Το άρθρο του πολιτικού επιστήμονα , εκδότη του περιοδικού Viento Sur και μέλους των Αντικαπιταλίστας Χάιμε Παστόρ δημοσιεύεται στο Rproject λίγες ώρες μετά τη δημοσίευσή του στο Viento Sur
Με την ακλόνητη απόφαση του τρικομματικού καθεστώτος, με επικεφαλής τον βασιλιά Φίλιππο ΣΤ’, να επιβάλουν διά της βίας την πλέον αυστηρή και συνάμα αμφιλεγόμενη, ερμηνεία του Συντάγματος, μπαίνουμε σε καθοριστικά κρίσιμες ημέρες για να δοκιμασθούν οι δυνάμεις εκείνες που από χρόνια αναπτύσσονται γύρω από την απαίτηση, κατά πλειοψηφία, του καταλανικού λαού να ασκεί νομίμως το δικαίωμά του ν’ αποφασίζει για το μέλλον του.
Στην ουσία, υλοποιώντας τη βούλησή του να μετατρέψει τον Μαριάνο Ραχόι σε πρόεδρο της Καταλονίας, να διαλύσει το Κοινοβούλιο για να μπορέσει να προκηρύξει νέες εκλογές και να θέσει υπό τον έλεγχό του την τοπική αστυνομία και τα μέσα ενημέρωσης, το [ισπανικό] καθεστώς φιλοδοξεί να τελειώσει όχι απλώς με την καταλανική αυτονομία, αλλά, όπως ορθά έγραφε τελευταία κι ο Χαβιέρ Πέρεθ Ρόγιο, και με τον καταλανικό εθνικισμό ως νόμιμη πολιτική εναλλακτική – και επίσης, θα προσθέταμε εμείς, με κάθε αντιπολίτευση στο καθεστώς, με τους Unidos Podemos μεταξύ των ακραιφνών στόχων του.
Αυτό άλλωστε διακήρυξαν χωρίς περιστροφές φερέφωνα του ΡΡ, όπως ο Γκαρθία Αλβιόλ και ο Πάβλο Κασάδο, που δεν είχαν κανένα ηθικό εμπόδιο να επεκτείνουν τις απειλές για να τεθούν εκτός νόμου πολιτικές υπέρ της ανεξαρτησίας, ή εκείνες που, απλώς, περιλαμβάνονται στο πρόγραμμά των αυτονομιστικών φορέων και αντίκεινται προς το [ισπανικό] Σύνταγμα. Αυτό στην ουσία είναι εκείνο που έχουμε ενώπιόν μας, έναν «ισπανικόφρονα εθνικο-συνταγματισμό» με έντονα μαχητικά στοιχεία και για τούτο, θα ήταν μέγα σφάλμα να θεωρούμε πως η διένεξη τούτη αφορά μόνον την Καταλονία.
Η απόφαση τούτη, που αναμφίβολα θα εγκριθεί στις 27 Οκτωβρίου από τη Γερουσία, στην οποία διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία το ΡΡ, προκαταλαμβάνεται με την «προληπτική» φυλάκιση με την κατηγορία του «στασιασμού» των Τζόρδι Σάντσεθ και Τζόρδι Κισάρτ, επικεφαλής των δύο κοινωνικών οργανώσεων που προκήρυξαν τις μεγαλύτερες ειρηνικές κινητοποιήσεις που είχαν διοργανωθεί στην Καταλονία από το 2012 υπέρ του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης. Και λίγο αργότερα έφθασε και η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου που κήρυττε παράνομο τον Νόμο για το Δημοψήφισμα, βασιζόμενο, όπως γίνεται συνήθως, στα Άρθρα 1 και 2 του Συντάγματος (αυτονομία, εν ολίγοις, δεν συνεπάγεται κυριαρχία, σύμφωνα με το εν λόγω δικαστήριο). [Αυτό αποτελεί] μία επιπλέον απόδειξη, βεβαίως, για το πώς οποιαδήποτε υπόσχεση για μία συνταγματική μεταρρύθμιση που δεν θα αμφισβητεί τούτα τα δύο άρθρα, ουδέποτε θα κατορθώσει να ανοίξει τον δρόμο για ένα πραγματικό ομοσπονδιακό σύμφωνο ανάμεσα στους λαούς της χώρας.
Η απάντηση από την Καταλονία δεν άργησε: η χθεσινή διαδήλωση, στις 21 Οκτωβρίου, για την απελευθέρωση των «Τζόρδις» μετατράπηκε επίσης σε μία μαζική και μετά βδελυγμίας καταδίκη της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου να θέσει σ’ εφαρμογή το Άρθρο 155 του Συντάγματος και συνάμα απετέλεσε μία επαναβεβαίωση διά στόματος εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων της βούλησής τους για ανυπακοή απέναντι σε αυτό που γίνεται αντιληπτό ως πραγματικό κράτος εξαίρεσης και εξάρθρωσης των θεσμών της αυτοδιακυβέρνησής τους. Ένα πραξικόπημα εναντίον της δημοκρατίας, που συνοπτικά θα σήμαινε μία επιστροφή στις μέρες του 1977, πριν ακόμη και την ίδρυση της Τζενεραλιτάτ (καταλανικού κράτους), από την οποία φέτος συμπληρώνονται 40 χρόνια.
Μέσα σ’ όλα τούτα, το χειρότερο είναι πως η πύκνωση των γραμμών του καθεστώτος, με τη στήριξη των μεγάλων οικονομικών δυνάμεων του χρηματιστηρίου και των κυριότερων ηγετών της ΕΕ, έγινε δυνατή με την πλήρη στήριξη της «νέας» ηγεσίας του Σοσιαλιστικού Κόμματος (PSOE). Με τον τρόπο αυτόν διαλύονται οι φενάκες που είχαν δημιουργηθεί από την εσωτερική ήττα του «φιλιππισμού» (ΣτΜ: των σταγονιδίων του Φελίπε Γκονθάλεθ) και της δρομολογημένης αλλαγής του πολιτικού του λόγου, που κατεδείκνυε η έστω διστακτική αναγνώριση της πολυεθνικότητας της Ισπανίας. Όμως ο Σάντσεθ, υποχώρησε ενώπιον του μονόχορδου ισπανικού εθνικισμού των αποκλεισμών, του Ραχόι. Για ακόμη μία φορά μέσα στο κόμμα επιβλήθηκε το «(παράλογο) συμφέρον του κράτους» έναντι της δημοκρατικής λογικής και εκείνου που από πολύ καιρό υποστήριζαν ορισμένα από τα καταλανικά ηγετικά του στελέχη, τουλάχιστον, της οδού ενός συμβουλευτικού χαρακτήρα δημοψηφίσματος.
Μοιραία, δεν άργησαν να έλθουν στο φως οι πρώτες δημόσιες επικρίσεις από την πλευρά του Καταλανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος PSC εναντίον της απόφασης του PSOE, που πολύ πιθανώς προοιωνίζεται διάλυση του κόμματος αυτού στην Καταλονία και κατ’ επέκταση ταύτιση της πολιτικής του στο υπόλοιπο κράτος με το ΡΡ, με τους Ciudadanos (των οποίων η υπερεθνικιστική πολεμική δεν χρειάζεται πλέον να καλύπτεται πίσω από την ετικέτα του φιλελεύθερου). Και, κυρίως, εναντίον αυτού που προοιωνίζεται [ΣτΜ: αυτή η απόφαση του PSOE] δηλ. του τελειωτικού ενταφιασμού ενός αυτόνομου κράτους, που έπνεε τα λοίσθια.
«Qué volen aquesta gent?» (τι θέλουν αυτοί οι άνθρωποι;) αναρωτιόταν η Μαρία ντελ Μαρ Μπονέτ στη διαδήλωση του Σαββάτου στη Βαρκελόνη, επαναλαμβάνοντας τους στίχους ενός τραγουδιού με ήδη 40χρονη ιστορία – και το έκανε για να καταγγείλει την αστυνομική καταστολή, που εκτελέσθηκε κατά την ημέρα της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος της 1ης Οκτωβρίου στη Βαρκελόνη. Εάν τότε η δικτατορία κατέφευγε στην ωμή βία για να παρεμποδίσει την επέλαση του κοινού μας αγώνα για τις ελευθερίες, τώρα είναι πλέον σαφές ότι εκείνο που στοχεύουν οι επίγονοι εκείνου του καθεστώτος είναι να πάμε πίσω στον χρόνο για να αφήσουμε τη δημοκρατία μετέωρη… έως ότου φωλιάσει η απελπισία στα εκατομμύρια τούτα άτομα που στην Καταλονία συνεχίζουν να στοιχίζονται υπέρ της κοινωνικής και θεσμικής ανυπακοής απέναντι σε ένα καθεστώς και σε ένα κράτος που τους θεωρούν ήδη παράνομους.
Γνωρίζουμε πως σε τούτη την αντιπαράθεση, οι συσχετισμοί δυνάμεων ανάμεσα στη μία και στην άλλη παράταξη είναι άνισοι. Όμως επίσης οφείλουν να γνωρίζουν όσοι σήμερα ζητωκραυγάζουν τη νίκη του Κράτους πως η μετατροπή της καταλανικής κοινωνίας σε υποτελείς θα βρει μπροστά της ένα λαϊκό κίνημα, που ήδη έδωσε δείγματα της τεράστιας δυνατότητάς του για αντίσταση και αυτοοργάνωση την 1η του Οκτώβρη. Θα σταθούν η τοπική κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο στο ύψος αυτών που αξιώνει το κίνημα τούτο αναλαμβάνοντας το καθήκον να βαδίσουν προς τη δημιουργία της Καταλανικής Δημοκρατίας και στο άνοιγμα μίας δημοκρατικής και συμμετοχικής συντακτικής διαδικασίας; Θα είμαστε κι εμείς εκτός της Καταλονίας άξιοι να δημιουργήσουμε ένα πλατύ κίνημα συμπαράστασης και σύγκλισης των δικών μας αγώνων για τις ελευθερίες, τη δημοκρατία, και το δικαίωμα να αποφασίζουμε;
Δεν είναι εύκολο να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα, όμως, όπως έχουν τονίσει ήδη οι κλασικοί μας συγγραφείς, «το μόνο βέβαιο είναι η πάλη». Αυτό θα σημάνει, άραγε, το κλείσιμο από τα πάνω της κρίσης του καθεστώτος, ή το αντίθετο, δηλ. το βάθεμα της πληγής που του έχει ανοίξει ο κύκλος των κινητοποιήσεων, των πιο έντονων και παρατεταμένων διαδηλώσεων που έχουν διοργανωθεί από τα στερνά χρόνια του φρανκικού καθεστώτος στην Καταλονία και σε όλη τη χώρα;