμ Κρόου), όταν μετά από μια ταραχώδη περίοδο όπου το στοίχημα της πραγματικής κοινωνικής δικαιοσύνης για τους πρώην σκλάβους μαύρους ήταν ανοιχτό, οι νικητές καπιταλιστές του Βορρά ήρθαν σε συνεννόηση με τους ηττημένους πρώην δουλοκτήτες του Νότου –σε βάρος των φτωχών μαύρων. Οι ρατσιστικές διακρίσεις δεν ήταν απλά νομοθετημένες: Θεωρούνταν «ακλόνητες» και αντιμετωπίζονταν ως «η φυσική τάξη πραγμάτων». 

Πίσω από αυτή τη «βιτρίνα» και κάτω από αυτό το «βράχο», εμφανίζονταν δειλά-δειλά κοινωνικές δυνάμεις που δυσφορούσαν. Στην αμερικανική νεολαία αναπτυσσόταν μια κουλτούρα αμφισβήτησης του συντηρητισμού κι αποστροφής απέναντι στο Αμερικανικό Όνειρο –που τα επόμενα χρόνια θα της έδιναν «φωνή» και «ήχο» άνθρωποι όπως ο Μπομπ Ντίλαν και η Τζόαν Μπαέζ, ή ο Τζίμι Χέντριξ. Κάποιοι από αυτούς τους νέους θα πήγαιναν πέρα από τη γενική κουλτούρα «φυγής» ή αμφισβήτησης του «συντηρητισμού», θα ανακάλυπταν ότι «η μεγαλύτερη δημοκρατία του πλανήτη» δεν είναι και τόσο δημοκρατική, ότι οι φιλελεύθερες ιδέες, που διδάσκονταν στα πανεπιστήμιά τους, δεν είχαν αντανάκλαση στην κοινωνία γύρω τους και θα έμπαιναν στον αγώνα για να την αλλάξουν. 

Αυτή η αντίφαση όμως –μεταξύ εικόνας και πραγματικότητας– θα δεχόταν την πιο ισχυρή αμφισβήτηση εκεί όπου ήταν πιο βάναυση και εκρηκτική: στον αμερικανικό Νότο. Εκεί, το «αντι-ολοκληρωτικό επιχείρημα» μετά την «αντιφασιστική νίκη» δεν είχε κανέναν αντίκτυπο στον μαύρο πληθυσμό. Τα πράγματα λειτούργησαν αντίθετα. Στον «Καλό Πόλεμο» συμμετείχαν πολλοί μαύροι στρατιώτες, που πίστευαν ότι πολεμούν ενάντια στην ιδέα της λευκής ανωτερότητας και του φυλετισμού. Και γύρισαν στα σπίτια τους στην Αλαμπάμα και τον Μισισίπη για να δουν ότι, στην ίδια τους τη χώρα, η λευκή ανωτερότητα και ο φυλετισμός παραμένουν ακλόνητα. Στις τάξεις του μαύρου πληθυσμού άρχιζε να γίνεται δημοφιλής η ιδέα ότι, αφού γκρεμίστηκε η Γερμανία του Χίτλερ, τώρα ήρθε η ώρα να γκρεμιστεί ο Τζιμ Κρόου στις Πολιτείες του Νότου. 

Το αμερικανικό «έτος 1968» υπήρξε η στιγμή που οι διάφορες «αμφισβητήσεις», οι διάφορες κοινωνικές δυνάμεις και τα κινήματα που έχτιζαν τη δεκαετία του ’60, συναντήθηκαν και η συνάντησή τους προκάλεσε μια κοινωνική έκρηξη ριζοσπαστισμού. Το Βιετνάμ και ο «πόλεμος κατά του πολέμου» ήταν ο ένας μεγάλος πυλώνας του αμερικανικού 1968 (βλ. διπλανές σελίδες). Αλλά σε αυτή τη διαδικασία, υπήρξε καταλυτικός ο ρόλος του κινήματος των μαύρων, στον οποίο είναι αφιερωμένο το άρθρο που ακολουθεί. 

Η τροχιοδεικτική βολή...

Όλα ξεκίνησαν στον αμερικανικό Νότο. Βρισκόμαστε ακόμα στο 1955, στο Μοντγκόμερι, όταν η Ρόζα Παρκς αρνείται να παραχωρήσει τη θέση της στο λεωφορείο σε λευκό επιβάτη (ο οποίος βάση νόμου δικαιούταν να καθίσει μπροστά, ενώ οι μαύροι υποχρεούνταν να κάθονται πίσω). Αυτή η ατομική πράξη αντίστασης βρήκε εύφορο έδαφος και οδήγησε στο ιστορικό μποϊκοτάζ των λεωφορείων του Μοντγκόμερι, που κράτησε 385 μέρες και οδήγησε στην άρση των φυλετικών διαχωρισμών στα λεωφορεία το 1957. Ήταν η πρώτη νίκη του μαύρου πληθυσμού και κυρίως η πρώτη που επιτεύχθηκε μέσα από τη δική του κινητοποίηση. Μια δικαστική απόφαση του 1954 κατά του διαχωρισμού λευκών-μαύρων στα σχολεία είχε μείνει στα χαρτιά. Ο αγώνας στο Μοντγκόμερι ήταν το πρώτο δείγμα της μαζικής θέλησης των μαύρων να αγωνιστούν οι ίδιοι ενεργά ενάντια στη ρατσιστική νομοθεσία. Ήταν ένας αγώνας που θεωρείται πρόδρομος αυτού που στη συνέχεια θα γινόταν γνωστός ως Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα. Ήταν ένας αγώνας στον οποίο έπαιξε ηγετικό ρόλο (με τίμημα την πυρπόληση του σπιτιού του) και με τον οποίο κέρδισε μεγάλο σεβασμό ένας νεαρός μαύρος ιερέας από την Ατλάντα, με το όνομα Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. 

Το Μοντγκόμερι ήταν μια τροχιοδεικτική βολή. Τα επόμενα χρόνια οι προσπάθειες των μαύρων, μεμονωμένα, να καταργήσουν τους διαχωρισμούς στην πράξη συνάντησαν την αντίδραση των λευκών του Νότου. Ανασυγκροτημένες συμμορίες της Κου Κλουξ Κλαν και Συμβούλια Λευκών Κατοίκων πραγματοποιούσαν επιθέσεις σε μαύρους και κινητοποιούσαν τον λευκό πληθυσμό υπέρ της ρατσιστικής νομοθεσίας των Νότιων Πολιτειών.

Το Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα

Η εποχή της μαζικής άμεσης δράσης των μαύρων θα ξεκινούσε το 1960. Την 1η Φλεβάρη, σε μια καφετέρια στο Γκρίνσμπορο, 4 μαύροι φοιτητές αρνούνται να φύγουν από τις θέσεις τους, όταν το κατάστημα τους ενημερώνει ότι εξυπηρετεί μόνο λευκούς, και παραμένουν σε αυτές μέχρι να κλείσει. Βάζουν σε κίνηση μια χιονοστοιβάδα. Την επόμενη μέρα, στα τραπεζάκια της καφετέριας κάθονται 23 μαύροι φοιτητές που αρνούνται να φύγουν. Την τρίτη μέρα εμφανίζονται 63. Την τέταρτη μέρα, πάνω από 300 μαύροι φοιτητές βρίσκονται στο χώρο. Μέσα σε δύο εβδομάδες, αντίστοιχες δράσεις συμβαίνουν σε 15 διαφορετικές πόλεις του Νότου, με τη συμμετοχή τουλάχιστον 50 χιλιάδων μαύρων φοιτητών. Ως το τέλος της χρονιάς, αντίστοιχες δράσεις είχαν οργανωθεί σε 100 πόλεις του αμερικάνικου Νότου, με τη συμμετοχή ακόμα περισσότερων. Πολλοί από αυτούς καταλαβαίνουν ότι, όταν δεν υπάρχουν οργανώσεις ή οι παλιές οργανώσεις δεν αρκούν, χρειάζονται καινούργιες. Και τον Απρίλη του 1960 συναντιούνται για να ιδρύσουν τη SNCC,τη Φοιτητική Μη-Βίαιη Συντονιστική Επιτροπή, μέσα από την οποία θα «παραγόταν» ένα ολόκληρο στρώμα ακτιβιστών-ηγετών. 

Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’60 ήταν χρόνια μαζικής δράσης και πολιτικής ανυπακοής σε όλο τον αμερικάνικο Νότο, με χιλιάδες και χιλιάδες μαύρους να επιχειρούν να καταργήσουν τους ρατσιστικούς διαχωρισμούς στην πράξη, με καθιστικές διαμαρτυρίες, καταλήψεις, πορείες σε χώρους «μόνο για λευκούς» κ.ο.κ. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ  θεωρούταν ο «δημόσιος εκπρόσωπος» αυτού του κινήματος και η οργάνωσή του, το SCLC (Συνέδριο Νότιας Χριστιανικής Ηγεσίας), ήταν ένα δίκτυο «επαγγελματιών ακτιβιστών» που εμφανιζόταν από πόλη σε πόλη για να «παρέχει καθοδήγηση» σε όποιον αγώνα ξεσπούσε. Αυτό προκαλούσε και εντάσεις: Οι ακτιβιστές του SNCC, που έδιναν έμφαση στην ανάδειξη «τοπικών ηγεσιών», δυσφορούσαν από αυτή την πρακτική. 

Παρ’ όλα αυτά, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ αποτελούσε δίκαια τη φωνή του κινήματος: Δεν ήταν μόνο ο πρωταγωνιστικός του ρόλος, η απεριόριστη ενέργεια που διέθετε στον αγώνα και το ρητορικό του χάρισμα.Οι ιδέες του ήταν αυτές που πράγματι κυριαρχούσαν σε όλες τις δυνάμεις που αγωνίζονταν τότε. Αυτές αφορούσαν την επιμονή σε μη-βίαιες κινητοποιήσεις, οι οποίες αντιμετωπίζοντας την καταστολή των αστυνομικών αρχών, αλλά και των ρατσιστικών συμμοριών, είχαν στόχο να ευαισθητοποιήσουν τη λευκή κοινή γνώμη στον «προοδευτικό» Βορρά και να υποχρεώσουν την κεντρική κυβέρνηση σε διαπραγματεύσεις, με τις οποίες θα επιλύονταν τα ζητήματα.

Η οργάνωσή του, παρά τις κριτικές που δεχόταν, έπαιξε καθοριστικό ρόλο σε μάχες όπως η «καμπάνια του Μπέρμιγχαμ» την άνοιξη του 1963. Χιλιάδες συνελήφθηκαν (γέμισαν τα κελιά και χρειάστηκε να φτιαχτούν νέα αυτοσχέδια), ειρηνικοί διαδηλωτές δέχτηκαν επιθέσεις με μάνικες (και το νερό σε πίεση ικανή να σπάσει πέτρες από «κράματα» ή να ξηλώσει το φλοιό δέντρου) και όταν κάποιοι από αυτούς εξοργισμένοι έπαψαν να είναι ειρηνικοί, δέχτηκαν επιθέσεις από τα λυκόσκυλα της αστυνομίας. Η καμπάνια του Μπέρμιγχαμ πέτυχε τελικά τον τερματισμό των διαχωρισμών σε όλη την πόλη και οδήγησε στην έξοδο και το δήμαρχο και τον διαβόητο Γιουτζίν Κόνορ, τον αστυνομικό διευθυντή με το προσωνύμιο «Ταύρος».

Πέρα από τη νίκη στο ίδιο το Μπέρμιγχαμ, οι εικόνες που μεταδόθηκαν από τα ΜΜΕ, συγκλόνισαν τη χώρα. Τα «πολιτικά δικαιώματα» των μαύρων θεωρούνταν το πιο επείγον ζήτημα της χώρας από το 4% των Αμερικανών. Μετά το Μπέρμιγχαμ, σκαρφάλωσε στο 52%. Στον ίδιο το Νότο, η νίκη έδωσε φτερά στο κίνημα των μαύρων: τους δύο πρώτους μήνες του καλοκαιριού του 1963 έγιναν 758 διαδηλώσεις σε 186 πόλεις (που κατέληξαν σε 14.733 συλλήψεις).

Κορυφαία στιγμή εκείνης της περιόδου του Κινήματος για τα Πολιτικά Δικαιώματα ήταν η διάσημη Πορεία στην Ουάσινγκτον. Αξιοποιώντας τον αντίκτυπο του Μπέρμιγχαμ, αλλά και αντιμέτωπες με την αδράνεια της κεντρικής κυβέρνησης (πέρα από τη ρητορική στήριξη), οι μαύρες ηγεσίες αποφάσισαν ότι μια μεγάλη πορεία στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ θα έβαζε το ζήτημα στην κεντρική πολιτική σκηνή πιο αποτελεσματικά. Σε μια εποχή που η κεντρική διαδήλωση στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ δεν ήταν συνηθισμένη πρακτική των κινημάτων, τον Αύγουστο του 1963, λεωφορεία, τρένα και αεροπλάνα από κάθε γωνιά της χώρας μετέφεραν πάνω από 250.000 μαύρους διαδηλωτές, οι οποίοι κατέκλυσαν την Ουάσινγκτον, σε μια ιστορική συγκέντρωση στην οποία ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έβγαλε τον λόγο που έγινε διάσημος για τον εκτός κειμένου αυτοσχεδιασμό του: «I have a dream…». 

Τον Ιούλη του 1964, ψηφίζεται τελικά ο Νόμος για τα Πολιτικά Δικαιώματα. Εκείνη η στιγμή της νίκης γίνεται και η στιγμή της πρώτης δοκιμασίας για το κίνημα των μαύρων. Από την πρώτη στιγμή γίνεται κατανοητό ότι η ψήφιση του νόμου δεν σημαίνει και εφαρμογή του. Η στάση της ίδιας της κεντρικής κυβέρνησης αφήνει τεράστια περιθώρια ελευθερίας κι ευελιξίας στις Πολιτειακές Αρχές του Νότου, ως προς την εφαρμογή της. Οι οποίες προφανώς αρνούνται την εφαρμογή της. Στο ίδιο το Μπέρμιγχαμ, το σύμβολο της προόδου του κινήματος, η ανενόχλητη ρατσιστική τρομοκρατία υπενθύμιζε τη σκληρή πραγματικότητα: Λίγες μόνο μέρες μετά από την ιστορική ομιλία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στην Ουάσινγκτον, το κλίμα γενικευμένης ευφορίας συγκλόνισε μια βομβιστική επίθεση της Κου Κλουξ Κλαν, που σκότωσε τέσσερα μικρά μαύρα κορίτσια. Και αυτό ήταν μόνο ένα αποτρόπαιο παράδειγμα μιας συστηματικής εκστρατείας βίας και τρομοκρατίας…

Ο αγώνας στο Νότο συνεχίστηκε με τις ίδιες μορφές και παρόμοιες ιδέες: Η μαζική μη-βίαιη πολιτική ανυπακοή, διεκδικώντας την εφαρμογή της νομοθεσίας και αντιμετωπίζοντας ρατσιστική καταστολή και ακροδεξιά βία, θα υποχρέωνε την ομοσπονδιακή κυβέρνηση να κινηθεί για να επιβάλει αυτή τον νόμο. Η πορεία από τη Σέλμα στο Μοντγκόμερι (που έγινε πρόσφατα και ταινία) είναι ενδεικτική εκείνης της περιόδου και των δυσκολιών της. Παρά κάποιες επιμέρους νίκες, η επιτυχία του Μπέρμιγχαμ αποδείχθηκε πολύ δύσκολο να επαναληφθεί όποτε συναντούσε «ρατσιστικό τοίχος» στις τοπικές Αρχές ή τις τοπικές κοινωνίες, ενώ η κεντρική κυβέρνηση, στην οποία επένδυαν οι μαύρες ηγεσίες, «έσερνε τα πόδια της». 

Στο νέο τοπίο που έχει διαμορφωθεί μετά τη ψήφιση της νομοθεσίας το  1964 και την τυπική αναγνώριση της ισότητας, ανοίγει μια μεγάλη συζήτηση στο εσωτερικό του κινήματος των μαύρων, που κωδικοποιείται σε τρία ερωτήματα, αλληλένδετα μεταξύ τους:

• Μας αρκεί να καθόμαστε στα ίδια παγκάκια και να πηγαίνουμε στις ίδιες τουαλέτες; Αυτό είναι η πραγματική δικαιοσύνη και ισότητα;

• Το Δημοκρατικό Κόμμα και η κεντρική κυβέρνηση είναι όντως σύμμαχοι στον αγώνα μας, που δεν πρέπει να τους «τρομάξουμε» με ριζοσπαστικές θέσεις ή δράσεις, ώστε να υπολογίζουμε στην βοήθειά τους ενάντια στις ρατσιστικές Πολιτειακές Αρχές του Νότου;

• Τι γίνεται με τη φτώχεια που μαστίζει τις μαύρες κοινότητες όχι μόνο στο ρατσιστικό Νότο, αλλά και στον «ανεκτικό» Βορρά, όπου κυβερνούν οι «φιλελεύθεροι» που, τάχα, υποστηρίζουν την ισότητα; 

Ήταν ερωτήματα που έβαζαν σε αμφισβήτηση τις ιδέες που κυριαρχούσαν στο Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα. Πίσω από το δόγμα της «μη-βίας» του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ κρυβόταν μια ολόκληρη πολιτική στρατηγική: Μια «μονοθεματικότητα» γύρω από τη νομοθεσία για τους μαύρους, που απέφευγε κοινωνικές γενικεύσεις, για να μη διαταραχθούν οι σχέσεις με την κυβέρνηση και μια τακτική «lobbying» απέναντι στο Δημοκρατικό Κόμμα, με τον κύκλο γύρω από τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ να λειτουργεί ως «μεσολαβητής» με τον πρόεδρο των ΗΠΑ («δώστε μου κάποιες νίκες, για να μπορέσω να συνεχίσω να κηρύττω τη μετριοπάθεια και την υπομονή»).

Ήταν ερωτήματα που πήραν πολύ σκληρές απαντήσεις το καλοκαίρι του 1964. Επικρατούσε ακόμα γενικευμένη ευφορία από την πρόσφατη ψήφιση του Νόμου για τα Πολιτικά Δικαιώματα, όταν η SNCC επιχείρησε να εκλέξει μαύρους συνέδρους από το Μισισίπη για το πανεθνικό Συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος στην Ατλάντα (ως απάντηση στους λευκούς συνέδρους της βαθιά ρατσιστικής οργάνωσης του κόμματος στο Μισισίπη που απέκλειε τους μαύρους από τη συμμετοχή στις προκριματικές). Στο ίδιο το συνέδριο, οι μαύροι σύνεδροι δεν γίνονται δεκτοί και αποβάλλονται, ενώ έξω από το συνέδριο η διαδήλωση υποστήριξής τους καταστέλλεται. Όπως είπε ο αγωνιστής Τζον Λιούις: 

«Παίξαμε με βάση τους κανόνες, κάναμε όλα όσα υποτίθεται ότι έπρεπε να κάνουμε, παίξαμε το παιχνίδι ακριβώς όπως απαιτείται να παίζεται, φτάσαμε έξω από την πόρτα και μας την έκλεισαν στα μούτρα». 



Η γέννηση της Μαύρης Δύναμης

Τα γεγονότα στην Ατλάντα το 1964 αποτέλεσαν ένα τεράστιο σοκ κι ένα σημείο καμπής. Με τα λόγια ανώνυμων αγωνιστών της SNCC: «Η διαχωριστική ανάμεσα στην [«καλή»] κεντρική κυβέρνηση και τις [«κακές»] πολιτειακές κυβερνήσεις που χρησιμοποιούσαμε για να χτίσουμε το κίνημα, είχε διαλυθεί. Τώρα η αντιπαράθεση ήταν ανάμεσα στον λαό και τόσο τις πολιτειακές όσο και την κεντρική κυβέρνηση», ή «μετά την Ατλάντα, ο αγώνας δεν ήταν πια απλά για τα πολιτικά δικαιώματα, αλλά αγώνας για τη συνολική απελευθέρωσή μας». Με τα λόγια ενός άλλου μαύρου αγωνιστή, του Κλίβελαντ Σέλερς: «Ποτέ ξανά δεν θα εξαπατηθούμε από το να πιστέψουμε ότι καθήκον μας είναι απλά να αποκαλύπτουμε τις αδικίες, για να περιμένουμε μετά να τις εξαλείψουν οι “καλοί άνθρωποι” της Αμερικής».

Αν στον αμερικανικό Νότο ερχόταν το τέλος των αυταπατών των μαύρων για τους Δημοκρατικούς και για την πολιτική ισότητα, στον αμερικανικό Βορρά τα αδέρφια τους είχαν ζήσει για πολύ περισσότερα χρόνια την κοροϊδία «φιλελεύθερων» δημάρχων και κυβερνητών, που στήριζαν ρητορικά τα πολιτικά δικαιώματα στο Νότο, ενώ βύθιζαν τους μαύρους στην περιθωριοποίηση στις δικές τους πόλεις. Και τον Αύγουστο του 1965, στο Γουότς του Λος Άντζελες ξεσπά η πρώτη τόσο μαζική βίαιη εξέγερση του μαύρου πληθυσμού, που καταλήγει σε εκτεταμένες συγκρούσεις με την αστυνομία και την Εθνοφρουρά, που κρατάνε 6 μέρες και έχουν 34 νεκρούς. Η φράση «black riots» (μαύρες βίαιες εξεγέρσεις) μπαίνει δυναμικά στο αμερικάνικο πολιτικό λεξιλόγιο.

Στους εξοργισμένους ειρηνικούς διαδηλωτές της Ατλάντα και στους εξεγερμένους του Γουότς γεννήθηκε ένα νέο ρεύμα, που αποτελεί «συνέχεια» του Κινήματος για τα Πολιτικά Δικαιώματα, αλλά και «τομή» σε σχέση με τις ιδέες και τις πρακτικές του. Σε αυτό το νέο μαχητικότερο κίνημα θα έδινε όνομα ο μαύρος ριζοσπάστης αγωνιστής ηγέτης Στόουκλι Κάρμαϊκλ, που αργότερα θα άλλαζε το όνομά του στο πιο «αφρικανικό» Κουάμε Τουρέ. Ήταν ο πρώτος που στη διάρκεια μιας διαδήλωσης το 1966 έριξε το σύνθημα «Black Power!». Μαύρη Δύναμη!

Αν ο Κάρμαϊκλ είναι ο «νονός» του κινήματος της Μαύρης Δύναμης, ένας άλλος μαύρος ηγέτης αποτέλεσε το σύμβολό του. Αν και ήδη νεκρός, όταν αυτό φούντωνε, ήταν ο «προφήτης» του για χιλιάδες νεαρούς μαύρους. Ήταν ο Μάλκολμ Χ. 

Η διαδρομή του Μάλκολμ Χ, η εξέλιξη των ιδεών του και οι αντιφάσεις του θα μπορούσαν εύκολα να αποτελέσουν ένα ξεχωριστό άρθρο. 

Μάλκολμ Χ

Υπήρξε για χρόνια ηγετικό στέλεχος του Έθνους του Ισλάμ. Ήταν μια οργάνωση που συνδύαζε τον «μαύρο εθνικισμό» με μια πολύ ετερόδοξη ερμηνεία του Ισλάμ και μια περίεργη θεωρία για τους «μαύρους ασιάτες», που απήχθηκαν από τη Μέκκα πριν 400 χρόνια και οδηγήθηκαν στην Αμερική. Ο ηγέτης του Έθνους του Ισλάμ, Ελάιζα Μοχάμεντ, συνέχιζε μια παλιότερη παράδοση μαύρου εθνικισμού, που καλούσε τους αφροαμερικάνους να αναπτύξουν μια δική τους, αυτόνομη κι αυτάρκη κοινωνία στις ΗΠΑ, με τις δικές τους επιχειρήσεις και θεσμούς, και προσέθεσε σε αυτή μια θρησκευτική διάσταση. 

Το Έθνος του Ισλάμ ήταν μια βαθιά συντηρητική οργάνωση (στα ήθη, στη θέση των γυναικών, στην άποψη για τους Εβραίους κ.ο.κ.), με πολύ αυστηρή ιεραρχία στο εσωτερικό της και ανοιχτά φιλο-καπιταλιστική: το ζήτημα δεν ήταν το σύστημα του κέρδους, αλλά ο αποκλεισμός των μαύρων από τις «ευκαιρίες» να επιδιώξουν και οι ίδιοι να βγάλουν κέρδος. Ο Ελάιζα Μοχάμεντ στην ουσία επεδίωκε την άνοδο μιας «μαύρης αστικής τάξης» (μέλος της οποίας θα ήταν ασφαλώς και ο ίδιος) που, για να ανέλθει, θα χρησιμοποιούσε την εργασία των μαύρων, την κατανάλωση των μαύρων κ.ο.κ. 

Αν και διέθετε έναν μαζικό αριθμό πειθαρχημένων και αφοσιωμένων μελών, παρέμενε από άποψη έξω από τα υπαρκτά κινήματα των μαύρων και είχε αυστηρή άποψη «αποχής από την πολιτική». Ο Μάλκολμ Χ αποδεχόταν για χρόνια αυτό το πλαίσιο, αν και φρόντιζε να το «χρωματίζει». Για παράδειγμα, υπερασπιζόταν την εχθρότητα του Έθνους του Ισλάμ απέναντι στο Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα (ο Μοχάμεντ ήταν οπαδός του «διαχωρισμού» λευκών και μαύρων), αλλά φρόντιζε να διατυπώνει κριτικές που πήγαιναν τη συζήτηση αλλού και κάλυπταν ένα πιο ριζοσπαστικό ακροατήριο, όπως ο μη-βίαιος χαρακτήρας του, η σχέση του με την κυβέρνηση των Δημοκρατικών, το ότι δεν αντιμετώπιζε τα προβλήματα της φτώχειας και των γκέτο στο Βορρά. Από αυτή τη σκοπιά εξαπέλυσε μια βιτριολική επίθεση στην Πορεία στην Ουάσινγκτον: Η αυτολογοκρισία των ομιλητών, μετά από παρέμβαση της ίδιας της κυβέρνησης, τον έκανε να μιλήσει για τη «Φάρσα της Ουάσινγκτον». Όμως αυτό δεν αναιρούσε το ότι, καθώς αναπτυσσόταν το μαζικότερο κίνημα μαύρων στην ιστορία, ο ίδιος και η οργάνωσή του στέκονταν στο περιθώριο. Δεν αναιρούσε ότι το Έθνος του Ισλάμ δεν είχε τίποτε να πει για τους χιλιάδες μαύρους που ξυλοκοπούνταν και συλλαμβάνονταν στους μεγάλους αγώνες στον αμερικανικό Νότο. 

Αντίστοιχα ζητήματα βίωνε και στο ζήτημα της εμπλοκής του Έθνους του Ισλάμ σε αγώνες. Ο Μάλκολμ Χ, όταν υπήρχε ευνοϊκή ευκαιρία που του επέτρεπε να κινηθεί (π.χ. μια αστυνομική επίθεση σε μέλος της οργάνωσης), οργάνωνε άμεσα κινητοποίηση στο δρόμο. Αλλά πάντοτε σκόνταφτε στην άρνηση της ηγεσίας να οργανώσει πιο μόνιμες και γενικευμένες καμπάνιες ενάντια γενικότερα στην αστυνομική βία. Τα μέλη της οργάνωσης εμφανίζονταν σπάνια και στέκονταν πάντοτε βλοσυρά στο περιθώριο των διαδηλώσεων της μαύρης κοινότητας. 

Η ευαισθησία του Μάλκολμ Χ απέναντι σε αυτά τα ζητήματα τον έθεσε σε τροχιά διαφοροποίησης από την οργάνωσή του. Όπως το έθετε ο ίδιος, δηλώνοντας «ο μοναδικός από τα στελέχη μας που επικοινωνεί με τον κόσμο έξω από την οργάνωση»

«Στις κοινότητες των νέγρων ακούγεται όλο και πιο συχνά ότι αυτοί οι Μουσουλμάνοι είναι σκληροί στα λόγια, αλλά είναι μόνο λόγια. Δεν κάνουν ποτέ τίποτα, εκτός αν κάποιος πειράξει κάποιον δικό τους».

Τα σκάνδαλα γύρω από την ηγεσία του Έθνους του Ισλάμ και τον ίδιο τον Ελάιζα Μοχάμεντ, η εχθρότητα ηγετικών κύκλων απέναντι στις παρεκκλίσεις του Μάλκολμ Χ από τη γραμμή (και απέναντι στη μεγάλη δημοφιλία του), τον είχε οδηγήσει σε τροχιά ρήξης με την οργάνωση. Αυτή ολοκληρώθηκε και οργανωτικά το 1964, με αφορμή το σκωπτικό δημόσιο σχόλιό του για τη δολοφονία Κένεντι, που προκάλεσε σάλο: «the chickens have come home to roost» («οι κότες γύρισαν πίσω για να κουρνιάσουν», μια αμερικανική έκφραση που ταιριάζει στο ελληνικό «ό,τι σπείρεις θα θερίσεις»).

Παρά την αποχώρησή του, από τα προηγούμενα χρόνια είχε κερδίσει τον σεβασμό χιλιάδων μαύρων, που δεν πείθονταν τόσο από το Έθνος του Ισλάμ όσο από τον ίδιο. Με τα λόγια της μαύρης ποιήτριας και ακτιβίστριας Σόνια Σάντσεζ: «Τα έβαζε με την Αμερική εκ μέρους μας». Στην πρώτη του δήλωση, μετά το «σιωπητήριο» που είχε επιβληθεί μετά τη δήλωση για τον Κένεντι, ανήκει ένα από τα πιο διάσημα ρητορικά του σχήματα: 

«Αν καρφώσεις ένα μαχαίρι στην πλάτη μου και το χώσεις 9 ίντσες μέσα και μετά το τραβήξεις 6 ίντσες προς τα έξω, αυτό δεν είναι πρόοδος. Αν τραβήξεις όλο το μαχαίρι έξω, επίσης δεν είναι πρόοδος. Πρόοδος είναι να γιατρέψεις το τραύμα που προκάλεσε η μαχαιριά. Και δεν έχουν καν τραβήξει το μαχαίρι, πόσο μάλλον να γιατρέψουν το τραύμα. Δεν παραδέχονται καν ότι υπάρχει το καρφωμένο μαχαίρι». 

Ο Μάλκολμ Χ διατήρησε τον μαύρο εθνικισμό ως ιδεολογία, αλλά απομακρύνθηκε από την εκδοχή που είχε διδαχθεί. Ο δικός του μαύρος εθνικισμός ήταν «επαναστατικός» σύμφωνα με τον ίδιο. Εξαπέλυε τις πιο σκληρές του επιθέσεις στη «μαύρη αστική τάξη», στους «σύγχρονους μπαρμπα-Θωμάδες», σε εκείνους που «είναι μαύροι απέξω, αλλά λευκοί από μέσα». Αλλά την ίδια ώρα εξακολουθούσε να πιστεύει σε ένα μοντέλο «μαύρης οικονομικής ενδυνάμωσης», φέρνοντας ως παράδειγμα την Τσάιναταουν για τους Κινέζους. Είχε πάψει να αναφέρεται στους «λευκούς διαβόλους», αλλά δεν έπαψε να ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να υπάρξει αλληλεγγύη μεταξύ μαύρων και λευκών εργατών. Την ίδια ώρα δήλωνε ότι «πρέπει να χτιστεί ένας καινούργιος κόσμος… Εγώ θα ενώσω τις δυνάμεις μου με οποιονδήποτε –δεν με νοιάζει το χρώμα του– θέλει να αλλάξει αυτή την άθλια κατάσταση, που επικρατεί στον πλανήτη». Άλλες στιγμές εξηγούσε ότι «δεν μπορεί να υπάρξει ο καπιταλισμός χωρίς το ρατσισμό», για να καταλήξει ότι, αν τύχει να πέσει κανείς (παραδόξως) πάνω σε αντιρατσιστή λευκό, το πιθανότερο αυτός να είναι σοσιαλιστής. 

Παρ’ όλες τις αντιφάσεις του, που 50 χρόνια μετά συνεχίζουν να τροφοδοτούν την αέναη συζήτηση «πού θα κατέληγε ο Μάλκολμ Χ, αν ζούσε περισσότερο;» με τις πιο διαφορετικές απαντήσεις να κυκλοφορούν, η ουσία είναι ότι διαμόρφωσε έναν «πυρήνα» ιδεών, ο οποίος συναντήθηκε με τη μαύρη ριζοσπαστικοποίηση μετά το 1964 και τον έκανε σύμβολο.

• Η αδιάλλακτη πίστη του στη μαύρη αυτοδιάθεση, η έκκληση στους μαύρους να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους, αψηφώντας τα μεγάλα πολιτικά κόμματα, αλλά και τους «μπαρμπα-Θωμάδες» ηγέτες. 

• Η υπεράσπισή του στο δικαίωμα των μαύρων στην αυτοάμυνα. Σε μια εποχή που το «μη-βίαιο» κήρυγμα του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ερχόταν σε αντίφαση με τη σκληρή ρατσιστική καθημερινή βία που αντιμετώπιζαν χιλιάδες μαύροι, η έμφαση που έδινε όποτε επαναλάμβανε σε ομιλίες του το δικαίωμα των μαύρων να αμυνθούν στη ρατσιστική βία «με ΚΑΘΕ αναγκαίο μέσο», έκανε το «by ANY means necessary» σύνθημα μιας ολόκληρης γενιάς.

• Η επίθεσή του στο πολιτικό σύστημα, στα δύο μεγάλα κόμματα και στην Αμερική γενικότερα, που συναντούσε την οργή των διαψευσμένων προσδοκιών απέναντι στους Δημοκρατικούς: 

«Δεν είμαι ούτε Ρεπουμπλικάνος, ούτε Δημοκρατικός, ούτε Αμερικάνος… Είμαι ένα από τα 22 εκατομμύρια μαύρα θύματα των Δημοκρατικών, ένα από τα 22 εκατομμύρια μαύρα θύματα των Ρεπουμπλικάνων, ένα από τα 22 εκατομμύρια μαύρα θύματα του Αμερικανισμού. Δεν μιλώ ως Δημοκρατικός ή ως Ρεπουμπλικάνος ή ως Αμερικάνος. Μιλώ ως θύμα της υποτιθεμένης Αμερικανικής Δημοκρατίας».

• Αυτός ο «αντιαμερικανισμός» του συναντήθηκε με μια ιδιαίτερη εκδοχή του «μαύρου εθνικισμού», που έπαψε να βλέπει τους αφροαμερικανούς ως «μειονότητα που θέλει να ενσωματωθεί στη λευκή Αμερική», αλλά ως «μέρος της παγκόσμιας πλειονότητας μαύρων, καφέ, κίτρινων, κόκκινων, που αγωνίζονται ενάντια στη λευκή Αμερική». Αυτή την ιδέα εξελίσσει περισσότερο, αποτελώντας τον πρώτο που εισάγει τον αντι-ιμπεριαλισμό στο μαύρο κίνημα. Έμπρακτα: με τα ταξίδια του στην Αφρική, τις συναντήσεις του με ηγέτες αντι-αποικιακών κινημάτων. Αλλά και θεωρητικά: Αντιλαμβάνεται τους μαύρους των ΗΠΑ ως θύματα της ίδιας αποικιοκρατίας που βασανίζει τον Τρίτο Κόσμο και κάνει λόγο για κοινό αγώνα. 

Το Φλεβάρη του 1965 θα δηλώσει: 

«Είναι λάθος να βλέπουμε την εξέγερση των νέγρων απλώς ως φυλετική διαμάχη μαύρου εναντίον λευκού ή ως αποκλειστικά αμερικανικό ζήτημα. Αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι η παγκόσμια εξέγερση των καταπιεσμένων ενάντια στους καταπιεστές, των εκμεταλλευόμενων ενάντια στους εκμεταλλευτές». 

Λίγες μέρες μετά ο Μάλκολμ Χ θα δολοφονηθεί. Ο ίδιος δεν πρόλαβε να βάλει τις νέες ριζοσπαστικές ιδέες του σε πράξη, ούτε είχε την ευκαιρία να συνεχίσει να τις εξελίσσει. Όμως λίγους μήνες μετά τον θάνατό του, η αυτοβιογραφία του έγινε ανάρπαστη και «βιβλίο αναφοράς» για μια ολόκληρη γενιά μαύρων φοιτητών και νέων εργατών. Κάποιοι από αυτούς ανέλαβαν το έργο να εφαρμόσουν, αλλά και να εξελίξουν τις ιδέες του Μάλκολμ Χ. 

Στα τέλη του 1966, δύο νεαροί θαυμαστές του Μάλκολμ Χ, ο Χιούι Νιούτον και ο Μπόμπι Σιλ αποφασίζουν ότι κάτι πρέπει να γίνει με την αστυνομική βία. Στον απόηχο της εξέγερσης του Γουότς, η αστυνομία του Όκλαντ κυκλοφορούσε με καραμπίνες στα γκέτο και κακοποιούσε συστηματικά νεαρούς μαύρους. Στο παρελθόν είχαν υπάρξει προσπάθειες «να περιπολούνται οι περιπολητές» από μαύρους ακτιβιστές που κατέγραφαν τα περιστατικά βίας. Η ομάδα περιπολίας που έστησαν οι Νιούτον και Σιλ ωστόσο, ήταν διαφορετική: ήταν ένοπλη. Και έγινε σύντομα γνωστή με το όνομα Μαύροι Πάνθηρες. 

Μαύροι Πάνθηρες

Οι Πάνθηρες ακολουθούσαν με το αυτοκίνητό τους όποιο περιπολικό έμπαινε στο γκέτο. Όταν οι μπάτσοι σταματούσαν κάποιον μαύρο νεολαίο για έλεγχο, οι Πάνθηρες κατέβαιναν από το αυτοκίνητο, με τα όπλα τους σε εμφανή θέα και στέκονταν εκεί για να ελέγξουν αν όλα γίνονται σύμφωνα με το νόμο και αν η αστυνομία ασκήσει υπερβολική ή απρόκλητη βία. Κουβαλούσαν μαζί τους τον ποινικό κώδικα, για να εξηγούν στους μαύρους τα δικαιώματά τους και για να αποδεικνύουν στους μπάτσους ότι η δημόσια οπλοκατοχή είναι νόμιμο δικαίωμά τους στην Πολιτεία της Καλιφόρνιας. Η δράση τους προκάλεσε σύντομα τεράστιο σεβασμό στα γκέτο. Ο Έλντριτζ Κλίβερ, που σύντομα έγινε ο τρίτος της ηγετικής ομάδας, ανακαλούσε την πρώτη φορά που είδε τους Πάνθηρες ως περιφρούρηση σε μια ομιλία της χήρας του Μάλκολμ Χ, Μπέτι Σαμπάζ: 

«Το πιο όμορφο θέαμα που είχα αντικρύσει στη ζωή μου: Τέσσερις μαύροι, με μαύρα μπερέ, μαύρα δερμάτινα μπουφάν και μαύρα παπούτσια –όλοι τους ένοπλοι». 

Είναι αποκαλυπτικό ότι με την εμφάνιση των Μαύρων Πανθήρων είχαμε και τη μοναδική ίσως φορά στην αμερικανική ιστορία που η αμερικανική Δεξιά συντάχθηκε υπέρ ενός νομοσχεδίου που να περιορίζει τη δημόσια οπλοκατοχή! Το νομοσχέδιο τελικά πέρασε, αλλά η απάντηση των Πανθήρων έμεινε στην ιστορία. Μια αντιπροσωπεία 24 αντρών και 6 γυναικών στις 2 Μάη του 1967 μετέβη στην Πολιτειακή πρωτεύουσα Σακραμέντο και βάδισε απολύτως πειθαρχημένα και φέροντας όπλα μέσα στο κτίριο του Καπιτωλίου. Προσπέρασε τον εμβρόντητο κυβερνήτη Ρόναλντ Ρίγκαν και βρέθηκε στο χώρο συνεδριάσεων, όπου ο Μπόμπι Σιλ διάβασε μια ανακοίνωση ενάντια «στη νομοθεσία που στοχεύει να κρατήσει τους μαύρους άοπλους κι αδύναμους»

Είναι δύσκολο να περιγραφεί το σοκ που προκάλεσε η εικόνα ένοπλων μαύρων στο Καπιτώλιο στα αστικά ΜΜΕ. Η μικρή ομάδα από το Όκλαντ βρέθηκε στο επίκεντρο της (αρνητικής) δημοσιότητας πανεθνικά. Μόνο που στα γκέτο αυτή η δημοσιότητα ήταν θετική...

Λίγους μήνες μετά, η αστυνομία καταδίωξε τον Χιούι Νιούτον και στο πιστολίδι που ξεκίνησαν πρώτοι οι αστυνομικοί, ένας αστυνομικός σκοτώθηκε και ο Νιούτον τραυματίστηκε. Ο Νιούτον οδηγήθηκε στη φυλακή, όπου παρέμεινε ως το 1970. Όμως η καμπάνια «Λευτεριά στον Χιούι» προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερη δημοσιότητα και δημοφιλία στους Μαύρους Πάνθηρες. 

Το 1967 ήταν η χρονιά που οι Μαύροι Πάνθηρες έγιναν πανεθνικό σύμβολο της «Μαύρης Δύναμης» και κέρδισαν το σεβασμό χιλιάδων νεαρών μαύρων. Το 1967 ήταν η χρονιά μιας άλλης μεγάλης μαύρης εξέγερσης στο Βορρά, εκείνης του Ντιτρόιτ. Με αφορμή την έφοδο της αστυνομίας σε ένα παράνομο μπαρ και τη σύλληψη των 82 θαμώνων, 10.000 κάτοικοι της περιοχής κατέβηκαν στους δρόμους και συγκρούστηκαν με την αστυνομία. Η εξέγερση κράτησε μια βδομάδα. Χρειάστηκε η κυβέρνηση να στείλει τον στρατό στο Ντιτρόιτ και να καταπνίξει την εξέγερση μετά από σκληρές μάχες, που κόστισαν 7.200 συλλήψεις και 43 νεκρούς. Το 1967 ήταν η χρονιά που ίδιος ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ «ακούει το σφυγμό» της μαύρης νεολαίας και αρχίζει να στρέφεται προς τα αριστερά. 

Ο άγνωστος Μάρτιν Λούθερ Κινγκ

Η στιγμή που συμβολίζει αυτή τη διαδικασία είναι όταν μαύροι νεολαίοι αποδοκιμάζουν τον Δρ. Κινγκ σε μια ομιλία του. Για τους καθωσπρέπει αναλυτές ήταν «ασέβεια» και δείγμα των «παθογενειών» της μαύρης κοινότητας. Για τον ίδιο τον Κινγκ τα συμπεράσματα ήταν τελείως διαφορετικά:

«Για 12 χρόνια, εγώ και άνθρωποι σαν εμένα υποστηρίξαμε υποσχέσεις προόδου… τους καλέσαμε να έχουν πίστη στην Αμερική και τη λευκή κοινωνία. Και οι ελπίδες τους εκτοξεύτηκαν. Σήμερα μας αποδοκίμασαν, γιατί ένιωσαν ότι ήμαστε ανίκανοι να εκπληρώσουμε τις υποσχέσεις μας. Σήμερα μας αποδοκίμασαν, γιατί τους καλέσαμε να έχουν πίστη σε ανθρώπους που αποδείχθηκαν αναξιόπιστοι…».

Ο Κινγκ καταλάβαινε καλύτερα από κάθε άλλον τη ριζοσπαστική χροιά και την αίγλη της «Μαύρης Δύναμης». Η τάση του κινήματος να απορρίπτει «τους λευκούς» μπορεί να δείχνει λάθος από τη σκοπιά της μαρξιστικής Αριστεράς και της ταξικής ενότητας. Αλλά η «Μαύρη Δύναμη» πρέπει να κριθεί με τα μέτρα της εποχής της. Οι νεαροί «μαύροι εθνικιστές» δεν εξεγείρονταν «από τα δεξιά» ενάντια σε μια θεωρία «κοινού ταξικού αγώνα», αλλά «από τα αριστερά» ενάντια σε μια θεωρία που τους καλούσε να κάνουν υπομονή, μέχρι να αλλάξουν μυαλά οι καταπιεστές τους. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ καταλάβαινε ότι το χριστιανικό-πανανθρώπινο μήνυμά του για «συχώρεση στους λευκούς» και για «συνύπαρξη με τους λευκούς» προκαλούσε αποστροφή σε χιλιάδες μαύρους, για τους οποίους «οι λευκοί» δεν ήταν απαραίτητα οι γείτονές τους ή οι συνάδελφοί τους, αλλά οι λευκοί μπάτσοι, οι λευκοί δικαστές, οι λευκοί βουλευτές, δήμαρχοι, κυβερνήτες, ένα ολόκληρο «λευκό» πολιτικό σύστημα που τους καταπίεζε και το οποίο δεν είχαν καμιά διάθεση «να συγχωρήσουν» και να περιμένουν καρτερικά να «φωτιστεί» για να αλλάξει γνώμη…

Με τα λόγια του Στόουκλι Κάρμαϊκλ: 

«Αν είσαι μη-βίαιος και υποφέρεις, τότε ο αντίπαλός σου θα δει το δράμα σου και θα αλλάξει γνώμη… Όμως ο Κινγκ έκανε μια λάθος εκτίμηση. Για να είναι αποτελεσματική η μη-βία, πρέπει ο αντίπαλός σου να έχει συνείδηση. Και οι ΗΠΑ δεν έχουν». 

Αν το ένα ζήτημα που έσπρωξε τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ προς τα αριστερά ήταν η αθλιότητα στα γκέτο του Βορρά και η οργή των μαύρων σε αυτά, το δεύτερο αφορούσε τον πόλεμο στο Βιετνάμ, ένα ζήτημα για το οποίο έμενε για χρόνια σιωπηλός, για να μη «διαταράξει» τη συνεργασία του με τον πρόεδρο Τζόνσον. Στις 4 Απρίλη του 1967, σε πείσμα των πιέσεων των παλιών «μετριοπαθών» συνοδοιπόρων του, δήλωσε ότι «έρχεται η ώρα που δεν μπορεί κανείς να μένει σιωπηλός» κι έβγαλε μια ομιλία λιγότερο γνωστή από την «Ι have a dream…», αλλά πολύ πιο σπουδαία.

Σε αυτή την ιστορική ομιλία, ο Κινγκ έκανε όλες τις «συνδέσεις» που το Δημοκρατικό Κόμμα δεν ήθελε να κάνει. Κατήγγειλε τον πόλεμο καταρχήν ως αντίθετο στα συμφέροντα των φτωχών, μιας και απορροφούσε πόρους που δεν πήγαιναν σε κοινωνικά προγράμματα. Τον συνέδεσε με τον ρατσισμό:

«Βλέπουμε νέγρους και λευκούς να σκοτώνουν και να πεθαίνουν μαζί για ένα έθνος που δεν θα τους βάλει στα ίδια σχολεία...». Ήταν άλλωστε η ίδια χρονιά που ο μαύρος πυγμάχος Μοχάμεντ Άλι αρνήθηκε τη στράτευση και, για να υπερασπιστεί την επιλογή του, εκλαΐκευσε αυτή τη συνάντηση αντιπολεμικού και αντιρατσιστικού αισθήματος με το εμβληματικό: «δεν έχω καμιά διαμάχη με τους Βιετναμέζους. Κανένας Βιετκόνγκ δεν με αποκάλεσε ποτέ νέγρο...»

Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, σε μια κορυφαία ρητορική του στιγμή, συνέδεσε την κριτική στον πόλεμο με την πίεση που δεχόταν να καταδικάσει τη βία των μαύρων εξεγέρσεων: 

«Δεν θα μπορούσα ποτέ να υψώσω τη φωνή μου ενάντια στη βία των καταπιεσμένων στα γκέτο, αν δεν μιλήσω πρώτα ανοιχτά για εκείνον που ασκεί τη μεγαλύτερη βία στον κόσμο σήμερα: την ίδια μου την κυβέρνηση». 

Η ομιλία του έγινε γνωστή ως «Πέρα από το Βιετνάμ...», από μια αποστροφή του λόγου του, πριν αρχίσει να γενικεύει για το άδικο του πολέμου και τον «αντεπαναστατικό» ρόλο των ΗΠΑ διεθνώς... 

Αυτή του η ομιλία προκάλεσε τους παλιούς του «φίλους». Το περιοδικό «TIME», που έναν χρόνο πριν τον είχε ανακηρύξει «πρόσωπο της χρονιάς», τώρα του έκανε πρωτοσέλιδη επίθεση, γιατί «αποπροσανατολίζει από τον στόχο του», χαρακτηρίζοντάς τον «ανίδεο». Εκατόν εξήντα οχτώ εφημερίδες τού επιτέθηκαν για την «καταστροφή της χρησιμότητάς του στον σκοπό του», την «αυτοκαταστροφική παρέμβαση στην εξωτερική πολιτική», το «ανακάτεμα δύο προβλημάτων που είναι διακριτά και χωριστά»... Κατ’ ιδίαν, ο ίδιος ο πρόεδρος Τζόνσον αναρωτήθηκε εξοργισμένος «τι προσπαθεί να μου κάνει αυτός ο γαμημένος νέγρος;». Σύντομα οι «φιλελεύθεροι» του Δημοκρατικού Κόμματος διέκοψαν κάθε σχέση και στήριξη στον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και τις προσπάθειές του...

Την ίδια χρονιά, ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έγραψε το βιβλίο «Πώς προχωράμε από εδώ και πέρα;», στο οποίο ανέπτυσσε τις ιδέες του για την οικονομική ισότητα. Σε αυτόν τον «ύστερο» και καλά κρυμμένο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ ανήκουν διατυπώσεις όπως η παρακάτω:

«Μια μέρα πρέπει να αναρωτηθούμε: “Γιατί υπάρχουν σαράντα εκατομμύρια φτωχοί στην Αμερική;”. Κι αν αναρωτηθείς γι’ αυτό, αρχίζεις να αναρωτιέσαι για το οικονομικό σύστημα, για την αναδιανομή του πλούτου. Όταν αναρωτιέσαι γι’ αυτό, αρχίζεις να αμφισβητείς την καπιταλιστική οικονομία...». 

Αυτές τις ιδέες ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ επιχείρησε να κάνει πράξη. Στις αρχές του 1968, σχεδίαζε να οργανώσει μια «Πορεία των Φτωχών» στην Ουάσινγκτον, για να απαιτήσει το κοινωνικό «αντίστοιχο» του νόμου για τα πολιτικά δικαιώματα. Βρέθηκε στο Μέμφις, για να υποστηρίξει μια απεργία μαύρων εργαζομένων στην καθαριότητα. Δεν πρόλαβε να υλοποιήσει τα σχέδιά του. Δολοφονήθηκε στις 4 Απρίλη του 1968. 

Η οργή ξεσπά...

Τρία χρόνια πριν, η δολοφονία του Μάλκολμ Χ δεν είχε προκαλέσει μαζικό αντίκτυπο. Το μαύρο κίνημα βρισκόταν ακόμα σε κατάσταση «αναζήτησης». Ενώ τα «μετριοπαθή» ΜΜΕ αισθάνονταν ότι είχαν την άνεση να γράφουν βιτριολικά σχόλια, που συνοψίζονταν στο «πήγαινε γυρεύοντας». Τον Απρίλη του 1968, τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Ο «σπόρος» του Μάλκολμ Χ είχε βρει εύφορο έδαφος και η «Μαύρη Δύναμη» είχε εμφανιστεί στο προσκήνιο ως απάντηση στις αναζητήσεις του κινήματος. Και φυσικά κανείς δεν δικαιούταν να ισχυριστεί ότι ο φιλειρηνικός Δρ. Κινγκ «πήγαινε γυρεύοντας». 

Είναι δύσκολο να κατανοήσουμε το σοκ που προκάλεσε η βίαιη δολοφονία του κήρυκα της μη-βίας. Είναι κυριολεκτική η διατύπωση ότι μαζί του πέθανε και η επιρροή των παλιών ιδεών του. Όσοι τις ακολουθούσαν, ένιωσαν προδομένοι. Όσοι τις αμφισβητούσαν, πείστηκαν πέρα από κάθε αμφιβολία για τον διαφορετικό δρόμο που είχαν διαλέξει. Όσοι ταλαντεύονταν, κατέληξαν. Μία μέρα μετά τη δολοφονία, ο Κάρμαϊκλ αποτύπωνε τα συναισθήματα της «μαύρης Αμερικής», μιλώντας σε δημοσιογράφους:

«Δεν είχαν κανένα λόγο να σκοτώσουν τον αδερφό Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Ήταν ο μοναδικός άνθρωπος της φυλής μας που πάσχιζε να διδάξει το λαό μας να δείχνει αγάπη, συμπόνια και έλεος για όλα όσα έχουν κάνει οι λευκοί. Όταν η Λευκή Αμερική δολοφόνησε τον Δρ. Κινγκ χθες βράδυ, μας κήρυξε τον πόλεμο… Θα πρέπει να εκδικηθούμε για τους θανάτους των ηγετών μας». 

Δεν ήταν μόνο λόγια. Την ώρα που ο Κάρμαϊκλ περιέγραφε τη μαύρη οργή, αυτή ξεσπούσε από άκρη σε άκρη. Μαύρες εξεγέρσεις συγκλόνισαν περίπου 110 πόλεις των ΗΠΑ, σε έναν ξεσηκωμό που θεωρείται η μεγαλύτερη αναταραχή στην αμερικανική ιστορία μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο. 

Ο πρόεδρος Τζόνσον κατανοούσε απόλυτα τους λόγους των εξεγέρσεων, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο Τύπου του Λευκού Οίκου, ο οποίος του απέδωσε τη φράση: «Τι περιμένατε; Δεν καταλαβαίνω γιατί εκπλαγήκατε τόσο. Όταν πατάς κάποιον στον λαιμό και τον κρατάς στο χώμα για 300 χρόνια, τι θα κάνει, όταν τον αφήσεις να σηκωθεί;». Η ορθή ερμηνεία δεν σήμαινε και συμπάθεια. Σε απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες με τον δήμαρχο του Σικάγου, ο Τζόνσον δήλωνε: «το κέρατό μου, δεν ξέρω πώς αντιμετωπίζουμε τέτοιες καταστάσεις. Αλλά ξέρω ένα πράγμα: πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε με μούσκουλα και με σκληρότητα». Ασκώντας κριτική στον δήμαρχο, που περίμενε να εξαντλήσει όλα τα άλλα μέσα και δεν ζήτησε την κινητοποίηση του στρατού με την ίδια προθυμία που το έκαναν άλλοι τοπικοί αξιωματούχοι, του είπε: «προτιμώ να κινητοποιήσω τους στρατιώτες και να μην τους χρειαστώ, παρά να χρειαστώ στρατιώτες και να μην τους έχω»

Αυτά δεν ήταν απλά λόγια. Μετά το Γουότς του 1965 και το Ντιτρόιτ του 1967, το ίδιο το Πεντάγωνο είχε επεξεργαστεί σχέδια απάντησης σε μαύρες εξεγέρσεις και τη νύχτα της δολοφονίας του Κινγκ ζήτησε από την αεροπορία να είναι έτοιμη να συνδράμει σε πιθανή απόπειρα (ανα)κατάληψης της Ουάσινγκτον! Στις 5 Απρίλη, ο Τζόνσον διέταξε την κινητοποίηση του στρατού και της εθνοφρουράς. Σε πολλές πόλεις χρειάστηκαν πολυήμερες σκληρές οδομαχίες, που κόστισαν δεκάδες νεκρούς και χιλιάδες τραυματίες, για να κατασταλούν οι εξεγέρσεις.

Στην ίδια την πρωτεύουσα Ουάσινγκτον, οι πυρπολήσεις κτιρίων και οι συγκρούσεις έφτασαν δύο τετράγωνα μακριά από τον Λευκό Οίκο, πριν υποχρεωθούν οι διαδηλωτές σε υποχώρηση. Στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ κινητοποιήθηκαν 13.600 στρατιώτες, η 3η Μεραρχία ανέλαβε τη φύλαξη του Λευκού Οίκου, ενώ πεζοναύτες έστησαν οπλοπολυβόλα για να φυλάξουν το Καπιτώλιο. 

Οι μαύρες εξεγέρσεις αποτιμώνται μέχρι σήμερα είτε ως καταστροφικές («ρήμαξαν τις ίδιες τους τις γειτονιές!» ή «οδήγησαν σε μαζική έξοδο των λευκών και κατέστρεψαν τις προοπτικές συνύπαρξης!»), είτε ως ο λάθος τρόπος, ως το «προβληματικό ξαδερφάκι του Κινήματος για τα Πολιτικά Δικαιώματα». Σε ένα άρθρο υπεράσπισης των μαύρων εξεγέρσεων το 2011, η Κιγιάνγκα Γιαμάτα-Τέιλορ τις περιγράφει εύστοχα ως 

«βίαιη είσοδος των μαύρων μαζών στην πολιτική συζήτηση που ως τότε τις αντιμετώπιζε ως αόρατες ή αδιάφορες. Η μαύρη φτώχεια και ο ρατσισμός στα αστικά κέντρα έγινε ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα της δεκαετίας». 

Η περιγραφή των εξεγέρσεων ως «φωνή των χωρίς φωνή» δεν είναι απλό ποιητικό σχήμα, αλλά πραγματικότητα: Εντελώς ξαφνικά, το καλοκαίρι του 1968, όλη η κεντρική πολιτική συζήτηση αφορούσε την αθλιότητα στα γκέτο και την «κρίση στις πόλεις μας». Πέρα από τον πολιτικό αντίκτυπο, η μαύρη συγγραφέας-ακτιβίστρια καταθέτει και στοιχεία που αποδεικνύουν ότι ο «λάθος τρόπος» αποδείχθηκε πετυχημένος ακόμα και με όρους διαπραγμάτευσης με το κράτος: Πριν το κύμα μαύρων εξεγέρσεων, οι δημόσιες δαπάνες σε ζητήματα λαϊκής στέγης και φτώχειας στα αστικά κέντρα ήταν 600 εκατομμύρια δολάρια. Στο τέλος της δεκαετίας του ’60, δηλαδή στον απόηχο των μαύρων εξεγέρσεων, το ποσό είχε φτάσει στα 5 δισ. δολάρια. Σε αυτά τα στοιχεία αξίζει να προσθέσουμε ένα ακόμα: Ένα νομοσχέδιο για αξιοπρεπή στέγαση, το οποίο ο Λούθερ Κινγκ διεκδικούσε για χρόνια και το οποίο συναντούσε μονίμως εμπόδια στις διάφορες επιτροπές του Κογκρέσου, «ξαφνικά» έγινε πρώτη προτεραιότητα και εγκρίθηκε…

Το άρθρο της Τέιλορ καταλήγει: 

«Οι εξεγέρσεις φυσικά δεν κρατάνε για πάντα. Συναντούν τελικά τη δύναμη του κράτους και οι εξεγερμένοι κουράζονται, όταν υποχωρήσει η αδρεναλίνη της αίσθησης ότι είναι πολιτικά ζωντανοί. Για να πετύχουμε τις ουσιαστικές αλλαγές που χρειάζονται για να αλλάξουν πραγματικά οι ζωές των φτωχών και των εργατών, χρειάζονται κι άλλα πράγματα: Στρατηγική, πολιτική και οργάνωση». 

Και το πιο εντυπωσιακό που συνέβη στο μαύρο κίνημα εκείνη την άνοιξη-καλοκαίρι του 1968, είναι ότι χιλιάδες αγωνιστές έβγαλαν αντίστοιχα συμπεράσματα. Οι οργισμένες εξεγέρσεις δεν ήταν η μοναδική απάντηση στην είδηση της δολοφονίας του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Μια άλλη απάντηση ήταν η στράτευση στον επαναστατικό αγώνα, μέσα από τις γραμμές των Μαύρων Πανθήρων. 

Η άνοδος των Μαύρων Πανθήρων

Για πολλούς αγωνιστές που εξελίχθηκαν σε στελέχη των Πανθήρων τα επόμενα χρόνια, η 4η Απρίλη του 1968 ήταν η μέρα που άλλαξε τις ζωές τους. 

Ο Άαρον Ντίξον ήταν ένας μαύρος αγωνιστής που βρισκόταν σε κελί, επειδή είχε οργανώσει μια διαδήλωση. Εκεί έμαθε τα νέα της δολοφονίας και θυμάται: 

«Με πλημμύρισε η οργή εκείνη τη νύχτα. Όχι άλλα δάκρυα, όχι άλλος διάλογος. Εκείνη τη νύχτα, ξεκίνησε ο πόλεμος σε όλη την Αμερική. Ορκίστηκα στον εαυτό μου ότι ο θάνατος του Μάρτιν δεν θα μείνει χωρίς εκδίκηση. Αν ένας ειρηνικός άνθρωπος δολοφονείται με βία, τότε η βία θα είναι η απάντηση».

Ο Ντίξον λίγες μέρες μετά ταξίδεψε στο Όκλαντ για να συναντήσει τους Μαύρους Πάνθηρες και γύρισε στην πόλη του το Σιάτλ, για να γίνει ο ηγέτης της τοπικής οργάνωσης εκεί. 

Η Ασάτα Σακούρ γράφει στην αυτοβιογραφία της για τη στιγμή που έμαθε τα νέα: 

«Μια σκέψη περνά από το μυαλό μου: Θέλω να νικήσω. Δεν θέλω απλά να εξεγερθώ, θέλω να νικήσω. Η επανάσταση δεν θα παιχτεί στην τηλεόραση στις ειδήσεις των 6. Πρέπει να προετοιμαστώ. Επανάσταση. Αυτή η λέξη με καθοδηγεί».

Όπως ο Ντίξον, η Σακούρ ταξιδεύει στο Όκλαντ για να συναντήσει τους Μαύρους Πάνθηρες και, γυρνώντας στο Χάρλεμ, γίνεται η ηγέτιδα της τοπικής οργάνωσης εκεί. Καταλήγει στο ίδιο κεφάλαιο της αυτοβιογραφίας της: 

«Ήθελα να γίνω πάρα πολλά πράγματα, όταν ήμουν μικρό κορίτσι και σίγουρα το να γίνω επαναστάτρια δεν ήταν ένα από αυτά. Αλλά τώρα ήταν το μοναδικό πράγμα που ήθελα να κάνω». 

Ήταν πολλοί οι μαύροι αγωνιστές που έκαναν τις ίδιες σκέψεις και το ίδιο δρομολόγιο: Ταξίδι στο Όκλαντ, επαφή με τους Μαύρους Πάνθηρες κι επιστροφή στην πόλη τους για να χτίσουν το Κόμμα και εκεί. Στο τέλος του 1967, παρόλο το κύρος τους, οι Πάνθηρες ήταν μια οργάνωση 75 ατόμων.Το καλοκαίρι του 1968, ήταν ένα κόμμα με τουλάχιστον 5.000 μέλη και υπερ-πολλαπλάσιους υποστηρικτές. Η βδομαδιάτικη εφημερίδα τους έφτασε κάποια στιγμή να πουλά 250.000 φύλλα. Σε μια δημοσκόπηση του 1970, ένας στους τέσσερις μαύρους δήλωνε «απεριόριστο σεβασμό» στο Κόμμα των Μαύρων Πανθήρων, ενώ στη νεολαία αυτή η ταύτιση έφτανε στο 43%. Πέντε στους έξι μαύρους συμφωνούσαν στη γενικότερη άποψη ότι «οι μαύροι πρέπει να ενωθούν και να αμυνθούν». 

Η άνοδος των Μαύρων Πανθήρων σήμαινε πολύ περισσότερα από μια ριζοσπαστικοποίηση του μαύρου κινήματος. Οι Πάνθηρες δήλωναν μαρξιστές και επαναστάτες. Η παρουσία τους εξέφραζε το υψηλότερο επίπεδο της ριζοσπαστικοποίησης που γέννησε το αμερικανικό 1968. Για πρώτη φορά μετά τη δεκαετία του ’30, απέκτησε τόσο μαζικό ακροατήριο ένα πολιτικό κόμμα που αναφερόταν ρητά στην επαναστατική σοσιαλιστική πολιτική και την προοπτική ανατροπής του καπιταλισμού. Η «πολεμική τους κραυγή», το σύνθημα με το οποίο άνοιγαν κι έκλειναν τις ομιλίες τους, τις δηλώσεις τους στον Τύπο κ.ο.κ. κι έγινε σήμα κατατεθέν τους, δεν ήταν τόσο το «Black Power!» όσο το εμβληματικό «All Power to the People!» («Όλη η εξουσία στο λαό!»).

Η εικόνα του ένοπλου μαύρου αποτέλεσε σίγουρα ισχυρό σύμβολο και πόλο έλξης: ήταν η αποφασιστική αυτοάμυνα, αλλά και το μήνυμα ότι δεν παρακαλάμε πια το αμερικανικό κράτος να μας δώσει δικαιώματα, αλλά το πολεμάμε για την απελευθέρωσή μας. Ένα μήνυμα που υποστήριζε το περίφημο Πρόγραμμα των 10 Σημείων, που συνδύαζε το κοινωνικό ζήτημα της φτώχειας με τη σύγκρουση με το κράτος και την προοπτική της απελευθέρωσης. Όμως στα χρόνια της ακμής τους, οι Πάνθηρες ήταν πολύ περισσότερα πράγματα από τα όπλα τους.

Πέρα από τα όπλα...

Τα γκέτο μεταμορφώθηκαν από τα κοινωνικά προγράμματα των Πανθήρων: δωρεάν πρωινό στα μικρά παιδιά, αυτοσχέδιες κλινικές,  διανομή ρούχων, επισιτιστικά προγράμματα, υπηρεσίες μεταφοράς (λεωφορεία!), «αστυνόμευση» των δρόμων, ακόμα και εθελοντικές εργασίες (επισκευές, υδραυλικά κ.ο.κ.).

Ο Μπόμπι Σιλ εξηγούσε ότι αυτά δεν αποτελούσαν «προσαρμογή στο υπαρκτό σύστημα». Αυτά που κάποιοι ονόμαζαν «ρεφορμιστικά», έλεγε, αποκτούσαν τελείως άλλο νόημα, όταν τα οργάνωνε «το επαναστατικό στρατόπεδο», που «απαντά στις καθημερινές ανάγκες των φτωχών, ενώ διεξάγει τον επαναστατικό αγώνα». Και πράγματι η συστηματική διακίνηση της εφημερίδας τους, τα σχολεία όπου δίδασκαν τη μαύρη ιστορία και η πολιτική οργάνωση συνόδευαν τα κοινωνικά προγράμματα κι επιχειρούσαν έτσι να «μπολιάσουν» τα γκέτο με πολιτική συνείδηση.

Οι Πάνθηρες, επιδιώκοντας τη συνεργασία με τη «λευκή» αντικαπιταλιστική Αριστερά και με τα άλλα κινήματα (με πιο εμβληματική τη συνειδητή, οργανωμένη συμπόρευση με το αντιπολεμικό) έκαναν ένα μεγάλο βήμα μπρος στην ιστορία της «Μαύρης Δύναμης». Αν ο Λούθερ Κινγκ καλούσε τους μαύρους να εκλιπαρούν τους λευκούς «να δείξουν συμπόνια», οι μαύροι εθνικιστές ήρθαν σε ρήξη με αυτή την παράδοση με πρωτόγονο τρόπο, αρνούμενοι να απευθυνθούν γενικά στους λευκούς. Οι Πάνθηρες έδωσαν την απάντηση στο ζήτημα, αντιμετωπίζοντας τους λευκούς ούτε ως «καλούς ανθρώπους που κάποια στιγμή θα δείξουν κατανόηση», ούτε ως «εχθρούς», αλλά ως αδέρφια στον κοινό αγώνα –τουλάχιστον τους ριζοσπάστες, αντιρατσιστές λευκούς. Ο Έλντριτζ Κλίβερ, μιλώντας για «τον Δεύτερο Εμφύλιο Πόλεμο στις ΗΠΑ», προέβλεπε «χιλιάδες λευκούς Τζον Μπράουν να πολεμούν στο πλευρό των μαύρων» –μια αναφορά στον λευκό πολέμιο της σκλαβιάς των μαύρων, που ισχυριζόταν τον 19ο αιώνα ότι χρειάζεται ένοπλη εξέγερση για να συντριβεί το δουλοκτητικό καθεστώς και εργάστηκε και «πρακτικά» προς αυτό τον στόχο…   

Οι Πάνθηρες ανέπτυξαν μια πολυ-επίπεδη πολιτική αντικαπιταλιστική δράση. Κατέβηκαν σε συμμαχία με το Κόμμα Ειρήνης και Ελευθερίας στις προεδρικές εκλογές του 1968, με τον Έλντριτζ Κλίβερ ως υποψήφιο να «ανάβει φωτιές» στις ομιλίες του, μπροστά σε ένα κοινό που εκείνη τη χρονιά ριζοσπαστικοποιούταν μέσα από τις εμπειρίες του στο αντιπολεμικό κίνημα. Συμμετείχαν ενεργά στην πρώτη γραμμή του αντιπολεμικού κινήματος, ενισχύοντας τον ήδη σε εξέλιξη ριζοσπαστισμό του. Μιλούσαν σε «λευκά» φοιτητικά αμφιθέατρα για τον αντικαπιταλισμό, προσφέροντας μια πολιτική εναλλακτική στη νεανική ριζοσπαστικοποίηση της εποχής. Μέσα από τις στήλες της εφημερίδας τους διέδιδαν πολιτική άποψη για την Παλαιστίνη, για το Βιετνάμ, για το Κονγκό, για τους αγώνες ενάντια στον ιμπεριαλισμό παγκόσμια. 

Σε μια εποχή που το σύστημα, αδυνατώντας να εξουδετερώσει τη «Μαύρη Δύναμη», επιχειρούσε να την ενσωματώσει (με θεωρίες περί ατομικής ανέλιξης των «ικανών» μαύρων –οικονομικά και πολιτικά), οι Πάνθηρες στάθηκαν απέναντι: 

«Η απάντηση είναι ο σοσιαλισμός και όχι ο μαύρος καπιταλισμός που εισηγείται ο Νίξον».

Σε μια εποχή που η «λευκή» αντικαπιταλιστική Αριστερά ταλανιζόταν όσον αφορά τη στάση της απέναντι στα νέα αντισεξιστικά κινήματα, οι Πάνθηρες έδειξαν εντυπωσιακή ευρύτητα πνεύματος –με τα μέτρα πάντα της εποχής. Το 1970 ο Χιούι Νιούτον σε ομιλία του «υιοθετούσε» ανοιχτά τους αγώνες των γυναικών και των ομοφυλοφίλων. Οι γυναίκες, που έπαιζαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη ζωή και την οργάνωση του Κόμματος, είχαν θέσει πρώτες το ζήτημα της ισότιμης θέσης τους σε αυτό. Έγινε ολόκληρη εσωτερική καμπάνια, ώστε να αποδεχτούν όλα τα μέλη ότι θα πρέπει να αποδέχονται να καθοδηγούνται από γυναίκες συντρόφισσες (καθόλου αυτονόητο) και να αποθαρρυνθούν από τη χρήση της λέξης «bitch» (καριόλα/σκύλα). Αντίστοιχα, καλωσορίζοντας το ξέσπασμα του ΛΟΑΤ κινήματος, αποθάρρυναν τα μέλη από τη χρήση της λέξης «faggot» (πούστης) ως προσβολή/βρισιά. 

Αυτά τα «απλά» στις σημερινές συνθήκες δεν ήταν καθόλου αυτονόητα ούτε καν στη «λευκή» Αριστερά της εποχής, πόσο μάλλον στην παραδοσιακά «μάτσο» κουλτούρα του γκέτο, που επηρέαζε ακόμα και τους πλέον μαχητικούς αγωνιστές. 

Όταν ο Χιούι Νιούτον ολοκλήρωσε το περίφημο «πρόγραμμα των 10 σημείων», ζήτησε τη γνώμη ενός παιδικού του φίλου, του Ρίτσαρντ Αόκι, που ήταν ασιατικής καταγωγής. Εκτός από τη γνώμη του, του ζήτησε και να ενταχθεί στο Κόμμα. Ο διάλογος που ακολούθησε ήταν απλός:

– Τι με θέλετε εμένα; Είμαι Ασιάτης, όχι μαύρος.

– Η πάλη για την απελευθέρωση διαπερνά όλα τα χρώματα…

Και υπήρξαν Ασιάτες στις γραμμές των Μαύρων Πανθήρων. Αλλά κυρίως, υπήρξε η προσπάθεια να έρθουν σε επαφή με τις άλλες κοινότητες. Είναι λιγότερο γνωστές οι ιστορίες της «Κίτρινης Δύναμης» (Ασιάτες), της «Κόκκινης Δύναμης» (Ιθαγενείς), της «Καφέ Δύναμης» (ισπανόφωνοι). Αλλά όλες αυτές οι προσπάθειες όχι μόνο εμπνεύστηκαν από τους Πάνθηρες, αλλά και στηρίχθηκαν αποφασιστικά από αυτούς. Οι «λατίνος» της οργάνωσης La Sieta de la Raza για ένα διάστημα είχαν μόνιμο «χώρο» στην εφημερίδα των Μαύρων Πανθήρων. Το κίνημα των ιθαγενών επίσης πάντα έβρισκε φιλοξενία στην εφημερίδα τους. 

Κορυφαίο παράδειγμα υπήρξε η «Συμμαχία του Ουράνιου Τόξου» στο Σικάγο, όπου συμμάχησαν οι Μαύροι Πάνθηρες με τους Πορτορικανούς «Young Lords», τους λευκούς «Νέους Πατριώτες» (που υπήρξαν ρατσιστές πριν τη συνάντησή τους με τους Πάνθηρες) και τους Κινέζους Κόκκινους Φρουρούς.

Αλλά και αλλού, τα «Καφέ Μπερέ» των λατίνων, οι Λευκοί Πάνθηρες, όπως και το φοιτητικό ριζοσπαστικό SDS που στεκόταν σε αλληλεγγύη και οργάνωνε κοινή δράση με τους Πάνθηρες.  

Όπως έλεγε ο Ίμορι Ντάγκλας, από τα παλιότερα στελέχη του Κόμματος: «Δείξαμε μια πολύ ευρύτερη κατανόηση του συνθήματος του Μάλκολμ Χ “με οποιοδήποτε αναγκαίο μέσο”». Σύμφωνα με τον Ίμορι αυτό δεν αφορούσε μόνο την αυτοάμυνα, αλλά και το ότι «θα συμμαχήσουμε με οποιονδήποτε θέλει να πολεμήσει αυτή τη ρατσιστική άθλια κυβέρνηση»

Όλα αυτά συνέβαιναν με όρια, με αντιφάσεις, με προβλήματα (ούτε τα σεξιστικά κρούσματα έλειψαν, ούτε οι ταλαντεύσεις μεταξύ «ενότητας των φτωχών» και «μαύρου εθνικισμού» έλειψαν κ.ο.κ.). Αλλά ήταν όλα αυτά μαζί που έκαναν τους Μαύρους Πάνθηρες να αποκτήσουν ένα μεγάλο παράσημο: τον χαρακτηρισμό τους από το FBI ως «Νούμερο Ένα Δημόσιο Κίνδυνο». Στα σχετικά έγγραφα, η πρώτη ανησυχία των Αρχών ήταν «η εμφάνιση ενός Μαύρου Μεσσία που θα εμπνεύσει και θα ενοποιήσει το μαχητικό μαύρο κίνημα», αλλά η δεύτερη ήταν ότι «δηλητηριάζουν τις αξίες της αμερικανικής νεολαίας», με την αντικαπιταλιστική τους προπαγάνδα στους λευκούς φοιτητές. Αυτό που έκανε τους Πάνθηρες τόσο επικίνδυνους ήταν ότι η δράση και οι ιδέες τους έβρισκαν τέτοια απήχηση, που υποχρέωσαν το 1969 το περιοδικό «Life» να κυκλοφορήσει με ένα αφιέρωμα που αναρωτιόταν: «Επανάσταση: Μπορεί να συμβεί στις ΗΠΑ;».

Κρίση και πτώση

Η περιπέτεια των Μαύρων Πανθήρων αποδείχτηκε σύντομη. Όσο εντυπωσιακή ήταν η εκτόξευσή τους, άλλο τόσο ραγδαία ήταν η κατάρρευσή τους. Ως το 1973, είχαν πρακτικά εξαφανιστεί, αδυνατώντας να απαντήσουν στην ανελέητη αντεπίθεση του αμερικανικού κράτους.

Υπάρχουν πολιτικές αδυναμίες που αποτελούν μέρος της εξήγησης. Η αναφορά τους στο μαοϊσμό υπήρξε κινητήρια δύναμη τα πρώτα χρόνια. Οι Πάνθηρες αποτέλεσαν διεθνώς μια από τις καλύτερες περιπτώσεις δημιουργικής «αξιοποίησης» των μηνυμάτων που έρχονταν από την Κίνα «στις συγκεκριμένες συνθήκες». Όμως η ίδια αναφορά αποτέλεσε τη βάση για τα προβλήματα που τους δυσκόλεψαν να αντέξουν στην αντεπίθεση του κράτους. Η αυστηρή ιεραρχική δομή (αντίστοιχη «αντάρτικου στρατού») δεν επέτρεπε μια πιο σοβαρή και ζωντανή συλλογική συζήτηση για τις στροφές της συγκυρίας, που θα τους επέτρεπε να αναπροσανατολιστούν και να αποφύγουν τριβές και εντάσεις, συχνά προσωποποιημένες. Αναζητώντας το αμερικανικό αντίστοιχο του «ακτήμονα αγρότη αντάρτη», έδωσαν προτεραιότητα στο «περιθώριο» (στα «παιδιά του γκέτο») ως κοινωνική βάση στρατολογιών και όχι στην εργατική τάξη. Αυτή η κοινωνική σύνθεση λειτουργούσε αντικειμενικά αποσταθεροποιητικά για το Κόμμα, όταν αυτό βρέθηκε απέναντι στο κράτος. Η «επαναστατική ανυπομονησία» και η διάψευσή της αποθάρρυνε και προκάλεσε κάθε είδους παρέκκλιση: Μπροστά στα αδιέξοδα, ο αυτοεξόριστος Κλίβερ έδινε όλο και περισσότερο μονομερή έμφαση στην «κλιμάκωση των στρατιωτικών ενεργειών». Ο Σιλ στρεφόταν στον εκλογικό δρόμο, εγκαταλείποντας τους Πάνθηρες για να κατέβει για δήμαρχος του Όκλαντ. Ο Νιούτον απαιτούσε τη διαγραφή και των δύο. 

Αυτές οι πολιτικές αδυναμίες δυσκόλεψαν τους Μαύρους Πάνθηρες στην προσπάθεια να χειριστούν τις δυσκολίες, που κλόνισαν τη μεγάλη πλειοψηφία της «Νέας Αριστεράς» του 1968. 

Η Μαύρη Δύναμη στο εργοστάσιο

Μια λιγότερη γνωστή οργάνωση, ο Σύνδεσμος Μαύρων Επαναστατών Εργατών, είχε επιχειρήσει να δώσει άλλες απαντήσεις. Γεννήθηκε ως προέκταση του DRUM (Επαναστατικό Συνδικαλιστικό Κίνημα στην Dodge), μια συνδικαλιστική οργάνωση στην αυτοκινητοβιομηχανία της Κράισλερ στο Ντιτρόιτ, που επιχειρούσε να οργανώσει τους μαύρους εργάτες απέναντι στην εργοδοσία, αλλά και απέναντι στη λευκή συνδικαλιστική γραφειοκρατία που τους απέκλειε ρατσιστικά. 

Το DRUM εμπνεύστηκε από ένα κύμα απεργιών, στο οποίο εμπλέκονταν όλο και περισσότερο οι μαύροι εργάτες και αποτέλεσε την πιο προωθημένη οργανωτική του έκφραση, κερδίζοντας στη διαδρομή και τη στήριξη ενός τμήματος της λευκής εργατικής δύναμης.  

Τα στελέχη του DRUM και του Συνδέσμου είχαν εμπειρίες από τους αγώνες στο δρόμο (τις εξεγέρσεις του Ντιτρόιτ κλπ), επικοινωνούσαν με τον αντικαπιταλισμό των Μαύρων Πανθήρων, αλλά επιχειρούσαν να φέρουν τη «Μαύρη Δύναμη» μέσα στα εργοστάσια και να οργανώσουν τη μαύρη εργατική τάξη ως δύναμη που θα πετύχει την ανατροπή. Καταλάβαιναν ότι ο αγώνας τους «δεν αφορά μόνο τα εργοστάσια, αλλά την αλλαγή της κοινωνίας». Για ένα διάστημα ο Σύνδεσμος και οι Πάνθηρες συμπορεύτηκαν: «Να ενώσουμε τη μαύρη κοινότητα με τη μαύρη εργατική τάξη», έλεγαν οι ηγέτες των Πανθήρων, έχοντας πλήρη επίγνωση ότι η δουλειά τους μέχρι τότε είχε αυτό-περιοριστεί «στην κοινότητα». Οι ίδιοι οι Πάνθηρες έφτιαξαν τον πρώτο τους εργατικό πυρήνα κι άρχισαν να αφιερώνουν στην εφημερίδα τους χώρο και για τους απεργιακούς αγώνες –αν και ποτέ δεν έγινε προτεραιότητά τους η μαύρη εργατική τάξη. 

Ο Σύνδεσμος Μαύρων Επαναστατών Εργατών κατέρρευσε αργότερα, κάτω από διαφορετικού είδους χτυπήματα: Όχι από το κράτος, αλλά από την εργοδοσία, καθώς εξελισσόταν η νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση με πρώτα θύματα τους μαύρους εργάτες και πρώτους υποψήφιους για απόλυση τους συνδικαλιστές ηγέτες τους. Και από δικές τους αδυναμίες που ήρθαν στην επιφάνεια, όπως οι εντάσεις μεταξύ συνδικαλιστικής δουλειάς και επαναστατικής πολιτικής, οι σχέσεις με τη λευκή εργατική τάξη κ.ο.κ. Όπως και να έχει, επιχείρησαν να κάνουν πράξη την κινητοποίηση των μαύρων με βάση την ταξική και όχι αποκλειστικά τη φυλετική τους ταυτότητα, εκείνο το σημείο που αγνοούσε η πολιτική των Μαύρων Πανθήρων, παρότι οι αναφορές τους ήταν «ταξικές».

Η ανελέτη αντεπίθεση του κράτους 

Αλλά χρειάζεται προσοχή, σεβασμός και μετριοφροσύνη, όταν κρίνουμε τους Μαύρους Πάνθηρες. Γράφοντας παραπάνω ότι δεν άντεξαν απέναντι στην ανελέητη αντεπίθεση του αμερικανικού κράτους, πρέπει να κατανοήσουμε ότι αυτή υπήρξε όντως ΑΝΕΛΕΗΤΗ. Θα ήταν από άδικο έως ύβρη να αποτολμήσει κανείς από την Ελλάδα του 2018 να αποδώσει με βεβαιότητα «ευθύνες για την ήττα» στους χειρισμούς της ηγεσίας των Μαύρων Πανθήρων. 

Η ωμότητα, η ένταση και η οργανωτικότητα της καταστολής που εξαπολύθηκε εναντίον τους, ξεπερνά κάθε φαντασία. Μόνο να φανταστεί μπορεί κανείς τι επιφυλάσσει ένα πανίσχυρο κράτος όπως το αμερικανικό, όταν αισθάνεται πραγματική απειλή, απέναντι σε έναν αντίπαλο που θεωρεί «Νούμερο Ένα Δημόσιο Κίνδυνο». Κάποια στοιχεία μόνο:

Μόνο το 1969, συνελήφθηκαν και φυλακίστηκαν 348 μέλη των Πανθήρων. Υπήρξαν μαζικές συλλήψεις με στημένα κατηγορητήρια (για «σχεδιαζόμενες εκρηκτικές επιθέσεις» κλπ), που κατέρρεαν στα δικαστήρια, αλλά κόστιζαν 2 και 3 χρόνια «προφυλάκισης» σε αρκετά μέλη. Ο Χιούι Νιούτον έζησε την πιο σημαντική περίοδο του κόμματος που είχε ιδρύσει, μέσα από το κελί του. Το ίδιο διάστημα, ο συνιδρυτής Μπόμπι Σιλ μπαινόβγαινε στις φυλακές ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Ο τρίτος της ηγεσίας, ο Έλντριτζ Κλίβερ, κάποια στιγμή επέλεξε την αυτοεξορία για να αποφύγει κι αυτός τον κίνδυνο της σύλληψης.

Μόνο το 1968-1969, δολοφονήθηκαν 35 μέλη των Πανθήρων και τραυματίστηκαν οι διπλάσιοι, στη διάρκεια ένοπλων επιδρομών της αστυνομίας στα γραφεία τους. Τέτοιας έντασης καταστολή συνόδευε το Κόμμα καθημερινά από την ίδρυσή του ως την πτώση του, με την Αστυνομία να ανοίγει απρόκλητα πυρ σε συγκεντρώσεις τους, να οργανώνει γκαγκστερικού τύπου επιθέσεις (ανοίγοντας πυρ μέσα από περιπολικά, καθώς αυτά περνούσαν έξω από γραφεία του Κόμματος), να κάνει εφόδους σε σπίτια και γραφεία στη διάρκεια των οποίων είχε πάρει από το FBI την εντολή «να πυροβολεί για να σκοτώσει». Τουλάχιστον 35 τέτοιες επιδρομές έγιναν μόνο το 1969. 

Ανάμεσα στους νεκρούς, ξεχωρίζουν δύο. Ο ένας είναι ο μικρούλης Μπόμπι Χάτον. Η πρώτη στρατολογία των Νιούτον-Σιλ οργανώθηκε όταν ακόμα ήταν 16 χρονών και χρειάστηκε να ζητήσουν την άδεια της μητέρας του για να τον εντάξουν στην οργάνωση. Η οικογένειά του είχε καταφύγει στο Όκλαντ για να γλιτώσει από τη συστηματική ρατσιστική ακροδεξιά τρομοκρατία. Με αυτή την έννοια αποτελεί «σύμβολο» του τι είδους νεαροί άνθρωποι έκαναν την επιλογή να μπουν στους Πάνθηρες –πολύ συχνά ήταν τα θύματα της κρατικής και της παρακρατικής βίας. Δύο μέρες μετά τη δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, σε μια σύγκρουση μεταξύ Μαύρων Πανθήρων και αστυνομίας στο Όκλαντ, η αστυνομία άνοιξε πυρ και ακολούθησε πιστολίδι. Προς τη λήξη του επεισοδίου, ο μικρός Μπόμπι Χάτον δολοφονήθηκε εν ψυχρώ, με τουλάχιστον 12 σφαίρες, ενώ είχε ήδη γδυθεί για να αποδείξει ότι είναι άοπλος. 

Ο δεύτερος είναι ο Φρεντ Χάμπτον. Στέλεχος πανεθνικής εμβέλειας και ηγέτης του Κόμματος των Μαύρων Πανθήρων στο Σικάγο. Πρωταγωνίστησε στη «Συμμαχία του Ουράνιου Τόξου», οργάνωσε κοινωνικά προγράμματα στο γκέτο, που έγιναν υπόδειγμα για όλες τις πόλεις. Αποτελεί σκληρή ειρωνεία ότι υπήρξε από τους πλέον διστακτικούς απέναντι στα όπλα. Δολοφονήθηκε στην κρεβατοκάμαρά του (μαζί με τον Μαρκ Κλαρκ) από νυχτερινή εισβολή αστυνομικών, που έριξαν 100 σφαίρες, ενώ κρατούσαν τον χάρτη του χαφιέ (ο σωματοφύλακας του Χάμπτον ήταν πράκτορας) σημαδεμένο με ένα «Χ» να γράφει «ο Φρεντ κοιμάται εδώ».

Και αυτά είναι μόνο ένα μικρό μέρος μιας ολόκληρης εκστρατείας, με δεκάδες «φυτευτούς» χαφιέδες να καρφώνουν, ή να σπέρνουν διχόνοιες, ή να οργανώνουν προβοκατόρικες ενέργειες, με το αμερικανικό κράτος να έχει (μικρότερο ή μεγαλύτερο) ρόλο στη διάχυση των ναρκωτικών στα γκέτο και στη συμπαιγνία με τοπικές συμμορίες κ.ο.κ. Οι Μαύροι Πάνθηρες επιχείρησαν με οργανωτικά και πολιτικά μέτρα να προστατευτούν από όλες αυτές τις απειλές –με μια προσπάθεια να διώξουν τους χαφιέδες και όσους δρούσαν εγκληματικά (ναρκωτικά κ.ο.κ.) και μια αναβάθμιση της έμφασης στην πολιτική εκπαίδευση μέσω της σταθεροποίησης της εφημερίδας– αλλά αποδείχθηκε αδύνατο να ανταπεξέλθουν.

Η αυστηρή εσωτερική ιεραρχία, η προσέλκυση ανθρώπων που «γούσταραν τα όπλα», το ασταθές και δύσκολο περιβάλλον του γκέτο ως «κοινωνική βάση», έδιναν δυνατότητες στον αντίπαλο να οργανώσει τις συνωμοσίες του. Αλλά αυτές οι συνωμοσίες δεν ήταν «ευκολάκι»: Ο διαβόητος Χούβερ, επί χρόνια επικεφαλής του FBI, είχε ενεργοποιήσει το σχέδιο COINTELPRO. Ένα σχέδιο που προέβλεπε την επιστράτευση κάθε διαθέσιμου μέσου για να «παρενοχλήσει, αποσταθεροποιήσει, σακατέψει, καταστρέψει κι εξουδετερώσει» ριζοσπαστικές οργανώσεις. Κάτω από το βάρος και τα χτυπήματα αυτής της πολυπλόκαμης, πανίσχυρης κι αδίστακτης επίθεσης, τελικά οι Μαύροι Πάνθηρες οδηγήθηκαν σε κρίση και στην πτώση.

Πολύτιμη κληρονομιά

Αυτά τα χρόνια αγώνων των μαύρων είχαν όμως καθοριστική σημασία. Καταρχήν, δεν έληξαν «στο σκοτάδι». Ο απόηχός τους κράτησε πολύ. Το 1971, η «Μαύρη Δύναμη» έσπαγε τα στεγανά των φυλακών, με τη θρυλική εξέγερση στη φυλακή Άττικα, η οποία με τη σειρά της θα ενέπνεε μεγάλους αγώνες στις φυλακές το 1973. Η δράση του DRUM, παρότι τερματίστηκε, έπαιξε αναμφίβολα ρόλο στο ξέσπασμα ενός κύματος «άγριων» απεργιών στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ’70. Στο «καλοκαίρι των άγριων απεργιών», το 1973, πρωταγωνίστησε το Ντιτρόιτ και εκείνες οι εργοστασιακές μονάδες στις οποίες τα προηγούμενα χρόνια είχε πέσει ο «σπόρος» του DRUM…

Πέτυχαν υλικές νίκες. Η κατάργηση των ρατσιστικών νόμων, που σήμερα μας φαίνεται αυτονόητη, ήταν αδιανόητη στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα και θα παρέμενε αδιανόητη χωρίς το Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα. Η βελτίωση των συνθηκών ζωής στα γκέτο, που αναφέραμε παραπάνω, ήταν εκτός συζήτησης ως τη δεκαετία του ’60 και θα ήταν αδιανόητη χωρίς τις μαύρες εξεγέρσεις.

Άλλαξαν την αμερικανική κοινωνία. Έχοντας ως ιδρυτικό θεμέλιο τη δουλοκτησία, ζώντας αιώνες με αυτό το κοινωνικό σύστημα, περνώντας δεκαετίες που ο ρατσιστικός διαχωρισμός στο Νότο (ή το «αόρατο» καθεστώς των μαύρων στο Βορρά) θεωρείτο πλειοψηφικά η «φυσική τάξη πραγμάτων», έφτασε να αποδεχτεί τους μαύρους ως ίσους. Μοιάζει ελάχιστο κι αυτονόητο. Αλλά για εμάς που κρίνουμε από μακριά, είναι αδύνατο να κατανοήσουμε σε όλο το μέγεθός της την τεράστια ανατροπή που συνέβη στις συνειδήσεις –που υποχρέωσε κατόπιν και το κράτος να αποδεχθεί, έστω και ενσωματώνοντάς το, ένα νέο «τετελεσμένο». Η εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα το 2008, δεν θα ήταν καν ανέκδοτο λίγες δεκαετίες πριν κι όχι μαύρος πρόεδρος των ΗΠΑ.

Είχαν διεθνή αντίκτυπο στο ριζοσπαστισμό της εποχής. Το Κίνημα για τα Πολιτικά Δικαιώματα στη Βόρεια Ιρλανδία (που κατέληξε στη Ματωμένη Κυριακή και την άνοδο του IRA) πυροδοτήθηκε το 1968, όταν χιλιάδες καθολικοί Ιρλανδοί –πολίτες δεύτερης κατηγορίας στο «κράτος-κατασκεύασμα» του βρετανικού ιμπεριαλισμού– είδαν από τις τηλεοράσεις τους τον αγώνα στον αμερικανικό Νότο. Μετά το 1968, είχαμε τους Πάνθηρες του Λονδίνου, κάποιους Αβορίγινες αγωνιστές να δηλώνουν Πάνθηρες στην Αυστραλία, τους Πάνθηρες Νταλίτ στην Ινδία, Μαύρους Πάνθηρες ακόμα και στο Ισραήλ να επιχειρούν να συμμαχήσουν με τους Παλαιστίνιους. 

Έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στο ξεδίπλωμα του γενικότερου αμερικάνικου «1968». Αξίζει να θυμόμαστε ότι τα παιδιά που το φθινόπωρο του 1964, γυρνώντας στη σχολή τους στο Μπέρκλεϊ, οργάνωσαν το Κίνημα για την Ελευθερία του Λόγου, βάζοντας στη συνέχεια φωτιά στα πανεπιστήμια όλων των ΗΠΑ, είχαν αποκτήσει την «τεχνογνωσία» της πολιτικής ανυπακοής και της άμεσης δράσης εκείνο το καλοκαίρι του 1964, συμμετέχοντας στο «Καλοκαίρι της Ελευθερίας» στο Μισισίπη, σε δράσεις υποστήριξης των μαύρων. 

Η μάχη για το δικαίωμα στην πολιτική δράση και συζήτηση μέσα στα πανεπιστήμια ξεκίνησε με αφορμή το δικαίωμα στη δράση αλληλεγγύης στο κίνημα των μαύρων. Το Μπέρκλεϊ του 1964 ήταν ο τόπος και ο χρόνος που κάποιοι λευκοί ριζοσπάστες φοιτητές πήραν τη σκυτάλη από τα μαύρα αδέρφια τους στο Νότο και την παρέδωσαν στους λευκούς συναδέλφους τους στο Βορρά, οι οποίοι μετά το 1965 έμελε να οργανώσουν το μεγαλειώδες φοιτητικό αντιπολεμικό κίνημα. 

Αξίζει να θυμόμαστε ότι, όταν το αντιπολεμικό κίνημα έφτασε στο δικό του αντίστοιχο «Συνέδριο της Ατλάντα», στο Συνέδριο του Δημοκρατικού Κόμματος στο Σικάγο το 1968, όταν οι μηχανορραφίες ενάντια στον «αντιπολεμικό υποψήφιο» εντός και η άγρια καταστολή εκτός συνεδριακού χώρου διέλυε αυταπάτες για τους Δημοκρατικούς, οι αντιπολεμικοί ακτιβιστές δεν χρειάστηκε να περάσουν μήνες ή και χρόνια αποπροσανατολισμού κι αποθάρρυνσης, γιατί είχαν ήδη την απάντηση που διαμόρφωσε επίπονα τα προηγούμενα χρόνια το μαύρο κίνημα. 

Οι αναλύσεις του Μάλκολμ Χ, η στροφή του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και κυρίως η συνειδητή δράση των Μαύρων Πανθήρων στο ζήτημα του πολέμου και του ιμπεριαλισμού, έδωσαν εφόδια στο «λευκό» αντιπολεμικό κίνημα, καθώς αυτό περνούσε από την ηθική εξέγερση ενάντια στον άγριο τρόπο διεξαγωγής του πολέμου, στην εναντίωση γενικά στον πόλεμο κι από εκεί στον συνειδητό αντι-ιμπεριαλισμό και τον αντικαπιταλισμό: Η μετάβαση από το «Bring the troops home!» (φέρτε τους στρατιώτες πίσω στην πατρίδα) στο «Bring the war home!» (μεταφέρετε τον πόλεμο μέσα στην πατρίδα) δεν γίνεται να ερμηνευτεί χωρίς τη δράση εκείνων που ήδη «πολεμούσαν» μέσα στην «πατρίδα». 

Το «Gay Power!» ή το «Women Power!» δεν θα υπήρχαν το ίδιο εύκολα, αν δεν είχαν εμπνευστεί από το «Black Power!» και όλα τα κινήματα μαζί δεν θα είχαν τον ίδιο ριζοσπαστισμό, αν δεν είχαν ως ορίζοντα το σύνθημα των Πανθήρων που τα ενοποιούσε: «All Power to the People!».

Οι υλικές νίκες που αναφέραμε παραπάνω, έμελλε να σαρωθούν σε μεγάλο βαθμό κατά την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού. Αυτό που επιβίωσε ήταν τελικά ο «μαύρος καπιταλισμός» του Νίξον, η κοινωνική ανέλιξη τμήματος του μαύρου πληθυσμού. Για την πλειοψηφία, η κατάσταση παραμένει τραγική –οι καθημερινές δολοφονίες των μαύρων από την αστυνομία είναι η εμβληματική κορυφή ενός ρατσιστικού παγόβουνου, που αποτελεί την άλλη, σκοτεινή όψη των ΗΠΑ του «πρώτου μαύρου προέδρου». 

Όμως η κληρονομιά του ’60 παραμένει πολύτιμη. Απέναντι στο σύγχρονο ρατσισμό αναπτύσσεται το κίνημα Black Lives Matter, το οποίο δεν θα ήταν εφικτό χωρίς τους αγώνες του παρελθόντος, ακόμα κι αν υποχρεώνεται να αντιμετωπίσει ζητήματα που αυτοί οι αγώνες απέτυχαν να λύσουν. Στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν –ποιες κοινωνικές συμμαχίες, ποια στάση απέναντι στο Δημοκρατικό Κόμμα, ποια η σχέση ρατσισμού και καπιταλισμού– οι νέοι ακτιβιστές του  μπορούν να βρουν στους αγώνες του ’60 πολύτιμες απαντήσεις.

Η ήττα των δεκαετιών της νεοφιλελεύθερης και της νεοσυντηρητικής επίθεσης δεν μπόρεσε να σβήσει τα μηνύματα του 1968. Πάνω στην έκρηξη του χιπ-χοπ, το 1986 ένα από τα σπουδαιότερα συγκροτήματα επέλεξε το όνομα «Public Enemy» (Δημόσιος Κίνδυνος), έναν φόρο τιμής στους Μαύρους Πάνθηρες. Στα εφηβικά δωμάτια στα γκέτο, πλάι στις αφίσες παιχτών του ΝΒΑ, θα βρει κανείς ακόμα αφίσες του Μάλκολμ Χ. Στην εξέγερση του Λος Άντζελες το 1992 ή στο Φέργκιουσον το 2014, η μαύρη νεολαία έπιανε το νήμα από το Γουότς και το Ντιτρόιτ. Σε μια εποχή που τα «νέα» κινήματα αγνοούν τα σύμβολα και τις παραδόσεις του παρελθόντος, στις διαδηλώσεις του Black Lives Matter κυριαρχεί μια εικόνα από το παρελθόν: Η υψωμένη γροθιά του Πάνθηρα. 

Μπορεί να συμβεί!

Ένας από τους κεντρικούς λόγους που το παγκόσμιο 1968 παραμένει σημαντικό σημείο αναφοράς και άξιο συζήτησης, είναι γιατί λειτουργεί ως υπενθύμιση ότι «μπορεί να συμβεί». Σήμερα ακούμε συχνά ότι οι αντικαπιταλιστές «νοσταλγούν το ’60 και το ’70». Αξίζει να θυμόμαστε ότι στα μεγάλα γεγονότα του ’60 και του ’70 πρωταγωνίστησε μια γενιά ριζοσπαστών που, μεγαλώνοντας, είχε κουραστεί να ακούει ότι «είστε ιδεαλιστές που θέλετε να επιστρέψετε στη δεκαετία του ’30». Κι όμως αυτή η γενιά έζησε μια εποχή όπου ο φόβος άλλαξε στρατόπεδο. Και τίποτε δεν συμβολίζει πιο ισχυρά αυτή τη δυνατότητα από εκείνη τη νύχτα όπου οι μέχρι πρότινος «αόρατοι» και ταπεινοί των γκέτο υποχρέωσαν την αμερικανική άρχουσα τάξη να οχυρώσει φοβισμένη το απόλυτο σύμβολο της παγκόσμιας καπιταλιστικής ισχύος, στήνοντας οπλοπολυβόλα στο Καπιτώλιο…

Ετικέτες