Από το σ. Δημήτρη Μπελαντή λάβαμε κείμενο κριτικής στις απόψεις του Κόκκινου Δικτύου, με αφορμή το άρθρο του σ. Σωτήρη Μάρταλη «Η άποψη του Κ. Λαπαβίτσα για τη ‘‘μετάβαση σε εθνικό νόμισμα’’». Το δημοσιεύουμε στη συνέχεια με ένα μικρό υστερόγραφο με κάποιες αναγκαίες διευκρινίσεις. Προφανώς, η συζήτηση που έχει ανοίξει θα συνεχιστεί.
Η πρόσφατη κριτική του σ. Σωτήρη Μάρταλη στις απόψεις του Κώστα Λαπαβίτσα στη σελίδα του rproject.gr για τη μετάβαση στο εθνικό νόμισμα είναι, σε ορισμένα σημεία της, είναι μια ενδιαφέρουσα κριτική. Πράγματι μετά τη σοβαρή και μεγάλη σε έκταση ήττα της Λαϊκής Ενότητας στις εκλογές της 20ής Σεπτέμβρη χρειάζεται να συζητήσουμε σοβαρά για τις αιτίες και ιδιαίτερα τις υποκειμενικές αιτίες, καθώς οι εξωγενείς παράγοντες ήσαν δεδομένοι και γνωρίζαμε εξαρχής ότι θα χρειαστεί να δώσουμε τη μάχη ως ΛΑΕ υπό σκληρές και δύσκολες συνθήκες.
Πρέπει να υπερβούμε μια εύκολη παράδοση της κομμουνιστικής Αριστεράς, η οποία απέδιδε κάθε κοινοβουλευτική ήττα στο ότι ο ταξικός εχθρός ήταν αμείλικτος και μας χτύπησε, η κοινωνία δεν ήταν ώριμη, η πόλωση που υπήρξε οδήγησε στη χρήσιμη ψήφο και όχι στην υπερψήφιση ριζοσπαστικών λογικών κ.λπ. Αυτή η παράδοση, όπως γνωρίζουμε όλοι μας, ήταν μια άγονη παράδοση, η οποία νομιμοποιούσε πάντοτε τη γραμμή της εκάστοτε ηγετικής ομάδας, τόνωνε τον κομματικό πατριωτισμό και τη λατρεία του μηχανισμού και αδυνάτιζε το έδαφος για την αναγκαία αυτοκριτική και στοχασμό για τις αιτίες. Αν ήταν αρνητική αυτή η στάση για κόμματα τα οποία είχαν πολυετή και διαρκή πολιτική παρουσία όπως το ΚΚΕ, είναι πολύ αρνητικότερη για ένα νέο μόρφωμα, το οποίο χρειάζεται να οικοδομηθεί εκ νέου πάνω σε σταθερές και υγιείς βάσεις εξαρχής χωρίς συγκαλύψεις.
Δεδομένου ότι η κριτική του σ. Μάρταλη με παρουσιάζει ως συγκλίνοντα με τις απόψεις του σ. Λαπαβίτσα, και ως ενδεχόμενο «προτεξιονιστή», αισθάνομαι την ανάγκη να απαντήσω σε όσα με αφορούν αλλά και στο πώς προσλαμβάνω προσωπικά τη λανθάνουσα συζήτηση αυτή μεταξύ του Κόκκινου Δικτύου και των απόψεων Λαπαβίτσα, χωρίς να ταυτίζομαι αναγκαστικά με τις απόψεις των μεν ή του δε. Όσον αφορά την πληρότητα και την ταυτότητα των απόψεων Λαπαβίτσα, αρμόδιος να απαντήσει είναι ο σ. Λαπαβίτσας και κανείς άλλος. Δεν είμαι εκπρόσωπος κανενός.
Η τοποθέτηση του σ. Μάρταλη (έχω από καιρό πάψει να χρησιμοποιώ τον όρο «αφήγηση», γιατί είναι μια καθαρά μεταμοντέρνα έννοια, και ας μην το ξέρουμε) υποθέτει ότι υπάρχουν δυο καθαροί και απόλυτα διαυγείς πόλοι μέσα στη ριζοσπαστική αντιμνημονιακή Αριστερά, ο δρόμος του Μεταβατικού Προγράμματος, όπως τον κατανοεί το «διεθνιστικό ρεύμα» (δεν κατανοώ γιατί ο όρος «τροτσκισμός» έχει πάψει να χρησιμοποιείται ανοιχτά, ενώ γι’ αυτό ουσιαστικά πρόκειται, για μια εκδοχή του) και από την άλλη μεριά ο δρόμος των «εθνοπατριωτών» που οδηγεί στην εθνική καπιταλιστική ανάπτυξη και το εντός του σταλινικού υποδείγματος ενδιάμεσο στάδιο και ακόμη χειρότερα μπορεί να οδηγήσει και στη Δεξιά ή και Ακροδεξιά. Παρά το ότι αυτή η παρουσίαση μπορεί να έχει μια πολύ μερική υλική σχέση με την πραγματικότητα (αφού η τάση του ΑΡ έχει όντως ορισμένα λαϊκομετωπικά χαρακτηριστικά και μια ορισμένη αναφορά στην «πατρίδα» και στην αναπτυξιακή-παραγωγική ανασυγκρότηση, κατά τη γνώμη μου μη αρνητική), στην πραγματικότητα είναι μια παρουσίαση η οποία διακρίνεται από αχρωματοψία. Υπάρχει μόνο ο μαύρος γάτος και ο άσπρος γάτος, κανείς άλλος. Τυχαίνει η πραγματικότητα να είναι πιο πολύχρωμη και πολύ πιο πολυτασική, πολυσχιδής και πολυπαραγοντική. Τόσο γιατί υπάρχουν πολλοί μαρξιστές που είναι «αντιπατριώτες» και παρ’ όλα αυτά κατανοούν καλύτερα από το Κόκκινο Δίκτυο την κεντρικότητα της αντιιμπεριαλιστικής ρήξης (π.χ. ΣΕΚ, ΟΚΔΕ κ.ά.) ή ανήκουν σε άλλα «αντιπατριωτικά» ρεύματα και συγκλίνουν με το Κόκκινο Δίκτυο στην αντιπαραθετική διάσταση εθνικού-ταξικού (συμβουλιακός κομμουνισμός, «αντιπατριωτικός» αλτουσερισμός κ.λπ.) όσο και γιατί, κυρίως, υπάρχουν μαρξιστές που ανήκουν σε πολύ διαφορετικά ρεύματα (πουλαντζιανός αλτουσερισμός, παραδοσιακός κομμουνισμός, μαοϊσμός αριστερός ευρωκομμουνισμός κ.λπ.) οι οποίοι, ο καθένας με πολύ διαφορετικό τρόπο, δεν έχουν πρόβλημα να αναφέρονται στο «εθνικό» με θετικό τρόπο και να το συναρθρώνουν πολύτροπα με το ταξικό. Συνεπώς, υπάρχουν πολλές οικογένειες και πολλές αποχρώσεις και δεν υπάρχουν μόνο δύο είδη γάτων.
Προσωπικά, μοιράζομαι με τον παλιό κύκλο των «Θέσεων» την ανάλυση της καπιταλιστικά ανεπτυγμένης Ελλάδας και της μη συνδρομής μιας οικονομικής εξάρτησης του τύπου παλιό ΚΚΕ ή μητρόπολη-περιφέρεια, αλλά ταυτόχρονα κατανοώ ότι υπάρχουν μετατοπίσεις στον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας και, άρα, μια σημαντικά ανεπτυγμένη χώρα μπορεί να υποβαθμιστεί δραματικά (όπως τώρα η Ελλάδα) και, συνεπώς, μπορεί το Μεταβατικό Πρόγραμμα για το σοσιαλισμό να συμπεριλάβει και μέτρα αντιεξάρτησης, εθνικής ανεξαρτησίας και αντιιμπεριαλιστικής δημοκρατικής συγκρότησης χωρίς να αφίσταται από την καθοριστική αντίθεση κεφάλαιο/εργασία και χωρίς να χάνει τον ορίζοντα της επικαιρότητας του σοσιαλισμού. Αν θυμάμαι καλά, όλες οι σοσιαλιστικές επαναστάσεις του 20ού αιώνα, πλην της Ρωσικής, η οποία ορθά συγκροτήθηκε κυρίως κατά του σοσιαλσοβινισμού/πολέμου αλλά και χωρίς να παραγνωρίζει τα εθνικά ζητήματα, και της ισπανικής, η οποία ξέσπασε σε ένα πολυεθνοτικό κράτος, είχαν ισχυρή τη σύνδεση του αντιιμπεριαλιστικού/εθνικοαπελευθερωτικού με το ταξικό/σοσιαλιστικό και δεν είχαν τα ταμπού τα οποία προβάλλονται σήμερα, και μάλιστα κάπως ταυτοτικά και επιδεικτικά. Θυμίζω ένα σχετικό άρθρο μου με τον τίτλο «Ιμπεριαλισμός, κυριαρχία, εξάρτηση, ταξική πάλη», στο rednotebook.gr, το οποίο επεσήμαινε τις αποχρώσεις και ζητούσε να βγούμε από το σχήμα είτε «Μητρόπολη-Περιφέρεια» είτε ελληνικός ιμπεριαλισμός, κάτι σαν τον αμερικάνικο ή το γερμανικό, και απόλυτη ενδογένεια της ταξικής σύγκρουσης. Στο άρθρο μου αυτό υποστήριξα την άποψη ότι η Ελλάδα δεν είναι αποικία ή κατεχόμενη χώρα (κάτι που ίσως σήμερα χρειάζεται περισσότερη περίσκεψη ως θέση) αλλά δεν είναι και ο ανερχόμενος καπιταλισμός του 1960-1970 ή του 1990 και ότι υφίσταται ζήτημα βασικά πολιτικής εξάρτησης και υποτέλειας από την ΕΕ για να αναπαραχθεί αποτελεσματικά η κεφαλαιακή σχέση και οι ταξικές της συμμαχίες. Όποιος δεν το είδε από τον Ιούλιο που πέρασε ως σήμερα, μάλλον δεν έχει πολύ καλή πολιτική όραση. Ή τον τυφλώνει ο ιδιόμορφος ευρωπαϊσμός του.
Ασκείται μια κριτική στην έμφαση επί της εξόδου από το ευρώ και στην κεντρικότητά της, η οποία επισημαίνει το ταξικό πρόσημο και την ανάγκη λήψης μέτρων για την προστασία του εργατικού εισοδήματος. Ας ξεκινήσω με την υπόθεση ότι η κριτική αυτή είναι καλόπιστη. Θυμάμαι ότι όλοι/ες παλέψαμε στον ΣΥΡΙΖΑ υπέρ της αποδέσμευσης ως θετικής διεξόδου και ότι δεν είχαμε μείνει στο περιορισμένο σύνθημα «καμία θυσία για το ευρώ». Γι’ αυτό, άλλωστε, και συγκρουστήκαμε έντονα με την ευρωπαϊστική άποψη της πλειοψηφίας, η οποία εκφραζόταν τότε συχνά και από τον σ. Μηλιό ως υπεύθυνο οικονομικής πολιτικής και από τα μετέπειτα στελέχη των «53» και μιλούσε για μετασχηματισμό της ΕΕ από τα μέσα, θέση που προβαλλόταν ως «διεθνιστική» . Αυτή τη στιγμή που η θέση της «ρήξης» ως «εξόδου» επιβεβαιώνεται πλήρως από τα γεγονότα, δεν υπάρχει κανείς λόγος για να αδυνατίσουμε αυτή την πολιτική μας κατάκτηση. Ούτε μπορούμε να λέμε ότι θα πάρουμε όλα τα άλλα μεταβατικά μέτρα ως μια αυριανή κυβέρνηση της Αριστεράς (τράπεζες, στρατηγικές επιχειρήσεις, διαγραφή χρέους, αναστολή πληρωμών, αντιλιτότητα) και τέλος θα δούμε αν αυτό οδηγεί αναγκαστικά στην «έξοδο». Αυτή είναι η θέση του ΣΥΡΙΖΑ το 2012 και δεν χρειάζεται να γυρίσουμε με τη μηχανή του χρόνου στην αφετηρία για να ξανακάνουμε το ίδιο μονότονο ταξίδι. Συνεπώς και χρειάζεται να ενισχύσουμε την απολυτότητα της πολιτικής μας βούλησης , χωρίς «ναι μεν αλλά», αλλά και να περιγράψουμε την έξοδο ως άμεσο εφαρμόσιμο πρόγραμμα με λύσεις για όλα τα υπαρκτά προβλήματα (τρόφιμα, ενέργεια, φάρμακα, υποτίμηση και μισθοί, διεθνείς συναλλαγές και συναλλαγματικά αποθέματα κ.λπ.). Όποιος δεν θέλει να κάνει αυτή τη δήθεν «τεχνοκρατική δουλειά», ας απαντήσει και στο γιατί πολλοί/ές δεν μας ψήφισαν γιατί δεν αναγνώρισαν τη σοβαρή θεμελίωση μιας εναλλακτικής λύσης για την ελληνική κοινωνία. Και ας πάψει να εμφανίζει την απουσία ή το μειονέκτημα ως πολιτική αρετή.
Υπάρχει ζήτημα «ταξικού προσήμου» στην έξοδο από την Ευρωζώνη; Και βέβαια υπάρχει. Θα μπορούσε θεωρητικά να υπάρξει μια καθαρά καπιταλιστική έξοδος, αν κάποια υπαρκτή μερίδα του αστισμού το επεδίωκε. Δεν υπάρχει και, άρα, μια καπιταλιστική διέξοδος θα ήταν ένας υποθετικός καπιταλισμός χωρίς καπιταλιστές, έκφραση που ανήκει, όπως είναι γνωστό, στον Λένιν. Επίσης, το σχέδιο Σόιμπλε είναι καταρχήν υπέρ μιας τραυματικής παραμονής στην Ευρωζώνη. Λέει κάτι ο σ. Λαπαβίτσας περί εθνικής καπιταλιστικής ανάπτυξης; Προσωπικά, διαβάζοντας τις επεξεργασίες του, δεν μου είναι διόλου προφανές, αν και ο ίδιος σωστά υποστηρίζει ότι μια οικονομοτεχνική μελέτη και η άρθρωσή της σε πολιτικό πρόγραμμα δεν ταυτίζονται εκατέρωθεν, είναι διαπλεκόμενες αλλά και διακριτές διαδικασίες. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το λιγότερο που μπορεί και πρέπει να ζητά ένα κόμμα με ηγεμονία της μισθωτής εργασίας είναι η προστασία τουλάχιστον του εργατικού εισοδήματος από μια πιθανή υποτίμηση του νομίσματος (π.χ. ΑΤΑ) και η μη κατανόηση της ανταγωνιστικότητας ως μιας νεοφιλελεύθερης στρατηγικής λιτότητας. Επίσης, πρέπει να τίθεται ζήτημα αξιοπρεπών εργατικών εισοδηματικών αυξήσεων, αλλά και δεν μπορεί ταυτόχρονα να υποτιμάται ότι μια χώρα σε σύγκρουση με το ιμπεριαλιστικό πλέγμα θα είναι μια χώρα σε στενό οικονομικό περιορισμό και δυσκολία. Σε αυτό το πλαίσιο, τη ζημιά πρέπει κυρίως να την υποστεί το κεφάλαιο και όχι η εργασία, αλλά όλες οι κοινωνικές δυνάμεις θα συμπιεστούν για μια πρώτη περίοδο.
Από την άλλη μεριά, ας μας πουν οι σύντροφοι/ισσες του Κόκκινου Δικτύου με κάπως σαφή τρόπο αν στη μεταβατική περίοδο ανάμεσα στην πραγματική «κυβέρνηση της Αριστεράς» και στην εργατική/λαϊκή εξουσία, μεταβατική περίοδο ενύπαρκτη σε κάθε μεταβατικό πρόγραμμα ιστορικά και πλήρως αντιφατική, θα υπάρχει κάποια μορφή οικονομικής ανάπτυξης και παραγωγικής ανασυγκρότησης στη χώρα και αν αυτή η ανάπτυξη θα είναι και εν μέρει καπιταλιστική ή μόνο σοσιαλιστική. Θεωρώ δεδομένο ότι θα υπάρξει μια φάση παραγωγικής ανάπτυξης και ανασυγκρότησης σε μια χώρα που έχει τσακιστεί από την ύφεση και την ανεργία, αν και συμμερίζομαι τον προβληματισμό για τα όρια της προόδου και τη μερική αποανάπτυξη ως στρατηγική τάση όπως, βεβαίως, και τα περιβαλλοντικά όρια. Μπορεί αυτή η ανάπτυξη να έχει έντονα δυαδικά και σοσιαλιστικά στοιχεία, έντονα στοιχεία εργατικού ελέγχου, αυτοδιαχείρισης και κοινωνικού πειραματισμού, αλλά αυτό δεν αποκλείει καθόλου την ύπαρξη και λειτουργία ενός διακριτού καπιταλιστικού τομέα, με τον οποίο θα υπάρχει αναγκαστικά μια μορφή κοινωνικού συμβολαίου. Αυτό που υπήρχε στη Ρωσία ως το 1928 υπό μια μορφή σοσιαλιστικής εξουσίας, η ΝΕΠ, μπορεί να αποκλειστεί για μια χώρα όπου μεταβατικά θα υπάρχει μια μορφή «αριστερά διευθυνόμενης» καπιταλιστικής εξουσίας; Αν κάποιος/α το πιστεύει ειλικρινώς, ας το περιγράψει κάπως πειστικά και ας το συζητήσουμε. Ας μας πει επίσης αν η λεγόμενη αλληλέγγυα και συνεταιριστική οικονομία είναι ένα πρότυπο αμιγώς σοσιαλιστικό ή αν εμπεριέχει-ακόμη- στην πρώτη φάση του σοβαρές καπιταλιστικές όψεις τόσο στην παραγωγή όσο και στην κυκλοφορία. Ας μας πει επίσης αν πιστεύει ότι η πρώτη φάση ακόμη και της σοσιαλιστικής καθαρά οικοδόμησης, η οποία μόνο σε διεθνή κλίμακα μπορεί να ολοκληρωθεί, έχει ή δεν έχει όψεις καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Επίσης, πρέπει να ξεκαθαριστεί αν οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις θα υπάρχουν -επιχειρήσεις είτε μικροαστικές είτε του μικρού κεφαλαίου, αν απασχολούν μισθωτή εργασία- και αν θα υπάρχουν, αν θα λειτουργούν με έναν τρόπο καπιταλιστικό, σοσιαλιστικό ή μικτό. Το να λέμε ότι η «ανάπτυξη», ακόμη και η καπιταλιστική ανάπτυξη υπό έλεγχο, είναι απαγορευμένες σκέψεις, δείχνει πολύ έντονα γιατί πολύς κόσμος θεωρεί ότι αυτό δεν είναι γραμμή μαζών και της γυρίζει την πλάτη. Επίσης, ακόμη και μια καθαρά σοσιαλιστική, δηλαδή μεταβατική μεταξύ καπιταλισμού και κομμουνισμού, κοινωνία έχει ζητήματα οικονομικής ανταγωνιστικότητας, παραγωγικότητας και σύγκρουσης στη διεθνή αγορά, εκτός και αν είναι «Αλβανία» του Χότζα. Είναι αυτό κακό να υποστηρίζεται και είναι αυτοδίκαια ρεφορμιστική λογική; Δεν είναι «δεξιά γραμμή» το να ανοίγεις τη συζήτηση για την αντιμνημονιακή αναπτυξιακή πορεία της χώρας αλλά και της Ευρώπης, είναι λάθος «υπεραριστερή» γραμμή το να αγνοείς αυτή τη συζήτηση. Και, βέβαια, υπάρχουν ανάμεσά μας απόψεις που είναι με τα στάδια, αλλά δεν χρειάζεται να τα λέει κανείς αυτά στη νύφη για να τα ακούει η πεθερά. Επίσης, είναι απολύτως ανεπαρκής η άποψη που λέει ότι αυτά με τον ιμπεριαλισμό είναι παρωνυχίδες και ότι το μόνο ζήτημα είναι το ενδογενώς ταξικό, το να «φορολογήσουμε τους πλούσιους». Αυτό το καθαρά ενδογενώς ταξικό είναι, εκτός από μονομερές, και κάπως μη ταξικό. Από πότε η σφαίρα της διανομής, όπου και η φορολογία, είναι η βασική σφαίρα του ταξικού ανταγωνισμού; Δεν πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στο ύψος του άμεσου και του κοινωνικού μισθού, ο οποίος διαπερνά και τη σφαίρα της παραγωγής αλλά και τη σφαίρα της διανομής; Και τέλος, αυτή είναι η σύγχρονη αντικαπιταλιστική γραμμή, να αφήνουμε στο μακρινό μέλλον την παρέμβαση στις σχέσεις παραγωγής (διεύθυνση/εκτέλεση, έλεγχος στην εργασιακή διαδικασία) και να ασχολούμαστε στο παρόν βασικά με τη διανομή και ιδίως τη φορολογία ως προνομιακό πεδίο; Δεν λέω ότι δεν είναι βασικό πεδίο, αλλά ίσως πρέπει να πούμε κάτι παραπάνω από το «να πληρώσουν οι πλούσιοι», να πούμε ότι μας ενδιαφέρει η παραγωγή η ίδια του πλούτου (θυμάμαι σχετικά και τη διατύπωση αυτής της άποψης για τις σφαίρες παραγωγής και διανομής στο 1ο τεύχος του περιοδικού «Θέσεις» τον Οκτώβριο 1982, διατύπωση πάρα πολύ σωστή τότε αλλά και μοναχική).
Βεβαίως, υπάρχει και το ζήτημα της «αριστερής πατρίδας», το αν το «έθνος-κράτος» είναι μια κοινότητα που ανήκει αποκλειστικά στο κεφάλαιο και στα δικά του φαντασιακά περιεχόμενα ή αν υπάρχει χώρος για ταξική ηγεμονική επικράτηση μέσα στο έθνος-κράτος κ.λπ. Αν υπάρχει σοσιαλιστική πατρίδα ή αν όλοι/ες στο σοσιαλισμό ή και στον κομμουνισμό ακόμη θα ανήκουμε στην «κοσμόπολη». Προσωπικά, είμαι με την τοπικότητα και με τη διαφορά και όχι με την ομογενοποίηση των πολιτισμών, κάτι που αξιολογώ για το σήμερα ως ακραία καπιταλιστική και ιμπεριαλιστική λογική. Όμως, δεν είναι σωστό σε μια συζήτηση για την Ευρωζώνη και τη ρήξη με την ΕΕ να τα κάνουμε όλα ίσωμα και να λύνουμε μεταξύ μας όλων των ειδών τις ιστορικές αντιθέσεις.
Κλείνοντας, νομίζω ότι προσπάθησα καλόπιστα να απαντήσω στο ερώτημα αν υπάρχει μόνο μια «λαϊκομετωπική» ή νεοκεϊνσιανή γραμμή από τη μια και μια γραμμή τεταρτοδιεθνιστικού-επαναστατικού τύπου από την άλλη και υποστήριξα καλόπιστα ότι αυτές οι δύο γραμμές αλληλοακυρώνονται παραπληρωματικά, παρά τα θετικά που έχουν, και ότι υπάρχει και μια τρίτη και ίσως και μια τέταρτη στρατηγική δυνατότητα. Η συζήτηση προσθέτει και δεν αφαιρεί δυνατότητες. Ο χρόνος θα δείξει.
Μια μικρή ανταπάντηση με κάποιες αναγκαίες διευκρινίσεις από το ΚΟΚΚΙΝΟ ΔΙΚΤΥΟ:
Ευχαριστούμε τον σ. Δημήτρη Μπελαντή, γιατί μπήκε στον κόπο να απαντήσει στο άρθρο του Σωτήρη Μάρταλη το οποίο παρουσίασε μια κριτική στις απόψεις του Κ. Λαπαβίτσα για την έξοδο από το ευρώ.
Θεωρούμε αναγκαίες κάποιες διευκρινίσεις:
α. Ο Σ.Μ. στο άρθρο του αναφερόταν σε ένα ρεύμα «προτεξιονισμού» που έχει αναπτυχθεί σε τμήμα της αντι-ΕΕ Αριστεράς στη Γαλλία, υπογραμμίζοντας την εκτίμηση ότι «το μικρόβιο αυτό δεν έχει φτάσει στην Ελλάδα». Κατά συνέπεια δεν αντιμετωπίζουμε τον σ. Μπελαντή, ή και άλλους με ανάλογες απόψεις, ως ενδεχόμενους προτεξιονιστές, γι’ αυτό άλλωστε μπορούμε να συνεργαζόμαστε στενά μαζί τους. Επίσης, θεωρούμε ότι οι κριτικές που αναπόφευκτα θα ξεδιπλωθούν μεταξύ μας σε τόσο «σκοτεινή» περίοδο είναι και θα πρέπει εξ ορισμού να παραμείνουν καλόπιστες και όχι εξ υποθέσεως.
β. Ο σ. Δ.Μπ. αναφέρεται σε μια κρίσιμη έλλειψη: την ανάγκη να περιγραφεί «(η έξοδος από το ευρώ) ως άμεσο εφαρμόσιμο πρόγραμμα με λύσεις για όλα τα υπαρκτά προβλήματα (τρόφιμα, ενέργεια, φάρμακα, υποτίμηση και μισθοί, διεθνείς συναλλαγές, συναλλαγματικά αποθέματα κ.λπ.). Θα ήμασταν ευτυχείς αν υπήρχε μια τέτοια συμπαγής και συνεκτική ανάλυση. Δυστυχώς δεν υπάρχει. Το κενό αυτό δεν καλύπτεται από «εργασίες» όπου π.χ. προχθές εκτιμούσαν ότι ο πληθωρισμός που θα προκληθεί από την έξοδο από το ευρώ θα περιοριστεί στο 10%, ενώ χθες έκαναν λόγο για τουλάχιστον… 20%.
Η κάλυψη αυτού του κενού είναι μια σοβαρή και σχετικά μακρόχρονη διαδικασία επιλογών που ταυτίζεται με τη συζήτηση σε οργανώσεις, κινήματα, κλάδους κ.ο.κ. Όποιος εκτιμά ότι αρκεί για να προκύψει πρόγραμμα να καθίσει κάποιος έμπειρος σε ένα Σαββατοκύριακο και να το γράψει, πιστεύουμε πως κάνει λάθος. Δεν μας αρέσει να βαφτίζουμε την απουσία προγράμματος αρετή, αλλά ούτε κάποιες (υποθετικές ή πραγματικές) αρετές πρόγραμμα.
γ. Όλες οι σκέψεις που αναπτύσσει ο σ. Μπελαντής είναι βοηθητικές και γόνιμες. Κυρίως η προσπάθειά του να συνδέσει τις αναγκαίες επιλογές (όπως η έξοδος από το ευρώ) με τα προβλήματα της γενικότερης στρατηγικής ενός κινήματος για την ανατροπή της λιτότητας και της συνδεδεμένης με αυτό Αριστεράς. Σε αυτό το επίπεδο, η συζήτηση πρέπει να συνεχιστεί, και μπορεί να συνεχιστεί καλόπιστα και συντροφικά.